Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΜΕ ΤΟΝ «ΕΧΘΡΟ»

ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΜΕ ΤΟΝ «ΕΧΘΡΟ»
     Ο πατήρ Ιάκωβος Βαλοδήμος (1870–1960), ο μυστικός αετός της Ηπείρου, ο θεοφόρος ασκητής από το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Μονοδένδρι, στην εποχή της Κατοχής, προστάτευσε τον ίδιο τον εχθρό του, τον Καπετάν–Φωτιά καθώς και τον δικό του τον αδελφό, τον Ηλία, όταν κινδύνευε η ζωή τους.
     Ο Καπετάν–Φωτιάς, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήσει ο πατήρ Ιάκωβος, πήγε στο Μοναστηράκι του και του είπε:
     –Έχεις κανένα παράπονο μαζί μου, Γέροντα;
     –Έχω.
     –Γιατί δεν μου τό ’λεγες τότε που είχα το λημέρι μου στα μέρη σας;
     –Δεν μ’ ερώτησες· γι’ αυτό.
     –Πες το μου, τώρα. Και μπορεί να το διορθώσω το λάθος μου.
     –Ήρθες, γιε μου, τόσες φορές στο Μοναστηράκι μου και, μια φορά, δε μπήκες μέσα να προσκυνήσεις τον Βασιλέα Χριστό. Τί, νομίζεις πως είσαι;  Υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει ανάγκη από τον Παντοκράτορα;
     –Αυτό, μονάχα, είναι το παράπονο;
     –Αυτό, γιε μου!
     –Για το βόδι που σου πήρα, δε μου κρατάς κακία;
     –Δεν μου το πήρες εσύ.
     –Αλλά, ποιός το πήρε;
     –Ο Θεός έκρινε ότι μπορούσα να κάνω και με τό να βόδι τη δουλειά μου. Αν δεν ήταν θέλημα Θεού, κανένας δε θα μπορούσε να μου το πάρει. Εκείνος που μου τό ’δωκε, Εκείνος και μου το πήρε. Ευλογημένο για όλα νά ναι τ όνομά Του! «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»! «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»! Μπορώ νά ’χω παράπονο κατά του Θεού μας;
     –Τότε εγώ, που σου το πήρα, δεν έχω ευθύνη;
     –Αυτό, είναι δική σου δουλειά. Αλλά, ένα βόδι, μια μαχαιριά στον τράχηλο του βοδιού, τί είναι; Ένα τίποτε! Άλλα, είναι τα τρισχειρότερα!
     –Τί θέλεις να πεις, Γέροντα;
     –Τους ανθρώπους, κλαίω· πονάω τους ανθρώπους που σκοτώνονται αμετανόητοι κι ανεξομολόγητοι. Το ίδιο λυπάμαι κι εκείνους που τους αφαιρούν τον καιρό, για να ετοιμασθούν και να βγάλουν εισιτήριο.
     –Τί «εισιτήριο» να βγάλουν;
     –Εισιτήριο για τον Ουρανό, τέκνον μου! Για την αιώνια ζωή και βασιλεία.
     Ο Καπετάν–Φωτιάς, σκέφτηκε:
     –Εμένα με είπε «τέκνον μου» και, πολύ με κολάκευσε ο λόγος του! Πράγματι, αυτός ο Γέροντας, δεν ήταν άνθρωπος αυτού του αιώνα κι αυτού του κόσμου. Από κάπου αλλού ερχόταν. Κάτι διαφορετικό είχε στην έκφρασή του και στο λόγο του.
     –Και πού το δίνουν, ποιοί το πουλάνε αυτό το «εισιτήριο», πάτερ; –μου φάνηκε ότι έτσι έπρεπε να τον προσφωνήσω.
     Με κοίταξε μ’ ένα γλυκό παιδιάτικο βλέμμα.
     –Όταν πονέσεις, διότι έφυγες από το σπίτι του Πατέρα σου, κι όταν λάβεις την απόφαση να γυρίσεις κοντά Του, τότε είναι που το παίρνεις αυτό το εισιτήριο.
     –Μα, εγώ δεν έχω πατέρα· είμαι ορφανός.
     –Ο Πατέρας σου και ο Πατέρας μου, γιε μου, είναι Αθάνατος· επομένως, δεν είμαστε ορφανοί.
     Κατάλαβα τί μου έλεγε, ντράπηκα κι έγυρα το κεφάλι.
     Τότε, πήρε τον λόγο ο αδελφός του Καπετάν–Φωτιά.
     –Γέροντα, αν ο εχθρός σου βρεθεί στην ανάγκη να σου ζητήσει να τον βοηθήσεις, θα του κάνεις καλό;
     –Δεν έχω εχθρούς, παιδί μου. Κι εκείνος που με εχθρεύεται, είναι αδελφός μου, είναι παιδί του Θεού. Μπορώ, εγώ, να μη κάνω καλό στο παιδί του Θεού μου;
     –Τότε…, τότε…, ζητάμε την προστασία σου.
     –Εγώ, ο φτωχός, ο αδύνατος και γέρος, να προστατεύσω εσάς, που είσθε νέοι κι έχετε δύναμη; Όμως, αν μπορώ και ό,τι μπορώ, στη διάθεσή σας, παιδιά μου…
     –Γέροντα, κινδυνεύει η ζωή και των δύο μας, ξαναείπε ο αδελφός του Καπετάν–Φωτιά, ο Ηλίας.
     –Μήπως φάνηκαν Γερμανοί; Έχουμε μάχη; ρώτησε ο πατήρ Ιάκωβος.
     –Όχι… Αλλά, Γέροντα, πρωτύτερα πρέπει να σου πούμε ποιοί είμαστε και τί μας συμβαίνει.
     –Μα, γιε μου, εσένα σε ξέρω.
     –Δε με ξέρεις! Ξέρεις, Γέροντα, ότι είμαι γιος μιας χριστιανής χήρας, πολύ χριστιανής; Ξέρεις ότι ο Θεός έκαμε χθες το βράδυ θαύμα αληθινό, ότι παραλίγο να σκότωνα αυτόν εδώ που είναι αδελφός μου, ότι άφησα τους δικούς μου και φεύγω, ότι έχω δέκα ώρες που φεύγω και αναζητάω προστάτη και σωτήρα;
     –Ζητάς, παιδί μου, προστάτη και σωτήρα… Έχω καθήκον, μεγάλο καθήκον!… Θα με περιμένετε πέντε λεπτά. Καθίστε στο πεζούλι. Θα σας παρουσιάσω ενώπιόν Του και θα Τον παρακαλέσω για ’σας. Αυτός, με αγαπά και μού χει δώσει το θάρρος να Του ζητάω χάρες και θα μ’ ακούσει. Όμως νά ’ρθετε μαζί μου, αφού πρέπει να σας παρουσιάσω πρώτα... Περιμένετε…
     Είχε στον τοίχο κρεμάσει ένα νιπτήρα. Έπλυνε πολλές φορές τα χέρια του. Έπειτα, έπλυνε το πρόσωπό του, τα γένια του, τα μαλλιά του. Σκουπίστηκε με μια υφαντή, παλιωμένη πετσέτα. Μπήκε μέσα στο σπιτάκι του. Βγήκε έξω διαφορετικός. Τώρα, είχαμε μπροστά μας έναν παπά! Φαινόταν και τώρα χωριάτης και αγρότης όπως πριν, ήταν όμως τώρα και παπάς: με το ράσο του, με το καλυμαύχι του, με το αντερί του. Κρατούσε από το χέρι μια γυναίκα, εξήντα με εξηνταπέντε χρονών. Την οδηγούσε αυτός επειδή τα μάτια της ήταν σβησμένα· ήταν τυφλή κι αόμματη.  
     –Είναι η αδελφή μου, μας είπε. Καλόγρια κι αυτή, όπως κι εγώ. Ελάτε, παιδιά μου, μαζί μου!...  
     Μπήκε στο Εκκλησάκι. Μπήκαμε κι εμείς μαζί του. Μας έδειξε το στασίδι. Πήγε κι άφησε την τυφλή Μοναχή αδελφή του στο ψαλτικό. Αυτός, προχώρησε στο Ιερό. Φόρεσε τ’ άμφιά του, λευκά, ολοκάθαρα, άσπιλα άμφια. Άρχισε με το «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…».
     Όπως μας εξήγησε κατόπιν, αυτό ήταν το «Τυπικ» του παράξενου Μοναστηριού του· Έκανε τον Όρθρο με το χάραγμα. Έπειτα, πήγαινε να δουλέψει πέρα στα χωράφια και, προς το μεσημέρι, έκαμνε τη Θεία Λειτουργία. Η φωνή του ήταν γλυκειά, ταπεινή, φωνή ικεσίας. Οι αιτήσεις και οι ευχές, έδειχναν ένα παιδί που μιλάει με σεβασμό και μ’ εμπιστοσύνη στον Πατέρα του.
     Μετά το Ευαγγέλιο, μας έκανε κήρυγμα. Μιλούσε απλά, χωριάτικα. Μιλούσε για ’μας. Μας καλούσε στη μετάνοια, στην εξομολόγηση, στη συμφιλίωση με τον Πατέρα μας τον Θεό.
     Ξέχασα να σας πω, ότι τον ψάλτη τον έκανε σεμνά κι ωραία η τυφλή Μοναχή αδελφή του. Τά ’ξερε όλα απ’ έξω.
     Ω, αυτή η Λειτουργία!... Μέσα στ’ άγρια βουνά, μέσα στην ερημιά και μέσα στην ερήμωση της δικής μας καρδιάς, να φανεί ένας άγιος στον δρόμο μας, να σταθεί ένας μεσίτης, αυτός ο σεμνός Γέροντας, ο πατήρ Ιάκωβος, ανάμεσα στον Θεό και σ’ εμάς, τους κυνηγημένους.
     Η Λειτουργία βρισκόταν στο τέλος της. Ο πάτερ Ιάκωβος με το Άγιο Ποτήριο στα χέρια πρόβαλε από την Ωραία Πύλη. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε...». Ποιός θα «προσερχόταν», όμως; Αλλά παραξενεύτηκα στη συνέχεια: η τυφλή Μοναχή, προχώρησε με σταθερό βήμα, στάθηκε μπροστά στο Ποτήρι της Ζωής, κι άνοιξε το στόμα της… 
     Ένοιωσα βαθειά πίκρα μέσα μου. Είχα χρόνια να κοινωνήσω, εγώ. Και, τί όμορφα που ήταν τότε! Τί, αισθήματα άγια, πλημμύριζαν την καρδιά μου! Ντράπηκα για το κατάντημά μου. Και είδα, την ώρα εκείνη, τον γέρο παπά και την τυφλή γριά, σαν δύο διαλεχτές υπάρξεις. Αυτοί μπορούσαν να προσέρχονται, μπορούσαν να πλησιάζουν με παρρησία τον Ένα και να ενώνονται με τον Βασιλέα του Ουρανού και της γης. Ο πατήρ Ιάκωβος, μας κάλεσε να μας δώσει αντίδωρο. Δειλά πήγαμε κοντά του. Ασπασθήκαμε το χέρι του. Ακόμη και το αντίδωρο που πήραμε απ’ αυτόν, ήταν κάτι το πολύ σπουδαίο για ’μας, τους ασώτους.
     Αποτραβηχτήκαμε σε μιαν άκρη της Εκκλησίας και τον περιμέναμε, ώσπου ετοιμάσθηκε και βγήκε από το Ιερό. Είχε το πρόσωπό του ολόχαρο κι ακτινοβόλο, ο γερο ιερομόναχος, και τα μάτια γελαστά.
     –Τώρα, θα πάμε για φαΐ! είπε.
     Πήρε πάλι την αδελφή του τη Μοναχή από το χέρι. Μας πήγε στο κελλί του. Αφού φάγαμε το λιτό εκείνο γεύμα, μας ρώτησε:
     –Τί θέλετε από μένα τώρα;
     –Δύο πράγματα, απάντησε ταπεινωμένος ο Καπετάν–Φωτιάς, έναν τόπο να ξαποστάσουμε λίγο. Όλη τη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι. Έπειτα, ζητάμε να μας βοηθήσεις, Γέροντα, να φθάσουμε μ ασφάλεια στα Τζουμέρκα.
     –Στα Τζουμέρκα;! Μα εκεί είναι οι άλλοι!
     –Ναι, σ’ αυτούς πάμε. Να ζητήσουμε την προστασία τους. Άλλη σωτηρία, δεν έχουμε.
     –Καλά, απάντησε ο Γέροντας, καλά! Θα σας στρώσω ένα χράμι (=χοντρό στρωσίδι που υφαίνεται στον αργαλειό, σκέπασμα για το κρεβάτινα κοιμηθείτε στην άλλη κάμαρη πού ’χει και πάτωμα. Όταν ξυπνήσετε, τα ξαναλέμε…
     Πέσαμε ξεροί. Ξυπνήσαμε αργά, το δειλινό. Ο Γέροντας, μας περίμενε. Είχε βάλει κάτω στο σοφρά δύο μεγάλες κατακόκκινες, λαχταριστές ντομάτες, κι είχε γεμίσει με δροσερό νερό το κέδρινο κανάτι.
     Συμμορφωθήκαμε με του γερο–παπά τις υποδείξεις. Έτσι, με το πέσιμο του ήλιου, μεταμφιεσμένοι καθώς είμαστε, πήγαμε και προσκυνήσαμε τον Χριστό και την Παναγία στο Εκκλησάκι. Έπειτα, ήρθε η ώρα ν’ αποχαιρετήσουμε τον ερημίτη.
     Πρώτος μίλησε με συστολή ο Φωτιάς:
     –Πάτερ, εγώ είμαι μεγάλος αμαρτωλός. Τα δικά μου τα κρίματα…
     Τον πρόλαβε ο Γέροντας Ιάκωβος σηκώνοντας το χέρι του και στηρίζοντάς το στον ώμο του Καπετάνιου:
     –Τέκνον μου! «Ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλεεῖ». Θέλεις να προσπέσεις στο μέγα και ανείκαστο (=αυτό που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικό, ανεξιχνίαστο, ακατάληπτο) έλεος του Κυρίου; Θέλεις να πάρεις το λουτρό της μετανοίας και εξομολογήσεως;
     Ακολούθησε σιωπή. Ακούστηκε μετά το ψέλλισμα:
     –Ναι, θέλω!...  
     Τον τράβηξε ελαφρά ο λειτουργός του Θεού. Μπήκαν μέσα στην Εκκλησία. Πόση ώρα τους περίμενα κι εγώ, δε το ξέρω. Όμως, το καταλάβαινα, ότι το πρόσταζε η συνείδηση πού χε ξυπνήσει πια και μόνο αυτή τώρα κυβερνούσε τα πράγματα. Έφτανε τώρα κι η σειρά μου.
     –Κι εγώ, πάτερ! του είπα. Να εξομολογηθώ κι εγώ!...  
     Δεν το θυμάμαι, πότε βρεθήκαμε μέσα στον ιερό τόπο. Όμως θυμάμαι, ότι έτρεμαν τα χείλη μου, έτρεμε η φωνή μου, έτρεχαν τα μάτια μου. Την ώρα εκείνη, δε βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν «παπαδάκο», αλλά μπροστά στον Ίδιο τον Άγιο και Παντοκράτορα Θεό. Ο Πνευματικός, πού βλεπε το σπαραγμό της ψυχής μου, ζήτησε να με παρηγορήσει.
     –Αυτό σου το δάκρυ, τέκνον μου, τά πλυνε και τά σβησε όλα σου τα κρίματα! Έχε εμπιστοσύνη στη δύναμη της σταυρικής θυσίας του Χριστού μας. Όμως, πρόσεξε, πρέπει ν’ αλλάξεις διαγωγή και πορεία: «Μηκέτι ἁμάρτανε!» (πρβλ. Ιωάν. ε΄ 14).
     Μού ’σφιξε το χέρι κι εγώ έσκυψα κι έβρεξα το δικό του με το δάκρυ μου. Βρεθήκαμε στην αυλή της Εκκλησίας. Ο Γέροντας Ιάκωβος, ήταν βαθειά συγκινημένος. Και, μέσα από την πατρική του αγάπη, μας ευχήθηκε:
     –Άγγελος Κυρίου να συμπορεύεται μ’ εσάς!...





[Τριμηνιαίο Περιοδικό «Ορθόδοξος Μαρτυρία», αριθμ. τεύχ. 62–63, Ιούλιος–Δεκέμβριος 1995, σελ. 8–13. Άρθρο εξολοκλήρου δανεισμένο από το βιβλίο του μακαριστού Αρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλόπουλου (19101982): «Ένας σύγχρονος άγιος», εκδόσεις «Ορθόδοξος Τύπος», 19923. Η 4η και η 6η, κατά κατακόρυφη σειρά, φωτογραφία είναι του Adonios GK. Και η τελευταία κάτω φωτογραφία (με τη λιθοανάγλυφη παράσταση), της Μαρίας Τσούπη.]



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου