Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

«ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ! ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;»


«ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΑ!
ΠΩΣ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ;»
 
     Κάποιος ιερομόναχος αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», στο γνωστό και ωφελιμότατο βιβλίο «Νηπτική Θεωρία», διηγείται (δήθεν για κάποιον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα όμως για τον ίδιο τον εαυτό του), ότι την ώρα που προσευχόταν με την Ευχή ήρθε σε έκσταση και είδε τότε άπειρο πλήθος δαιμόνων –που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας– να του επιτίθενται, γεμάτοι λύσσα. Οι διαθέσεις τους ήταν πραγματικά φονικές. Αγριεμένοι, ορμούσαν απ’ όλες τις πλευρές για να τον κατασπαράξουν.
     Έντρομος αυτός, έτρεξε προς την Εκκλησία.
     –Πού να καταφύγω; αναρωτήθηκε με τον λογισμό του. Πού αλλού παρά στον φρικτό Γολγοθά, στην Αγία Τράπεζα, όπου καθημερινά με δάκρυα και με συντριβή ιερουργώ τα πανάχραντα Μυστήρια. Θα πέσω εκεί στα πόδια του Χριστού και της γλυκύτατης Παναχράντου Μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου.
     Έχοντας αυτά στον νου και στον λογισμό του, τρέχοντας έφθασε έντρομος μέσα στον Ναό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Κύριο και την Θεοτόκο στις εικόνες του τέμπλου σαν ζωντανούς, κατάστεπτους με βασιλική δόξα. Το θείο πρόσωπο του Κυρίου είχε μια ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά κι από τον ήλιο. Όλο το εκκλησάκι ήταν λουσμένο από την θεϊκή ακτινοβολία. Τα πάντα εκεί, στολίζονταν λαμπροφόρα. Οι καντήλες, τα μανουάλια, τα λίγα στασίδια, τα αναλόγια των ψαλτών, ο μικρός πολυέλαιος που ήταν κρεμασμένος από πάνω, το μικρό δεσποτικό, το Άγιο Βήμα, η Αγία Τράπεζα, τα άμφια, τα εξαπτέρυγα, η Άγια Πρόθεση, τα πάντα ήταν ολόλαμπρα, γεμάτα φως και δόξα! Και, προπαντός, οι αγιογραφίες γύρω–γύρω στους τοίχους του Ναού: παρούσα, λαμπροφορεμένη και δεδοξασμένη, όλη η θριαμβεύουσα Εκκλησία.
     Ο ασκητής εκείνος και ιερέας, δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το Πρόσωπο της Τρισηλίου δόξης του Κυρίου! Μόνο προσκύνησε. Άγγιξε ή δεν άγγιξε το χέρι του Κυρίου που με ευμένεια του προτάθηκε για ασπασμό.
     Με φόβο και δέος, πλησίασε την εικόνα της Παναγίας. Ασπάσθηκε το παρθενικό Της χέρι επάνω στην εικόνα και τόλμησε να την ατενίσει στο πρόσωπο. Στην αγία Της αγκαλιά, είδε το θείο Βρέφος καθισμένο σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θείο αυτό σύμπλεγμα, όσο ταιριαστή είναι η ομορφιά και η ευωδία σ’ έναν πάλλευκο κρίνο ή σ’ ένα μπουκέτο από μυρωμένα τριαντάφυλλα. Ομορφιά κι ευωδία, μαζί!
     Η Κυρία Θεοτόκος κοίταζε αυτόν τον ιερομόναχο με άπειρη γλυκύτητα και με τόση πραότητα, ώστε εκείνος έλαβε θάρρος από αυτό και ρώτησε:
     –Παναγία μου! Γλυκιά μου Παναγία και Μητέρα του Χριστού μου, πώς να γλυτώσω από τους εχθρούς δαίμονες που με κυνηγούν;
     Και η Κυρία Θεοτόκος, του απάντησε:
     –Με το Όνομα του Υιού Μου και με το Όνομα το δικό Μου θα μπορέσεις να νικάς και να εξολοθρεύεις τους δαίμονες. Και εδώ μέσα στον Ναό που βρίσκεσαι και έξω στο κελλί σου, είτε εργάζεσαι είτε ησυχάζεις, παντού και πάντοτε, το όνομα του Υιού Μου και το Όνομα το δικό Μου να επικαλείσαι!
     Ο ασκητής ιερομόναχος, με μεγάλη ευλάβεια, έβαλε αμέσως μια στρωτή εδαφιαία μετάνοια, βγήκε έξω από την μικρή εκκλησία και φώναξε με όλη του την δύναμη:
     –Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!
     –Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!
     Κι αμέσως οι ανίσχυροι, οι αδύνατοι και δειλοί δαίμονες, εξαφανίστηκαν όλοι τους από μπροστά του σαν αστραπή…

[«Ανωνύμου τινός Αγιορείτου Ησυχαστού
“Απελπισμένου” επικληθέντος»:
«Νηπτική Θεωρία»,
Λόγος 1ος, σελ. 29–31,
εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
(ημερομηνία Προλόγου) Νοέμβριος 19782.]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου