Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΠΑΘΑ ΤΩΝ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΩΝ

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΠΑΘΑ ΤΩΝ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΩΝ


     Κάποια μέρα οι Λογγοβάρδοι έπιασαν έναν διάκονο και τον κρατούσαν δεμένο, γιατί σκέφτονταν να τον σκοτώσουν. Όταν είχε γίνει πλέον απόγευμα, ένας άνθρωπος του Θεού ονόματι Σαγκτούλος, ο οποίος κατοικούσε στην περιοχή των Λογγοβάρδων, τους παρακαλούσε να χαρίσουν τη ζωή στον διάκονο, εκείνοι όμως δεν πείθονταν. Βλέποντας λοιπόν ο τόσο ευλαβής αυτός άνθρωπος ότι είχαν αποφασίσει αμετάκλητα τον θάνατο του διακόνου, ζήτησε από αυτούς τουλάχιστον να του τον δώσουν για να τον φρουρεί. Εκείνοι του απάντησαν: «Για να τον φρουρείς, βέβαια, σου τον δίνουμε, με έναν όρο όμως: αν φύγει αυτός, θα πεθάνεις εσύ». Ο σεβάσμιος αυτός άνθρωπος το δέχτηκε αυτό πρόθυμα και ανέλαβε τη φρούρηση του διακόνου που είπαμε.

     Τα μεσάνυχτα, βλέποντας όλους τους Λογγοβάρδους να κοιμούνται βαθιά, ξύπνησε τον διάκονο και του είπε: «Σήκω και φύγε γρήγορα, ο παντοδύναμος Θεός θα σε λυτρώσει». Ο διάκονος, ξέροντας την υπόσχεσή του, απάντησε: «Δεν μπορώ να φύγω, πάτερ. Αν φύγω, στη θέση μου θα πεθάνεις αναπόφευκτα εσύ». Εκείνος τον πίεζε να φύγει λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε, ο παντοδύναμος Θεός θα σε λυτρώσει. Εγώ είμαι στο χέρι του Θεού, και τόσο μόνο μπορούν να μου κάνουν, όσο Αυτός θα τους επιτρέψει». Έφυγε λοιπόν ο διάκονος, και εκείνος έμεινε εκεί, τάχα σαν να είχε εξαπατηθεί.

     Όταν ξημέρωσε, ήρθαν οι Λογγοβάρδοι και ζήτησαν αυτόν που του παρέδωσαν, ο ευλαβέστατος όμως Σαγκτούλος τους είπε ότι ο διάκονος δραπέτευσε. «Γνωρίζεις καλά», του είπαν, «τι συμφωνήσαμε». «Γνωρίζω», απάντησε θαρραλέα ο δούλος του Κυρίου. Του είπαν τότε: «Είσαι καλός άνθρωπος και δεν θέλουμε να σε σκοτώσουμε μετά από βασανιστήρια. Διάλεξε λοιπόν όποιον θάνατο θέλεις». Ο άνθρωπος του Θεού αποκρίθηκε: «Είμαι στο χέρι του Θεού, και με όποιον τρόπο επιτρέψει Αυτός να πεθάνω, με αυτόν σκοτώστε με». Τότε σε όλους εκείνους τους βαρβάρους φάνηκε καλό να του κόψουν το κεφάλι.


     Όταν έμαθαν λοιπόν οι Λογγοβάρδοι του τόπου εκείνου ότι ο Σαγκτούλος, τον οποίο τιμούσαν πάρα πολύ για την αγιοσύνη του, έμελλε να θανατωθεί, συγκεντρώθηκαν όλοι, με τη συνηθισμένη τους ωμότητα, για να απολαύσουν τον θάνατό του, και αφού στάθηκαν στη σειρά, περίμεναν την εκτέλεσή του. Μόλις τον έφεραν στη μέση, διάλεξαν από όλους εκείνους έναν που ξεχώριζε από τους άλλους στη σωματική δύναμη, για τον οποίο δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα κόψει το κεφάλι με ένα χτύπημα.

     Ο Σαγκτούλος ζήτησε την άδεια να προσευχηθεί λίγο, και αφού την πήρε, στρώθηκε κάτω στη γη και προσευχόταν. Καθώς όμως αργούσε να τελειώσει την προσευχή του, ο επιλεγμένος για να τον θανατώσει πλησίασε, τον σκούντηξε με το πόδι και του είπε: «Σήκω, γονάτισε και τέντωσε τον λαιμό σου». Εκείνος υπάκουσε και ο αιμοβόρος δήμιος πήρε το ξίφος και σήκωσε με δύναμη το χέρι του ψηλά για να τον χτυπήσει· αλλά το χέρι του έμεινε ακίνητο, σηκωμένο ψηλά. Τότε όλοι οι συγκεντρωμένοι Λογγοβάρδοι, κατάπληκτοι από το γεγονός, άρχισαν να δοξολογούν τον Θεό, και πλησιάζοντας τον άγιο, τον παρακαλούσαν να σηκωθεί και να θεραπεύσει το χέρι του δημίου. Αυτός σηκώθηκε και είπε: «Δεν πρόκειται να προσευχηθώ γι’ αυτόν, αν πρώτα δεν μου ορκιστεί ότι με το χέρι του άνθρωπο χριστιανό δεν θα σκοτώσει». Ο δήμιος, καθώς υπέφερε από την οδυνηρή τιμωρία του, ορκίστηκε ότι ποτέ πια δεν θα σκοτώσει άνθρωπο χριστιανό. Τότε ο άγιος τον πρόσταξε να κατεβάσει το χέρι του, και εκείνος αμέσως το κατέβασε και έβαλε το ξίφος του στη θήκη. Και οι παρόντες Λογγοβάρδοι, έχοντας διαπιστώσει την αγιοσύνη του ανθρώπου αυτού, του πρόσφεραν ως δώρα πρόβατα, βόδια και άλλα ζώα που είχαν από λεηλασίες. Ο άνθρωπος όμως του Θεού δεν τα δέχτηκε, αλλά ζήτησε άλλα δώρα λέγοντας: «Αν θέλετε να μου κάνετε κάποιο δώρο, χαρίστε μου όλους τους αιχμαλώτους που έχετε, για να έχω λόγο να προσεύχομαι για εσάς». Εκείνοι του το υποσχέθηκαν, και άφησαν ελεύθερους όλους τους αιχμαλώτους που είχαν. Έτσι δηλαδή οικονόμησε η Πρόνοια του Θεού: Αυτός που παρέδωσε μόνος του τον εαυτό του σε θάνατο για τη σωτηρία ενός, λύτρωσε πολλούς από τον θάνατο…

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
(540–604)


[«Ευεργετινός»
τόμ. Γ΄, υπόθ. ΛΖ΄ (37), σελ. 305–306,
μετάφραση: Δ. Χρισταφακόπουλος
εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 2006.]







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου