Ο Γέροντας Αθανάσιος –κατά κόσμον Σπυρίδων
Καμπανάος– γεννήθηκε στην Αίγινα το 1867 και εκοιμήθη στο Άγιον Όρος το 1940.
Στον κόσμο ήταν εξαιρετικός γιατρός και
είχε σπουδάσει στο Παρίσι και στη Βιέννη.
Το 1898 και σε ηλικία 31 ετών, παράτησε τη
μάταιη κοσμική δόξα και ήρθε να μονάσει στη Μεγίστη Λαύρα. Εκάρη μοναχός δύο
χρόνια αργότερα, το 1901, και επειδή ήταν πολύ ενάρετος, σύντομα εκλέχθηκε και
προϊστάμενος της Μονής.
Ζούσε με πολύ ευλάβεια και συνέπεια στη
μοναχική ζωή. Η καλοσύνη του, η ανεξικακία του και η φιλαδελφία του ήταν
παροιμιώδεις.
Ο Γερο–Αθανάσιος διάβαζε με ακόρεστη δίψα
και μεγάλη ευλάβεια τα συγγράμματα των Πατέρων. Μάλιστα, στάθηκε ο ίδιος και
ιδρυτής του περιοδικού «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη», που εξέδιδε στο Βόλο ο
μακαριστός κ. Σωτήριος Σχοινάς (1887–1975).
Μα, καθώς διάβαζε συνεχώς τα πατερικά
βιβλία, του γεννήθηκε ο πόθος του ερημιτισμού. Έλα, όμως, που τα χρόνια είχαν
ήδη περάσει και εν τω μεταξύ, από την ασθένεια είχε γίνει και λίγο σωματώδης.
Δεν μπορούσε να γίνει ερημίτης, γιατί και ηλικιωμένος ήταν και εύσωμος. Αλλά
είχε μέσα του μεγάλο πόθο.
Τελικά, γύρω στο 1935 και στην προχωρημένη
ηλικία των 68 ετών, από κάπου έμαθε ότι υπάρχει κάποιος μεγάλος ασκητής στον
Άγιο Βασίλειο με τ’ όνομα Ιωσήφ. Μόλις το έμαθε, παίρνει τα πράγματά του, τα
χρήματά του και τα βιβλία του, τα φορτώνει στο ζώο, παίρνει κι έναν βοηθό και
πάει στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και Σπηλαιώτη (1897–1959), πάνω στον Άγιο
Βασίλειο. Σ’ εκείνη την προχωρημένη ηλικία ήθελε πραγματικά ν’ ασκητέψει γι’
αυτό και έλεγε:
–Πάω να μονάσω στον Γέροντα Ιωσήφ! (που σημειωτέον
ήταν και κατά 30 χρόνια νεότερός του).
Όταν έφτασε ο πατήρ Αθανάσιος στον Άγιο
Βασίλειο και είδε τον Γέροντα Ιωσήφ, του λέει:
–Γέροντά μου! Ήρθα ν’ ασκητέψω κοντά σου.
Άγιε Γέροντα, ακούω (από παντού πολλά καλά) για σένα.
–Λάθος ακούς.
–Όχι! Θα καθίσω!
–Βρε γιατρέ μου, εδώ δε μπορείς να
καθίσεις εσύ. Εδώ είναι πολύ σκληρά τα πράγματα. Εσύ είσαι τόσο γέρος και
σωματώδης.
–Θα προσπαθήσω και με τη Χάρη του Θεού θα
δυνηθώ.
–Δε θα μπορέσεις, γιατρέ μου, με τίποτα!
–Όχι, θα κάτσω εδώ!
Φαίνεται είχε θυμηθεί τον αββά Παύλο τον
Απλό, που με την πολλή επιμονή του πέτυχε να τον κρατήσει ο Μέγας Αντώνιος.
Γι’ αυτό έλεγε:
–Δε φεύγω!
–Τι θες κι ήρθες σε μένα; Δεν κάθεσαι στη
Λαύρα σου, που έχεις όλη την ανάπαυσή σου, έχεις την τιμή σου, την αξία σου,
έχεις το σεβασμό από τους πατέρες, είσαι και προϊστάμενος; Άντε πήγαινε, και
κάνε κανένα καλό στους ανθρώπους.
–Ήρθα ν’ ασκητέψω, να σώσω τη ψυχή μου.
–Τώρα στα γεράματα θ’ ασκητέψεις; Δε
μπορείς εδώ να μείνεις!
–Θα μείνω! Θα καθίσω στον Γέροντα Ιωσήφ!
–Εδώ είναι αυστηρά, γιατρέ. Εδώ δε θα
μιλάς.
–Νά ’ναι ευλογημένο!
–Ε, δοκίμασε. Κάτσε…
Κι έτσι έμεινε κοντά στον Γέροντα.
Εν τω μεταξύ, εκείνη την εποχή ήταν εκεί ο
πατήρ Γεράσιμος Μενάγιας κι ένας φαρμακοποιός, ο πατήρ Αθανάσιος Βαλσαμάκης,
και συνεχώς τους έλεγε ο Γέροντας:
–Τι θέλετε κι ήρθατε εδώ; Δεν πάτε σ’ άλλα
μοναστήρια; Δε μπορείτε εδώ!
–Με την ευχή σας, μπορούμε. Θα μείνουμε.
–Αν μείνετε εδώ, θα κλείσετε τα στόματά
σας. Δε θ’ αργολογείτε καθόλου, δε θα μιλάτε. Εδώ πέρα δε χωρούν συζητήσεις.
Σιωπή και ευχή! Μπορείτε;
–Δυνάμεθα.
–Άπαξ και σας πιάσω να μιλάτε, θα πάρετε
δρόμο όλοι!
–Όχι, όχι. Θ’ αγωνισθούμε.
–Θα το δούμε αυτό στην πράξη.
Εν τω μεταξύ, ήσαν κι οι τρεις τους επιστήμονες
και από συγγενείς κλάδους. Είχαν λοιπόν πολλά κοινά μεταξύ τους. Πέρασαν μια,
δυο, τρεις μέρες και τους «τσακώνει» ο Γέροντας και τους τρεις να μιλάνε.
–Γιατρέ! Δε σού ’πα;
–Ευλόγησον!
–Να σηκωθείτε να φύγετε. Ακούς εκεί! Να
πιάσουν την αργολογία! Εσύ, γιατρέ, δεν είπες ότι δύνασαι να σιωπήσεις και ν’
ασκηθείς;
–Γέροντά μου, Γέροντά μου, σκληρός ο
λόγος. «Οὐ δυνάμεθα ποιῆσαι τὸν λόγον τοῦτον».
–Άμα δε μπορείς, να πας στο μοναστήρι σου.
Εδώ, σιωπή.
–Όχι, «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (πρβλ. Ιωάν. 6, 68) και πού
να απέλθουμε;
–Να απέλθεις στο μοναστήρι σου. Εδώ δε
μπορείς να καθίσεις.
–Δε φεύγουμε. Εμείς, έναν Γέροντα κάναμε.
Φωνάζει ο πατήρ Αρσένιος (ο συνοδοιπόρος
και συνασκητής του Γέροντα Ιωσήφ· 1886–1983):
–Γέροντα, αυτοί προκοπή δεν έχουν. Είναι
μεγάλοι άνθρωποι, δεν αλλάζουν. Πάμε να φύγουμε!…
Και, με το που τελείωσε τούτο το λόγο του,
βουτάει τον Γέροντα από το χέρι και τον τραβούσε. Πιάνουν και οι επιστήμονες το
άλλο χέρι του Γέροντα κι άρχισαν να τον τραβούν προς τη δική τους μεριά. Και
στη μέση ο Γέροντας, σα ζωντανή διελκυστίνδα!
–Δικός μας ο Γέροντας! φώναζαν οι
επιστήμονες.
–Δικός μου ο Γέροντας! φώναζε ο πατήρ
Αρσένιος.
–Δικός μας ο Γέροντας!
–Δικός μου ο Γέροντας!
Και τραβούσαν όλοι.
Φωνάζει ο Γέροντας:
–Σταθείτε, βρε παιδιά! Θα μου βγάλετε τα
χέρια!
Νικά ο πατήρ Αρσένιος –ποιος ξέρει πώς τα
κατάφερε!– και παίρνει τον Γέροντα και φεύγουν χειμώνα καιρό καταπάνω για τον
Άθωνα. Ανέβαιναν, ανέβαιναν ασταμάτητα. Όταν άρχισε να νυχτώνει, έπεσε τόση
πυκνή ομίχλη, ώστε δεν έβλεπαν ούτε βήμα μπροστά τους.
Λέει ο Γέροντας στον πατέρα Αρσένιο:
–Αρσένιε, να σταθούμε εδώ κάπου, γιατί θα
πέσουμε και σε κανέναν γκρεμό, αφού δε βλέπουμε.
–Όχι, να περπατήσουμε.
–Κάθισε εδώ. Θα πέσουμε στο γκρεμό.
–Νά ’ναι ευλογημένο.
Κι έμειναν εκεί όλη τη νύχτα έξω στην
ύπαιθρο, ψηλά στην κορυφή. Το κρύο ήταν πολύ δυνατό. Τα ρούχα τους είχαν γίνει
κρύσταλλο από την παγωνιά. Τι να κάνουν; Μετάνοιες όλο το βράδυ για άσκηση,
αλλά και για να ζεσταθούν. Κι όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, είδαν ότι πράγματι
ήταν στο χείλος ενός γκρεμού με βάθος εκατοντάδων μέτρων. Λίγο να κουνιόταν μια
πέτρα, θα έπεφταν και θα φονεύονταν. Αλλά ο Γέροντας με καθαρά τα νοερά μάτια
της ψυχής του, είδε το γκρεμό και σταμάτησαν εκεί.
Όταν με το καλό έφτασαν πάνω στον Άθωνα,
μπήκαν στο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως. Όλο το εκκλησάκι μοσχοβολούσε από δύο
ροδοκόκκινα μήλα, που βρήκαν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Είχαν ακόμα
φρέσκα τα πράσινα φυλλαράκια τους, σαν να τα έκοψε κάποιος εκείνη την ώρα.
Μόλις τα είδε ο Γέροντας Ιωσήφ, λέει:
–Πάτερ Αρσένιε, αφού είναι τέλη
Φεβρουαρίου, πού βρέθηκαν τέτοια εποχή τόσο φρέσκα μήλα;
Διότι δεν ήταν δυνατό σε καιρό χειμώνα να
βρεθούν πάνω στην κορυφή φρέσκα μήλα με τα φύλλα τους χλωρά.
Αμέσως τότε έπεσαν με δάκρυα μπροστά στην
εικόνα της Παναγίας και την ευχαριστούσαν γι’ αυτό το ουράνιο δώρο.
Άρχισαν λοιπόν να τα τρώνε κι έμειναν
εκστατικοί από την παραδεισένια γλυκύτητά τους. Τότε άνοιξε ο νους τους και
κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Ο επουράνιος Δεσπότης φρόντισε για τους πιστούς
δούλους Του. Έτσι συμβαίνει με τους μεγάλους ασκητές.
Κι
έλεγε μετά ο Γέροντας:
–Θυμάμαι τη γεύση τους και δεν τη ξεχνώ,
γιατί δε θυμάμαι να έφαγα ποτέ μου τόσο ωραία μήλα.
Μετά από παραμονή 5 με 6 ημερών και επειδή
το κρύο ήταν τόσο δυνατό, αναγκάστηκαν να φύγουν.
Λέει ο Γερο–Αρσένιος:
–Πάμε κάτω να βοηθήσουμε τους αδελφούς, να
κάνουμε υπομονή κι έχει ο Θεός. Άμα είναι να φύγουν, θα φύγουν…
Πήραν λοιπόν κομματάκια από τα μήλα και τα
έφεραν στους πατέρες κάτω στον Άγιο Βασίλειο.
Μόλις αυτοί είδαν τον Γέροντα να
κατεβαίνει, έτρεξαν κι έπεσαν στα πόδια του.
Και ο Γερο–Αθανάσιος ο Καμπανάος φώναζε:
–Ω, Γέροντα, Γέροντα! Μας αφήσατε και δεν
ξέραμε τι να κάνουμε. Όπως οι Ισραηλίτες, που περίμεναν σαράντα μέρες τον Μωυσή
να τους φέρει τις πλάκες του Νόμου (βλ. Έξοδ. 24, 12–18), έτσι κι εμείς
περιμέναμε εσένα να κατέβεις από πάνω.
Του λέει τότε ο Γέροντας:
–Άντε, γιατρέ μου, να πας στη Λαύρα! Εδώ
είναι δύσκολα τα πράγματα.
–Δε φεύγω!
–Βρε, να πάρει η ευχή! Αυτοί δε ξεκολλούν!
Τους έδιωχνε, μα αυτοί δεν έφευγαν. Είχαν
πολύ ευλάβεια και αγάπη στον Γέροντα, μα δε μπορούσαν και να τον ακολουθήσουν
στο ασυμβίβαστο ασκητικό του πρόγραμμα. Μήπως άλλωστε ήταν και εύκολο; Εκείνο
το ασκητικό δίδυμο –Γέροντας Ιωσήφ και πατήρ Αρσένιος– ήταν σπάνιο φαινόμενο,
ήταν αετοί υψιπέτες.
Συνέχισαν λοιπόν τη ζωή τους στον Άγιο
Βασίλειο, περιμένοντας την απάντηση από τον Θεό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ήρθαν οι
Λαυριώτες και λένε στον Γερο–Αθανάσιο:
–Γιατρέ, δεν είσαι για ’δω εσύ.
Προϊστάμενος άνθρωπος, γιατρός με τόσα πτυχία και με τόσα παράσημα κι ήρθες να
γίνεις σ’ αυτόν τον αγράμματο ασκητή υποτακτικός; Έλα κάτω στη Λαύρα. Εσύ, ένας
τόσο χρήσιμος άνθρωπος, εδώ τι κάνεις; Γέρος άνθρωπος, μπορείς να κάνεις την
άσκηση που κάνουν οι πατέρες εδώ;
Τελικά, τον πήραν πίσω στη Λαύρα με το
ζόρι. Κι έφυγε κλαίγοντας, γιατί είχε πολλή πίστη και αγάπη στον Γέροντα.
Μετά από λίγο καιρό που γύρισε στη Λαύρα ο
πατήρ Αθανάσιος, απέκτησε δύο υποτακτικούς και τους έκανε διακόνους. Επειδή τότε
ήταν ιδιόρρυθμο το μοναστήρι, κάθε γέροντας μπορούσε να έχει ένα, δύο, τρεις
υποτακτικούς, κι έτσι, κάθε μικρή συνοδεία ζούσε κοινοβιακά μέσα στη Μεγίστη
Λαύρα.
Φαίνεται όμως πως τα καλογέρια του δεν
εξομολογούνταν καθαρά τους λογισμούς τους κι έφυγαν και οι δυο μαζί έξω στον
κόσμο. Έτσι έμεινε ο γιατρός μόνος. Πήρε λοιπόν το δρόμο και πήγε να πει τον
πόνο του στον Γέροντα. Έφτασε θλιμμένος και στενοχωρημένος κοντά του.
–Γέροντά μου, Γέροντά μου, άγιε Γέροντα!
–Τι έπαθες πάλι, γιατρέ μου;
–Γέροντα, μου έφυγαν οι υποτακτικοί μου.
Ο Γέροντας Ιωσήφ όμως, ήταν πολύ εύστοχος
και πνευματικά ετοιμόλογος άνθρωπος.
Του είπε το εξής, για να τον ταπεινώσει:
–Γιατρέ μου, άκουσε να σου πω…
–Τι θα μου πεις, Γέροντα;
–Εσύ δεν είσαι άξιος, όχι ανθρώπους να ποιμάνεις,
μα ούτε και κοτόπουλα!
Κι αυτός, όπως ήταν χοντρούλης και
χαριτωμένος παππούλης, ευλαβέστατος και ταπεινός άνθρωπος, γελούσε κι έλεγε:
–Αχ, αχ! Γέροντά μου, αυτό το λόγο δύσκολα
τον αντέχω. Ξέρεις, εγώ ήμουν στο εξωτερικό, πήρα πτυχία, πήρα παράσημα,
μελέτησα τη βιβλιοθήκη της Βιέννης, των Παρισίων, της Μεγίστης Λαύρας, της
Σίμωνος Πέτρας, μα τούτο το ρητό πουθενά δεν το βρήκα γραμμένο!
–Ε, θα το ακούσεις τώρα από μένα που σε
ξέρω. Είσαι άχρηστος! Ούτε κλωσσόπουλα δεν είσαι άξιος να ποιμάνεις!
Έσκυψε λοιπόν ο γιατρός το κεφάλι του
κάτω, τα μάζεψε και πήγε πίσω στη Λαύρα κατησχυμένος και ταπεινωμένος. Από ’κει
και ύστερα, μιλιά δεν έβγαζε για τα αξιώματά του και τα «παράσημά» του. Κι
έτσι, με την πετυχημένη αυτή εγχείρηση, απέκοψε ο Γέροντας Ιωσήφ το μικρό
εκείνο απόστημα.
Μετά από λίγα χρόνια που γύρισε στη
Μεγίστη Λαύρα ο πατήρ Αθανάσιος, πήγε να δει τη μητέρα του στην Αίγινα. Ήταν
πλέον ηλικιωμένος, αλλά και χοντρούλης από την ασθένεια. Μόλις τον είδε τόσο ευτραφή
και μεγάλο η μάνα του –η απλή και αγράμματη, η οποία ήξερε να ερμηνεύει το
Ευαγγέλιο και το Λόγο του Θεού στο γράμμα κι όχι στο πνεύμα– είπε:
–Βρε παιδάκι μου, εγώ γράμματα δεν ξέρω.
Αλλά ακούω τον παπά που βγαίνει εδώ και μας κάνει κήρυγμα και λέει ότι το
Ευαγγέλιο γράφει ότι η πόρτα για να μπεις στη Βασιλεία του Θεού είναι στενή και
μικρή (βλ. Ματθ. 7, 14). Εσύ, τόσο χοντρός, πώς θα περάσεις, βρε παιδάκι μου;
–Μάνα, μάνα! Το νερό στο Άγιον Όρος
παχαίνει! απαντάει εκείνος.
Όταν ξαναείδε τον Γέροντα Ιωσήφ, του είπε:
–Γέροντα, στη μάνα μου τα μπάλωσα· με τον
Θεό πώς θα τα βολέψω;
Και όμως ήταν πολύ αγιασμένος, πολύ
ευλαβής και ταπεινός μοναχός. Σπάνιο φαινόμενο για την κοσμική του μόρφωση και
δόξα. Οσία ψυχή, πολύ πονόψυχος και βοήθησε πολύ κόσμο, με την τιμή που
απολάμβανε στη Λαύρα, με το κύρος που είχε και με τον καλό του λόγο. Βοηθούσε
πολύ και τους ασκητές στα διάφορα θέματα που είχαν, διότι πολλές σκήτες και κελιά
εξαρτιόνταν από τη Μεγίστη Λαύρα.
Για τους ασκητές πατέρες με τα τόσα τους
προβλήματα, στις συνάξεις έλεγε συνήθως:
–Εεε, πατέρες! Εμείς έχουμε τη Λαύρα μας,
τα μετόχια μας, τα πράγματά μας, τα αγαθά μας και δεν έχουμε ανάγκη από τίποτε.
Αυτός φτωχός είναι, ασκητής είναι, ανάγκη έχει. Τι λέτε πατέρες; Να τον
βοηθήσουμε; Είναι ευλογημένο; Ναι, ναι! Άντε παιδί μου, με την ευχή της
Παναγίας μας, κάνε ό,τι χρειάζεσαι.
Και οι άλλοι προϊστάμενοι τον κοιτούσαν
σιωπηλοί και αποσβολωμένοι!
Σαν προϊστάμενος βοηθούσε και τον Γέροντα
Ιωσήφ:
–Μη φοβάσαι, θα γίνει το αίτημά σου, μη
στενοχωριέσαι!...
Πήγαινε κατόπιν ο Γερο–Αθανάσιος στους
άλλους προϊστάμενους και τους έλεγε:
–Α, τον καημένο τον Γέροντα Ιωσήφ, φτωχός
άνθρωπος είναι! Δώστε του, μωρέ, κι αυτό το πράγμα! Δώστε του και το άλλο,
μωρέ!
Όλους τους βοηθούσε με χαρά. Ήταν πολύ
ευλογημένος άνθρωπος.
Το πόσο χρυσή καρδιά είχε ο πατήρ
Αθανάσιος φαίνεται κι από την αθώωση κάποιου εμπρηστή στην περιοχή του δάσους
της Λαύρας.
Αφού συνελήφθη ο εμπρηστής, που κινδύνευε
ακόμα και με θανατική ποινή, παρουσιάστηκε στη σύναξη των πατέρων για ν’
απολογηθεί.
Και τον ρωτούν:
–Ρε συ! Γιατί έβαλες φωτιά;
–Ευλόγησον! απαντά ο ένοχος.
Και τότε σηκώνεται ο πατήρ Αθανάσιος και
λέει:
–Εεε, πατέρες! Ε, αφού είπε «ευλόγησον»
πρέπει να τον συγχωρέσουμε. Ναι, πατέρες; Ναι, ναι! Άντε, λοιπόν, παιδί μου·
συγχωρεμένος νά ’σαι! Πήγαινε στην ευχή της Παναγίας…
Και πάλι τα βόλεψε μια χαρά ο
Γερο–Αθανάσιος! Και ο φτωχός εκείνος δεν τιμωρήθηκε και τον πειρασμό διέλυσε.
Ο Γέροντας Ιωσήφ πολύ αγάπησε αυτόν τον
«καλογερόγιατρο» και τον είχε διαρκώς στην προσευχή του.
Μια μέρα, το 1940, είδε σε οπτασία τον
γιατρό, ότι έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι και ότι δεν θα ξαναγύριζε και ότι τον
υποδέχονταν οι πατέρες έξω από μια μεγάλη πύλη Μονής. Απέναντι, ήταν ένα ποτάμι
με μια γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες. Και αφού ο Γερο–Αθανάσιος ο Καμπανάος
χαιρέτισε τους πατέρες, πέρασε κατόπιν το γεφύρι και από την αντίπερα όχθη του ποταμιού
γύρισε και τους έβαλε μια τελευταία μετάνοια, λέγοντας: «Συγχωρέστε με,
πατέρες!».
Πίσω του ήταν μια χρυσή πύλη και καθώς
πέρασε μέσα απ’ αυτήν, εκείνη έκλεισε μια για πάντα. Ήταν η πύλη της Βασιλείας
των Ουρανών. Μόλις τελείωσε η οπτασία, λέει ο Γέροντας Ιωσήφ στον πατέρα
Αθανάσιο, τον αδελφό του:
–Τράβα για τη Λαύρα! Ο Καμπανάος ο γιατρός
θα φύγει. Τρέχα να τον αποχαιρετίσεις εκ μέρους μου!
Μόλις μπήκε στη Λαύρα ο πατήρ Αθανάσιος,
τον πρόλαβε ακόμη ζωντανό τον γιατρό και του είπε ότι τον είδε σε όραμα ο
Γέροντας Ιωσήφ. Ο Γερο–Αθανάσιος, επειδή είχε πολλή πίστη και ευλάβεια στον
Γέροντα, δέχτηκε το λόγο σαν αποκάλυψη Θεού και προετοιμάστηκε ανάλογα. Και
πράγματι, μετά από 3 με 4 μέρες, εκοιμήθη ο πονόψυχος πατήρ Αθανάσιος
Καμπανάος, για ν’ απολαύσει στην αιώνια ζωή τους καρπούς της μεγάλης καλοσύνης
του…
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΚΤΗΤΟΡΑΣ
ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΙΖΟΝΑ – ΗΠΑ
※
[Γέροντος
Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο
Γέροντας μου
Ιωσήφ ο
Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
μέρος 2ο,
κεφ. θ΄, §5, σελ. 149–157,
Έκδοσις
Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου
Αριζόνας
ΗΠΑ, 20081.]
※
Αρωμα μοναχικής πολιτείας. Την αγιασμενη ευχή τους να έχουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το ταξίδι!
Πραγματικά πρόκειται για ένα θαυμάσιο και ψυχωφελέστατο ταξίδι. Να είστε καλά.
Διαγραφή