ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ
ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ένα από τα συνετά κατορθώματα του οσίου
Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή και Σπηλαιώτη (1897–1959) ήταν και η σωστή
τοποθέτησή του στο θέμα του ημερολογίου, που ήταν μέγα ζήτημα τουλάχιστον για εκείνο τον καιρό,
εφόσον αυτό οργανώνει την ιστορική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
1. Συνοπτική
αναδρομή στη θλιβερή ιστορία
Η επαναστατική κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά
(14 Νοεμβρίου 1922 – 11 Ιανουαρίου 1924), με το Βασιλικό Διάταγμα της 18ης
Ιανουαρίου 1923, αποφάσισε για πολιτικούς λόγους να προβεί στην καθιέρωση του
νέου ημερολογίου στο Ελληνικό Κράτος. Φυσικά, η Εκκλησία μπορούσε να τηρήσει το
παλαιό ημερολόγιο για το λειτουργικό έτος. Λίγες μέρες αργότερα όμως, την 3η
Φεβρουαρίου του 1923, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως πρότεινε με
εγκύκλιο στις Εκκλησίες της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας,
Κύπρου, Ελλάδος και Ρουμανίας, την αναθεώρηση και του εκκλησιαστικού
ημερολογίου.
Ακολούθως, την 10η Μαρτίου του 1924, η
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε να προβεί στην αναθεώρηση και
του εκκλησιαστικού ημερολογίου, με την εξαίρεση πως οι περίοδοι του Τριωδίου
και του Πεντηκοσταρίου θα ρυθμίζονται σύμφωνα με το Πασχάλιο. Η σύνθεση αυτή,
όχι χωρίς λειτουργικά προβλήματα, ονομάστηκε «νέο» (ή «διορθωμένο») Ιουλιανό
ημερολόγιο. Έτσι, και οι Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας
δέχθηκαν το νέο ημερολόγιο, παρά τις αντιδράσεις από τους ευσεβείς λαούς τους.
Στην πράξη, αυτή η καινοτομία δημιούργησε εκκλησιαστικά σχίσματα, τις λεγόμενες
παλαιοημερολογίτικες εκκλησίες, που δεν έχουν επουλωθεί ακόμα μέχρι σήμερα.
Για έντεκα χρόνια, οι παλαιοημερολογίτες
ήταν παντελώς ακέφαλοι, μη έχοντες επισκόπους και όλοι γνωρίζουμε πως δεν
λογίζεται Εκκλησία χωρίς επίσκοπο. Όμως, το 1935, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος (Καβουρίδης·
1870–1955) αποχώρησε από την επίσημη Εκκλησία και προσχώρησε στους
παλαιοημερολογίτες. Το γεγονός αυτό χαιρετίσθηκε από τους ζηλωτές με μεγάλη
χαρά, διότι αποκτούσαν πλέον και κεφαλή.
Το παράδειγμά του ακολούθησαν κατόπιν οι
Δημητριάδος Γερμανός (Μαυρομάτης· 1859–1944) και Ζακύνθου Χρυσόστομος
(Δημητρίου). Αυτοί οι τρεις επίσκοποι προέβησαν κατόπιν στη χειροτονία τεσσάρων
νέων επισκόπων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μοναχός Ματθαίος (Καρπαθάκης·
1861–1950) από τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, Αγίου Όρους.
Εν τω μεταξύ, μέχρι το 1932, υπήρξε
έντονος προβληματισμός ανάμεσα στους παλαιοημερολογίτες για τον χαρακτηρισμό
των νεοημερολογιτών ως «σχισματικών» ή μη. Μέχρι τότε δεν είχαν
αποκρυσταλλωμένες απόψεις.
Ο Φλωρίνης Χρυσόστομος κατανοούσε πως η
πλειοψηφία του λαού τασσόταν υπέρ του παλαιοημερολογητικού ζητήματος. Επομένως,
θα ήταν αναπόφευκτο να επανερχόταν η επίσημη Εκκλησία στο παλαιό ημερολόγιο, εάν
οι ζηλωτές κρατούσαν μια πιο συνετή στάση διαμαρτυρίας, μακριά από ακρότητες
και αδιακρισίες. Έτσι, με επίσημη εγκύκλιό του διακήρυξε πως μητέρα των
παλαιοημερολογιτών ήταν η Εκκλησία της Ελλάδος και ότι από εκεί αντλούσαν όλοι
αυτοί Χάρη και ότι η στάση τους ήταν ουσιαστικά στάση διαμαρτυρίας.
Όταν όμως επίσημα διακήρυξε πως τα μυστήρια
των νεοημερολογιτών είναι έγκυρα, οι παλαιοημερολογίτες αμέσως χωρίστηκαν σε
δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις: στους μετριοπαθείς, που ακολουθούσαν τον Φλωρίνης
Χρυσόστομο, και στους ακραίους ζηλωτές, που ακολουθούσαν τον Ματθαίο Καρπαθάκη,
και που επίσης υποστήριζαν πως τα μυστήρια της επίσημης Εκκλησίας είναι άκυρα.
Ανάμεσα στις δύο αυτές παρατάξεις υπήρξε
αρκετή πολεμική. Μάλιστα, οι ζηλωτές έσυραν εναντίον του Φλωρίνης Χρυσοστόμου
ουκ ολίγα αναθέματα και κατάρες.
2. «Βρέθηκα
σ’ ένα κομμάτι του Όρους Άθωνα»
Μια μέρα, ο παπα–Βαρθολομαίος, που ήταν
Φλωρινικός ιερομόναχος (και γείτονας του Γέροντα Ιωσήφ), επισκέφθηκε τον
Γέροντα και ήθελε επίμονα να συζητήσει το ημερολογιακό θέμα μαζί του. Ο
Γέροντας όμως, επειδή ήταν άνθρωπος της ειρήνης και της προσευχής, δεν ήθελε
και του είπε: «Άστο, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στενοχωρηθούμε!». Ο
άλλος όμως επέμενε και άρχισε να λέει τα δικά του περί του ημερολογίου. Και
όπως το περίμενε ο Γέροντας, έτσι κι έγινε. Έχασε τη ψυχραιμία του και
εκφράστηκε με οξύτατες φράσεις εναντίον τους.
Ύστερα, όταν πήγε στο κελί του να
ησυχάσει, ένοιωθε σαν να είχε χάσει λίγη Χάρη και δυσκολευόταν να αντιπολεμήσει
τους δαίμονες. Έμπειρος περί τα πνευματικά, κατάλαβε πως «κάτι» δεν πήγαινε
καλά. Έτσι στράφηκε επίμονα στο σταθερό του καταφύγιο, την προσευχή. Αγωνίσθηκε
με δάκρυα, με πόνο και βάθος ταπεινώσεως για να λάβει μια απάντηση. Πάλεψε επί
πολλές ώρες στην προσευχή και αφού –επιτέλους!– ένοιωσε λίγη ειρήνη, πήγε να
κοιμηθεί.
Στον ύπνο του, του έδειξε ο Θεός το εξής
όνειρο, όπως μας το διηγήθηκε ο ίδιος:
«Βρέθηκα σ’ ένα κομμάτι του όρους του
Άθωνα μέσα στη θάλασσα και τα κύματα το απειλούσαν. Απορούσα πώς βρέθηκα σε μια
τόσο επικίνδυνη θέση! Και σκέφθηκα τρομαγμένος ότι, αφού αυτό αποκόπηκε από το
βουνό και ταλαντεύεται, σε λίγο θα καταποντισθεί κι εγώ θα πνιγώ, διότι τα
κύματα ήδη άρχισαν να καλύπτουν το βραχάκι. Κοντά μου όμως έβλεπα το τεράστιο όρος,
τον Άθωνα, που αντέκρουε κάθε κύμα της θάλασσας. Σκέφθηκα: “Μόλις πλησιάσει το
βραχάκι μου λίγο προς το βουνό, θα πηδήξω σ’ αυτό και έπειτα δεν θα φοβάμαι
τίποτε πλέον”. Κι έτσι, με την πρώτη ευκαιρία που παρουσιάσθηκε, πήδηξα στο
στερεό έδαφος του βουνού. Όντως, εντός ολίγου, το μικρό εκείνο βραχάκι το
κατάπιε η θάλασσα κι εγώ είπα ανακουφισμένος: “Δόξα Σοι, ο Θεός!” και
ξύπνησα…».
Με το που ξύπνησε, κατάλαβε τη σημασία του
ονείρου και άρχισε να αμφισβητεί την ορθότητα της ζηλωτικής στάσης του. Αλλά
και ο παπα–Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (1912–1998), όταν προσευχόταν για το ίδιο ακριβώς θέμα, πληροφορήθηκε με μια δυνατή φωνή, που του είπε: «Στο πρόσωπο του Φλωρίνης
(Χρυσόστομου Καβουρίδη) αποκήρυξες όλη την Εκκλησία!». Παρόμοια, λίγο αργότερα
και ο Γέροντας Ιωσήφ άκουσε στην προσευχή του αισθητά μια θεία φωνή να του
λέει: «Η Εκκλησία βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην
Κωνσταντινούπουλη».
Έτσι κατάλαβαν ότι δεν είναι τα πράγματα,
όπως τα έλεγαν οι παλαιοημερολογίτες και ότι τα μυστήρια των νεοημερολογιτών
είναι καθόλα έγκυρα. Τότε αποφάσισαν να ζητήσουν από τον Φλωρίνης γραπτώς να
τους συγχωρέσει. Έγραψε ο Γέροντας Ιωσήφ εκ του προχείρου ένα γράμμα, ζητώντας
συγχώρεση, που το υπέγραψαν ο ίδιος και η συνοδεία του καθώς και η συνοδεία του
παπα–Νικηφόρου και ετοιμάστηκαν να το στείλουν. Ο Καλατζής όμως θέλησε να
προσθέσει κάτι ακόμα στο τέλος, το: «Υμάς θεωρούμεν ως Εκκλησίαν Ορθόδοξον…».
Έτσι υπέγραψαν κι εκείνη την προσθήκη και το όλο κείμενο του το έδωσαν, αφού
αυτός θα πήγαινε έξω, να το δώσει στα χέρια του Φλωρίνης. Και ο Φλωρίνης
κατόπιν τους απάντησε ότι τους συγχώρεσε. Έκτοτε, ο Γέροντας Ιωσήφ με τη συνοδεία
του, προτίμησε τη μετριοπαθή στάση των Φλωρινικών.
3. «Κάτι
έχεις μέσα σου και σε χωρίζει από μένα»
Το τι έγινε στη συνέχεια, διηγείται ο
παπα–Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, που δείχνει και τη λεπτότητα της πνευματικής
υπακοής:
«Ήταν μέρα Τρίτη και το βράδυ μού ήρθαν
λογισμοί κατακρίσεως για τον Γέροντα Ιωσήφ. Θυμήθηκα τότε εκείνο το γράμμα που
γράψαμε στον Φλωρίνης, και τρόπον τινά διαφώνησα με τον Γέροντα. Δηλαδή είπα με
το λογισμό μου ότι, δηλώνουμε ενυπόγραφα ότι ακολουθούμε τον Φλωρίνης, αν το
φέρει αύριο ή μεθαύριο η περίσταση και γυρίσουμε με τα Μοναστήρια, να γυρίσουμε
δηλαδή με το Πατριαρχείο (όπως κι έγινε), θα πρέπει κατά δίκαιο λόγο να
αναιρέσουμε την υπογραφή που δώσαμε στον Φλωρίνης, καθότι τώρα θα ακολουθούμε
το Πατριαρχείο. Έτσι σκεπτόμουν με το νου μου και έλεγα μέσα μου: “Δεν έπρεπε
να το γράψουμε μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά την προσθήκη (στο τέλος) να την
παραλείψουμε”.
Το Σάββατο πήγα στον Γέροντα Ιωσήφ να λειτουργήσω.
Μόλις με είδε, μου λέγει:
Το Σάββατο πήγα στον Γέροντα Ιωσήφ να λειτουργήσω.
Μόλις με είδε, μου λέγει:
–Παπά, κάτι έχεις μέσα σου και σε χωρίζει
από μένα. Μη χωρίζεσαι από τον Γέροντα, μη χωρίζεσαι από μένα.
Εγώ το ξέχασα από την Τρίτη μέχρι το
Σάββατο που ήρθα να λειτουργήσω. Τον ξέχασα τελείως αυτό το λογισμό μου και
λέγω:
–Γέροντα, δεν θυμάμαι κανέναν λογισμό να
έχω που να με χωρίζει από σένα.
–Κάτι έχεις και σε χωρίζει από μένα. Μόλις
σε είδα, πληροφορήθηκε αμέσως η ψυχή μου ότι έχεις κάποιον λογισμό που σε
χωρίζει από εμένα.
–Γέροντα, δεν θυμάμαι τίποτε.
–Να θυμηθείς.
Έκανα τη Λειτουργία. Το πρωί, αφού έφαγα,
ανέβηκα από την Μικρά Αγία Άννα τον ανήφορο, για να έρθω στην καλύβη μας.
Αναβαίνοντας, αδολέσχησα (=εξέτασα προσεκτικά) όλες τις μέρες, οπότε το βρήκα,
ότι αυτός ο λογισμός ήταν κατά κάποιο τρόπο χωριστικός από τον Γέροντα.
Επέστρεψα πίσω και ζήτησα συγνώμη με δάκρυα από τον Γέροντα Ιωσήφ και έτσι έγινε
η μεταξύ μας αποκατάσταση. Αυτό είναι το δείγμα της πραγματικής υπακοής, ότι δηλαδή ο
άνθρωπος πρέπει να κάνει τυφλή υπακοή στον Γέροντά του, όχι διακριτική υπακοή (δηλαδή, να
διακρίνει με τη λογική και την κρίση του θελήματός του). Διότι η υπακοή δεν
είναι απλώς να εκτελείς κάποιες διαταγές, αλλά η αληθινή πνευματική υπακοή
συνίσταται στο να φρονεί κανείς όπως ακριβώς φρονεί και ο Γέροντάς του».
4. «Τέρμα!
Αποχωρούμε! Αυτοί έπεσαν έξω!»
Έτσι, από το 1937, ο Γέροντας Ιωσήφ
δεχόταν και τα δύο ημερολόγια, παρ’ όλο που ίδιος παρέμενε ζηλωτής. Σ’ αυτή τη
θέση τον βρήκα κι εγώ, όταν πήγα κοντά του. Λίγο καιρό αργότερα όμως, την
13η/26η Μαρτίου του 1950, εξεδόθη μια νέα εγκύκλιος (αριθμ. εγκυκλ. 13)
υπογεγραμμένη από τέσσερεις παλαιοημερολογίτες επισκόπους, τους: Χρυσόστομο
Φλωρίνης, Γερμανό Κυκλάδων, Χριστοφόρο Χριστιανουπόλεως και Πολύκαρπο
Διαυλείας. Την εγκύκλιο τη διάβασα εγώ, διότι ο Γέροντας Ιωσήφ ούτε να τη
διαβάσει δεν δέχθηκε, κι ας ήταν ο ίδιος και ζηλωτής! Μεταξύ άλλων, έγραφε και
τα ακόλουθα: «…τα υπό των νεοημερολογιτών τελούμενα Μυστήρια, ως σχισματικών
όντων τούτων, στερούνται αγιαστικής Χάριτος. Ωσαύτως, ουδένα νεοημερολογίτην
δέον να δέχεσθε εις τους κόλπους της καθ’ ημάς αγιωτάτης Εκκλησίας και κατά
συνέπειαν να εξυπηρετείτε τούτον, άνευ προηγουμένης ομολογίας, δι’ ης να
καταδικάζη ούτος την καινοτομίαν των νεοημερολογιτών και να κηρύσση την
Εκκλησίαν τούτων σχισματικήν. Προκειμένου δε περί των βαπτισθέντων υπό
καινοτόμων (ιερέων) να μυρώνονται (ούτοι) δι’ Αγίου Μύρου, Ορθοδόξου
προελεύσεως, το οποίον ευρίσκεται εν αφθονία παρ’ ημίν…».
Όταν τα διάβασα αυτά, μ’ έπιασε
ανατριχίλα. Θεώρησα αυτόν που έγραψε την εγκύκλιο ότι ήταν δήμιος. Οι
παλαιοημερολογίτες αποκήρυξαν όχι έναν ή δύο επισκόπους, αλλά ολόκληρη την
τοπική Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία ούτε για μια στιγμή δεν έπαυσε να έχει
κανονικές σχέσεις με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μόλις λοιπόν ανέγνωσα την
εγκύκλιο, ήταν νύχτα και τελείωνε από την αγρυπνία του ο Γέροντας, πήγα και του
είπα:
–Γέροντα, η εγκύκλιος γράφει αυτά κι αυτά.
–Τέρμα! Αποχωρούμε! Αυτοί, έπεσαν έξω. Δεν
μπορεί να είναι η αλήθεια του Θεού αυτή. Θα πρέπει να γυρίσουμε με τα
Μοναστήρια. Αλλά θα κάνουμε προσευχή πρώτα, να δούμε τι ο Θεός θα μας πει.
Παιδιά, προσευχή! Προσευχή, πατέρες! Να μας αποκαλύψει ο Θεός, να μην κάνουμε
λάθος. Ό,τι μας αποκαλύψει ο Θεός θα αποδεχθούμε…
Ο Γέροντας δεν είχε πανεπιστημιακό πτυχίο
διανοητικής θεολογίας. Ήταν όμως πραγματικά θεοδίδακτος και, ως θεόπτης, ήταν
κάτοχος της πραγματικής θεολογίας. Ποτέ μου δεν τον θυμάμαι να ενήργησε χωρίς
να έχει πληροφορία. Σ’ αυτό το σημαντικότατο ζήτημα μάς έβαλε όλους μας και
κάναμε τριήμερη νηστεία και προσευχή. Για τρεις μέρες δεν φάγαμε τίποτε, μόνο
νεράκι ήπιαμε.
Την τρίτη μέρα κλείστηκε ο Γέροντας μέσα
στην καλύβα του όλη τη νύχτα, κάνοντας δακρύβρεχτη ικετευτική προσευχή. Κι εμείς, απ’ έξω, τον περιμέναμε σαν τον Μωυσή να βγει και να μας πει τα αποτελέσματα της
«συνόδου». Μετά την προσευχή, φαίνεται θα είδε αποκαλυπτική οπτασία και
βγαίνοντας μας λέει:
–Όσοι πιστοί! Πατέρες, τέρμα! Η πληροφορία
είναι να προχωρήσουμε με τα Μοναστήρια κι αυτή είναι η αλήθεια! Οι ζηλωτές
είναι πλανεμένοι!
5. «Αυτός
είναι ο δρόμος του Θεού!»
Ήταν πράγματι μεγάλη και απότομη η στροφή
του Γέροντα Ιωσήφ, διότι ο ίδιος ήταν ζηλωτής και μάλιστα ζηλωτής αυστηρός.
Μέχρι τότε, ήμασταν όλοι ζηλωτές: ο Γερο–Αρσένιος (1886–1983), ο πατήρ Ιωσήφ ο
νεότερος (1921–2009), εγώ (1928–), ο παπα–Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (1912–1998), ο
Γερο–Νικηφόρος (1890–1973) και άλλοι… Μια τόσο, λοιπόν, απότομη μεταστροφή του
Γέροντα Ιωσήφ στάθηκε κυριολεκτικά σαν κεραυνός εν αιθρία. Αλλά επειδή ο Γέροντας
ουδέποτε υπήρξε φανατικός και ουδέποτε ακολουθούσε κάτι με εμπάθεια, καταλάβαμε
αμέσως πως εκείνο που μας έλεγε είναι η αλήθεια και η ορθοδοξία.
–Γέροντα, τι είδες;
–Δεν θα σας το πω. Το θέμα τελείωσε. Θα
προχωρήσουμε με τα Μοναστήρια και θα μνημονεύουμε τον Πατριάρχη.
Πετάγεται τότε κι ο πατήρ Αθανάσιος (ο κατά σάρκα αδελφός και αργότερα υποτακτικός του Γέροντα Ιωσήφ· 1907–1983):
–Εγώ δεν μνημονεύω τον Πατριάρχη. Είναι
αιρετικός!
Ο Γερο–Αρσένιος πήγε πίσω από τον Γέροντα
και του λέει:
–Γέροντα..., πολλοί πλανήθηκαν· ακόμα και
μεγάλοι άγιοι…
–Πάτερ Αρσένιε! Αυτός ο δρόμος πάει προς
τα εδώ και ο άλλος ο δρόμος πάει προς τα εκεί· όποιον θέλεις διάλεξε. Ή θα
πειθαρχήσεις ή θα πάρεις το δρόμο σου! Εγώ, θ’ ακολουθήσω τα Μοναστήρια!...
–Γέροντα, εγώ δυσκολεύομαι.
–Πάτερ Αρσένιε, ένα κι ένα κάνουν δύο. Πάρε
δρόμο και φύγε!
Αμέσως όλοι κοκαλώσαμε.
Μόλις άκουσε έτσι ο πατήρ Αρσένιος, λέει στον Γέροντα:
Μόλις άκουσε έτσι ο πατήρ Αρσένιος, λέει στον Γέροντα:
–Ευλόγησον! Ευλόγησον!
Ο πατήρ Αθανάσιος αντέταξε:
–Μα, αυτό κι αυτό.
–Εσύ, πάτερ Αθανάσιε, πάρε το ντορβά σου και
πήγαινε στη Λαύρα και πες τους ότι θα υποταχθούμε στο Μοναστήρι και στο
Πατριαρχείο. Θα πάτε μέσα (στη Γραμματεία της Λαύρας) να γραφτείτε (στα μοναχολόγια της Μονής). Γρήγορα!
Τελείωσε! Και θα πάρετε ταυτότητες και θα γίνουμε μοναστηριακοί. Αυτός είναι ο
δρόμος του Θεού. Οι παλαιοημερολογίτες βγήκαν έξω από το δρόμο. Ακούς, να
καταδικάσουν τα Μοναστήρια ότι δεν έχουν Χάρη και ότι οι νεοημερολογίτες είναι
κολασμένοι!
6. «Αυτό που
είδα, είναι θέλημα Θεού»
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο πατήρ Αθανάσιος με το ντορβά
του για τη Μεγίστη Λαύρα, γεμάτος λογισμούς. «Άραγε, κάνει καλά ο Γέροντας;... Άραγε, δεν κάνει καλά ο Γέροντας;...». Και όπως περπατούσε μέσα στα ρουμάνια
κουράστηκε και κάθισε να ξαποστάσει λίγο. Κι όπως βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση,
αποκοιμήθηκε λίγο και είδε κάποια οπτασία, η οποία τον πληροφόρησε πέρα για
πέρα για την ορθότητα της θέσης του Γέροντα Ιωσήφ. Γύρισε αμέσως πίσω και
κατενθουσιασμένος λέει:
–Γέροντα, υπακούω! Και τον Πατριάρχη
μνημονεύω και ό,τι θέλετε κάνω! Αυτό που είδα, είναι θέλημα Θεού.
Τώρα, τι είδε; Τότε ήμουν μικρός και δεν
εξέτασα τι είχε δει. Και πράγματι πήγαμε στη Λαύρα να βγάλουμε ταυτότητες.
Κλονίστηκαν όμως μερικοί, διότι ήσαν ζηλωτές και πολλά έλεγαν τότε. Ο
Γερο–Νικηφόρος έβαλε τις φωνές, αλλά ο Γέροντας δεν υποχωρούσε με τίποτα. Ακόμα
και ο παπα–Εφραίμ από τα Κατουνάκια τού είπε:
–Γέροντα, πρόσεχε!... Γιατί είπαν οι
Πατέρες ότι ακόμα και οι εκλεκτοί θα πλανηθούν στις έσχατες μέρες…
–Παπά! Αν δεν θέλεις να λειτουργήσεις,
φύγε! Εσύ να πας στον Γέροντά σου (=τον Γερο–Νικηφόρο).
Επειδή η πληροφορία ήταν από τον Θεό, ο
Γέροντας Ιωσήφ δεν άκουγε κανέναν. Κι εμείς οι μικροί δεν είχαμε καμιά
αντίρρηση. Ο Γέροντας είπε «ναι»; – Ναι! Είπε «όχι»; – Όχι! Για εμάς τους
νεότερους δεν υπήρχε θέμα. Καμιά δυσπιστία στην απόφαση του Γέροντα. Οι
μεγάλοι, που είχαν κάπως έναν λόγο, έφεραν και οι τρεις τους δυσκολία, αλλά ο
πατήρ Ιωσήφ ο νεότερος κι εγώ δεν είχαμε καμιά ταραχή. Ακολουθήσαμε απόλυτα τον
Γέροντα. Ο παπα–Χαράλαμπος (ο μετέπειτα Διονυσιάτης Καθηγούμενος· 1910–2001) δεν
ήταν μαζί μας ακόμα· ήρθε μετά από πέντε μήνες.
Λίγο αργότερα, ήρθε και ο παπα–Εφραίμ ο
πνευματικός μου από τον Βόλο (;–1984) και τον ρώτησε ο Γέροντας:
–Δεν μου λες παπά, αυτή η εγκύκλιος που
έβγαλε η σύνοδος, είναι αλήθεια;
Κατέβασε το κεφάλι και απάντησε:
–Δεν έπρεπε αυτή η εγκύκλιος να
κυκλοφορήσει. Δεν είναι σωστή.
–Επομένως, παπά μου, πέσαμε έξω, ε; Πέσαμε
έξω. Εκτροχιαστήκαμε λοιπόν, και πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
7. Η
θεόσταλτη οπτασία:
«Εγώ είμαι
σωστός! Εγώ είμαι σωστότερος!»
Να
παρεμβάλλω εδώ, πως σαν πέρασε κάμποσος καιρός, ο Γέροντας Ιωσήφ μας
εκμυστηρεύθηκε το περιεχόμενο της οπτασίας, που τον πληροφόρησε για το θέμα του
ημερολογίου:
Προσευχόμενος, είδε μια φωτισμένη ωραία
εκκλησία, που είχε μια μικρή έξοδο, όπου απ’ αυτήν έβγαιναν όλοι. Στην αυλή της
όμως, μάλωναν και φώναζε ο ένας πιστός στον άλλον:
–Εγώ είμαι σωστός! φώναζε ο πρώτος.
–Εγώ είμαι σωστότερος! φώναζε ο δεύτερος.
–Εμείς είμαστε η εκκλησία! φώναζε ο
τρίτος.
Και μας εξήγησε ο Γέροντας:
–Αυτό φανερώνει ότι, ναι μεν μάλωναν, αλλά
ανήκαν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Είχαν κοινό το δόγμα
και κοινή τη Χάρη, αλλά δεν είχαν μέσα τους ελεύθερο πνεύμα και κατάσταση αγιασμού, οπότε συνεχώς μάλωναν. Πώς μπορώ να πω εγώ τώρα, ότι η επίσημη Εκκλησία της
Ελλάδος είναι κακόδοξη για το ημερολόγιο και μόνο; Και να πω ότι ο (κάθε) δεσπότης
είναι κολασμένος; Είμαι με το παλαιό, αλλά δεν φρονώ όπως φρονούν οι ζηλωτές.
8. Δεν
πληροφορούνται άνθρωποι τυχαίοι…
Και πράγματι, το ημερολογιακό ζήτημα δεν
επηρεάζει τη σωτηρία των πιστών, διότι είναι θέμα εορτολογικό και όχι
δογματικό. Με εξαίρεση τα δογματικά ζητήματα, μπορεί να υπάρχουν στις τοπικές
Εκκλησίες μεμονωμένες διαφορές διοικητικής και λειτουργικής φύσεως. Αυτό δεν
στερεί τη Χάρη του Θεού. Επειδή ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν απαθής, χωρίς πείσμα και
φανατισμό, μπορούσε να δει το λάθος του και να δεχθεί και τη διόρθωση.
Όταν λοιπόν ακούστηκε ότι ο πατήρ Ιωσήφ ο
Σπηλαιώτης γύρισε με τα Μοναστήρια, οι γύρω (καλοπροαίρετοι και αφανάτιστοι) ζηλωτές
έλεγαν:
–Μίλησε ο Θεός! Αυτός μιλάει με τον Θεό
και πήρε την πληροφορία. Επομένως, αυτό είναι η αλήθεια. Δεν πληροφορούνται εκ Θεού άνθρωποι πού ’ναι τυχαίοι...
Ορισμένοι όμως φανατικοί και άκαμπτοι ζηλωτές,
που είχαν υπερβολική εμπιστοσύνη στη λογική τους, άρχισαν να κοροϊδεύουν τον
Γέροντα και μαζί μ’ αυτόν κι εμάς.
Έλεγαν:
–Ουου!... Πλανήθηκε ο πατήρ Ιωσήφ ο
Σπηλαιώτης!...
Εν τούτοις, ο Γέροντας ποτέ δεν τους
κατέκρινε και, μάλιστα, μας έλεγε:
–Δεν θα μιλήσουμε καθόλου. Εμείς θα
προσέχουμε να κάνουμε την αγρυπνία μας, την προσευχούλα μας, κι ας λένε. Θεός
σχωρέσ’ τους!
Όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας Ιωσήφ, με
οσιότητα και αγιότητα, και αξιωθήκαμε κι εμείς τα παιδιά του ν’ αποκτήσουμε
συνοδείες με μεγάλο αριθμό μοναχών, αναγκάστηκαν τότε από μόνοι τους να
ομολογήσουν:
–Πω, πω! Τέτοια καλογέρια! Τόσα παιδιά
ενάρετα! Πρέπει να παραδεχθούμε τον Γέροντα Ιωσήφ, γιατί δεν μπορεί να ήταν
σάπια η ρίζα και να βγάλει τέτοιους καρπούς και να γίνουν αυτές οι συνοδείες.
«Από τους καρπούς γνωρίζεται το δέντρο» (πρβλ. Ματθ. 12, 33· Λουκ. 6, 43). Άρα,
έχουμε λάθος και ο Γέρων Ιωσήφ ήταν σωστός και άγιος.
9. Η Χάρη
γεμίζει την εκκλησία·
πλημμυρίζει και την καρδιά του λειτουργού
Όταν επιστρέψαμε με τους υπόλοιπους
Αγιορείτες Πατέρες και αφήσαμε τους ζηλωτές, γνωρίσαμε έμπρακτα τη δύναμη της
Χάριτος των Μυστηρίων, που τελούνταν από τους νεοημερολογίτες. Και γι’ αυτό,
όταν ο Γέροντας Ιωσήφ μάς έλεγε ότι έβλεπε τη Χάρη να γεμίζει την εκκλησία, εμείς
δεν τον καταλαβαίναμε μέχρι να Τη δούμε κι εμείς. Πάντως, όταν αφήσαμε τους
ζηλωτές, όλοι μας είδαμε τη Χάρη οφθαλμοφανώς.
Είχαμε και μια άλλη πληροφορία για το θέμα
του ημερολογίου αργότερα, όταν ήδη είχαμε χειροτονηθεί ιερείς, όπως τη
διηγείται ο παπα–Χαράλαμπος:
«Όταν γυρίσαμε με τα Μοναστήρια, δεν
μνημονεύαμε ακόμα τον Πατριάρχη. Όταν ήρθαμε όμως στη Νέα Σκήτη, έπρεπε κάποτε
να πάω να λειτουργήσω στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου και θα έπρεπε ασφαλώς να
μνημονεύσω υποχρεωτικά τον Πατριάρχη.
–Τι να κάνω τώρα; ρώτησα τον Γέροντα.
Μου λέγει:
–Πήγαινε και μνημόνευσε· κι όταν έρθεις,
θα μου πεις τι αισθάνθηκες.
Εεε, λοιπόν, σπανίως έχω λάβει τέτοια Χάρη
κατά τη θεία Λειτουργία! Δάκρυα ποτάμι, καθ’ όλη τη διάρκειά της. Δεν μπορούσα
να εκφωνήσω τις αιτήσεις.
Όταν επέστρεψα, μου λέγει ο Γέροντας:
–Ασφαλώς, θα πλημμύρησες από Χάρη.
Του λέγω:
–Ναι, Γέροντα! Έτσι κι έτσι, μου συνέβη...
Ξαναλέει ο Γέροντας:
–Βλέπεις, παιδί μου, ότι δεν αμαρτάνεις
όταν τον μνημονεύεις (τον Πατριάρχη και) ό,τι κι αν είπε ή έκανε ο Πατριάρχης,
εφ’ όσον δεν έχει καθαιρεθεί και υπάρχει το κοινό Ποτήριο;…».
ΓΕΡΟΝΤΑΣ
ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΚΤΗΤΟΡΑΣ
ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΙΖΟΝΑ – ΗΠΑ
※
[Γέροντος
Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο
Γέροντας μου
Ιωσήφ ο
Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
μέρος 2ο,
κεφ. ι΄, §ια΄, σελ. 78, 315–325,
Έκδοσις
Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου
Αριζόνας
ΗΠΑ, 20081.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου