ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ ΣΤΑ ΜΝΗΜΑΤΑ
Καλέστηκα να κάνω, πολύ πρόσφατα, ένα
τρισάγιο στα μνήματα. Η φόρτιση ήταν ιδιαίτερη για μένα, διότι ο άνθρωπος μού
ήταν στ’ αλήθεια ιδιαίτερα αγαπητός και μπορώ να πω ότι τον θυμάμαι ιδιαίτερα
τόσο στην Προσκομιδή όσο και στην ιδιαίτερη ταπεινή προσευχή μου.
Με καλώς συγκρατημένη τη συγκίνηση, μπόρεσα και είπα τα
τροπάρια αργά, καθαρά, αισθαντικά. Μετά το «δι’ ευχών» του τρισαγίου, στο
γυρισμό, θέλησα να πω, όπως πάντα, δυο κουβέντες στους συγγενείς του. Κυριολεκτικά,
δυο κουβέντες από καρδιάς: «Όσο μπορείτε, να θυμάστε τους κεκοιμημένους
συγγενείς σας. Αν τους αγαπάμε, αν λέμε ότι τους έχουμε μέσα στην καρδιά μας, τότε,
είναι απαραίτητο, όσο μπορούμε, να τους θυμόμαστε και να προσευχόμαστε γι’
αυτούς στον Χριστό· να τους αναπαύσει και να τους έχει κοντά Του. Επιτρέπει ο
Θεός και νιώθουν οι άνθρωποί μας τις προσευχές μας γι’ αυτούς. Και η δική μας
προσευχή είναι αυτό που ουσιαστικά χρειάζονται, αυτό που μετράει, αυτό που
ευδοκεί ο Θεός να παίρνουν σαν εφόδιο μαζί τους, εκεί που βρίσκονται, όπως
βρίσκονται». Αυτές ήταν, όλες κι όλες, οι κουβέντες μου.
Μόλις έβαλα την τελεία σε τούτο το λόγο, άκουσα ευθύς αμέσως, εσπευσμένα, την κάθετη διαφωνία από μια συγγένισσα του κεκοιμημένου· κουβέντες που είχαν ένα αέρα
μιας άσχημης απολυτοσύνης, από έναν άνθρωπο που, πρόδηλα, δεν κατάφερε ακόμη να
ψηλαφίσει το μυστήριο: «Πάτερ, εγώ, διαφωνώ μαζί σας! Εγώ νομίζω και μόνο που
σκέφτομαι την αδελφή μου (που πέθανε) αυτό φτάνει και είναι καλό και αρκετό και δεν
χρειάζεται να προσεύχομαι όπως λέτε…».
Απογοήτευση και αποκαρδίωση. Άρνηση και
γείωση. Πειρασμός που δανείζεται άσκεφτα λόγια, για να πλήξει την πνευματική
ωφέλεια. Ακόμη ένας ανούσιος λόγος που πλέει επιπόλαια στα κύματα της ακράτητης
αντίδρασης αλλά και της μεγάλης άγνοιας. Η στρεβλή γνώση που έγινε υλικό αντίθεσης. Η σκυταλοδρομία της λίγης ή τυπικής πίστης των μετακατοχικών πάππων
και γονέων που έγινε στο τώρα πρωτάθλημα στη λήθη και την απόρριψη κάθε θείου
λόγου και νοήματος. Κάναμε το ουμανιστικό κενό μας κανόνα του κατά φαντασίαν αγαθού. Η αυτοπεποίθηση του
υποκειμενισμού μας, έγινε φράγμα για την αλήθεια της ζωντανής πίστης. Αυτό που «πιστεύουμε» εμείς, αυτό είναι το μόνο «ορθό», το «πνευματικό» και το «ωφέλιμο».
Αμ, δεν είναι!
Πάμπολλες φορές, μιλάμε για να μιλάμε·
διαφωνούμε για να διαφωνούμε· γεμίζουμε τον αέρα με λόγια χαμένα και ανούσια, λόγια αδιάφορα και τραγικά. Λόγια, που δεν έχουν καμία ουσία, καμία αξία, κανένα
περιεχόμενο, καμία ισχύ, καμία δύναμη και καμία ωραιότητα. Ακόμη και σε φραστικό επίπεδο,
«εκεί», εμείς: να επιδείξουμε όλη την αβιωμένη, άσαρκη, ανυπόστατη και
απρόσφορη «πίστη» μας. Υφαίνουμε «διαφωνίες», για να σφυροκοπήσουμε κάθε
πνευματικό λόγο που μας προσφέρεται εγκάρδια και καλόπιστα. Αδιάφοροι παντελώς
για την ουσία των πραγμάτων της πνευματικής ζωής, σηκώνουμε εγκεφαλικό αγέρα μιας εγωικής
αντιλογίας, για να επικροτήσουμε το λάθος, το μη σωστό, αυτό που δεν ισχύει,
αυτό που δεν υφίσταται, αυτό που δεν υπάρχει, αυτό που δεν έχει χάρη και ευλογία.
Η απάντησή μου, δόθηκε ακαριαία μεν, αλλά πραγματικά
με πόνο ψυχής γι’ αυτή τη ψυχή που, τόσο βιάστηκε να τολμήσει να «διαφωνήσει» (όχι ασφαλώς σε μένα αλλά στην αλήθεια της εμπειρίας της εκκλησίας),
αφού πρώτα προφανώς δεν διανοήθηκε ποτέ να υποψιαστεί την τεράστια άγνοια και αγνόηση
που τρέφει μέσα της προς την υγιαίνουσα διδασκαλία (πρβλ. Τίτ. 2:1), η οποία εκφέρεται διά
στόματος ενός ποιμένος…: «Καλή είναι η σκέψη, αλλά δεν είναι αρκετή, γιατί μας είναι λίγη και ανεπαρκής. Η Προσευχή, παιδί μου καλό, δεν έχει καμία σχέση με
μια απλή σκέψη, δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα λογισμό και με μια νοσταλγική ενθύμηση των
προσώπων που έχουν φύγει. Αυτό που μετράει «εκεί» δεν είναι ασφαλώς η σκέψη, αλλά η
Προσευχή. Και αυτό ακριβώς είναι που θέλει από μας ο Χριστός: την Προσευχή. Και,
ξέρεις γιατί; Γιατί η Προσευχή είναι ύψιστη πράξη Αγάπης. Δεν γίνεται να ισχυριζόμαστε
ότι αγαπάμε κάποιο δικό μας κεκοιμημένο, αν πρώτα δεν προσευχόμαστε γι’ αυτόν, έστω
και λίγο, όσο μπορούμε. Μη ξεχνάς, ότι η Εκκλησία, είναι Σύναξη, όχι τόσο «σκεπτόμενων»
ανθρώπων, αλλά κυρίως βαθιά προσευχόμενων. Όλη η Εκκλησία μας, προσεύχεται διαρκώς για όλους και για όλα.
Αυτό που περιμένουν διακαώς από μας, οι κεκοιμημένοι άνθρωποί μας, είναι η
προσευχή μας· όχι η σκέψη και η αναπόλησή μας. Γιατί η Προσευχή είναι μέγα μυστήριο και είναι αυτή που
σώζει και όχι η σκέψη του εγκεφάλου μας».
Το θέμα έκλεισε εκεί. Μια άπλετη σιωπή
σκέπασε την εξ αμφοτέρων διάσταση, όχι βέβαια «απόψεων», αλλά οπωσδήποτε
«εμπειριών» και «καταστάσεων». Μια σιωπή ολοφάνερης αδιαφορίας από τη μεριά αυτής της νέας
κοπέλας, σε ό,τι θέλησα με ποιμαντική αγάπη να της πω. Μια σιωπή αφανούς και αμάρτυρου ποιμαντικού
πόνου, για τα όσα ανεδαφικά λόγια ισχυρογνωμοσύνης μπόρεσα ν’ ακούσω. Η κρίση, τελικά, είναι καθόλα πνευματική και αναφύεται όχι τόσο από τα τραπεζικά lobby αλλά από μέσα μας. Είναι απορίας άξιον πώς ενώ φαλιρίσαμε πνευματικά, μπορούμε παράλληλα να έχουμε τον επιζήμιο οίστρο να μιλάμε ανακριβώς και ανεμπειρικώς!...
Η πάλαι ποτέ ευσέβεια, έγινε πια ολιγοστή και τυπική
ευσέβεια· η ολιγοστή ευσέβεια, έγινε θλιβερή απουσία μέθεξης και εμπειρίας· η απουσία
μέθεξης και εμπειρίας, έγινε ατσάλινη αμφιβολία και άρνηση· η αμφιβολία και άρνηση, έγινε σθεναρή και αμετάπειστη απιστία· η απιστία, σκληροπυρηνικός κυνισμός και αλαζονεία σε όλα τα
επίπεδα· ο κυνισμός και η αλαζονεία, αποστασία, αθεΐα, αγνωστικισμός, ειδωλολατρία, τρέλα και απώλεια.
Άλλη μια στυφή περίσταση, που μου κομίζει
επαναληπτικά το πικρό αλλά ρεαλιστικό συμπέρασμα: στο σύγχρονο σώμα της
νεοελληνικής επικράτειας, η απιστία και η άγνοια, μοιάζουν σαν πυκνά και
σουβλερά αγκάθια που έχουν απλωθεί παντού· μη πλανάσθε: είναι χερσωμένα
τα
πάντα!
«Ο άδικος ας συνεχίσει να αδικεί· ο ακάθαρτος
ας συνεχίσει τα βδελυρά έργα του· ας συνεχίσει κι ο δίκαιος να κάνει το δίκαιο
κι άγιος την αγιοσύνη του. Να, έρχομαι γρήγορα!...» (Αποκ. 22:11–12).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου