Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

«ΨΑΞΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ!»

«ΨΑΞΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ!»



Ένας σύγχρονος ομολογητής της Ορθόδοξης Ρωσίας
είναι ο εκλεκτός άνθρωπος της υπομονής,
του μαρτυρίου και της αγάπης,
ο πατήρ Αρσένιος (1894–1975),
ή αλλιώς ο «Κατάδικος ΖΕΚ18376».
Ένας άριστος επιστήμονας τεχνοκριτικός
και κατόπιν πιστός ιερεύς του Θεού,
ο οποίος, για την αγάπη και την πίστη του
προς τον Χριστό,
για μια ολόκληρη δεκαετία διώχθηκε και εξορίστηκε
από την άθεη Σοβιετική εξουσία
προς τη Σιβηρία και τα Ουράλια
και, για μία ακόμη εικοσαετία περίπου,
έζησε κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες
μέσα σε «Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος». 
Σε όλη τη διάρκεια της καρτερικής του ζωής,
βλέπουμε ζωντανή την παρουσία του Θεού
και απτή τη θαυμαστή επέμβαση της αγάπης Του.
Εκεί όπου, λογικά και ορθολογικά,
κάθε ελπίδα θα έπρεπε να έχει σβήσει
και η ανθρώπινη αντοχή
θα έπρεπε να έχει εκλείψει προ πολλού,
ανατέλλει το μυστήριο, το θαύμα και η ζωή της Πίστεως…



     Ένα βράδυ, καθώς ο Σαζίκωφ συζητούσε με τον π. Αρσένιο, του είπε:
     –Βλέπω, μπάτουσκα, ότι λέτε απ’ έξω τις προσευχές σας. Εκκλησιαστικά βιβλία δεν έχετε. Αν θέλετε, κάτι μπορούμε να βρούμε. Ο Σέριι συζήτησε το θέμα με τα «παιδιά» και είπαν ότι υπάρχουν τέτοια βιβλία.
     –Για το Θεό! Μην τ’ αρπάξετε, σας παρακαλώ, από άλλον. Μη μου φορτώσετε τέτοιο κρίμα!
     –Μα τι λέτε, π. Αρσένιε! Από κανέναν δεν θ’ αρπάξουμε. Ξέρετε την Αποθήκη, όπου συγκεντρώνουν τα προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων, ιδιαίτερα εκείνων που έρχονται από τους Σταθμούς Προσωρινής Κρατήσεως. Εκεί λοιπόν υπάρχουν και βιβλία, όπως μάθαμε από έμπιστους ανθρώπους. Τα «παιδιά» αποφάσισαν να βάλουν χέρι στα πράγματα της Αποθήκης. Βρήκαν έναν ασφαλή και σίγουρο τρόπο – εύκολη «δουλειά»! Εγώ τους είπα να πάρουν και κάναδυό εκκλησιαστικά βιβλία.


     Ανησύχησε ο π. Αρσένιος. Όλη νύχτα προσευχόταν. Λίγο πριν τα χαράματα τον πήρε για λίγο ο ύπνος. Και, τότε, βλέπει έναν ηλικιωμένο μοναχό να τον ευλογεί και να του λέει: «Μη φοβάσαι, Αρσένιε! Να πάρεις ό,τι χρειάζεσαι και να προσεύχεσαι στον άγιο Αλέξιο, τον ιεράρχη της Μόσχας. Ο Κύριος, δεν θα σε αφήσει!». Τον ευλόγησε για δεύτερη φορά και χάθηκε, έτσι ξαφνικά, όπως είχε παρουσιασθεί, γαλήνιος και μεγαλόπρεπος.
     Μετά από δυο μέρες έγινε μεγάλη αναμπουμπούλα–έρευνες στους θαλάμους, φωνές, απειλές, κλήσεις στο Ειδικό Τμήμα. Η «δουλειά», είχε γίνει…


     Πέρασαν άλλες δέκα μέρες. Και τότε μόνο παρέδωσε ο Σαζίκωφ στον π. Αρσένιο δυο μικρά βιβλία: το Ευαγγέλιο και το Ιερατικό.
     Τα πήρε ο μπάτουσκα ευλαβικά κι έτρεξε στο κρεβάτι του. Με χέρια τρεμάμενα και με μάτια βουρκωμένα, άνοιξε το Ευαγγέλιο. Στην εσωτερική πλευρά του σκληρού εξωφύλλου ήταν κολλημένο ένα τετράγωνο κομματάκι μεταξωτού υφάσματος, πλευράς τεσσάρων περίπου εκατοστών, τριμμένο και κιτρινισμένο από την πολυκαιρία. Λίγο πιο κάτω, ήταν γραμμένες από άγνωστο χέρι κάποιες λέξεις: «Αντιμήνσιο – Λείψανα αγίου Αλεξίου, μητροπολίτου Μόσχας – 1883». Και δίπλα, ήταν σφηνωμένη μια οβάλ ασημένια εικονίτσα του αγίου, όχι μεγαλύτερη από ένα εικοσάρικο.
     Ο π. Αρσένιος προσκύνησε τα άγια λείψανα.
     –Θεέ μου!... ψιθύρισε. Ζω με το έλεός Σου!... Θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε!...


     Καιρός πνευματικής ευφροσύνης είχε έρθει για τον παππούλη. Την ημέρα εκτελούσε την υπηρεσία του και τη νύχτα, μέσα στο μισοσκόταδο, διάβαζε την ακολουθία του και μελετούσε το Ευαγγέλιο. Πριν πιάσει δουλειά, έδινε και τα δυο βιβλία στον Σαζίκωφ για να τα φυλάει. Του το είχε προτείνει και, πολύ συνετά μάλιστα, ο ίδιος:
     –Μόλις τελειώνετε, μπάτουσκα, την ακολουθία σας, να δίνετε τα βιβλία είτε σ’ εμένα είτε στον Σέριι. Σ’ εμάς δεν θα τα βρουν. Μην ανησυχείτε, θα τα φυλάμε με προσοχή, δεν πρόκειται να καταστραφούν ή να βεβηλωθούν.


     Πέρασαν δυο μήνες. Η διάρρηξη της Αποθήκης ξεχάστηκε και οι έρευνες σταμάτησαν. Ο π. Αρσένιος ξεθάρρεψε και κρατούσε το Ευαγγέλιο επάνω του όλη την ημέρα. Μόνο σε περίπτωση ανάγκης το έκρυβε κάπου μέσα στο σανίδωμα της παράγκας, σ’ έναν κρυψώνα που είχε φτιάξει ο Σαζίκωφ με πολλή μαστοριά.
     Κάποτε, την ώρα που όλοι ήταν στη δουλειά, ο π. Αρσένιος, αφού συγύρισε το θάλαμο, κάθισε στην άκρη ενός κρεβατιού, έβγαλε το Ευαγγέλιο και άρχισε να διαβάζει. Μα, την ίδια στιγμή, άνοιξε η πόρτα και όρμησε μέσα το Απόσπασμα Ερευνών: ο ανθυπολοχαγός του Ειδικού Τμήματος, τρεις στρατιώτες και ο επόπτης Σπραβεντλίβιι – ο λεγόμενος «δίκαιος».
     Ο π. Αρσένιος, τα έχασε. Μόλις που πρόλαβε να χώσει το Ευαγγέλιο στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε προσοχή, όπως όριζε ο κανονισμός.
     Οι στρατιώτες τ’ αναποδογύρισαν όλα μέσα στο θάλαμο. Πέταξαν τα στρωσίδια από τα κρεβάτια. Ξεκάρφωσαν από το πάτωμα τις σανίδες που κουνιόντουσαν. Άδειασαν τα τσουβάλια με τα λιγοστά πράγματα των κρατουμένων.
     Ψάξε τον παπά, σύντροφε! πρόσταξε τον Σπραβεντλίβιι ο ανθυπολοχαγός και τραβήχτηκε προς το μέρος των στρατιωτών.


     Ο επόπτης άρχισε να ψαχουλεύει τον π. Αρσένιο. Σχεδόν αμέσως ψηλάφησε το Ευαγγέλιο. Κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα το χέρι επάνω του και, μετά, με μια γρήγορη κίνηση, το έβγαλε από την τσέπη του παππούλη και το έβαλε στη δική του. Έκανε πως ψάχνει για λίγο ακόμα και έπειτα πλησίασε τον ανθυπολοχαγό για ν’ αναφέρει:
     –Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, δεν βρήκα τίποτα!...
     –Πολύ γρήγορα τελείωσες!... Γδύσου, παπά!... Θα σε ψάξουμε εμείς, με τον δικό μας τρόπο!...
     Ο π. Αρσένιος έβγαλε όλα του τα ρούχα. Οι στρατιώτες τα πασπάτεψαν με τα δάχτυλά τους, τα γύρισαν μέσα–έξω, άδειασαν τις τσέπες, ξήλωσαν πολλές ραφές – φυσικά, χωρίς αποτέλεσμα. Ο ανθυπολοχαγός θύμωσε, έβρισε τον π. Αρσένιο και βγήκε. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
     Ο παππούλης ντύθηκε, έραψε όπως–όπως τις ξηλωμένες ραφές των ρούχων του και ανασκουμπώθηκε για να συμμαζέψει το θάλαμο, που τον είχαν κάνει άνω–κάτω.


     Μιάμιση ώρα αργότερα, παρουσιάστηκε πάλι ο Σπραβεντλίβιι. 
     Αυτή τη φορά ήταν μόνος.
     –Είναι κανένας άλλος εδώ; φώναξε από την πόρτα.
     –Όχι. Λείπουν όλοι στις δουλειές.
     –Ο επόπτης μπήκε μέσα, γυρόφερε σ’ όλο το θάλαμο, έσκυψε κάτω από μερικά κρεβάτια και, ξάφνου, ρώτησε:
     –Εκείνο το Ευαγγέλιο είναι από την Αποθήκη;
     Ο π. Αρσένιος σώπαινε.
     –Πέστε μου! Πέστε μου, από πού είναι;
     –Ναι, από την Αποθήκη! αποκρίθηκε στεγνά ο παππούλης.
     –Μα, καλά! Δεν έχετε μυαλό; Πήρατε το Ευαγγέλιο· δεν έπρεπε να το κρύψετε; Αν το έβρισκε ο ανθυπολοχαγός, ξέρετε τι θα παθαίνατε; Θα σας χτυπούσαν μέχρι θανάτου!
     Πλησίασε πιο κοντά και ψιθύρισε ήρεμα:
     –Συγχωρέστε με, μπάτουσκα! Ξέρω τι τραβάτε εδώ μέσα. Αλλά, τούτο το στρατόπεδο είναι μια κόλαση και για μας· όχι, μόνο για σας. Θα σας βοηθήσω!… Θα σας βοηθήσω, αλλά πρέπει να κινηθώ με πολλή προσοχή. Καταλαβαίνετε… Μπροστά στους άλλους πρέπει να δείχνω σκληρότητα και αγριάδα. Κρυφά όμως, θα κάνω ό,τι μπορώ για σας. Και πάλι συγχωρέστε με!...
     Χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε στροφή και βγήκε από το θάλαμο. Ο π. Αρσένιος στάθηκε στην πόρτα και τον ακολούθησε με το βλέμμα, ώσπου τον έχασε από τα μάτια του.


     Γι’ άλλη μια φορά διαπίστωνε πόσο πολύπλευρη, πόσο πλούσια είναι η ανθρώπινη ψυχή –η κάθε ψυχή– που κρύβει πάντα μέσα της τη σπίθα της αγάπης, την πνοή του Θεού.
     Θυμήθηκε το όνομα του «δίκαιου» –Ανδρέας!– και άρχισε να προσεύχεται γι’ αυτόν από τα βάθη της καρδιάς του...





[«Ο π. Αρσένιος
– ο Κατάδικος “ΖΕΚ–18376”»
Βιβλίο Πρώτο,
κεφ. 16ο, σελ. 149–154,
έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 20008.]







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου