Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ


     Ήταν κάποιος αργυροχόος [1] στη μεγάλη Αντιόχεια [2], νέος στην ηλικία, που ονομαζόταν Ανδρόνικος. Παντρεύτηκε την κόρη ενός αργυροχόου που το όνομά του ήταν Ιωάννης και της κόρης του Αθανασία. Και είχαν αληθινά τη σφραγίδα της αθανασίας και οι πράξεις της και οι σκέψεις της. Αλλά και ο Ανδρόνικος πολύ ευλαβής και πλήρης αγαθών έργων· το ίδιο, καθώς ελέχθη, και η γυναίκα του. Ήταν πάρα πολύ πλούσιοι. Η ζωή τους περνούσε ως εξής: Τα έσοδα από το αργυροχοείο και από τα κτήματά του, τα χώριζαν σε τρία μέρη· ένα μέρος για λογαριασμό των πτωχών, το άλλο για μοναχούς και το τρίτο για να συντηρούνται τα κτήματα και τα εργαστήρια. Όλη η πόλη αγαπούσε τον αφέντη Ανδρόνικο για την ανθρωπιά του.

     Ήρθαν σε συζυγική σχέση και συνέλαβε η γυναίκα του και γέννησε γιο. Τον ονόμασε Ιωάννη. Και άλλη φορά συνέλαβε και γέννησε θυγατέρα και την ονόμασε Μαρία. Από τότε δεν ξαναήλθε σε συζυγική επαφή μαζί της ο Ανδρόνικος. Και το ενδιαφέρον του στράφηκε μαζί με άλλους φιλόχριστους αργυροχόους στα καλά έργα [3]. Κάθε Κυριακή, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή αποβραδίς ως το πρωί, πήγαινε ο Ανδρόνικος και βοηθούσε στο λούσιμο των ανδρών. Το ίδιο και η σύζυγός του Αθανασία στο λούσιμο των γυναικών.


     Πέρασαν δώδεκα χρόνια και κάποια μέρα επέστρεψε η Αθανασία από την εργασία αυτή νωρίς το πρωί και πήγε να βρει τα παιδιά της και τα βρήκε να στενάζουν. Ταράχθηκε· έκατσε πάνω στο κρεβάτι τους και τά ’βαλε και τα δύο στον κόρφο της. Επέστρεψε και ο μακάριος Ανδρόνικος και άρχισε να τα βάζει με τη γυναίκα του, γιατί τάχα κοιμόταν πολύ. Και αυτή είπε: «Μη θυμώνεις, κύριέ μου, είναι άρρωστα τα παιδιά μας!». Τα έπιασε και τα βρήκε πράγματι να καίνε στον πυρετό. Αναστέναξε και είπε: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου!». Και έφυγε να προσευχηθεί στον άγιο Ιουλιανό που ήταν έξω από την πόλη, γιατί εκεί ήταν θαμμένοι οι γονείς τους. Έμεινε εκεί ως τις δώδεκα. Καθώς επέστρεφε, άκουσε θρήνο και θόρυβο από το σπίτι του. Ταραγμένος, τρέχει και βρίσκει όλη σχεδόν την πόλη στο σπίτι του και τα παιδιά του πεθαμένα. Μόλις αντίκρισε τα δυο παιδάκια μαζί νεκρά στο κρεβάτι, μπήκε στο εκκλησάκι του σπιτιού του, έριξε τον εαυτό του μπροστά στον Σωτήρα και κλαίγοντας είπε: «Γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου και γυμνός θα φύγω για κει. Ο Κύριος τα έδωσε, ο Κύριος τα πήρε. Όπως αποφάσισε ο Κύριος, έτσι και έγινε. Ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο και τώρα και στους αιώνες!» (Ιώβ 1:21). Η γυναίκα του, όμως, ήθελε να πνίξει τον εαυτό της λέγοντας: «Θα πεθάνω μαζί με τα παιδιά μου!».

     Παραβρέθηκαν στην κηδεία των παιδιών όλη η πόλη και ο πατριάρχης ακόμη, μαζί με όλο τον κλήρο, και τα έθαψαν με τιμή στον ναό του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού [4] μαζί με τους παππούδες τους. Πήρε, κατόπιν, ο πατριάρχης τον μακάριο Ανδρόνικο στο επισκοπείο αλλά η γυναίκα του δεν θέλησε να επιστρέψει στο σπίτι της και πήγε και αποκοιμήθηκε στον ναό.

     Κατά τα μεσάνυκτα, εμφανίζεται σ’ αυτήν με μορφή μοναχού ο μάρτυς και της λέει: «Γιατί δεν αφήνεις αυτούς που είναι εδώ να αναπαυθούν;». «Κύριέ μου», του απαντά εκείνη, «μην τα βάζεις μαζί μου, γιατί μέσα μου έχω μεγάλο πόνο. Δύο παιδιά απέκτησα μόνο και σήμερα τα κήδεψα και τα δύο μαζί!». Εκείνος τη ρώτησε: «Πόσο χρονών ήταν παιδιά σου;». «Δώδεκα το ένα και δέκα το άλλο», του απάντησε. Και ο μάρτυς της λέει: «Γιατί λοιπόν κλαις για εκείνα; Μακάρι να έκλαιες τις αμαρτίες σου. Σε βεβαιώνω, γυναίκα, ότι όπως η ανθρώπινη φύση ζητάει να φάει και είναι αδύνατο να μη της δώσουμε να φάει, έτσι και τα νήπια θα απαιτήσουν από τον Χριστό εκείνη τη μεγάλη Ημέρα της Κρίσεως τα αγαθά της μέλλουσας ζωής λέγοντας: “Δίκαιε Κριτά, μας στέρησες τα επίγεια αγαθά, μη μας στερήσεις και τα επουράνια!”».


     Αυτή μόλις τα άκουσε, ήλθε σε κατάνυξη και γύρισε το πένθος της σε χαρά και συλλογίσθηκε: «Αν λοιπόν ζουν τα παιδιά μου στον Ουρανό, γιατί να κλαίω;». Στράφηκε να δει τον αββά που της μίλησε, τον έψαξε και τον γύρεψε σ’ όλο τον ναό αλλά δεν τον βρήκε. Χτυπάει τότε στου θυρωρού και ρωτάει: «Πού είναι ο αββάς που πριν από λίγο μπήκε εδώ;». Και ο θυρωρός τής λέει: «Βλέπεις όλες τις πόρτες κλειδωμένες και λες “πού είναι ο αββάς που μόλις μπήκε”;!». Αλλά το σκέφτηκε καλύτερα ο υπηρέτης του ναού [5] και κατάλαβε ότι πρέπει να είδε κάποια οπτασία. Και αυτή καταλήφθηκε από φόβο και ζήτησε να πάει στο σπίτι της.

     Εκεί διηγήθηκε στον άνδρα της αυτά που είδε και του είπε εκείνη την ώρα η μακαρία Αθανασία: «Αλήθεια, κύριέ μου, και όσο ακόμη ζούσαν τα παιδιά μας, θέλησα να σου το πω, αλλά ντρεπόμουν. Τώρα λοιπόν μετά τον θάνατό τους σου το λέω. Αν συμφωνήσεις με τη σκέψη μου, βάλε με σ’ ένα μοναστήρι να κλάψω τις αμαρτίες μου». Κι εκείνος της είπε: «Πήγαινε και δοκίμασε την απόφασή σου για μια εβδομάδα· και, εάν συνεχίσεις να έχεις την ίδια γνώμη, το συζητούμε». Πράγματι όταν επέστρεψε, του επανέλαβε τα ίδια. Ο μακάριος Ανδρόνικος τότε προσκαλεί τον πεθερό του, του παραδίδει όλη την περιουσία του και του λέει: «Εάν λοιπόν τύχει να πεθάνουμε, θα δώσεις λόγο στον Θεό για το πώς εσύ θα διαχειρισθείς την περιουσία αυτή. Σε παρακαλώ λοιπόν κάνε το καλό με τη ψυχή σου. Χτίσε εδώ ένα νοσοκομείο για τους αρρώστους και ένα ξενώνα για μοναχούς».

     Κατόπιν, ελευθέρωσε τους δούλους του και τους έδωσε κληροδοτήματα. Ο ίδιος πήρε λίγα εφόδια και δύο άλογα και βγήκαν από την πόλη με την γυναίκα του μόνοι. Όταν από μακριά η μακαρία Αθανασία είδε το σπίτι της, ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, Εσύ που είπες στον Αβραάμ και τη Σάρρα: “Φύγε από τη χώρα σου και τους συγγενείς σου και πήγαινε σ’ όποιον τόπο θα σου δείξω” (Γεν. 12:1), Εσύ ο Ίδιος οδήγησε και μας τώρα στον φόβο Σου. Να, αφήσαμε το σπιτικό μας για το όνομά Σου. Μην κλείσεις μπροστά μας την πόρτα της Βασιλείας Σου». Έκλαψαν και οι δύο και πήραν τον δρόμο.


     Έφτασαν στους Αγίους Τόπους, όπου προσκύνησαν· και αφού συναντήθηκαν με πολλούς Πατέρες, τελικά έφτασαν στον Άγιο Μηνά της Αλεξάνδρειας και εκεί ωφελήθηκαν πολύ από το προσκύνημά τους στον Μεγαλομάρτυρα.

     Ήταν περίπου τρεις το απόγευμα που ο Ανδρόνικος έριξε ένα βλέμμα γύρω του και είδε ένα μοναχό να φιλονικεί μ’ έναν λαϊκό. Και είπε στον λαϊκό: «Γιατί φέρεσαι άσχημα στον αββά;». «Αφέντη μου», απάντησε εκείνος, «νοίκιασε το ζώο μου για τη Σκήτη και του λέω να ξεκινήσουμε τώρα για να βαδίσουμε όλη τη νύκτα, ώστε να φθάσουμε κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, πριν πιάσει καύσωνας, και δεν θέλει να ξεκινήσουμε». Τον ρωτάει τότε ο Ανδρόνικος: «Έχεις ένα ακόμη ζώο;». «Ναι», του απαντά. «Ε, τότε πήγαινε και φέρτο μου», του λέει, «παίρνω εγώ το ένα και το άλλο ο αββάς· γιατί κι εγώ στη Σκήτη θέλω να πάω». Και στη γυναίκα του είπε ο Ανδρόνικος: «Να μείνεις εδώ κοντά στον Άγιο, έως ότου πάω στη Σκήτη και πάρω την ευλογία των Πατέρων και επιστρέψω». Και η γυναίκα του, του λέει: «Πάρε με μαζί σου». «Όχι· γιατί γυναίκα δεν πάει στη Σκήτη!», της αποκρίνεται. Και τότε κλαίγοντας εκείνη του είπε: «Θα έχεις να κάνεις με τον Άγιο Μηνά, εάν μείνεις εκεί και δεν έλθεις να με βάλεις σε μοναστήρι!». Αλληλοασπάσθηκαν και χωρίσθηκαν.

     Έφθασε αυτός στη Σκήτη, προσκύνησε τους Πατέρες σε κάθε Λαύρα και άκουσε απ’ αυτούς τα σχετικά με τον αββά Δανιήλ. Τον αναζήτησε και μετά από πολύ κόπο μπόρεσε να τον συναντήσει. Εμπιστεύθηκε λοιπόν στον Γέροντα τα πάντα. Και ο Γέροντας τού ’πε: «Πήγαινε και φέρε τη γυναίκα σου. Θα σου κάνω μια επιστολή που θα πας να τη δώσεις στο μοναστήρι των Ταβεννησιωτών [6], στη Θηβαΐδα».

     Ο Ανδρόνικος έκανε όπως ακριβώς του είπε ο Γέροντας. Πήγε και έφερε τη γυναίκα του στον Γέροντα, ο οποίος της μίλησε τον λόγο της αλήθειας του Θεού. Ύστερα, ετοίμασε την επιστολή και έστειλε την Αθανασία στο μοναστήρι των Ταβεννησιωτών. Όταν επέστρεψε ο Ανδρόνικος, ο Γέροντας τού έδωσε το Μοναχικό Σχήμα και του δίδαξε τα σχετικά με τη ζωή του μοναχού. Και έμεινε κοντά του δώδεκα χρόνια. Κατόπιν, παρακάλεσε τον Γέροντα να του δώσει ευλογία να πάει στους Αγίους Τόπους και ο Γέροντας, αφού προσευχήθηκε γι’ αυτόν, τού ’δωσε την ευλογία να πάει.


     Βαδίζοντας στους δρόμους της Αιγύπτου ο αββάς Ανδρόνικος, κάθισε κάποια στιγμή κάτω από ένα δέντρο για να ανακουφισθεί από τον καύσωνα. Εκείνη την ώρα, από οικονομία Θεού, καταφθάνει η γυναίκα του ντυμένη ανδρικά, πηγαίνοντας κι αυτή για τους Αγίους Τόπους. Καθώς αλληλοασπάσθηκαν γνώρισε η περιστερά το ταίρι της. Αυτός όμως πώς μπορούσε να γνωρίσει τέτοια ομορφιά που μαράθηκε και έμοιαζε με αιθίοπα; Τον ρωτάει λοιπόν η Αθανασία ή ο τωρινός Αθανάσιος: «Πού πηγαίνεις αββά;». «Στους Αγίους Τόπους», της απαντά. «Κι εγώ εκεί θέλω να πάω», του λέει, «και εάν θέλεις να βαδίσουμε και οι δύο μαζί αλλά σαν να μην είμαστε μαζί, δηλαδή να βαδίζουμε σιωπηλοί». Κι ο Ανδρόνικος λέει: «Όπως ορίζεις». «Στ’ αλήθεια», τον ρωτάει, «δεν είσαι μαθητής του αββά Δανιήλ;». «Ναι», της απαντά. «Δεν ονομάζεσαι Ανδρόνικος;». «Ναι», λέει εκείνος. Τότε του είπε: «Οι ευχές του Γέροντα ας μας συνοδεύουν!». Και ο Ανδρόνικος είπε: «Αμήν».

     Αφού έκαναν τον δρόμο μαζί και προσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, κατέληξαν πάλι στην Αλεξάνδρεια. Και λέει ο αββάς Αθανάσιος στον αββά Ανδρόνικο: «Θέλεις να μείνουμε μαζί σ’ ένα κελλί;». Ο Ανδρόνικος λέει: «Ναι, όπως ορίζεις. Αλλά πρώτα θέλω να πάω στον Γέροντα να πάρω την ευλογία του». Του απαντά ο αββάς Αθανάσιος: «Πήγαινε, κι εγώ θα σε περιμένω εδώ στο Δέκατο Όγδοο. Και εάν γυρίσεις, όπως ταξιδέψαμε το ίδιο σιωπηλοί θα μείνουμε. Γιατί, αν δεν το αντέχεις, τότε να μην έλθεις καθόλου. Εγώ πάντως θα μείνω στο Δέκατο Όγδοο». Πήγε λοιπόν αυτός, χαιρέτησε τον άγιο Γέροντα και του ανακοίνωσε τα σχετικά με τον άγνωστο αδελφό με τον οποίον συνταξίδεψε σιωπηλά. Κι ο Γέροντας τού είπε: «Πήγαινε, αγάπησε τη σιωπή και μείνε μαζί με αυτόν τον αδελφό· γιατί είναι σωστός μοναχός». Γύρισε πράγματι, βρήκε τον αββά Αθανάσιο και έμειναν μαζί άλλα δώδεκα χρόνια, οχυρωμένοι μέσα στο φόβο του Θεού, και δεν αποκαλύφθηκε ότι είναι αυτός είναι η πάλαι ποτέ γυναίκα του. Πολλές φορές ο Γέροντας τούς επισκεπτόταν και συζητούσε μαζί τους ωφέλιμα πράγματα για την πνευματική τους ζωή.

     Μια φορά λοιπόν που έφυγε ο Γέροντας, αφού τους αποχαιρέτισε, προτού φθάσει στον Άγιο Μηνά, τον προλαβαίνει ο αββάς Ανδρόνικος και του λέει: «Ο αββάς Αθανάσιος πηγαίνει προς τον Κύριο!». Επέστρεψε ο Γέροντας και τον βρήκε να υποφέρει. Σαν τον είδε ο αββάς Αθανάσιος, άρχισε να κλαίει. Και ο Γέροντας τού λέει: «Αντί να χαίρεσαι που πας να συναντήσεις τον Κύριο, κλαις;». «Δεν κλαίω», του λέει ο αββάς Αθανάσιος, «παρά για τον αββά Ανδρόνικο. Κάνε αγάπη και αφού με θάψεις, θα βρεις στο προσκέφαλό μου ένα σημείωμα. Διάβασέ το και δώσ’ το μετά στον αββά Ανδρόνικο». Κατόπιν, προσευχήθηκαν· και, αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, αναπαύθηκε εν Κυρίω. Ήλθαν λοιπόν να τον κηδεύσουν και ανακάλυψαν ότι ήταν γυναίκα και μαθεύτηκε σ’ όλη τη Λαύρα.


     Έστειλε τότε ο Γέροντας και κάλεσε όλη τη Σκήτη μέχρι και τη βαθειά έρημο. Και συγκεντρώθηκαν όλες οι Λαύρες της Αλεξανδρείας, ολόκληρη η πόλη και οι Σκητιώτες Πατέρες, όλοι ντυμένοι στα λευκά [7], γιατί αυτή είναι η συνήθεια στη Σκήτη. Κήδεψαν λοιπόν «μετά κλάδων και βαΐων» το τίμιο λείψανο της Αθανασίας, δοξολογώντας τον Θεό που έδωσε τόσο μεγάλη ανδρεία, υπομονή και ανώτερη σοφία στη γυναίκα.

     Έμεινε εκεί ο Γέροντας να κάνει τα επτάμερα [8] της μακαριστής Αθανασίας. Αφού τα έκαναν, θέλησε να πάρει μαζί του ο Γέροντας τον αββά Ανδρόνικο, αλλά εκείνος δεν το δεχόταν λέγοντας: «Θα πεθάνω μαζί με την κυρία μου!». Και πάλι αφού τον αποχαιρέτισε, προτού φθάσει στον Άγιο Μηνά, τον προφταίνει ένας αδελφός και του λέει: «Ο αββάς Ανδρόνικος δεν είναι καλά!». Ξανά ο Γέροντας ειδοποιεί τη Σκήτη λέγοντας: «Ελάτε, γιατί ο αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί τον αββά Αθανάσιο». Μόλις το άκουσαν, ήλθαν και τον πρόλαβαν ζωντανό. Και αφού πήραν την ευλογία του, εκοιμήθη εν Κυρίω.


     Αγώνας έγινε μεταξύ των Πατέρων του Δεκάτου Ογδόου και των Σκητιωτών που έλεγαν: «Δικός μας είναι ο αδελφός και θα τον πάρουμε στη Σκήτη για να μας βοηθούν οι προσευχές του!». Και οι μοναχοί του Δεκάτου Ογδόου έλεγαν: «Μαζί με την αδελφή του θα τον θάψουμε!». Οι Σκητιώτες όμως υπερείχαν στον αριθμό.

     Τότε λέει ο αρχιμανδρίτης του Δεκάτου Ογδόου: «Θα κάνουμε ό,τι πει ο Γέροντας!». Και ο αββάς Δανιήλ είπε να τον θάψουν εκεί. Οι αδελφοί όμως δεν τον άκουγαν και έλεγαν: «Ο Γέροντας στέκει ψηλά και δεν φοβάται για σαρκικό πόλεμο. Εμείς είμαστε νέοι και θέλουμε τον αδελφό για να μας βοηθούν οι προσευχές του. Σας είναι αρκετό που σας αφήσαμε τον αββά Αθανάσιο». Βλέποντας ο Γέροντας ότι γίνεται μεγάλη αναστάτωση, λέει στους αδελφούς: «Σας βεβαιώνω, εάν δεν με ακούσετε, θα μείνω κι εγώ εδώ και θα ταφώ μαζί με το τέκνο μου». Μετά απ’ το λόγο αυτό του Γέροντα, ησύχασαν και κήδεψαν τον αδελφό Ανδρόνικο. Είπαν κατόπιν στον Γέροντα: «Πάμε στη Σκήτη». «Αφήστε με», τους είπε ο Γέροντας, «να κάνω τα επτάμερα του αδελφού»· αλλά δεν τον άφησαν να μείνει.

     Όλα αυτά τα εκμυστηρεύθηκε ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του. Ας ευχηθούμε, να φτάσουμε κι εμείς στα μέτρα του αββά Αθανασίου και του αββά Ανδρονίκου διά των ευχών όλων των αγίων. Αμήν.


※  Α΄.  Σ Χ Ο Λ Ι Α 

  [1] «Αργυροχόος». Στο κείμενο: «αργυροπράτης» που σημαίνει τον χρηματιστή. Εδώ, καθώς γίνεται λόγος παρακάτω για τα οικονομικά τους και αναφέρονται σε «συντήρηση εργαστηρίων», τα οποία είναι προφανώς εργαστήρια αργυροχοΐας. Έτσι, η λέξη «αργυροπράτης» χρησιμοποιείται με την έννοια του αργυροχόου, του τεχνίτη που κατασκευάζει αργυρά σκεύη και τα πουλάει.
  [2] Αντιόχεια. Πρόκειται για την πρωτεύουσα της αρχαίας Συρίας, που ξεχώριζε από τις είκοσι οχτώ πόλεις που είχαν το ίδιο όνομα, με την προσωνυμία «η Μεγάλη» ή «επί του Ορόντου» (γιατί ήταν χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Ορόντη) και από την εποχή του Ιουστινιανού ονομάστηκε και Θεούπολις. Κατά τον 4ο αι., ήδη η Μεγάλη Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια ήσαν οι σημαντικότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη. Για πρώτη φορά στην Αντιόχεια αυτή πήραν οι μαθητές του Κυρίου το όνομα Χριστιανοί (Πράξ. 11:26).
  [3] «Στα καλά έργα»: οι λεγόμενες «φιλοπονίες», που ήταν έργο που έκαναν οι Φιλόπονοι ή οι Σπουδαίοι. Ήταν οργανωμένες εθελοντικές ομάδες αφιερωμένων χριστιανών που επιδίδονταν σε έργα φιλανθρωπίας. Ιδιαίτερα αναλάμβαναν την περίθαλψη ασθενών, το λούσιμο και γενικά την καθαριότητά τους (βλ. Δ. Τσάμη: «Μητερικόν», τόμ. Ε΄, σελ. 98, Θεσσαλονίκη 1995).
  [4] «Στον ναό». Στο κείμενο: «ἐν τῷ μαρτυρίῳ». «Μαρτύρια» ονομάστηκαν οι πρώτοι χριστιανικοί ναοί για τον εξής λόγο: οι πρώτοι άγιοι της Εκκλησίας ήσαν οι μάρτυρες της Πίστεως, πάνω στον τάφο των οποίων, στα κοιμητήρια, οι χριστιανοί έχτιζαν μικρή στεγασμένη οικοδομή με αψίδα στις τρεις πλευρές. Οι οικοδομές αυτές ονομάσθηκαν «Μαρτύρια» και έφεραν το όνομα του μάρτυρος του οποίου τον τάφο στέγαζαν. Και επειδή πάνω στον τάφο των μαρτύρων τελούνταν η Θεία Ευχαριστία, τα «Μαρτύρια» υπήρξαν οι πρώτοι ναοί. Έτσι προήλθε ο θεμελιώδης τύπος των χριστιανικών ναών. Εξ άλλου, από το ανωτέρω γεγονός προήλθε και η συνήθεια να τίθενται λείψανα μαρτύρων κάτω από την Αγία Τράπεζα, όπως και κάθε ναός με το όνομα μάρτυρος ή αγίου. Επίσης, και η συνήθεια να χρησιμοποιούνται οι ναοί ως τόποι ταφής. «Μαρτύρια» άρχισαν να ανοικοδομούνται από της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου και πρώτα επί του Τάφου του Χριστού ανεγέρθηκε τέτοιος ναός περιφερειακού σχήματος.
  [5] «Ο υπηρέτης του ναού» ή «ο προσμονάριος» στο κείμενο. «Προσμονάριοι» ή «Παραμονάριοι» ονομάζονταν αυτοί που «προβάλλονταν» από τον επίσκοπο και παρέμεναν σ’ όποια εκκλησία τοποθετούνταν, για να φροντίζουν και να διαφυλάττουν τον ναό, ιδιαίτερα κάποιο εκκλησιαστικό κειμήλιο, π.χ. μια θαυματουργή εικόνα, ενώ παράλληλα υποδέχονταν τους προσκυνητές (βλ. Β΄ Κανών της Δ΄ Οικ. Συνόδου, «Πηδάλιον», σελ. 185–186).
  [6] «Ταβέννησις» ονομαζόταν το πρώτο κοινόβιο που ίδρυσε ο άγιος Παχώμιος (280–346) στην Άνω Θηβαΐδα, απ’ όπου πήρε και το όνομα το Μοναστήρι των Ταβεννησιωτών.
  [7] «Ντυμένοι στα λευκά»· η λευκή ενδυμασία στην Αγία Γραφή και στη μυστηριολογία της Εκκλησίας χρησιμοποιείται ως σύμβολο διαφόρων εννοιών, εκ των οποίων βασική είναι η εσχατολογική. Απεικονίζει τη μέλλουσα λαμπρότητα και τη δόξα την οποία θα περιβληθούν οι δίκαιοι κατά την ανάσταση των νεκρών. Για τον λόγο αυτό και οι Σκητιώτες μοναχοί συνήθιζαν να συνοδεύουν τον νεκρό αδελφό στον τάφο «ασπροφορούντες» (πρβλ. Ματθ. 28:3· Μάρκ. 16:5· Ιωάν. 20:12· Αποκ. 4:4, 6:11, 7:9 και 14, 19:14 κ.α.).
  [8] Τα «επτάμερα»: ήταν το αντίστοιχο προς τα «εννιάμερα» που κάνουμε σήμερα για τους κεκοιμημένους. Επρόκειτο περί τοπικής και όχι διαδεδομένης παραδόσεως.


 Β΄.  Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ 

  (1) Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Νέον Εκλόγιον», Βίος 14ος, σελ. 148–151· Εκδοτικός οίκος «Αστήρ»· Αθήναι, 1974. 
  (2) Φώτη Κόντογλου: «Ο μυστικός κήπος», κεφ. 3ο, σελ. 80–83· Εκδοτικός οίκος «Αστήρ»· Αθήνα, Μάιος 1986. 
  (3) «Ο αββάς Δανιήλ της Σκήτεως», κεφ. 10ο, σελ. 58–68, μετάφραση: Π. Γιαχανατζή· Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»· Θεσσαλονίκη, 1988. 
  (4) Δημητρίου Γ. Τσάμη: «Μητερικόν», τόμ. α΄, κεφ. α΄, σελ. 32–43· Εκδόσεις Αδελφότητας «Αγία Μακρίνα»· Θεσσαλονίκη, 1990. 
  (5) Π. Β. Πάσχου: «Γυναίκες της Ερήμου», –Μικρό Γεροντικό Γ΄–, κεφ. κστ΄, σελ. 63–73· Εκδόσεις «Ακρίτας»· Αθήνα, Απρίλιος 1995. 
  (6) «Το Μέγα Γεροντικόν», τόμ. β΄, κεφ. ζ΄, §14, σελ. 316–335, βλ. υποσημ. 20–22, 24–25, 28, 30 και 31· Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου»· Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Οκτώβριος 1995. 
  (7) Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου: «Κοσμάς ο Αιτωλός», Διδαχές Β΄ και Ε΄, σελ. 144–145 και 218· Έκδοσις Αδελφότητος «Ο Σταυρός»· Αθήνα, 1997. 
  (8) Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Συναξαριστής των Δώδεκα Μηνών του Ενιαυτού», τόμ. α΄, σελ. 248–253· Εκδόσεις «Δόμος»· Αθήνα, 2005. 
  (9) Του ιδίου: «Συναξαριστής (μαζί με το “Νέο Μαρτυρολόγιο” και το “Νέο Εκλόγιο”)» –Απόδοση στη Νεοελληνική– τόμ. α΄, σελ. 300–304· Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιεράς Καλύβης «Άγιος Σπυρίδων Α΄»· Νέα Σκήτη–Άγιον Όρος· Απρίλιος, 2011.
  (10) Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, πληκτρολόγηση κειμένου: π. Δαμιανός.







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου