Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Ο ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ ΑΡΧΟΝΤΑΡΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ

Ο ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
ΑΡΧΟΝΤΑΡΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ


     Η πόρτα του οσίου «Γέροντα της Πάτμου», του π. Αμφιλοχίου Μακρή (1889–1970), ήταν ανοικτή για όλον τον κόσμο, όταν άλλοι (συγκληρικοί και συμμοναστές της εποχής του) ερμητικά έκλειναν τις πόρτες τους· ανατριχιαστικό ήτανε το γύρισμα του κλειδιού στην πόρτα, για να μη διέλθει οσμή ανθρώπου! 
     Ο Γέροντας έλεγε σ’ όλον τον κόσμο «Περάστε!...» εν ώρα φαγητού. Κανέναν άνθρωπο δεν έδιωχνε. Όταν έβλεπε ξένους εν ώρα φαγητού, αγάλλετο, γιατί θα τους προσέφερε.

     Την περίοδο του ’40 ήταν εφημέριος στην Αποκάλυψη. Είχανε μέρες να μαγειρέψουνε. Κάποια μέρα τούς έδωσε κάποιος ολίγη φάβα. Ευθύς ως καθίσανε στο τραπέζι, να κι ένας ξένος! Από την πείνα, αλλού πατούσε κι αλλού βρισκότανε.
     Ο Γέροντας, χαρούμενος, άρχισε να τον προσκαλεί:
     –Περάστε να φάμε!... Κοπιάστε στο τραπέζι μας!...
     –Γέροντα…, του σιγοψιθυρίζει η αδελφή του, δεν έχει άλλο φαγητό! Τώρα ήταν νά ’ρθει κι αυτός; Τόσες μέρες, άνθρωπος δεν παρουσιάστηκε!
     Ο Αμφιλόχιος πήρε απ’ όλα τα πιάτα μια κουταλιά φάβα, απ’ το δικό του τρεις, και έφτιαξε μια μερίδα για τον ξένο!...


     Αν δεν είχε ξένο στο τραπέζι, το φαγητό δεν κατέβαινε στο στομάχι του. Το καλοκαίρι, που έτρωγε στην σκιά του πεύκου, μόλις έβλεπε άνθρωπο από μακριά να έρχεται, φώναζε τις μοναχές να ετοιμάσουν φαγητό. Ο φτωχός «Ευαγγελισμός» φιλοξενούσε κάθε μέρα τους περαστικούς. Κι αυτό, όταν το Μεγάλο Μοναστήρι δεν έδινε νερό ούτε στον Άγγελό του! Πίστευε πως η φιλοξενία είναι πατροπαράδοτη αρετή και έχει πολύ παρρησία στον Θεό και μισθό εκατονταπλάσιο. Ορθόδοξοι, προτεστάντες, καθολικοί, Ρώσοι, Γάλλοι, Γερμανοί, όλοι, στου Αμφιλοχίου την πόρτα εύρισκαν πατρική θαλπωρή.
     Έλεγε:
     –Δώστε τα ανθρώπινα πλούσια και μετά διδάξτε τους την πίστη σας. Χορτάτος με αγάπη, ακούει καλύτερα...

     Κάποτε, επισκέφθηκαν το Κουβάρι κάποιοι καθολικοί. Ο Γέροντας τούς δέχθηκε με πολλή αγάπη και οικειότητα και τους φιλοξένησε. 
     Όταν τον ρώτησαν:
     –Γέροντα, θα μας κοινωνήσεις κι εμάς;
     –Με μεγάλη μου χαρά!, τους απάντησε· αλλά να μου το επιτρέψει πρώτα η Εκκλησία μου.
     Ποιος από τους «ζηλωτές» Αγιορείτες θα απαντούσε με τόση λεπτότητα, διάκριση και ευγένεια;...

     Συχνά, έλεγε:
     –Άλλο τα ανθρώπινα και άλλο τα της πίστεως. Τα ανθρώπινα, τα δίνω όπως μου υπαγορεύει η καρδιά μου· τα της πίστεως, όπως με διδάσκει η Εκκλησία...


     Τις δύσκολες μέρες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που η πείνα είχε πέσει μέσα στον κόσμο σαν ακονισμένο δρεπάνι και θέριζε και, μάλιστα, πιο πολύ την τρυφερή ηλικία, ο φιλάνθρωπος Αμφιλόχιος είπε στις μοναχές του:
     –Θα μεταβώ εις τας Αθήνας να μαζέψω από τους δρόμους τα παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα και να τα φέρω στο φτωχό μας Κοινόβιο.
     Οι μοναχές αντέδρασαν:
     –Γέροντα, εμείς δεν έχουμε να φάμε, και θα φέρετε και παιδιά, για να πεθάνουν κι αυτά μαζί μας;
     –Έχει ο Θεός, καλογριές μου!...
     Ποτέ δεν πονοκεφαλούσε για τα υλικά αγαθά. Πάντα πίστευε στην Ευλογία των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων (βλ. Ματθ. 14:1321).

     Στα μέσα του ’50, επισκέπτης τον ρώτησε:
     –Με τι πόρους ζείτε;
     Και του απάντησε:
     –Τα πετεινά του ουρανού δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν, και ο Πατέρας ο ουράνιος τρέφει αυτά (πρβλ. Ματθ. 6:26). Δύσκολα οικονομείται το ψωμί, αλλά δεν στερούμαστε. Η Παναγία, όλα τα έχει!...

     Παρά την ανέχεια, ο Γέροντας κράτησε την φιλοξενία και τα δοσίματα πολύ ψηλά. Δεν κοίταζε ποτέ τι έχουμε, αλλά τι θα δώσουμε.
     Ποτέ δεν είπε:
     –Δεν φιλοξενούμε· δεν έχουμε.
     Πάντα έλεγε:
     –«Ἡ τράπεζα γέμει· οὐδεὶς ἐξέλθῃ πεινῶν».


     Στην γιορτή του, όμως, ανέβαινε στο Μεγάλο Μοναστήρι, για να μην κουράσει τις μοναχές με κεράσματα και βάλει σε έξοδα τον φτωχό «Ευαγγελισμό».
     Τα καλαθάκια (της αγάπης), πάντα γεμάτα έφευγαν από το ιερό Κοινόβιο του «Ευαγγελισμού». Κι όταν σε περίοδο μεγάλης ένδειας η οικονόμος διαμαρτυρήθηκε πως δεν έχουν πλέον την δυνατότητα να δίδουν ελέη, μοναχή που δεν είχε πού την κεφαλή κλίνει, αλλά είχε διαποτισθεί από το πνεύμα του Αμφιλοχίου «στερήσου και δώσε», απειλεί ότι, αν σταματήσουν τα δοσίματα, θα φύγει από το Μοναστήρι...

     Ο Γέροντας είχε πάντοτε ανοικτή την καρδιά του και την παλάμη του στον επισκέπτη. Το πλατύ του χαμόγελο σε κρατούσε κοντά του πιο πολύ από κάθε δώρο και κάθε προσφορά.
     –Μη φύγεις· σε περίμενα!... Δεν με κουράζεις· με χαροποιείς!...

     Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μια περίπτωση τον Γέροντα. Ήταν καταπικραμένος από κάτι. Εκείνη την ώρα ήρθε από την Αθήνα κάποιος γνωστός. Άλλος άνθρωπος, ο παππούς! Τον θαύμασα. Ομιλητικός, πρόσχαρος… Και στο τέλος μού είπε:
     –Ποτέ σου μη προδώσεις τον αγώνα σου στον άλλον. Ποτέ μην αφήσεις τον άλλον να καταλάβει τον πειρασμό σου. Δεν είναι υποχρεωμένος ο άλλος που θά ’ρθει στην πόρτα σου να δει τα μούτρα σου κατεβασμένα...


     Όταν πήγαινα εγώ στο Μοναστήρι, στο κελλί του, κάθε φορά σηκωνόταν να με υποδεχθεί· ακόμα κι αν πήγαινα κάθε μέρα.
     Του έλεγα:
     –Μα, Γέροντα, να σηκώνεστε για μένα;
     –Μα, εσύ κάνεις τόσο δρόμο, για νά ’ρθεις εδώ· εγώ, να μη σηκωθώ απ’ την καρέκλα;
     Και στην κατάσταση που ήταν, ήταν δύσκολο να σηκωθεί.
     Κι όταν κάποιος τον επισκεπτόταν και έφευγε, τον συνόδευε μέχρι την πόρτα.

     Ο βαθύτερος σκοπός του Γέροντα, στην επικοινωνία του με τον κόσμο, ήταν να χαρίζει αγάπη και χαρά. Ό,τι δώρο τού έκαναν, δεν το περιφρονούσε, αλλά το τοποθετούσε στο κελλί του. Έτσι, μετέδιδε χαρά και αγάπη σ’ αυτόν που του το χάριζε. Στην μαθητική μας ηλικία τού χαρίσαμε μία ρώσικη παράσταση του Ιησού μέσα σ’ ένα καράβι που αρμένιζε στα κύματα και, χαίρομαι μέχρι τώρα, γιατί το βλέπω στο κελλί του αναρτημένο...


     Η ευσέβεια είναι κατάσταση μέσα στον άνθρωπο· δηλαδή σταθερό, μόνιμο πράγμα. Βλέπουμε έναν παπά που μέσα στο Ιερό σεβίζει (=αποδίδω τιμή, στέκομαι ευλαβικά, κρατώ μια στάση ιδιαίτερης προσοχής, προσηλώνομαι με ένταση προσευχής) μπροστά στην αγία Τράπεζα, που στέκεται με πολλή ευλάβεια. Αλλά, για θίξε τον λίγο, να δεις πού πάει όλη η ευσέβεια!… Αυτός, είναι ο «ευσεβισμός». Είναι ένα πράγμα φτιαχτό, επίπλαστο, που το κάνει εκείνη την ώρα. Δεν είναι κατάσταση μέσα του.
     Ο πραγματικά ευσεβής, δεν σεβίζει μόνον μπροστά στις εικόνες αλλά και στους ανθρώπους, που είναι εικόνες του Θεού. Αν δεν σεβίζουμε μπροστά στον αδελφό μας, πώς θα σεβίσουμε μπροστά στον Θεό; Αυτή είναι Ιωάννειος διδασκαλία. Ο ευσεβής έχει χάρη επάνω του, γαλήνη, ηρεμία· αναπαύεσαι κοντά του!...

     Στον Γέροντα Αμφιλόχιο έλεγαν στο τέλος:
     –Δεν θα σε κουράσουμε με λόγια· μόνον να καθίσουμε λίγο κοντά σου και θα φύγουμε…


ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΤΗΣ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ



[Γρηγορίου Μοναχού Κουβαρίτου:
«Πνευματική Συμπόρευσις
(Όσιος Αμφιλόχιος–Όσιος Φιλόθεος)»,
μέρος 1ο, κεφ. 28ο, σελ. 166–170,
έκδοση Ιεράς Μονής Δοχειαρίου,
Άγιον Όρος, Νοέμβριος 20141.]










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου