Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

ΕΝΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ

 ΕΝΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ


     Μαρτυρία μοναχού Αλυπίου Αγιαννανίτου:
     «Γνώριζα τον Γέροντα από την ηλικία των δεκαπέντε ετών. Με την χάρη του Θεού έγινα μοναχός στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου. Πήγαινα και τον έβλεπα πολύ τακτικά. Άκουγα για τα θαύματά του και μου είχε γεννηθεί η επιθυμία να δω ένα θαύμα του. Για ένα μήνα περίπου είχα αυτόν τον λογισμό.
     »Ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό, αρχές Νοεμβρίου, πήγα να τον δω και τον βρήκα να πλένει τα χέρια του έξω στο βαρελάκι. Ήταν μόνος. Άνοιξε και μου είπε να περιμένω. Πήρε πίσω από το βαρέλι ένα αλουμινόχαρτο, όπου μέσα είχε ψίχουλα, το άνοιξε και κοίταξε προς τον ουρανό. Ενώ χαρακτηριστικά δεν υπήρχε κανένα πουλί, αμέσως μαζεύτηκαν σμήνη πουλιών. Πού βρέθηκαν ξαφνικά τόσα πουλιά! Άλλα κάθονταν στο κεφάλι του, άλλα στους ώμους και στα χέρια του και αυτός τα τάϊζε. Βλέποντας αυτό το θέαμα με κατέλαβε αμηχανία, χτυπούσε γρήγορα η καρδιά μου από συγκίνηση και γελούσα αμήχανα. Ο Γέροντας χαμογελώντας έλεγε στα πουλιά: “Πάτε και σ’ αυτόν”. Τα μιλούσε σαν νά ’ταν άνθρωποι. Ένα που καθόταν στο χέρι του, του έλεγε: “Πήγαινε και σ’ αυτόν· δικός μας είναι”.
     »Αυτό διήρκησε δύο λεπτά περίπου. Σε μια στιγμή ο Γέροντας δίπλωσε το αλουμινόχαρτο και τα πουλιά εξαφανίστηκαν. Ήμουν σαστισμένος και τον κοίταξα.
     »Πήγαινε τώρα, μου είπε».



[Ιερομονάχου Ισαάκ:
«Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου»,
2ο μέρος, κεφ. β΄, §β΄, σελ. 578–579,
Άγιον Όρος 20086.]










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου