Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ, ΑΣΑΦΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΙΕΣ

ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ, 
ΑΣΑΦΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΙΕΣ


Είναι τόσο παράταιρο και στρεβλό για την ίδια τη φύση μας, για τη ψυχή και το είναι μας, που μάθαμε να νοσταλγούμε ή να περιμένουμε να βρούμε την πολυπόθητη θεραπεία του εαυτού μας, ο οποίος πάσχει με διάφορους τρόπους σήμερα, από πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες και καθημερινές αφορμές, μέσα από γενικότητες διάφορων θεωριών, από αοριστίες, από ασάφειες και πλατειασμούς διάφορων διδάχων και διδαχών, που δεν έχουν χρώμα, είδος, τύπο, χαρακτήρα, νεύρο, τόνο, τρόπο και χάρη. Όλη η πονηρία του αντικειμένου, όμως, εδώ βρίσκεται: το ότι πνίγουμε και εξαφανίζουμε το καλό, το αγαθό και το σωτηριώδες μέσα στο θολό λιμνότοπο μιας γενικότητας λόγου και έτσι ησυχάζουμε και εφησυχάζουμε όλοι. Το καθήκον, διεκπεραιώθη. Μιλήσαμε: «Κάνε υπομονή!». Γιατί έτσι πρέπει. Όχι, «Κάνε υπομονή γιατί ο Χριστός είναι η δύναμη αυτής της υπομονής, γιατί είναι Αυτός είναι που πρώτος και εγκαταλελειμμένος εγκαρτέρησε στα πάθη Του από απερινόητη αγάπη για τον κάθε ένα από μας». Εάν το προσέξετε, αυτή η χρήση της κηρυγματικής γενικότητας του θρησκευτικού λόγου, σκοπό έχει όχι να σεβαστεί και να απαντήσει, αλλά να καταστείλει κάθε ενδόμυχη δίψα του ανθρώπου που βούλεται να βρει τον Θεό του και να σωθεί από την αμαρτία του μέσα από την ελευθερία του. Κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ακόμη μια κρυφή αδικία της ανεπαρκούς «δικαιοσύνης» μας!

Σημαντικές έννοιες για τη ζωή όπως και για πέρα από αυτήν όπως «αλήθεια», «αγάπη», «ειρήνη», «ζωή», «φως», «λόγος» και «διάλογος», «χαρά» και «χάρη» κ.α., δεν μπορούν καν να αγγίξουν το μυστήριο του ανθρώπου, την κατάβαθη κατάσταση της ψυχής του, τον πόνο και τα μαρτύρια που αυτός φέρει μέσα του, τα πολυδαίδαλα προβλήματα του κόσμου του, όταν αυτές οι έννοιες δεν έχουν κάτι το απτό και το συγκεκριμένο να προσφέρουν, ένα ιδιαίτερο πρόσφορο τρόπο να κομίσουν, μια ξεκάθαρη μορφή πραγμάτωσης, ένα πειστικό είδος μιας λεπτής διαχείρισης να αφήσουν στο πεδίο της αντίληψής μας, μια έμπρακτη σάρκωση που να εμπνέει την καρδιά. Με άλλα λόγια: όταν αυτές δεν είναι πραγματικότητες, όταν δεν είναι και δεν γίνονται ζωή, ζωή δική σου, δική μου, δική μας. Ας μη λησμονούμε ότι η αληθινή σοφία περνάει πάντα μέσα από τα ίδια τα πράγματα, από την εμπειρία της ζωής και από την πρακτικότητα της καθημερινής μας ζωής, για να γίνει μετά «υπόπτερη», να βγάλει φτερά για να περιπολεί τα ύψη των θεωριών που δικαιούται, ανάλογα τις συλλήψεις και τις εμπνεύσεις της. Η ψυχή επομένως, μπροστά σε όλο αυτό τον καταιγισμό των τόσων διδαχών που δέχεται η ίδια, έχει δίκαιο που επιμένει να γνωρίσει το ειδικότερο, το αποτελεσματικότερο και το λυσιτελέστερο γι’ αυτήν. Ποιος κληρικός, ποιος μοναχός, ποιος ιεραπόστολος, ποιος ιεροκήρυκας ή κατηχητής μπορεί να αναπτύξει μέσα του άφοβα εκείνη την πολύτιμη αυτοκριτική σκέψη, σύμφωνα με την οποία, από τη στιγμή που αρχίζει να γενικολογεί κανείς για τον Θεό και για τα θεία προς τους άλλους ισόψυχους συνανθρώπους του, τότε είναι που αρχίζει απογοητευτικά πλέον να πείθει μονάχα τον εαυτό του;

Οι ασάφειες και οι αοριστίες, οι γενικεύσεις και οι αοριστολογίες είναι αγαπητά παιγνιδίσματα μονάχα για εκείνα τα γκουρουϊκά πνευματιστικά ρεύματα ή τα γλοιώδη δυτικότροπα αναμασήματα χριστιανισμού, που στόχο έχουν να αγρεύουν γητευτικά ψυχές· ψυχές που ομολογουμένως χαρακτηρίζονται από μεγάλη αφέλεια και τραγική αγνωσία Θεού. Το κακό είναι ότι ο δικός μας λόγος πια –εκτός βέβαια από το λόγο κάποιων χαρισματικών προσώπων τα οποία αποτελούν εκπληκτική εξαίρεση, συνεισφέροντας αυτά στην ανάπλαση των «ακουόντων»– δεν είναι λόγος ζωής όπως θά ’πρεπε, αλλά δυστυχώς ανούσια ή επιζήμια φληναφήματα προτεσταντικής μέθης.

Τι θα πει «αλήθεια»;
Ότι εμένα με λένε τάδε και ότι εσύ έχεις αυτό το επάγγελμα;
Τι θα πει «αγάπη»;
Ότι σε καλημερίζω στο Fb και ότι εσύ απαντάς όμορφα στο κινητό;
Τι θα πει «ειρήνη»;
Ότι μένεις ατάραχος και στωικός σε κρίσιμες στιγμές ή ότι αποφεύγεις έντεχνα να απαντήσεις στις προκλήσεις που σου παρουσιάζονται;
Τι σημαίνει «φως»;
Ότι έχεις φιλάρεσκη φωτογένεια στο φακό ή ότι έχεις ασκίαστο πρόσωπο όταν εμφανίζεσαι κάπου;
Τι σημαίνει «λόγος» και «διάλογος»;
Ότι μπορείς να πείθεις και ότι έχεις την ικανότητα να ρητορεύεις δεχόμενος με ευχαρίστηση αβρά ερωτήματα;
Τι σημαίνει «χαρά»;
Ότι έχεις το χάρισμα να σκεπάζεις την απέραντη λύπη που σε διακατέχει ή ότι μπορείς να δανείζεσαι χαρωπούς τρόπους συμπεριφοράς σε βαθμό αυτογελοιοποίησης;
Τι σημαίνει «χάρη»;
Το «κληρονομικό χάρισμα» που φαντάζομαι εγώ ότι έχω όταν αναπτύσσω «έξυπνες» διδασκαλίες για τον Θεό, όταν φοράω τα πιο αστραφερά άμφια ή πολυτελή ρούχα εν μέσω ενός παθητικού και ουσιαστικά αμέτοχου εκκλησιάσματος ή αυτό που περιμένω διακαώς να μου δοθεί σαν πληρωμή για το υπερασκητικό και αυτοδικαιωτικό τσάκισμα του «παλαιού» εαυτού μου;

Η ψυχή μας παλεύει και πορεύεται ανάμεσα στις θεωρίες, τις ιδεοληψίες, τις προλήψεις, τις αυταπάτες, τις φαντασίες και τα κωλύματα που τρέφει μέσα της ή που προσλαμβάνει επίκτητα. Νομίζετε ότι θέλει πολύ για να πάψει να είναι ακλόνητη, εδραία και ασάλευτη; Το είναι μας, προχωρά με ανείπωτη ένταση αγωνίας ανάμεσα σε σωτήρες, σε φωστήρες, σε χειραγωγούς και σε συστήματα θρησκευτικών λιπασμάτων, ενόσω ο Θεός προσμένει, αρχοντικά και παναγαπητικά, όλους μας, έναν-έναν, να κάνουμε σημαντικές υπερβάσεις παύοντας μέσα μας να βλέπουμε το μυστήριο του Είναι Του και τις ευεργεσίες των δωρημάτων της αγάπης Του σαν φθηνά παρασκευάσματα που θρέφουν και ενισχύουν το εκούσιο ή ακούσιο νανισμό μας. Αποφεύγουμε τις εκκωφαντικές σάλπιγγες των εύκολων διακηρύξεων και τολμούμε να παραπέμπουμε απευθείας σε βιώματα εκκλησίας και καρδιάς. Η εκκλησία είναι η καρδιά μας· και, αυτό είναι περισσότερο αλήθεια, όταν η καρδιά μας γίνει ή γίνεται εκκλησία· γιατί αυτό είναι το ζητούμενο τελικά. 

Η αγία πίστη μας είναι η μόνη και μοναδική αλήθεια, ασύγκριτης πραγματικά υπεροχής· η θυσιαστική ατελεύτητη αγάπη που μεταλαμπαδεύει δύναμη και ζωή παντού· η υπερνοητή ειρήνη που μένει ακλόνητη· η αιώνια ζωή που είναι πρωτίστως αισθαντική στην καρδιά· το φως μιας πρωτόφαντης ελευθερίας που είναι υπεραγαπητό και προσκυνητό στη ψυχή μας· ο λόγος μιας παμμέγιστης παράκλησης και ο ένστοργος διάλογος μιας απύθμενης και άτυφης γνώσης· η χαρά που ανασταίνει, ανυψώνει και πληροφορεί πρώτα εμάς τους ίδιους και μετά όλους τους άλλους και ολάκερο τον κόσμο· η Χάρη που είναι Χάρη, δίχως περιττά λόγια και ανούσιες επεξηγήσεις, η Χάρη που είναι η χάρη και η καταξίωση της ύπαρξής μας.

Ας αφήσουμε λοιπόν τις ανέξοδες γλυκερές γενικότητες και τις αναιμικές αοριστίες να είναι τα χορταριασμένα παρτέρια των διάφορων «πνευματικών», «θεολογικών» θεωριών, των «εσωτερικών» ρευμάτων που δεν έχουν χάρη γιατί δεν έχουν δύναμη, ύψος, βάθος, πλάτος και ομορφιά αθανασίας γιατί απλά δεν έχουν πρόσωπο. Και δεν έχουν πρόσωπο γιατί δεν έχουν Χριστό. Και δεν έχουν Χριστό γιατί δεν έχουν την Ταπείνωσή Του. Μόνο στο Πρόσωπο του Χριστού, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε, να ψηλαφούμε αλλά και να γευόμαστε την αλήθεια, την αγάπη, την ειρήνη, τη ζωή, το φως, το λόγο και το διάλογο, τη χαρά και τη χάρη· ό,τι δηλαδή για πολλούς άλλους αποτελεί ψέμα, μύθο, ιδέα, ουτοπία, φενάκη, σύμπλεγμα, κενό, ένα οδυνηρό και μαρτυρικό τίποτα.

Κάθε λόγος του αδελφού –καλώς ή κακώς– εκφράζει μια προσωπική του ανάγκη ή μια εσωτερική του κατάσταση. Αυτός ο λόγος φρονώ ότι, με τη δύναμη του Χριστού, πρέπει να μας βρίσκει εμάς έτοιμους. Αν όχι «πάντα», αν όχι «κάθε φορά», τουλάχιστον κάποιες φορές. Και, τι σημαίνει να είμαστε «έτοιμοι»; Σημαίνει, να μπορούμε να υποδεχόμαστε αυτόν το λόγο, καθώς και αυτό το πρόσωπο από το οποίο εκπορεύεται αυτός ο λόγος, με τέτοια ένταση ειλικρινούς αγάπης, που η δική μας η καρδιά να είναι έτοιμη να υποστεί έναν ιδιότυπο «θάνατο» μέσα της, εκμηδενίζοντας για χάρη αυτού του λόγου και αυτού του προσώπου, κάθε δική μας τυπική και ξερή γνώση περί των πνευματικών. Δεν είναι η πνευματική ή η θεολογική γνώση μας ένας αμετάβλητος «υποδοχέας» λογικών κατηγοριοποιήσεων που περιμένει πώς να «τακτοποιήσει», πώς να «βάλει σε μια σειρά» τις διάφορες «περιπτώσεις» των αδελφών που συναντούμε στο διάβα μας. Ο αδελφός, είναι εικόνα και μυστήριο του Θεού· είναι γνωστό ότι σε αυτόν τον «ελάχιστο» αδελφό βρίσκεται και «κουρνιάζει» αόρατα ο Κύριος.
     Στην πράξη όμως, βλέπουμε ότι όλο αυτό που περιγράφηκε πιο πάνω, να γίνεται πολύ σπάνια, αν όχι και καθόλου. Δυστυχώς, εμφορούμαστε από τέτοια και τόση αυτοδικαίωση, που προτιμούμε ενσυνείδητα πολλές φορές να συντρίψουμε τον αδελφό, παρά τη δική μας «γνώση» και «γνώμη». Και επειδή δεν συντελείται μέσα μας αυτή η «ἕως τέλους» αγαπητική κίνηση της καρδιάς μας, τι γίνεται; Ο λόγος του αδελφού γίνεται δεκτός από μας με νεκρά λόγια: γενικότητες, ασάφειες, αοριστίες, ένα πληκτικό «κήρυγμα», μια ανούσια «διδαχή» που, οπωσδήποτε, αφήνει παγερά αδιάφορη τη ψυχή που τόλμησε να μας εμπιστευθεί το λόγο της. Τα νεκρά λόγια όμως, τον πρώτο που νεκρώνουν και αποτελματώνουν, είναι αυτόν που φαίνεται να έχει την αναισθησία να τα εκφέρει για να βολευτεί συνειδησιακά.
     Η τέλεια και αυθεντική γνώση του Θεού και των πνευματικών πραγμάτων επέρχεται όταν ο αδελφός μένει κατά πάντα αναπαυμένος από μας· δεχόμενοι εμείς από αγάπη να «συντριβούμε» για τη ψυχή που απευθύνεται σε μας και όχι να συντριβεί αυτή πάνω στην περίφημη «γνώση», τη σπάνια «εξυπνάδα», την εκπληκτική «ομιλητική» και το εξαίρετο «έργο» της υστεροφημίας μας. Τη συντριβή αυτή, την επιφέρει ασφαλώς αυτή η «πνευματική αργολογία» μας, πού ’ναι γεμάτη «θεολογικές» ασάφειες που καταντούν όχληση για τον καθένα.
     Είναι λοιπόν δικός μας ο αγώνας, αυτός: ο αδελφός, πρέπει πάση θυσία να λάβει μέσα του την πληροφορία εκείνης της δυνατής και ακέραιης αγάπης, η οποία, δεν διστάζει να «συντριβεί» από την πολλή τη φιλοθεΐα και φιλαδελφία της. Γι’ αυτό και όταν βλέπουμε να πληθαίνουν οι ασυγκίνητες ψυχές σήμερα, ας είμαστε έστω και λίγο υποψιασμένοι ότι, πίσω από αυτές, μπορεί να βρίσκονται εγκληματικά είτε άπονοι γονείς, ποιμένες και διδάσκαλοι είτε γενικά αναίσθητοι και αδιάφοροι συνάνθρωποι.
     Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει άλλοθι για τους πρώτους και ουτοπία για τους δεύτερους. Σε όλο αυτό, για χάρη της ισορροπίας των πάντων, είναι ανάγκη να θυμάται η αντίληψη της κατά Θεόν ευαισθησίας μας ότι, όπως πολύ σοφά μού είπε κάποτε ένας Γέροντας με άφατο πόνο· «υπάρχουν –δυστυχώς– και άνθρωποι που δεν θέλουν να σωθούν».

Ο Χριστός δεν είναι ούτε γενικότητα ούτε κάτι το αφηρημένο ούτε ο πρωτοπόρος ενσαρκωτής μιας συναρπαστικής ιδέας για θρησκευτική κατανάλωση. Ξεκάθαρος και συγκεκριμένος Αυτός για μας, παρά τον πανίερο και ακατάλυτο γνόφο του θεανδρικού μυστηρίου Του, παρά το απροσπέλαστο και αμέθεκτο της θεότητάς Του. Ξεκάθαροι και συγκεκριμένοι κι εμείς προς Αυτόν, παρά το ζοφώδες και απύθμενο των αμαρτιών, των πτώσεων και των αδυναμιών μας. Η Χάρη συνιστά κοινωνία προσώπων. Και τα πρόσωπα ποτέ δεν συμπορεύονται με το σουρεαλισμό της υποκρισίας, της προσποίησης και της αναλήθειας. Πορευόμαστε προς τον Χριστό και, έκπληκτοι, διαπιστώνουμε ότι κάθε βήμα μας προς Αυτόν είναι και μια αναγκαία και ελεύθερη απέκδυση, μια εσωτερική και αβίαστη εγκατάλειψη όλων των πληκτικών γενικοτήτων και των ανιαρών αοριστιών. Αυτών που συνόδευαν ως τώρα πιστά την προηγούμενη σύγχυσή μας· αυτών που αποτελούσαν το βασικό σπόνδυλο για το πριν κοσμικό φρόνημά μας· αυτών που αποτελούσαν τις βαθιές ρίζες για ολόκληρη τη μωρία και την ασοφία του βίου μας, ο οποίος βίος, με τη σειρά του, αχθοφορούσε σιωπηλά όλη την αμφιβολία, την απιστία, αθεΐα, την πλάνη ή την απειρία μέσα του…


π. Δαμιανός








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου