Η ΚΑΛΗ
ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Υπάρχει η καλή και η κακή απιστία.
Η κακή απιστία είναι γεμάτη άρνηση Θεού, γεμάτη
ευθεία απόρριψη της αγάπης και της πρόνοιας του Κυρίου, γεμάτη επίσης εγωισμό, υπερηφάνεια,
έπαρση, αλαζονεία, οίηση, τύφο, αξίωση, απαίτηση, μωρία, τυφλότητα, κακία, εμπάθεια,
μίσος για κάθε ευεργεσία του Θεού–Πατέρα, πελώρια απέχθεια για την αρετή και αθεράπευτη
αποστροφή για κάθε εργασία των θείων εντολών. Αυτή η απιστία, όσο μένει μέσα
στη ψυχή του ανθρώπου, τόσο πιο πολύ απεργάζεται τον άνθρωπο αποτρόπαιο αντιμαχόμενο και απεχθή αντικείμενο του Θεού, απειθέστατο παιδί του σκότους, προετοιμάζοντας
γι’ αυτόν κάθε κόλαση και βάσανο που, δεν είναι άλλη από τη θνησιγενή και
θανατόφιλη ζωή της αμαρτίας, ζωή που είναι κατά πάντα χωρισμένη και στερημένη της
θείας Χάρης.
Η καλή απιστία είναι γεμάτη ειλικρίνεια,
ευθύτητα, αδολότητα, ανυποκρισία, αγάπη, δίψα, νόστο και πόθο Θεού. Μεγάλος, διαχρονικός,
υποδειγματικός και παιδαγωγικός φορέας αυτής της καλής απιστίας είναι κατ’
εξοχήν ο Απόστολος Θωμάς. Δεν αρνήθηκε και δεν απέρριψε τον Χριστό. Ζητούσε
απεγνωσμένα να Τον δει, για να Τον πιστέψει αψογότερα, τελειότερα. Είδε τον
Χριστό να κλείνει τα μάτια, να παραδίδει το πνεύμα Του πάνω στο Σταυρό και ως
εκεί. Μετά, τα πάντα έσβησαν μέσα του. Η αγάπη που είχε προς τον Χριστό έπαυσε
να τροφοδοτείται από τη θέα του προσώπου Του. Όλα τα φώτα της ελπίδας και της
χαράς έσβησαν μονομιάς μέσα στην καρδιά του. Κι έμεινε μονάχα μετέωρος ο πόθος του να
τυλίγεται πενθηρά στα σάβανα των καρδιακών και βασανιστικών αναμνήσεων για τον
Διδάσκαλο. Πώς θα μπορούσε να βιώνει από ’δω και πέρα τη «Ζωή των απάντων» σαν
ανάμνηση;
Ο Κύριος είδε, κατανόησε και αγκάλιασε τη
θλίψη και την αγωνία της καρδιάς του και δεν παρέβλεψε το τέλμα και το αδιέξοδο
που κατέπνιγε ασφυχτικά το είναι του. Το κύριο και ξεκάθαρο αίτημα του Απόστολου Θωμά
ήταν να δει τον Κύριο, όπως ακριβώς Τον είδαν και οι υπόλοιποι μαθητές: «Αν δεν
Τον δω, δεν θα πιστέψω!». Και αυτό μπορεί μεν να φαίνεται σαν ένα σκληρό
τελεσίγραφο, σαν μια κάθετη αξίωση μιας προσωπικής απιστίας, αλλά στο βάθος ήταν
μια απεγνωσμένη και ακραία έκφραση του ιερού και ασίγαστου πόθου που είχε
προς τον Χριστό: «Δήθεν απιστώ προς Εσένα, Κύριέ μου, αλλά στο βάθος τολμώ και προκαλώ την αγάπη Σου και τον ερχομό της θέας του αναστημένου Σου προσώπου. Γνωρίζεις
και βλέπεις ότι όλα μέσα μου και εκτός μου είναι πια σκοτεινά, ανόητα, πληκτικά, βαρετά
και ανούσια δίχως τη ζωογόνα και φωτοπάροχη παρουσία Σου. Έλα να Σε δω, έλα να Σε αγγίξω, έλα να
ψηλαφίσω τις άχραντες πληγές Σου, έλα να Σε πιστέψω πάλι, μόνε Πιστευτέ και Αληθινέ, αλλά
αυτή τη φορά να Σε πιστέψω διαφορετικά, δυνατότερα, τελειότερα, θεαρεστότερα!...».
Αυτή ήταν κατά προσέγγιση ερμηνευτικά η
κατάσταση του Αποστόλου Θωμά. Ζούσε σε απόλυτο βαθμό την ολική αντιστροφή του ζέοντος πόθου και
της ανυπόκριτης αγάπης του προς τον Χριστό. Και ο Χριστός, που γνωρίζει όλα τα
κρύφια των καρδιών των ανθρώπων, παρέβλεψε τη φαινομενική «προπέτεια» των
ξεσπασμάτων της «απιστίας» του και μετά από οχτώ μέρες, «των θυρών
κεκλεισμένων», έκαμε ακόμη μια θεοπρεπή εμφάνιση ειδικά για χάρη του θλιμμένου Του Απόστολου. Κάμπτεται λοιπόν η θεϊκή αγάπη προς την αγωνία και τη συντριβή του καταβεβλημένου
μαθητή Του και παρουσιάζεται Αυτοπροσώπως και πάλι ο Ίδιος, «όλοθεος», ολόψυχος
και ολόσωμος, με άθικτες τις πληγές Του, αλλά ενταγμένες κι αυτές πια μέσα στην
αναστάσιμη πραγματικότητα και στο άφθαρτο μεγαλείο Του.
Ο Θωμάς, έκπληκτος και πασίχαρης, βλέπει, αντικρίζει,
ακούει, πλησιάζει, ψηλαφεί, αλλοιώνεται, μεταρσιώνεται, συγκλονίζεται. Και ο «Αρχηγός και Τελειωτής
της Πίστεως» Χριστός τού μετέδωσε τώρα εκείνη τη γρανιτένια και ασάλευτη πίστη που
γύρευε διακαώς ο μεγάλος εσωτερικός πόθος του, ο οποίος είχε την παροδική μορφή και την
πρόσκαιρη έξαρση μιας παράδοξης αλλά καλής απιστίας. Ο Χριστός γνωρίζει πώς να εκπληρώνει –με
το δικό Του ακατάληπτο, ευγενή και φιλάνθρωπο τρόπο– τα μυστικά αιτήματα των
διψαλέων καρδιών μας, όσο «δύσκολα», «απαράδεκτα», «σκληρά», «προπετή» και «αναιδή»
κι αν ενδεχομένως φαίνονται αυτά ότι είναι στα μάτια των άλλων ανθρώπων, στη
μονίμως «ου κατά πρόσωπο» κρίση τους. Αυτός που έχει πόθο, αγάπη, ταπείνωση και
συντριβή για τον Χριστό, αυτός μόνο μπορεί και γίνεται, κατά κάποιο τρόπο αυτός
μονάχα έχει το φοβερό και καρδιομύχιο «δικαίωμα» από τον Ερωμένο Κύριο, να
δοκιμάζει ιδιαιτέρως την αγάπη Του και να προσμένει ακατάβλητα –«δια δεξιών και
δια αριστερών» τρόπων και εκδηλώσεων– τη λυτρωτική θέα του Αναστάντος, μέσα του
και γύρω του. Άλλωστε, ποτέ μια θεοδιψιακή αγωνία της καρδιάς δεν πάει χαμένη
μπροστά στα μάτια Αυτού που έπλασε αυτή την καρδιά και που είναι κατά πάντα Έτοιμος
να απαντήσει ειρηνικά και δυναμικά σε κάθε τέτοια θεοφιλή αγωνία. Και επίσης
είναι αδύνατο αυτός που αγαπάει βαθιά τον Κύριο και, του οποίου το φυλλοκάρδι «τήκεται ως κηρός» για Αυτόν, να μη λάβει άμεσα και αισθαντικά τις απαντήσεις που γυρεύει
χριστομαρτυρικά. Τέλος, είναι πάλι αδύνατο αυτός που αγγίζει και ψηλαφεί τα τραύματα και τις πληγές της θείας Αγάπης, να μη ζήσει του λοιπού μέσα σε μία ανείπωτη και ατελεύτητη πληρότητα Πίστεως...
π. Δαμιανός
[Από το
χθεσινό Κυριακάτικο κήρυγμα…]
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων
από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
η πηγή
προέλευσης.
⁜
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου