Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ


     Στο Άγιον Όρος γνώρισα την ζωντάνια των μοναχών μετά θάνατον. Έζησα τα σημάδια της ζωής τους, τότε που η ανθρώπινη αίσθηση, αντίληψη και επιστήμη επιβεβαιώνουν το αμετάκλητο του τέλους της. Μόλις υποχωρήσει η παχύτητα της βιολογικής ζωής, τότε ζωντανεύει η σφριγηλότητα και ζωντάνια της αθάνατης και αιώνιας παρουσίας τους.

1. Μισή πνοή για την αιωνιότητα


     Σ’ ένα απόμερο κελάκι της αθωνικής ερήμου, ως ιερομόναχος πλέον, είχα μια θαυμάσια εμπειρία κοιμήσεως ενός γνωστού στον Θεό, αλλά αγνώστου και σ’ εμένα και στους περισσότερους ασκητού. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, όταν βρισκόμουν σε μια καλύβη στα Καυσοκαλύβια, επισκεπτόμενος δύο φίλους μου μοναχούς, αυτός ο γέροντας, που έμενε σ’ ένα κοντινό ερημητήριο, μας ειδοποίησε να πάμε να μας αναγγείλει κάτι πολύ σημαντικό. Το σημαντικό ήταν ότι έφευγε εκείνη την ώρα από αυτόν τον κόσμο και το προαισθάνθηκε. Μας παρακάλεσε λοιπόν όλους μαζί να «τραβήξουμε», όπως λέμε στην καλογερική γλώσσα, ένα κομποσχοίνι για να διευκολυνθεί η αναχώρηση της ψυχής του. Είχε τέτοια λαχτάρα, τέτοια δίψα να φύγει από αυτόν τον κόσμο, που εμείς δεν την καταλαβαίναμε, αλλά υπακούσαμε στην επιμονή του και αρχίσαμε να ευχόμαστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τον δούλον Σου (…) μοναχόν», παρεμβάλλοντας το όνομά του. Άρχισε εκείνος να σταυροκοπιέται και να επαναλαμβάνει: «Χριστός Ανέστη». Άλλον έναν σταυρό, και πάλι: «Χριστός Ανέστη». Εμείς: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τον δούλον Σου».

     Καθώς περνούσε η ώρα, σταδιακά η φωνή του αποκτούσε περισσότερο ειρήνη, αλλά χαμηλότερη ένταση· κέρδιζε σε ουράνια έκφραση, αλλά έχανε σε χρόνο. Σε λίγα λεπτά μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και δοξολογικά επαναλάμβανε: «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!» και έγειρε το κεφάλι του αφήνοντας την μισή πνοή του· την μισή από την ολόκληρη που του έδωσε ο Θεός, όπως έχει δώσει σε όλους μας· την μισή που είναι αναγκαία για να λειτουργεί το σώμα. Και κράτησε την υπόλοιπη μισή· αυτήν που είναι απαραίτητη για να ζει αιώνια η ψυχή. Αυτήν την πνοή που αποτελεί την πολυτιμότερη παρουσία κάθε ανθρώπου απ’ αυτήν την ζωή. Αυτήν που λειτουργεί ως καύσιμο της άλλης. Αμέσως ευωδίασε ο τόπος… Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη από την πνοή που έβγαλε ή από την πνοή που κράτησε. Η πρώτη ήταν η επιβεβαίωση μιας αγίας ζωής· η δεύτερη η επαγγελία μιας αιώνιας προοπτικής. Το σώμα του διατηρούσε υπερβατικά την ευκαμψία και την θερμότητά του και ανέδιδε παρηγορητικά το άρωμα της αγιότητάς του. Τα μάτια μας γέμισαν δάκρυα. Δεν πενθούσαμε αυτόν που έφευγε· λυπόμασταν αυτούς που έμεναν...

2. Η ευωδία του αμελή και πότη μοναχού


     Ανάλογο περιστατικό μου διηγήθηκε κατασυγκινημένος ένας αγιορείτης ηγούμενος. Στο μοναστήρι υπήρχε ένας μοναχός αρκετά αμελής. Σπάνια πήγαινε στις ακολουθίες. Έμπαινε μέσα, προσκυνούσε τις εικόνες και εξαφανιζόταν. Σαν να μην τον χωρούσε ο τόπος. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Κανείς δεν γνώριζε τι έκανε. Είχε κι ένα ακόμη ελάττωμα. Έπινε. Μονίμως ευωδίαζε …κρασί. Κανέναν δεν ενοχλούσε. Κακό λόγο ποτέ δεν έβγαζε. Σε τίποτε όμως δεν θύμιζε η ζωή του μοναχό.

     Πέρασε καιρός και ο μοναχός εκοιμήθη. Η αδελφότητα βυθίστηκε σε αγωνία. Αγωνία για την ψυχή του, για την σωτηρία του. Έφυγε απροετοίμαστος, ακοινώνητος για χρόνια, τουλάχιστον απ’ ό,τι οι πατέρες έβλεπαν. Τον ξενύχτησαν με δάκρυα στα μάτια, με αναστεναγμούς θερμής προσευχής.

     Έφθασε η ώρα της ταφής. Οι πατέρες γύρω από το σκήνωμά του δεν θρηνούν τον χωρισμό όσο πάσχουν για τον θάνατο· τον αληθινό θάνατο του κοιμηθέντος αδελφού. Την στιγμή που τον κατέβαζαν στον τάφο, αντί να αντικρίσουν τον μοναχό για τελευταία φορά, διασταύρωσαν όλοι με απορία τα βλέμματά τους για πρώτη φορά. Ο πιο απλός από τους πατέρες σπάει την αμηχανία:
     –Γέροντα, ευωδιάζει! λέει εκφράζοντας ό,τι όλοι αισθάνονταν και κανείς δεν τολμούσε να ομολογήσει.

     Πράγματι, ευωδίασε ο τόπος. Ο τάφος του για μέρες πιστοποιούσε κάποιο κρυμμένο μεγαλείο και επιβεβαίωνε το μυστήριο του Θεού. Ο άνθρωπος που σ’ αυτόν τον κόσμο μύριζε κρασί, αιώνια αναδύει το άρωμα της θεϊκής χάριτος και ευαρέσκειας. Πίσω από τα φαινόμενα των αδυναμιών του κρυβόταν ο θησαυρός μιας αγίας ζωής και μιας μοναχικής ψυχής που σήμερα μεν αναπαύει τους αδελφούς της για πάντα, όπως ανάπαυε το Πνεύμα του Θεού...


     Πόσο διαφορετικός είναι ο Θεός από τους ανθρώπους! Πόσο το κριτήριό Του διαφέρει από τις κρίσεις μας! Το Άγιον Όρος αποτελείται από δύο λέξεις. Την μία την περπατάς με τα πόδια· το Όρος. Την άλλη την ανεβαίνεις με την προσευχή· την αγιότητά του. Στην πρώτη ανακαλύπτεις κορυφές. Στην δεύτερη σου αποκαλύπτονται σπήλαια. Τα σπήλαια του Όρους φανερώνουν πολύ πιο πολλά απ’ όσα δείχνουν οι κορυφές του. Γιατί αυτά κρύβονται, ενώ αυτές φαίνονται…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής


[Νικολάου ιερομονάχου
(τώρα, Μητροπολίτου Μεσογαίας):
«Άγιον Όρος·
Το υψηλότερο σημείο της γης»,
Μέρος β΄, κεφ. 1ο, σελ. 91–94,
Εκδόσεις «Καστανιώτη»,
Αθήνα, Μάρτιος 20001.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
η πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου