Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 3 Μαΐου 2016

ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΕΣ

ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΧΑΡΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΕΣ


     […] Όταν πρωτοπήγα στην Καλύβη μας, δύο αδελφοί, ο παπα-Ιωακείμ και ο π. Γρηγόριος, ασκούνταν στην αγιογραφία. Με έβαλαν λοιπόν κι εμένα να κάνω μερικά σχέδια, για να με δοκιμάσουν. Διαπίστωσαν όμως, ότι δεν διέθετα την ανάλογη ικανότητα για να γίνω αγιογράφος. Τότε συσκέφθηκαν και αποφάσισαν να με στείλουν στα Καυσοκαλύβια, για να μάθω τη ξυλογλυπτική. Η τέχνη αυτή, επί των ημερών μου, είχε μεγάλη ανάπτυξη και αξία. Η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων μάλιστα διέθετε θαυμάσιους ξυλογλύπτες. Οι περισσότεροι σχεδόν μοναχοί εκεί εξασκούσαν το εργόχειρο αυτό.

     Στα Καυσοκαλύβια ζούσαν δύο γνωστοί μας μοναχοί, προερχόμενοι από τη Μονή Γρηγορίου: Ο γέρων Χρυσόστομος και ο υποτακτικός του π. Ακάκιος (Καράμπελας), ο κατά σάρκα συγγενής μου. Το ησυχαστήριό τους απείχε είκοσι λεπτά περίπου από τη Σκήτη, σε μια βραχώδη και άνυδρη γη. Δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν κτισμένο στο βάθος μιας μικρής πεζούλας, σχεδόν ολόκληρο από ξερολιθιά. Η στέγη του κάλυπτε ένα μικρό ναΰδριο, επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, δύο-τρία κελάκια και μια μικρή μαγειροτραπεζαρία.


     Εκεί λοιπόν με πήγε ο ίδιος ο Γέροντάς μου, ο π. Γρηγόριος, και παρακάλεσε τους δύο πατέρες να με δεχθούν για ένα διάστημα και να με βοηθήσουν στην εκμάθηση της ξυλογλυπτικής. Οι γεροντάδες εκείνοι οι καλοκάγαθοι, δύο πρόβατα του Χριστού γεμάτα πραότητα, με δέχθηκαν με ευχαρίστηση. Σε αυτό το ησυχαστήριο που με πήγε ο Γέροντάς μου έμεινα από τον Οκτώβριο του 1939 ως τον Μάιο του 1940.

     […] Απλότητα και αγάπη χαρακτήριζαν τα Καυσοκαλύβια. Επάνω σ’ αυτή στηριζόταν κι ένα ωραίο τους πασχαλινό έθιμο: Κάθε Πάσχα οι πατέρες σχημάτιζαν ομάδες και περιέρχονταν τις Καλύβες για να χαιρετίσουν, να αλληλοευχηθούν και να ανταλλάξουν το «Χριστός Ανέστη».

     Έτσι κι εκείνο το Πάσχα του 1940, (ψηλά), από το ησυχαστήριο των διδασκάλων μου (στη ξυλογλυπτική), έβλεπα τους πατέρες να είναι χωρισμένοι σε ομάδες, σαν τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα, να πηγαίνουν από Καλύβη σε Καλύβη και να ψάλλουν όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη», το «Ο άγγελος εβόα…» και άλλους πασχαλινούς ύμνους μ’ έναν πηγαίο και ενθουσιαστικό παλμό.


     Μερικές, μάλιστα, ομάδες συνέπεσε να συναντηθούν στην Καλύβη του γέροντος Μιχαήλ, ενός καλοκάγαθου νησιώτη μοναχού (αγιογράφου) με πλούσια καλοσύνη. Από το ησυχαστήριό μας φαινόταν πολύ καθαρά. Ήσαν καθισμένοι σε ξύλινα παγκάκια. Επάνω στο υπαίθριο τραπέζι είχαν παρατεθεί πασχαλινά κόκκινα αυγά, τυρί, κρασί.

     Όταν πλέον διατράνωσαν τη χαρά και τη νικητήρια ιαχή της Πίστεως –το «Χριστός Ανέστη»– και με τα επίγεια αγαθά, πήραν στα χέρια τους μουσικά βιβλία και έψαλαν με άφθαστη χάρη. Θα τους ζήλευαν και οι άγγελοι ακόμη στον ουρανό! Οι φωνές τους αγνές, χαρμόσυνες, πανηγυρικές, μέσα στο αυθόρμητο παραλήρημα της Αναστάσεως, αντιλαλούσαν στη χαράδρα, κατέβαιναν στη γαλανή θάλασσα, υψώνονταν επάνω κι από τον Άθω, μέχρι τ’ αστέρια τ’ ουρανού!…

ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ
(1920–1979)



[(1) Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ:
«Νοσταλγικές αναμνήσεις
από το Περιβόλι της Παναγίας»,
κεφ. 13ο, σελ. 218–219 και 246,
Έκδοση Ιερά Μονή Παρακλήτου,
Ωρωπός 20007.
(2) Για δε τον αναφερόμενο ενάρετο
γέροντα Μιχαήλ μοναχό, από τη Σύμη
(ξυλογλύπτη και αγιογράφο),
βλέπε στα περίφημα βιβλία·
Ι. Ιερομ. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου:
«Ασκητικές μορφές
και διηγήσεις από τον Άθω»,
σελ. 229–232, αλλά και 288
(σχετικά με την παρούσα διήγηση),
Άγιον Όρος, Ιούλιος 20002.
ΙΙ. Παταπίου Μοναχού Καυσοκαλυβίτου:
«Αγιασμένες μορφές των Καυσοκαλυβίων»,
μέρος 3ο, κεφ. 10ο, σελ. 186–190,
Έκδοση Ι. Καλύβης Αγίου Ακακίου Καυσοκαλυβίτου
Άγιον Όρος, Νοέμβριος 20071.
(3) Α΄ δημοσίευση:
Δευτέρα 13 Μαΐου 2013.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση–σταχυολόγηση
κειμένου: π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου