ΟΙ ΕΡΗΜΙΤΕΣ
Τι να κάνουν άραγε στην Έρημο και πώς να ζουν αυτοί οι άνθρωποι που
λέγονται «Ερημίτες»; Ο Αριστοτέλης λέει ότι, για να ζει κάποιος στην Έρημο, ή
Θεός πρέπει να είναι ή θηρίο: «Μόνος, οὐ διὰ τύχην, ἀλλὰ διὰ φύσιν, ἢ Θηρίον ἢ
Θεός» (βλ. Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1252a1–1253a39).
Όμως, ούτε «θεοί» είναι οι Ερημίτες μας, ούτε «θηρία». Κατανέμουν το χρόνο τους
στην προσευχή και το εργόχειρο. Σκαλίζουν πάνω σε σκληρό ξύλο Εσταυρωμένους και
δίνουν, είτε εν γνώσει, είτε εν αγνοία τους –ο Θεός ξέρει– μια τέτοια έκφραση
πόνου στο σκαλισμένο πρόσωπο του Κυρίου και μια τέτοια κίνηση στο σώμα Του,
ώστε να μη μπορεί να Τον αντικρίζει κανείς χωρίς δάκρυα. Οι Ερημίτες διαβιούν
σαν τα αλληγορικά «πουλιά του ουρανού» (βλ. Ματθ. 6, 26) που «δεν σπέρνουν, δεν
θερίζουν και δεν συνάγουν καρπούς σε αποθήκες», που δεν έχουν. Ο Κύριος είναι ο
Τροφέας τους. Ωραίες είναι και οι αμφιέσεις τους, πιο ωραίες κι από τα «κρίνα του
αγρού» (βλ. Ματθ. 6, 28), γιατί είναι ενδεδυμένοι τον Χριστό και οι ίδιοι κοσμούνται
με αρετές και αφανή φωτοστέφανα. Έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τις ανάγκες
τους, ώστε να είναι «ελεύθεροι από όλους» (πρβλ. Α΄ Κορ. 9, 19). Έμαθαν να
είναι σοφοί από τη λιτότατη ζωή τους και ταπεινοί στο φρόνημα. Χαίρονται «με
την ελπίδα» (πρβλ. Ρωμ. 15, 13· Τίτ. 1, 2) των μελλόντων αγαθών, για χάρη των
οποίων απαρνήθηκαν όλα τα πρόσκαιρα και φθειρόμενα αγαθά –κάποιοι απ’ αυτούς «ήταν
πλούσιοι σφρόδρα» (πρβλ. Σωσ. 1, 4· Λουκ. 18, 23)– ακόμη και απ’ αυτό το φτωχό
«δοξάρι» (της εγκόσμιας δόξας), κατανοώντας βαθιά το λόγο του Κυρίου: «Πώς
μπορείτε να πιστεύετε, όταν λαμβάνετε δόξα απ’ τους ανθρώπους;» (βλ. Ιωάν. 5,
44).
Ο θεσμός των Ερημιτών του Αγίου Όρους είναι λίαν διδακτικός. Αποτελούν
το μυστικό διάκοσμο της Εκκλησίας μας και τα «νεύρα της Ορθοδοξίας». Χωρίς τους
Ερημίτες θα έλειπε από την Εκκλησία ένας συγκεκριμένος τύπος βίου, ο οποίος
είναι ανάγκη να διασαλπίζει σιωπηρά την αέναη δύναμη του Πνεύματος και την
έφεση εκείνης της ψυχής που έχει καθαρισθεί εν Χριστώ. Πάνω στη γη οι Ερημίτες μας
είναι τα «λειτουργικά πνεύματα» (βλ. Εβρ. 1, 14), αλλά και τα μέτρα της δύναμης
του Χριστιανισμού. «Γνωρίζουν πάντα να ελπίζουν, πάντα να σκεπάζουν, πάντα να
υπομένουν» και, η αγάπη τους προς τον Θεό και τους αδελφούς, «να μη μειώνεται
ποτέ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 13, 7–8).
Ο ασκητισμός τους είναι τραχύς διότι βιάζουν τους εαυτούς τους, όπως
είπε κι ο Κύριος, ότι, «οι βιαστές είναι που αρπάζουν τη Βασιλεία των Ουρανών»
(βλ. Ματθ. 11, 12), αλλά απολαμβάνουν τα αγαθά από την εναρμόνιση του θελήματός
τους με το θέλημα του Κυρίου. Μοιάζουν μ’ εκείνη τη χήρα του Ευαγγελίου, που γύρευε
την εκδίκαση του χαμένου της δίκιου από τον εχθρό της (πρβλ. Λουκ. 18, 4) και παραστέκουν
γι’ αυτό κοντά στον Κριτή Ιησού αδιάλειπτα, προκειμένου να ελευθερωθούν γρήγορα
από τα πάθη τους, για να λάμψει μέσα στην καρδιά τους το θείο φως Του. Στις
προσευχές τους, με συντετριμμένη καρδιά, επαναλαμβάνουν την κατανυκτική
μονολόγιστη ευχή του αγίου Αγιορείτη Πατέρα μας Γρηγορίου του Παλαμά: «Φώτισόν
μου το σκότος! Φώτισόν μου το σκότος!». Φθάνουν σε ύψη αγιότητας και το
αγνοούν. Είναι απλοί σαν τα παιδιά, «φρόνιμοι όπως τα φίδια και ακέραιοι όπως
τα περιστέρια» (βλ. Ματθ. 10, 16). Προσεύχονται για όλο τον κόσμο και φθάνουν στο σημείο να μη γνωρίζουν στοιχειώδη πράγματα για την Πατρίδα τους. Η περιέργεια, άλλωστε, δεν είναι
αρετή. «Προχωρώντας από δύναμη σε δύναμη» (πρβλ. Ψαλμ. 83, 8) και αναβαίνοντας σαν τα ελάφια προς τις
άυλες κορυφές των ορέων του υπερβατικού, λησμονούνται μέσα στην απόλαυση των
ιερών θεωριών τους. Δεν είναι αθέμιτο μετά απ’ αυτό να στραφούν προς τα κάτω;
Έχουν πάντοτε διάθεση ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τις άπειρες προς εμάς
ευεργεσίες Του. Θα έλεγε κανείς ότι οι Ερημίτες αναπληρώνουν τα κενά της δικής
μας αγνωμοσύνης και δεν αδειάζει ποτέ η καρδιά τους από το να ευχαριστεί και να
υμνεί «ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωῒ καὶ μεσημβρίᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ» (βλ. ευχή Εισόδου Εσπερινού) την άκρα Αγαθότητα.
Πριν από χρόνια, είχα πάει στην Έρημο για ν’ αναπνεύσω το άρωμα της
αγιότητας των Ασκητών μας και να ευλογηθώ. Κάποιος φίλος Ερημίτης με συνόδευσε
στην Καλύβη ενός άλλου Ερημίτη, για τον οποίο είχα τις πληροφορίες ότι ήταν
άγιος άνθρωπος. Είχε τη συνήθεια να επαναλαμβάνει από βαθέων τούτο το
Προφητικό, ελαφρώς παραλλαγμένο: «Ω, Κύριε, στείλε το φως Σου και την αλήθεια
Σου· αυτά είναι που με οδήγησαν και μ’ έφεραν στο όρος Σου το άγιο και στα
σκηνώματά Σου» (πρβλ. Ψαλμ. 42, 3). Οι συνασκητές του έλεγαν γι’ αυτόν ότι ήταν
άνθρωπος παράδοξος και στρυφνός στους λόγους του.
Του απευθύνω την ερώτηση:
–Πώς αισθάνεστε, άγιε πάτερ, που βρίσκεστε σ’ αυτό το απομονωμένο
περιβάλλον και ζείτε σχεδόν σε διαρκή σιωπή;
–Ω, αδελφέ μου, λέει, μέσα στη σιωπή κρύβεται η βαθύτερη φιλοσοφία του
Χριστιανισμού και απ’ αυτή συντελείται στη ψυχή μια άρρητη μεταμόρφωση. Ανερμήνευτη
είναι η ιδιαίτερη χάρη του πνεύματος που σιγά και που τόσο εύγλωττα φθέγγεται
μ’ αυτή την ιερή σιγή. Το να σιωπά κανείς, πάτερ, μέσα σ’ αυτή την παροικία του
σώματός μας, ενέχει το μυστήριο της ψυχής μας που νοσταλγεί την ουράνια
πατρίδα. Λέει ο Άγιος Ισαάκ ότι, «όλες μαζί οι πνευματικές εργασίες δεν
συγκρίνονται με την εργασία της σιωπής». Και υποθέτω ότι εκεί στον ουρανό αυτή η
σιωπή αποτελεί την πολύφθογγη αρμονία, μέσω της οποίας τα άγια και μακάρια
πνεύματα πλατύνονται προς το άπειρο, καθώς ελίσσονται σε κόσμους φωτός και μιας
απέραντης εν Θεώ γλυκύτητας. Πιστέψτε με, συνέχισε ο Ερημίτης, ότι μία είναι η
αλήθεια που κυριαρχεί στα κράσπεδα του θρόνου της θείας μεγαλειότητας και που
επεκτείνεται μέχρι την ελάχιστη σκιά ακόμη και του πιο ασήμαντου κτίσματος: η Αγάπη. Αυτή
είναι η πηγή από την οποία τα ιερά ρείθρα της Χάριτος κατεβαίνουν αέναα από την
Πόλη του Θεού και «ποτίζουν όλη την κτίση για να ζωογονηθεί» (Α΄ Αντίφωνο του
Δ΄ Ήχου). Αυτή είναι, σύμφωνα με τον Προφητάνακτα Δαβίδ, η «άβυσσος που φωνάζει
την άβυσσο» (πρβλ. Ψαλμ. 41, 8), η οποία μέσω του απείρου, οδηγεί προς τη
φοβερή θέα της Θεότητας. Αυτή είναι που κατασκευάζει και συνέχει τα πάντα. Αυτή
είναι που γεννά, που θάλπει, που εμπνέει, που οδηγεί. Αυτή είναι η σφραγίδα και
το σύμβολο του Κτίστου· το μεγάλο διαμάντι που ακτινοβολεί μπροστά στο ανέκφραστου
κάλλους διάδημα του Υψίστου. Η αγάπη είναι η εξήγηση της δημιουργίας…
–Πώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε στις καρδιές μας την αγάπη; είπα,
διακόπτοντας τον Ασκητή. Πώς, εμείς οι ταπεινοί, μπορούμε να γίνουμε άξιοι της
αγάπης του Κυρίου;
–Πώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε την αγάπη! είπε ο Ασκητής, κινώντας το
κεφάλι του και σκουπίζοντας με την άκρη του ρούχου του τα αναβλύζοντα δάκρυα.
Με ρωτάτε, δηλαδή, πώς να κατορθώσουμε να κατοικίσει μέσα στις καρδιές μας ο
Χριστός. Μα, πώς αλλιώς, αδελφέ, παρά με την αγάπη; Και πώς θα ελκύσουμε τον Χριστό
να σκηνώσει μέσα μας, αν όχι με την καθαρότητα της καρδιάς; Και πώς θα
πετύχουμε αυτή την καθαρότητα, αν όχι με την εργασία των εντολών; Και πώς χωρίς
δάκρυα, προσευχές και μόχθους θα κάνουμε πράξη τις εντολές; Συγχωρέστε με, είπε
ο Ερημίτης. Για θυμηθείτε τι έλεγαν οι Πατέρες μας: «Δώσε αίμα και λάβε πνεύμα» (Γεροντικό). Αυτό
τουλάχιστον γνωρίζω εγώ, το σκουλήκι της γης. Θα σας έλεγα και κάτι άλλο, αλλά…
«τη σοφία τη λέμε μόνο στους τέλειους» (Α΄ Κορ. 2, 6).
Και αναχώρησα, αφού πρώτα ασπάσθηκα τη δεξιά του οσίου εκείνου Ασκητού,
τη γεμάτη τυλώματα από τις μετάνοιες…
Οι Ερημίτες, είναι άνθρωποι σοφοί που η Εκκλησία μας σεμνύνεται γι’
αυτούς, διότι την ενισχύουν με τον άγιο βίο τους και είναι, κατά τον Παλαμά,
«οι Προφήτες της Καινής Διαθήκης και οι Κήρυκες της ερχόμενης Βασιλείας». Ο
ηρωικός τους βίος μέσα στα σπήλαια και τις φοβερές Καλύβες τους, προκαλεί το
δέος και την ευλάβεια. Σ’ αυτές τις Καλύβες αντηχούν, εδώ και εκατοντάδες
χρόνια, «ύμνοι και ωδές πνευματικές» (πρβλ. Εφεσ. 5, 19) και οι βράχοι, πάνω στους οποίους είναι αυτές
σφηνωμένες, παραμένουν οι άφωνοι μάρτυρες των θρήνων αυτών των θεοφιλών ψυχών. Πόσων
Ερημιτών (τα ονόματα των οποίων γράφηκαν στους ουρανούς) οι σκιές δεν
περιπλανιούνται στα υποτυπώδη και παγερά δώματά τους!... Πόσοι Παλαμάδες,
Φιλόθεοι, Νικηφόροι, Γρηγόριοι, Νικόδημοι, πόσοι Όσιοι δεν έζησαν μέσα σ’ αυτές
τις Καλύβες σαν Ησυχαστές και δεν τελειώθηκαν με τη «Νοερά Προσευχή»!...
Η αλήθεια είναι ότι ορισμένες από τις Καλύβες των Ερημιτών είναι
δυσπρόσιτες. Όπως ο Ασκητισμός, έτσι και οι κατοικίες των Ερημιτών έχουν την
ιδιορρυθμία τους. Οι Καλύβες αυτές δεν έχουν τίποτα το κοινό με τα χωρικά
σπίτια της Ελλάδας. Στη σύλληψη του σχεδίου τους υπάρχει μια πρωτόγονη
εκκεντρικότητα. Αρκεί μια ρωγμή ή προεξοχή πάνω σ’ ένα βράχο για ν’ αποτελέσουν
το ιδεώδες «οικόπεδο» για έναν Ερημίτη. Τις ονομάζουν προσφυώς «αετοφωλιές».
Χτίζονται με πνεύμα τραχείας αρχιτεκτονικής, όπως ακριβώς είναι και ο
Ασκητισμός. Μάταια θ’ αναζητήσει κάποιος μέσα σ’ αυτές την άνεση. Πολλά έχουν
γραφεί για τις Καλύβες τους, αλλ’ αμφιβάλλω αν έχει λεχθεί όλη η αλήθεια, διότι
η νοοτροπία των Ερημιτών που τις έχτισαν είναι σ’ εμάς απροσπέλαστη. Πάνω απ’
όλα τούτη η νοοτροπία δεν ακολουθεί τη λογική. Η ευθεία, για τους Ερημίτες, δεν
είναι η συντομότερη οδός. Προτιμούν, αίφνης, ν’ αναρριχώνται, παρά να βαδίζουν
σε βατούς ατραπούς. Δεν είναι ριψοκίνδυνοι –«δεν πρέπει να βάλεις σε δοκιμασία
τον Κύριο και Θεό σου…» (βλ. Δευτ. 6, 16· Ματθ. 4, 7)–, δεν είναι οπαδοί του
δόγματος «ζήσε επικίνδυνα», αλλά θεωρούν τον κίνδυνο σαν ένα στοιχείο ηθικής
προαγωγής. Αυτός που, με τη βοήθεια των αλυσίδων, κατέρχεται σ’ αυτές τις
Καλύβες για πρώτη του φορά, ακόμη και μετά από πολλά χρόνια θα φρίττει και μόνο
με την ανάμνηση αυτού του γεγονότος.
Παράξενοι άνθρωποι, που παρακάμπτουν την άκοπη και ακίνδυνη «λεωφόρο»
τους και αισθάνονται άφατη ευφροσύνη με το να δένονται μ’ αλυσίδες και ν’
ανέρχονται, ν’ ανέρχονται για να φτάσουν στις σπηλιές τους. Ποιος ξέρει; Ίσως
και να σκέφτονται ορθότερα από ’μας. Κάθε Καλύβα του Ερημίτη είναι κι ένα
φλεγόμενο θυσιαστήριο, που μέσα του κυριαρχεί μονάχα το θείο· ναοί
εγκατασπαρμένοι στα πιο ιερά και αμόλυντα εδάφη, όπου οι Μοναχοί είναι οι
ιερείς τους. Πολλές απ’ αυτές τις Καλύβες έχουν τόσο αφομοιωθεί με τους
βράχους, ώστε οι ξένοι που παραπλέουν κοντά προς εκείνο το ακρωτήριο, να μη
μπορούν να υποψιαστούν καν την ύπαρξή τους.
Είναι αδύνατο να ζήσει άνθρωπος με τους όρους της Ερήμου, αν τουλάχιστον
κατά το ήμισυ μέσα του δεν ζει ο ίδιος από τον ουρανό. Οι Ερημίτες είναι
άνθρωποι μεγάλης αντοχής. Επίσης, μέσα στις Καλύβες τους βλέπει κανείς μια
αρμονική διευθέτηση των πιο ασήμαντων πραγμάτων, που θα μπορούσε στην απλότητά
της ν’ αποτελεί τον ωραιότερο διακοσμητικό ρυθμό. Μα, κάθε τι ξεχωριστά και
ταυτόχρονα όλα μαζί, μέσα στην ερημική Καλύβη, μιλούν τόσο βαθιά στη ψυχή! Κι
όλα παίρνουν μια τέτοια μελαγχολική έκφραση, σαν να πλανιέται εκεί μέσα το
θλιβερό πνεύμα του «Εκκλησιαστή»: «Ματαιότητα των ματαιοτήτων, τα πάντα είναι
ματαιότητα!» (Εκκλ. 1, 2). Το κατά Χριστό πνεύμα του πένθους υπερίπταται πάνω
από τις ερημιτικές Καλύβες. Οι πόλεις, βέβαια, καταχαίρονται στις καλλίγραμμες
οικοδομές τους. Το Άγιο Όρος όμως σεμνύνεται για τις αιωνόβιες και υποβλητικές
Μονές του και για τις ταπεινές του Καλύβες. Αλλά, αν έπρεπε ο Μοναχός να
καυχιέται εν Κυρίω για κάτι, τι άλλο θα ήταν αυτό, αν όχι για τα αγιότατα
«λείψανα» της αρχαίας Εκκλησίας και για τα σύμβολα της αίγλης και του
πολιτισμού του Βυζαντίου, που τόσο ευλαβικά περιέσωσαν οι ιερές Βασιλικές
Μονές; Κι όμως! Όλα εκείνα μας λαμπρύνουν μόνο εξ αντανακλάσεως! Αποτελούν δόξα,
αλλά δόξα του παρελθόντος. Έχουμε όμως τώρα και κάποιο ένδοξο παρόν: τις
«φωλιές» των Ερημιτών μας, τις Καλύβες των Ησυχαστών του Άθωνα! Ω, Θεέ μου,
πόσο τιμημένες στα μάτια Σου είναι τούτες οι Καλύβες! Και, πώς ευδοκεί το
πνεύμα Σου μέσα σ’ αυτές! Αλλά μήπως από μια Καλύβα δεν ανέτειλε κι η Βασιλεία
των ουρανών και όχι από ένα επιβλητικό μέλαθρο;
Όχι μόνο από Καλύβα, αλλά το πιο παράδοξο απ’ όλα είναι ότι για τη
Βασιλεία των Ουρανών σμικρύνθηκε μυστηριωδώς αυτή η ίδια η γη και χορήγησε πάρα
πολύ φειδωλά μια μικρή επιφάνεια γης προς τον Κύριό της και «δεν υπήρχε τόπος γι’
Αυτόν πουθενά για να μείνει» (πρβλ. Λουκ. 2, 7)! Τι, παράξενο! Αναφωνεί ένας
απολογητής του Χριστιανισμού: «Αν ήταν να εφεύρουμε εμείς τη Θρησκεία και την
Αποκάλυψη του Θεού, ούτε εμείς δεν θα μπορούσαμε να καταντήσουμε σε μια τόσο
ταπεινωτική Αποκάλυψη, η οποία αρχίζει με τη γέννηση ενός παιδιού στη φάτνη και
καταλήγει στο θάνατό του πάνω στο Σταυρό, που, για ’κείνο το λαό ήταν το
σκύβαλο της ανθρωπότητας». Και «η Αποκάλυψη δεν θα ήταν καθόλου αλήθεια, αν
αυτή δεν αντέφασκε πλήρως προς τον δικό μας υπερήφανο και διεφθαρμένο λόγο από
την ηθική ανατροπή της δικής μας παράβασης και της ζωής της κακίας» μας. Και
βροντοφωνάζει ο Μ. Πασκάλ (1623–1662): «Αναγνωρίστε την αλήθεια της θρησκείας,
μέσα απ’ αυτή τη σκοτεινιά της δικής μας αδιαφορίας να τη γνωρίσουμε». Όλα τα
μεγάλα πράγματα, για να είναι μεγάλα, πρέπει να είναι και ταπεινά…
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
(1916–2006)
※
[(1) Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου:
«Μεταξύ ουρανού και γης»
–Αγιορείτικος Μοναχισμός–,
κεφ. 35ο και 36ο, σελ. 172–180,
Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 19794.
(2) Όλα τα λαμπρά εικαστικά έργα
είναι του φιλόκαλου Ιερομονάχου Αναστασίου,
από το βιβλίο του «Αθωνικά Δίπτυχα»,
καθώς και από τα επιτοίχια ημερολόγια
των ετών 2003–2009,
Εκδόσεις «Ερμηνεία»
Ιερού Κελλίου Τιμίου Προδρόμου
–«Διονυσίου του εκ Φουρνά»–
Καρυές Άγιον Όρος.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
πληκτρογράφηση και μεταφορά
όλου του κειμένου στην απλή Δημοτική,
υπομνηματισμός εδαφίων και ονομάτων,
εύρεση και επιλογή εικόνων:
π. Δαμιανός.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου