Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

«ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΑΠΑΣ!»

«ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΑΠΑΣ!»


     Στην ακολουθία του Εσπερινού, στο διπλανό μου στασίδι, ήταν ένας νέος περίπου είκοσι πέντε ετών ο οποίος συνεχώς είχε κατεβασμένο το κεφάλι του και έμενε ακίνητος. Όταν τελείωσε ο Εσπερινός, τότε κινήθηκε και προχώρησε προς την έξοδο του ναού έχοντας και πάλι κατεβασμένο το κεφάλι του. Αυτή η στάση του μ’ έκανε να προχωρήσω στο σημείο που στεκόταν και τον ρώτησα:
     –Σήμερα ήρθατε στο Μοναστήρι;
     –Ναι, το μεσημέρι.
     –Εάν μου επιτρέπετε, από ποια πόλη της Ελλάδος είστε;
     –Από … της Βορείου Ελλάδος.
     –Μάλιστα! Μακεδόνας. Πρέπει να σου πω ότι, εσείς οι Μακεδόνες, έχετε ένα στοιχείο πολύ σημαντικό και αυτό είναι η ντομπροσύνη. Δεν είσαστε πολιτικάντηδες, αυτό που πιστεύετε το εκφράζετε, δεν προσπαθείτε να παραπλανήσετε τον συνομιλητή σας.
     –Ναι, αυτό είναι αλήθεια και πολλές φορές μπορεί να μας στοιχίσει αυτή η στάση ζωής που έχουμε, αλλά αυτό δεν το υπολογίζουμε.
     –Με τι εργασία ασχολείσαι;
     –Τώρα πήρα το πτυχίο της Νομικής, έχω τελειώσει και με το στρατιωτικό.
     –Επομένως, είσαι έτοιμος να ριχθείς στην κονίστρα της ζωής.
     Με κοίταξε μ’ ένα παραπονιάρικο βλέμμα, αλλά δεν πρόλαβε να πει αυτό που αισθανόταν, ο πορτάρης του Μοναστηριού τον κάλεσε να περάσει στην τραπεζαρία για φαγητό.
     –Δεν θα έρθετε κι εσείς γέροντα;
     –Όχι, θα πάω στο Κάθισμα που μένω.
     –Πού είναι αυτό;
     –Όπως ανεβαίνεις προς τις Καρυές, θα το δεις δεξιά σου, έχει στα παράθυρά του το βυζαντινό έμβλημα.
     –Μπορώ να έρθω να συζητήσουμε;
     –Και βέβαια μπορείς. Θα σε περιμένω.    […]


     –Δεν μου είπες τ’ όνομά σου.
     –Νικόλαος.
     –Νικόλαος …ο ντροπαλός! είπε μια φωνή από την κοντινή παρέα των φίλων του.
     Γύρισε και με κοίταξε κατάματα μ’ ένα αινιγματικό βλέμμα, που έδειχνε κάποια στοιχεία του εσωτερικού του κόσμου που τον βασανίζουν.
     –Δεν είμαι «ντροπαλός»! Είμαι πληγωμένος από την πληγή που τη δημιούργησε ο πατέρας μου.
     –Κανένας λογικός πατέρας δεν δημιουργεί πληγές στα παιδιά του. Πώς το λες αυτό με τόση ευκολία;
     –Γέροντα, η ώρα δεν μας αρκεί για να πω τι μου συνέβη. Εάν αύριο μπορώ να έρθω το πρωί και ακούσεις αυτά που μου συνέβησαν, τότε θα καταλάβεις γιατί τόσο αυθόρμητα βγήκε από τα χείλη μου η μομφή αυτή για τον γεννήτορά μου.
     –Λοιπόν, αύριο μπορείς να έρθεις από τις 4 το πρωί και μετά.
     Πάλι η φωνή από τη διπλανή παρέα των φίλων του ακούστηκε να επεμβαίνει πειρακτικά:
     –Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, Νίκο, αύριο θα φορτώσεις τον Γέροντα με τα προβλήματά σου.
     –Δεν πειράζει! είπα. Εμείς γι’ αυτό είμαστε δω· για ν’ ακούμε τα προβλήματα των συνανθρώπων μας και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς.


     Στις 5 το πρωί που ήρθαν από το Μοναστήρι για τη Θεία Λειτουργία, μαζί τους ήταν και ο Νικόλαος. Με πολύ μεγάλη ευλάβεια παρακολούθησε την όλη ακολουθία, χωρίς ούτε μια στιγμή να δείξει ότι χαλάρωσε η ένταση της προσοχής και η προσευχή του κορυφώθηκε κοινωνώντας των Αχράντων Μυστηρίων. Στο τέλος, στάθηκε στο Ψαλτήρι για να διαβάσει την «Ευχαριστία της θείας Μεταλήψεως». Μια ουράνια γαλήνη ακτινοβολούσε στο πρόσωπό του.


     Μετά την απόλυση, περάσαμε στο αρχονταρίκι για τον καφέ. Όταν έφυγε ο ιερεύς που λειτούργησε και η συνοδεία του, ο Νικόλαος έμεινε και, με πολύ σοβαρό τόνο, μου είπε: «Γέροντα, εχθές σου φάνηκε βαρύς ο λόγος που ξεστόμισα εναντίον του πατέρα μου;».
     –Ναι, έτσι νομίζω, αλλά εσύ γνωρίζεις κάποια πράγματα που εγώ τα αγνοώ…


     –Γέροντα, από μικρό παιδί είχα επιθυμία να γίνω κληρικός. Όταν έβλεπα ιερείς, σκεφτόμουν: «Έτσι θα γίνω κι εγώ, όταν μεγαλώσω!». Γι’ αυτό πήγαινα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, βοηθούσα μέσα στο ιερό, έλεγα το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών», και όλοι οι εκκλησιαζόμενοι με καμάρωναν. Εκτός από έναν. Και αυτός ο «ένας», ήταν ο πατέρας μου. Και, παρότι ήταν τακτικός στην εκκλησία, έλεγε: «Δεν θέλω να γίνει παπάς!». Αυτή τη φράση την επαναλάμβανε τακτικά στη μητέρα μου και σε συγγενικά μας πρόσωπα.


     Όταν έγινα φοιτητής της Νομικής, άρχισε να μου λέει κάθε τόσο: «Εσύ, δε θα βγεις με καμιά κοπέλα; Έτσι, θα ζήσεις τη νεανική ζωή σου;». Εγώ απαντούσα ότι το ενδιαφέρον μου το έχω τώρα για το Πανεπιστήμιο, αργότερα βλέπουμε. Όσο άκουγε αυτό το «αργότερα», τόσο και αγωνιούσε. Και συνέχιζε: «Μα γιατί, είκοσι χρονών παλικάρι, να μη βγαίνεις με κοπέλες, να μην πηγαίνεις σε διασκεδάσεις;» κ.λπ.

     Συνέλαβε ένα σατανικό σχέδιο και μού φερε ένα απόγευμα στο σπίτι μια κοπέλα 18 ετών, μια μαθήτρια Λυκείου, την οποία μου τη σύστησε και μου ζήτησε να τη βοηθήσω στα μαθήματα που θα δώσει στις Πανελλήνιες εξετάσεις, μια και ήταν –υποτίθεται– κόρη ενός συναδέλφου του και η οποία ενδιαφερόταν για τη Νομική Σχολή.


     Στην αρχή, πρόβαλα αντιρρήσεις, ότι δεν έχω χρόνο και ότι θα ήταν πιο θετικό για τη μαθήτρια ένα καλό φροντιστήριο. Ο πατέρας όμως πρόσθεσε, ότι η κοπέλα ήταν πολύ καλή μαθήτρια και δεν είχε ανάγκη από φροντιστήριο και, ότι απλά θα ήθελε κάποιον να τη βοηθήσει να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες, ώστε να ξεκαθαρίσουν καλύτερα οι γνώσεις στο μυαλό της.


     Έτσι, «έπρεπε» να έρχεται η «Λίλα» (αυτό ήταν τ’ όνομά της) δύο φορές τη βδομάδα στο σπίτι μας. Την πρώτη φορά καθίσαμε στο σαλόνι, αλλά ο πατέρας μου πρότεινε ότι είναι «καλύτερα» να πηγαίναμε στο δωμάτιό μου, γιατί –υποτίθεται– ότι εκεί στο σαλόνι θα μας ενοχλούσαν. Η Λίλα στην αρχή ήταν πολύ ευγενική και προσεκτική, αλλά μετά από κάθε φορά που ερχόταν, ήταν ολοένα πιο θαρρετή και πιο τολμηρή στο ντύσιμό της. Της είπα ότι πρέπει να σταματήσει να έρχεται, διότι πρέπει να μελετήσει περισσότερες ώρες, αφού θα άρχιζαν σε λίγο οι εξετάσεις. Τότε μου πρότεινε να έρχεται την ώρα που θα πηγαίνω εγώ στο Πανεπιστήμιο και να μου κάνει τις ερωτήσεις καθώς βαδίζουμε. Από λεπτότητα το δέχθηκα, για να μη την προσβάλω. Από ’κει και πέρα, «ήρθε και η καφετέρια». Την ερωτεύθηκα και οι σχέσεις μας ολοκληρώθηκαν. Αυτό το πήγαιν’–έλα και οι σχέσεις μας κράτησαν τρεις μήνες.


     Ένα βράδυ, ήταν βαρύθυμη. Στην καφετέρια που πήγαμε, ζήτησε ένα διπλό ουίσκι και, όταν το ήπιε, με κοίταξε μ’ ένα απλανές βλέμμα και μού πε:
     –Άκου, αγοράκι: Μέχρις εδώ! Από σήμερα, τέλος όλα!
     –Μα, γιατί; Τι έπαθες; Τα πηγαίναμε καλά οι δυο μας.
     –Τα «πήγαινες» καλά. Εγώ, δεν σε γούσταρα!
     –Τότε, γιατί όλ’ αυτά, που έδειχνες ότι ήθελες να είμαστε συνέχεια μαζί και τόσο συχνά τόνιζες ότι «μ’ αγαπάς»; Γιατί;
     –Για το χρήμα, κοροϊδάκι! Δεν το κατάλαβες;
     –Για πιο «χρήμα»; Δεν καταλαβαίνω τι λες!
     –Για το χρήμα που απλόχερα μού ’δινε ο γέρος σου για να «ωριμάσεις» και να γίνεις άντρας! Να, γιατί!...
     –Είσαι καλά; Είναι αλήθεια όλ’ αυτά που μού πες;
     –Μπορείς να τον ρωτήσεις! Πιστεύω, ότι δε θ’ αρνηθεί να σε βεβαιώσει για τη «δουλειά» που μου ανέθεσε, την οποία έφερα σ’ «αίσιον πέρας»! Και, να ξέρεις, ότι ήδη τον «βεβαίωσα» για σένα!...
     Αυτά και άλλα πολλά έγιναν εκείνο το βράδυ. Γι’ αυτό, Γέροντα, κλαίει η ψυχή μου τώρα για τις αμαρτίες που διέπραξα, αλλά και για το φοβερό ολίσθημα ενός «πατέρα», ο οποίος είναι ο δικός μου πατέρας!


     –Και τώρα τι γίνεται, Νικόλαε;
     –Προσπαθώ να μαζέψω τα κουρέλια που μου δημιούργησε το σατανικό του σχέδιο και, που δεν μπόρεσα να το καταλάβω από την αρχή, γιατί μετά την αγάπησα αυτή την κοπέλα και, όπως από νεαρό παιδί σκεφτόμουν το Γάμο και την Ιερωσύνη, νόμισα ότι είχα βρει τη γυναίκα που είχα στα όνειρά μου. Τώρα, τα θαλάσσωσα!
     –Συναντιέσαι με τον πατέρα σου; Σού δωσε κάποιες εξηγήσεις; Πώς βλέπει τώρα τη ζωή σου, μετά απ’ αυτό που σού ’κανε;
     –Όχι, Γέροντα. Έχουμε σταματήσει κάθε επικοινωνία. Δεν κατοικώ πλέον μαζί με την οικογένειά μου. Εργάζομαι μακριά από την πόλη που μένουν οι γονείς μου. Ευτυχώς, έχω βρει έναν καλό δικηγόρο, που είναι αληθινά πιστός χριστιανός, και με βοηθάει σαν νά ναι ο πραγματικός μου πατέρας.
     –Δεν σκέφτεσαι να βρεις μια κοπέλα που να θέλει να δημιουργήσει σπιτικό, ώστε να μικρύνει κι ο πόνος σου;
     –Γέροντα, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι σαν κι αυτό τώρα που μου λες. Γιατί η περιπέτεια αυτή έφερε σαν αποτέλεσμα να μη μπορώ να γίνω ιερεύς και αυτό θα είναι ένα μαράζι μέσα στην ύπαρξή μου, μέχρι που θα κλείσω τα μάτια μου. Όσο για να παντρευτώ, το αποκλείω, διότι όλο αυτό το άθλιο παιγνίδι που έγινε, μου δημιούργησε αποστροφή προς το γυναικείο φύλο. Βέβαια, τη μεγάλη ευθύνη την έχει ο πατέρας μου, αλλά και εκείνη η κοπέλα που δέχθηκε να παίξει το ρόλο της ερωτευμένης μαζί μου για να πάρει χρήματα· και, όντως, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή μου κατάσταση.


     –Άκουσε, Νικόλαε: Στα χρόνια είμαι παππούς σου και θέλω ν’ ακούσεις με προσοχή τα λίγα λόγια που θα σου πω. Πρέπει να συγχωρέσεις τον πατέρα σου, γιατί ο φόβος από τα όσα βλέπει και ακούει για τα σημερινά νιάτα και όχι μόνο, τον έσπρωξαν σ’ αυτή την πράξη που σ’ έφερε στο σημερινό αδιέξοδο. Και πρέπει να σου πω, ότι είναι αρκετοί οι γονείς σήμερα που σκέφτονται σαν τον πατέρα σου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να φωλιάσει μίσος στη ψυχή σου, ούτε πάλι λέω να του δώσεις «συγχωροχάρτι» για τη συγκεκριμένη απαράδεκτη πράξη του, αυτό θα τ’ αφήσεις στο Θεό και στη μετάνοιά του, εφόσον κάποτε το καταλάβει. Το θέμα όμως του γάμου σου θα είναι πιο απλό, όταν δεν βλέπεις όλες τις γυναίκες σαν αυτή την κοπέλα.
     –Γέροντα, μη συνεχίζεις, σε παρακαλώ! Είναι πολύ νωπές οι εμπειρίες αυτής της δολοπλοκίας και μου κάνει κακό και μόνο που το σκέφτομαι.
     –Νικόλαε· εφόσον είσαι πιστός χριστιανός, ικέτευε τον Δωρεοδότη Κύριό μας να σε φωτίζει κάθε στιγμή για το κάθε τι που σε βασανίζει ή σε πληγώνει.
     –Μπορώ, Γέροντα, να σου τηλεφωνώ, όταν έχω ανάγκη να μιλήσω για κάποιο θέμα;
     –Για ό,τι εσύ κρίνεις ότι πρέπει να με ενημερώσεις, θα είμαι πάντα στη διάθεσή σου.


     Απ’ την απλωταριά παρακολουθούσα τον Νικόλαο ν’ απομακρύνεται. Έβλεπα αυτό τον καλό νέο να υποφέρει, γιατί στάθηκε εμπόδιο στην Ιερωσύνη του ο ίδιος του ο πατέρας. Και, το ερώτημα που γεννιέται, είναι: Γιατί στα καλά παιδιά –αγόρια και κορίτσια– οι γονείς τους, τους επιβάλλονται με όποιο τρόπο εκείνοι αποφασίζουν, ενώ σε κάποια άλλα παιδιά που έχουν κάνει την «επανάστασή» τους, υποχωρούν σε κάθε τρόπο ζωής και στις αξιώσεις τους; Γι’ αυτά τα καλά παιδιά, οι συγκεκριμένοι γονείς, θα είναι αναπολόγητοι κατά την Ημέρα της Κρίσεως. Να ευχόμαστε, «Ο Θεός να τους ελεήσει»· αλλά, για να βρουν έλεος, πρέπει πρώτα να μετανοήσουν αληθινά…

ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΟΣ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ

[Μοναχού Ιούστου Μπρούσαλη:
«Στο Άγιον Όρος
αναζήτησα γαλήνη και δύναμη»,
κεφ. 25ο, σελ. 180–188,
Διορθώσεις κειμένων:
Ευδοκία Χ. Παπαγγέλου,
Εκδόσεις «Ζύμη» και
Ιερό Κουτλουμουσιανό Κάθισμα 
Αγίου Νικολάου,
Καρυές – Άγιον Όρος 2004.]







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου