ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
…Φάγαμε το φαγητό μας στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννης και, καθώς
τρώγαμε, παρατήρησα απέναντι, όπου καθόταν ένας κοσμικός, ηλικιωμένος κύριος.
Το κύριο χαρακτηριστικό του, που μου έκανε εντύπωση, ήταν το εκπληκτικά κόκκινο
πρόσωπό του. Ήταν τόσο κόκκινο, που νόμιζες ότι είχε πάρει φωτιά! Υπέθεσα ότι
θα είχε πολύ ευαίσθητο δέρμα ή κάποια παράξενη δερματοπάθεια ή θα τον είχε
κάψει πολύ ο ήλιος ή όλ’ αυτά μαζί. Από την ομιλία του φαινόταν πολύ
καλλιεργημένος και, παρ’ όλο που ήμουν κουρασμένος, χωρίς διάθεση για κουβέντα,
αυτός μου έδειξε ότι ενδιαφερόταν να μιλήσουμε και να κάνουμε παρέα. Μου
συστήθηκε με το όνομα Ισίδωρος Μαυρογένης και, τελικά, ανακάλυψα ότι ήταν
πυρηνικός φυσικός στην Αμερική, ομογενής, που είχε επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα
για να περάσει τα επόμενα χρόνια του, αλλά σκόπευε να ταξιδέψει και σε διάφορα
μέρη του κόσμου.
Μαζί του είχε κι έναν φίλο του Έλληνα, που μου θύμιζε έντονα ποντίκι και
που δεν θυμάμαι τώρα τ’ όνομά του. Έμοιαζε, όμως, πιο πολύ σαν υποτακτικός του παρά σαν φίλος του. Μιλήσαμε λίγο για την ιστορία των Μοναστηριών και μου
κακοφάνηκε που ήταν φανερά κόλακας στους τρεις μοναχούς που έτρωγαν μαζί μας.
Αργότερα, απόγευμα ήδη, ανεβαίναμε με τον φίλο μου την τεράστια ανηφόρα,
για να βρούμε το σπίτι του ήδη μακαριστού Γέροντος Ανθίμου (1913–1996). Ο φίλος μου, ο Οδυσσέας, μου είχε
πει ότι ο Γέρων ήταν ο πιο άγιος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ του και ότι
ήταν ο πιο γαλήνιος και ο πιο αξιαγάπητος μοναχός του Αγίου Όρους. Μου είπε ότι,
δυστυχώς, δεν μπορούσε να επαναλάβει τα πράγματα που του έλεγε, όποτε τον
έβλεπε, γιατί τα ξεχνούσε αμέσως και του έμεναν μονάχα τα συναισθήματα.
Όταν μπήκαμε στην αυλή και πήγαμε να καθίσουμε σ’ έναν πάγκο και να
περιμένουμε τον πατέρα Άνθιμο, αντίκρισα τον … «Κόκκινο» και τον φίλο του να
κάθονται εκεί και να περιμένουν! Ήταν τελείως αδύνατον να μας έχουν προλάβει,
γιατί όταν ανεβαίναμε ήμασταν μόνοι μας. Επιπλέον, ο πατέρας δεν μας είχε πει
ότι ήταν κι άλλοι μέσα. Ο «Κόκκινος» μού είπε ότι είχαν έρθει από έναν άλλο δρόμο
που ήξεραν.
Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο πατήρ Άνθιμος. Ένας γαλήνιος
παππούλης με καθαρά γαλάζια μάτια και μεγάλη λευκή γενειάδα, με την πιο
καλοκάγαθη έκφραση που είχα δει ποτέ ή, μάλλον, την ήξερα: ήταν ο «άη–Βασίλης»
των παιδικών μας χρόνων! Μας κοίταξε όλους απορημένος και στράφηκε προς τον
«Κόκκινο». Μιλούσε στην καθαρεύουσα με απαλή παιδική φωνή και έμοιαζε πάρα πολύ
μορφωμένος άνθρωπος.
–Ποιος είναι ο σκοπός της επισκέψεώς σας; ρώτησε, στραμμένος προς τον
«Κόκκινο».
–Άγιε Πάτερ, είπε αυτός με
γλοιώδες ύφος, ακούσαμε ότι είσαστε ένας ζωντανός άγιος, ότι μιλάτε με τους
Αγγέλους και ότι έχετε μεγάλη σοφία και ήρθαμε να σας δούμε και να πάρουμε την
ευλογία σας.
Ο Γέρων γούρλωσε τα γαλάζια μάτια του και χλώμιασε:
–Ποιος σας είπε τέτοια
πράγματα;! Τι είναι όλ’ αυτά;! Εγώ δεν είμαι παρά ένας γέρος μοναχός και δεν είμαι
τίποτε απ’ αυτά που λέτε. (Ήταν στ’ αλήθεια τρομαγμένος!) Καθίστε να ξεκουραστείτε
και έπειτα, σας παρακαλώ, να φύγετε και να πάτε να προσευχηθείτε στο ναό της
Αγίας Άννης. Εκεί βρίσκεται το Προσκύνημα. Εδώ, μονάχα φτωχοί μοναχοί είμεθα…
Κάθισε θλιμμένος στον πάγκο απέναντί μου. Με κοίταξε, αλλά εγώ δεν είπα
τίποτα. Χαιρέτησε τον Οδυσσέα ευγενικά κι εγώ κόλλησα δίπλα στον φίλο οδηγό μου, για
να μη νομίσει ο Γέρων ότι είμαι μαζί με τον «Κόκκινο», ο οποίος εν τω μεταξύ, άρχισε
να μιλάει για ένα σωρό αδιάφορα πράγματα, ενώ ο πατήρ Άνθιμος τον άκουγε
σιωπηλός. Έπειτα, απότομα και αδικαιολόγητα, ο «Κόκκινος» και ο φίλος του
σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Γέρων μάς έκανε νόημα με το χέρι του εμείς να μείνουμε
εκεί.
Όταν έφυγαν οι άλλοι και μείναμε οι τρεις μας, συστήθηκα στον Γέροντα
και, χωρίς να του πω τίποτα σχετικά, με ρώτησε αν ήμουν συγγραφέας! Του είπα
ότι προσπαθούσα όσο πιο πολύ μπορούσα και εκείνος με ρώτησε αν πίστευα ότι
έγραφα εγώ στο χαρτί ή αν πίστευα ότι «κάτι άλλο» έγραφε μέσω εμού και ότι εγώ
ήμουν απλώς το «όχημα» μιας εξωτερικής δύναμης πέρα από μένα. Του απάντησα
ανεπιφύλακτα το δεύτερο και εκείνος μου είπε ότι μόνο Ένας Συγγραφέας υπάρχει
και ότι Εκείνος είναι που γράφει όλα τα βιβλία…
Το ένα του χέρι έτρεμε πολύ, μάλλον από πάρκινσον. Η φωνή του ήταν
όμορφη και, τόσο ήρεμη, που σχεδόν σε υπνώτιζε ακούγοντάς την. Μιλούσε σαν
καλωσυνάτος δάσκαλος που απευθύνεται σε μικρά παιδιά και έκανε τη φωνή του τραγουδιστή
και ρυθμική, για να καταλαβαίνουν καλύτερα αυτό που λέει. Και, κάτι περίεργο·
όταν μιλούσε, σταματούσε κάθε τόσο και έλεγε ξανά και ξανά:
–Με εννοήσατε;…
Αληθινά, δεν ξέρω τι έγινε εκείνο το απόγευμα σ’ εκείνη την παραδείσια
αυλή του Γέροντος Ανθίμου, γιατί, όπως είχε παρατηρήσει και ο φίλος μου ο Οδυσσέας, δεν
θυμάμαι σχεδόν τίποτε από τα εκατοντάδες πράγματα που μου είπε μέσα σε δυο ή
τρεις ώρες. Θυμάμαι μόνο, σαν από όνειρο, εικόνες και συναισθήματα, την
τραγουδιστή φωνή του, καθώς και όλου του κόσμου την ευφορία και τη γαλήνη!
Δεν ανέφερε ούτε μια από εκείνες τις «τυπικές» κουβέντες «των ιερέων»
και, με ό,τι είπε, φανέρωνε τόσο μεγάλη καλλιέργεια, που είμαι σίγουρος ότι, αν ήταν
έξω στον κόσμο, θα ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας καθηγητής, που σίγουρα θα ανέβαζε
το επίπεδο των μίζερων πανεπιστημίων μας. Τον θυμάμαι να μιλάει για τον Τρωικό
Πόλεμο, την Κάθοδο των Δωριέων, τη δηλητηρίαση του Μέγα Αλέξανδρου, τους
Γαλάτες, τους πολέμους του Βυζαντίου, για το πόσο γυάλιζαν τα ξίφη και οι
πανοπλίες του Στρατού του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και για το πόσο όμορφα είναι
τα Κρητικά τραγούδια, αλλά και για τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και την καταστροφή
της, για τον Πλάτωνα και τον κόσμο των Ιδεών, για τους Βαλκανικούς Πολέμους και
για τον πρώτο άνθρωπο στο φεγγάρι! Τον θυμάμαι να δείχνει δειλά προς τον ουρανό
και να ψιθυρίζει, λες και δεν ήθελε τάχα να τον ακούσουν:
–Εγώ εδώ τις νύχτες ακούω την τροχιά των πλανητών!...
Τότε, δεν ξέρω αν έγινε στ’ αλήθεια ή αν ήταν από την κούραση της μέρας
(αυτό το λέω ως υπεκφυγή), αλλά, κοιτώντας τον, είδα ξαφνικά ένα πυροτέχνημα
στο κεφάλι του! Χαμήλωσα τα μάτια μου και δεν μπορούσα να τον κοιτάξω. Πάνω στο
κεφάλι του υπήρχε ένας χρωματιστός προβολέας, που έριχνε ρυθμικά μικρές ακτίνες
ολόγυρα! Ένα δαχτυλίδι από χρώματα, που πάλλονταν δυνατά και με φόβιζε, αλλά
ένοιωσα πως έπρεπε να μείνω ήρεμος και να διατηρήσω τη ψυχραιμία μου.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πέσαμε στα πόδια του σαν μικρά παιδάκια κι
εγώ που, ως συνήθως, κάνω τον έξυπνο και ρωτάω συνέχεια πράγματα, δεν είχα πει
ούτε μια λέξη! Ήθελα μόνο να τον ακούω. Μου έπιασε το χέρι κι ένοιωσα το δικό
του να είναι πολύ αδύναμο και να τρέμει πολύ. Τότε, παρατήρησα ότι το τρέμουλο
από το χέρι του άρχισε να μεταδίδεται και στο δικό μου και τα χέρια μας έτρεμαν
μαζί. Σε λίγο, όλο μου το σώμα έτρεμε στο ρυθμό του χεριού του.
Ο Γέρων μού έδειχνε τα χέρια μας που κρατιόντουσαν κι έπειτα τσίμπησε τη
σάρκα πάνω στο χέρι μου και είπε μακρόσυρτα:
–Βλέπεις; Είμαστε το ίδιο! Είμαστε ένα! Κοίταξε γύρω σου· είμαστε ένα μ’
όλα τα πράγματα! Όλα τ’ άλλα είναι ψέματα. Μόνο ο Θεός υπάρχει. Και είναι
αγάπη. Και είναι παντού. Και είμαστε ένα!…
Αυτό το είπε πολλές φορές κι ένοιωσα για πρώτη φορά, αυτό που πραγματικά
ήμουν· ένα θλιμμένο εφτάχρονο παιδάκι, που συναντούσε παντού πόνο και αδικία και, τώρα, ήθελε να κλάψει με λυγμούς στην αγκαλιά του παππού του και να του διηγηθεί
ό,τι είδε στον κόσμο.
Και, ξαφνικά, εγώ και ο οδηγός μου, αρχίσαμε στ’ αλήθεια να κλαίμε σαν
παιδάκια, γιατί παιδάκια ήμασταν. Και, ξαφνικά, όλη η απελπισία και η θλίψη που
ένοιωθα εξαφανίστηκε. Μια μικρή έκρηξη έγινε στο στήθος μου κι αισθάνθηκα τη
μεγαλύτερη γαλήνη και ανακούφιση που είχα νοιώσει ποτέ!
Για πρώτη φορά άκουσα τα δεκάδες πουλιά να κελαηδούν στον κήπο και είδα
τα χρώματα των λουλουδιών, δέκα φορές πιο καθαρά! Και ήμουν μεθυσμένος! Δεν
ξέρω πώς, αλλά ήμουν γλυκά μεθυσμένος! Ο Γέρων μάς ευλόγησε και μας έδωσε
πολλές προσωπικές συμβουλές πάνω σε προβλήματα που δεν του είχαμε εξομολογηθεί.
Ένοιωθα ότι είχα ένα τεράστιο βάρος μέσα μου, που δεν ήξερα ότι το
κουβαλάω (ας πούμε μια άγκυρα δέκα τόνων μέσα στο στήθος μου) κι εκείνος ο Άνθρωπος
του Θεού, με κάποιον αόριστο τρόπο, το είχε πάρει από μέσα μου. Το είχε πάρει
επάνω του. Ένοιωθα μια απέραντη ανακούφιση, αλλά αυτός φαινόταν άρρωστος και
έτρεμε. Παρ’ όλ’ αυτά, το πρόσωπό του συνέχιζε να είναι παιδικό και τα μάτια
του να λάμπουν από χαρά. Τον θυμάμαι να μας αποχαιρετά στην πόρτα, ν’
αγκαλιαζόμαστε και να μη θέλουμε να τον αφήσουμε μόνο του. Μόνο του τον
παππούλη πάνω στην κορυφή του βουνού «ν’ ακούει τις τροχιές των πλανητών» τις
σκοτεινές νύχτες. Απομακρυνθήκαμε κι εγώ γύρισα για να τον δω για τελευταία
φορά. Τον είδα να στέκει στην πόρτα και να μας ευλογεί πίσω από την πλάτη μας
με το σημείο του σταυρού.
Λίγο αργότερα, καθόμουν μεθυσμένος στην άκρη του γκρεμού αγκαλιά μ’ ένα
γαϊδουράκι και κοιτούσα πέρα στη θάλασσα το ηλιοβασίλεμα. Ο Οδυσσέας ο φίλος μου, το
θεωρούσε «φοβερή ευλογία» που είχα δει τον «προβολέα» στο κεφάλι του
παπα–Άνθιμου. Μου ζητούσε συνέχεια να του τον περιγράψω, αλλά εγώ του είπα ότι
ήταν κουρασμένα τα μάτια μου. Κοιτάξαμε πέρα τον ήλιο και είδαμε τρεις φαρδιές
τεράστιες ακτίνες να ξεκινούν από τον ήλιο και να διαπερνούν όλο τον ουρανό.
Και, δεν ήταν οφθαλμαπάτη…
Και, δεν ήταν οφθαλμαπάτη…
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
※
[(1) Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια:
«Ο Γέρων Άνθιμος
ο Αγιαννανίτης»
–Ο σοφός και θεοφόρος
σύγχρονος Πατέρας του Άθωνος–
κεφ. 5ο, §6, σελ. 215–222,
Εκδόσεις «Μυγδονία»,
Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 20001.
(2) Από το περιοδικό: «Τρίτο μάτι»,
τεύχος 49, σελ. 34–36,
Αθήνα, Οκτώβριος 1995.]
※
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου