Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΜΑΣ, Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΜΑΣ

Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΜΑΣ, Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΜΑΣ


     Είναι γεγονός ότι οι νεοέλληνες αγαπούν περισσότερο με την κοσμική φαντασία τους, παρά με το φωτισμό και τη διάκριση του Θεού. Είναι γνωστό βέβαια ότι η φαντασία ποτέ δεν απώθησε την αγάπη. Στην πράξη βέβαια, η μία δε θέλει να βλέπει την άλλη. Όλα θα σβήσουν με πάταγο, από την απευκταία στιγμή που ένας τσιχαντιστής θα εισβάλει σ’ ένα ελληνικό σπιτικό. Από τη στιγμή που θ’ ανοίξει (ή θα σπάσει) η πόρτα και μετά, δεν θα ισχύει το «αγάπα τον πλησίον σου», αλλά το «τρέμε τον πλησίον σου». Το ισλάμ, ούτε σεβασμό, ούτε ανοχή, ούτε ελευθερία, ούτε δικαιοσύνη και, φυσικά, ούτε αγάπη έχει δείξει ποτέ προς τον πλησίον. Γιατί να το κάνει τώρα; Για την αγάπη και τη ζεστασιά που έδειξες εσύ περιστασιακά σε φερμένους πρόσφυγες ξεγελώντας τον εαυτό σου και την Πατρίδα σου; Νομίζεις ότι μια τέτοια αγάπη θα σταθεί εμπόδιο στο τεκταινόμενο έγκλημα; Τα πνευματικά χρωστούμενα του ισλάμ για τον αιματηρό αφανισμό τόσων χιλιάδων αθώων και αγίων Νεομαρτύρων, αλλά και τόσων άλλων λαών και κοινωνιών, ακόμη υφίστανται ενώπιον του Θεού. Γιατί να μην υφίστανται και για σένα; Μήπως είσαι υπεράνω του Θεού και πιο σπλαχνικός ή πιο δίκαιος από Αυτόν; Αλλά ούτε οι παρατηρήσεις μας, μας σώζουν τώρα, ούτε οι αφορισμοί. Έχουμε ιερή υποχρέωση να γίνουμε –επιτέλους!– φρόνιμοι και σοφοί άνθρωποι και να μαθητεύσουμε από τα ίδια τα γεγονότα που βοούν και να συνετιστούμε από τα πράγματα, παρέχοντας εμπράκτως τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία στα σπιτικά μας και τους δικούς μας ανθρώπους.


     Το λοιπόν, όλες οι δραματικές εξελίξεις προβλέπονται να είναι δραματικότερες ιδίως για τους άσοφους, τους ασύνετους και τους ηλίθιους της εποχής και του Τόπου αυτού. Κανείς δεν πρόκειται να αναλογιστεί υπεύθυνα ότι η δική μας βλακεία αυτόν τον Τόπο τον βαραίνει περισσότερο και ότι η δική μας αβλεψία κα εθελοτυφλία στα πράγματα ισοδυναμεί με ανεπίσημη προδοσία. Γι’ αυτούς που, με την κούφια και απαίδευτη «αγαπολογία» τους, αντιστέκονται στην αποδοχή της αληθινής διάστασης των πραγμάτων και δεν έχουν μέσα τους «Νουν Χριστού», δεν υπάρχει ελπίδα ανάνηψης. «Εμείς έχουμε Νουν Χριστού», λέει και γράφει ο Απόστολος Παύλος, στ’ όνομα του γένους των Ορθοδόξων. Αλλά, πού και ποιοι σήμερα οι Ορθόδοξοι; Τους είδε ο αγέρας και εφοβήθη!


     Το παράδειγμα της μάνας που ενσαρκώνει πλήρως τη Μητέρα Ελλάδα, η οποία, πρέπει πάση θυσία οπωσδήποτε να θρέψει και να μεγαλώσει  π ρ ώ τ α  τα παιδιά της και, μόνο–εάν–και, εφόσον μπορεί, να κοιτάξει κατόπιν και όποια άλλα διαβατάρικα παιδιά περνούν έξω από το κατώφλι της, τα λέει όλα. Ποιος λογικός άνθρωπος θα βρεθεί να κατακρίνει ή να κατηγορήσει αυτή τη μάνα, που έχει μέσα της αυτή την απαράβατη προτεραιότητα και ιεραρχία στην αγάπη της; Φανταστείτε να υπάρχει έστω και θεωρητικά μια μάνα που να έκαμνε ακριβώς το αντίθετο και το αντίστροφο: να κοιτούσε πρώτα τα ξένα παιδιά και ύστερα τα δικά της! Θα ήταν στ’ αλήθεια αυτή «μάνα»; Η μάνα για τα παιδιά της πρώτα: Αυτή είναι η απαραίτητη σειρά που σώζει τα πράγματα και που δίνει υποχρεωτικά τα ανάλογα καίρια μηνύματα και προς τα μέσα και προς τα έξω.


     Ποιος είναι αυτός που αισθάνεται σήμερα ότι η Ελλάδα μας αυτή τη στιγμή μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που τις επιβάλλονται μέσα από τις ραγδαίες αλλαγές που τρέχουν σαρωτικά; Και αν τάχα μπορεί η Ελλάδα, πείτε μου τότε, γιατί να μην μπορεί η εύρωστη οικονομικά Αυστρία, που μου κλείνει μονομερώς τα σύνορα; Αυτή τη χώρα όμως, κανένας μέχρι τώρα δεν την είπε «ρατσίστρια». Ας μη πνιγόμαστε σε ψευτοδιλήμματα που κομίζει η κοσμική και αφώτιστη μωροαγάπη του κόσμου, που μόνο να σκορπά παντού ενοχές ξέρει. Ό,τι μπορεί και μπόρεσε η ταλαίπωρη Ελλάδα το έχει ήδη κάνει και θα το κάνει, κατά πολύ μάλιστα. Ξενίας και συμπάθειας συνείδηση –δόξα τω Θεώ!– έχουμε άφθονη και αστείρευτη στο dna μας. Αλλά να μη πλαγιάζουμε αμέριμνοι και εφησυχασμένοι στα επάρατα άκρα. Περισσότερο έχουμε διεκτραγωδήσει τους πρόσφυγες, παρά τον πόνο και την εξαθλίωση των αδελφών συνελλήνων μας. Εγώ δεν είδα κανέναν να ασχολείται ουσιαστικά και επί μακρόν για το δράμα της Μυρτώς. Για μπείτε λίγο στη θέση της όλοι οι προσφυγοοικτίρμονες! Ποιος από μας θα ήθελε ή θα μπορούσε να άντεχε τον πόνο του να είναι αδελφός ή πατέρας αυτού του δύστυχου πλάσματος, που βρέθηκε χαλεπό έρμαιο και ανυπεράσπιστο θύμα στα χέρια του κτηνανθρώπου πακιστανού; Ασχολούμαστε με τον πόνο αυτών που μας φέρνουν στανικά και αδιαφορούμε για το χαμό και τον σπαραγμό τόσων Ελλήνων αυτοχθόνων, που είναι γεννήματα και θρέμματα αυτής της Πατρίδας. Υποκρισία στο έπακρον που κρύβεται στην επικατάρατη αγαπολογία.


     Και, στο κάτω–κάτω, τι άλλο θέλετε να κάνουμε δηλαδή; Να βγούμε όλοι στο δρόμο, να πουληθούμε ή να κάνουμε χαρακίρι; Εμείς, σαν κοινωνία, αυτή τη στιγμή, είμαστε πολύ πιο απροστάτευτοι και πολύ πιο έκθετοι, παρά οι μετανάστες. Το έχετε σκεφτεί αυτό; Έχετε τη δύναμη να το δείτε καθαρά αυτό; Γνωρίζετε ότι, τώρα που μιλάμε, οι μετανάστες είναι ο καλύτερος και αποδοτικότερος μοχλός διάλυσης της Ελληνικής κοινωνίας και, μάλιστα, εντός των τοιχών της; Έχετε συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό που ζούμε, σαν χώρα και σαν Έθνος, δεν τίποτε άλλο παρά αυτή η «επιδρομή των αλλοφύλων», για την οποία η Εκκλησία στις αέναες δεήσεις της απεύχεται να συμβεί, μα να όμως που ήδη συμβαίνει για τις αμαρτίες και για τη μεγάλη μας αποστασία; Την ολιγωρία και την αδιαφορία, την απραγία και την αμέλεια των κυβερνώντων, ποιος –επιτέλους!– έξυπνος ορθόδοξος νους δεν θα την θεωρήσει καθόλου τυχαία, αλλά καθαρή εφαρμογή συγκεκριμένων στυγνών εντολών που εκπέμπονται απευθείας από τις Στοές; Δηλαδή τον εχθρό και τον αφανισμό του Τόπου, που είναι εξόφθαλμα προ των πυλών μας, αν δεν τον δούμε ΤΩΡΑ, πότε στο καλό θα τον δούμε; Στο επάρατο «μετά» του πραγματικού και αμετάκλητου τέλους; Κατά τ’ άλλα, οι νεοταξικές και φρούδες «αγάπες» προς τους επίβουλους των βωμών και των εστιών μας μας μάραναν!


     «Αν με καταστρέψεις, δεν θα μπορέσω να σε φροντίσω»: Να, ο ορισμός που κρύβεται πίσω από τις εξελίξεις. Ή, να το πούμε κι αλλιώς: «Σου ζητώ οίκτο και αγάπη, για να μπορέσω να σε αφανίσω καλύτερα». Το ερώτημα επομένως που μένει, οπωσδήποτε δεν είναι θεωρητικό, αλλά μάλλον επικίνδυνα ρεαλιστικό: Γιατί –σαν λαός, σαν κοινωνία, σαν πρόσωπα– φτάσαμε στο έσχατο, αποκαρδιωτικό και απελπιστικό σημείο, ώστε τις οχιές που μας πλησιάζουν επικίνδυνα να πρέπει να τις αναγνωρίζουμε από το δάγκωμά τους και όχι από την όψη τους;...


     Δυστυχώς, επειδή η τρυφηλότητα και η μαλθακότητα του δυτικού τρόπου ζωής, την οποία έχουμε επιλέξει εδώ και πόσες δεκαετίες για πλοηγό στη ναρκωμένη καθημερινότητά μας, δεν μας επιτρέπει να αφομοιώνουμε τη Χάρη του Θεού σαν φωτισμό στην κρίση και την αντίληψή μας και, έτσι, αδυνατούμε να μαθητεύσουμε επωφελώς από τα τρέχοντα γεγονότα και δεν μπορούμε επίσης να αναχθούμε απευθείας στις καλά κρυμμένες αιτίες τους. Αρκούμαστε στα μπακίρια μιας προτεσταντικής αντίληψης για την αγάπη, η οποία στην τελική δεν είναι καν αγάπη, αλλά βέβαιο υπολανθάνον μίσος για την πραγματική αλήθεια, αντίδραση και άρνηση σε ό,τι πραγματικά συμβαίνει, εγκληματική ακαταληψία και εθελοτυφλία σε βάρος της ζωής μας και του μέλλοντος του Τόπου μας. Είμαστε δυστυχώς προορισμένοι να μάθουμε, αφού πάθουμε για τα καλά, από τα ανθρωπίνως ανεπανόρθωτα. Είπα και λέω «ανθρωπίνως», γιατί από εμάς δεν υπάρχει ελπίδα καμία. Από τον Χριστό όμως, ναι.


     Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η πολυδιαφημισμένη ή η πολυπροτρεπόμενη «αλληλεγγύη» μας, δεν είναι πια καθόλου «αυτονόητη». Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να απαιτεί κανείς από έναν αναιμικό άνθρωπο να δώσει αίμα. Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να περιμένει από έναν που έχει πάθει κάταγμα στο πόδι του να τρέξει μαραθώνιο. Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να απαιτείται από ένα μικρό παιδί να πάει να κάνει άρση βαρών. Η «αλληλεγγύη», όσο και να εκθειάζεται θεωρητικά από πολλούς ευσεβείς ή ανυποψίαστους, δεν παύει να βρίσκεται σε νομοτελειακή αντιστοιχία και συνάρτηση με το «μπορώ» και τη «δυνατότητα» αυτού που παρέχει την «αλληλεγγύη». Αυτά τα δύο θα κρίνουν το εάν η «αλληλεγγύη» θα είναι «αυτονόητη» ή «δέουσα» ή «εφικτή». Μπορείς να δώσεις; Δώσε! Κανένας δεν σ’ εμποδίζει και δεν πρέπει να σ’ εμποδίσει. Σήμερα και τώρα όμως, τα κριτήρια είναι τελείως διαφορετικά. Σήμερα η Ελλάδα, στις παρούσες έκρυθμες συνθήκες, αδυνατεί για περαιτέρω «αλληλεγγύες». Γιατί απλά την έσυραν εσκεμμένα σε τέτοια δεινή θέση, ώστε να μην έχει να παράσχει κάτι ούτε και για τα ίδια τα παιδιά της. Κι αν στα ντουλάπια του Ελληνικού νοικοκυριού δεν έχει ούτε κοπανιστό αέρα, κανείς πραγματικά δεν δικαιούται να κραδαίνει το χέρι και να δίνει μαθήματα αλύτρωτης και ενοχικής «συμπάθειας» στις παρούσες συνθήκες και εξελίξεις. Είναι καθαρή αδιακρισία και μωρία αυτό, αλλά και συστημική πονηρία. Και όλοι οι πολιτικοί της κόλασης και τα τσιράκια τους, ξέρουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν: φέρνουν –βάσει σχεδίου– πεινασμένους «μετανάστες» ή «πρόσφυγες» (αφήνω και τους ανεξακρίβωτους τσιχαντιστές!) μέσα σε μία πτωχευμένη και εξαθλιωμένη χώρα. Ο τέλειος συνδυασμός για την κοινωνική αποδόμηση με άμεσο κόστος τη ζωή των Ελλήνων πολιτών. Ώστε την ώρα της εύλογης παράκρουσης που δημιουργεί η πείνα, η γύμνια και η ανεστιότητα, να γίνουν –που, θα γίνουν!– τα αναμενόμενα πλιάτσικα στα σπιτικά των ναρκωμένων και ανίδεων Ελλήνων. Ξυπνήστε! Η σοφία και η διάκριση των πραγμάτων δεν είναι πλέον μακριά από ’μας· είναι δίπλα στον πόνο του βίου μας και μέσα στη σταύρωση της Πατρίδας μας. Ποιος βλέπει; Ποιος ακούει; Και προ πάντων· ποιος καταλαβαίνει; …

π. Δαμιανός







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου