Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ

     Ο άγιος Αυγουστίνος γεννήθηκε το 354 στην Ταγάστη, μικρή πόλη της Νουμιδίας (σημ.: Σουκ Αράς, στην Αλγερία). Ο πατέρας του, Πατρίκιος, μικρός γαιοκτήμονας που ανήκε στους επιφανείς της πόλης, παρέμεινε ειδωλολάτρης μέχρι λίγο από τον θάνατό του, αλλά η μητέρα του, αγία Μόνικα [4 Μαΐου], ήταν μια ένθερμη χριστιανή που τον ενέγραψε, από παιδί ακόμη, στους Κατηχουμένους και τον έπαιρνε τακτικά μαζί της στην εκκλησία για να τον καταρτίσει βαθμιαία στα Μυστήρια της Πίστεως. Η Βάπτιση, ωστόσο, όπως ήταν το επικρατέστερο έθος τότε, αναβλήθηκε για αργότερα και το παιδί, όντας πολύ ζωηρό και απείθαρχο στις επιτιμήσεις της μητέρας του, απομακρύνθηκε από την Πίστη. Προικισμένο με λαμπρή ευφυΐα, απέκτησε γρήγορα μεγάλη ευχέρεια στη λατινική γλώσσα, αλλά επέδειξε επίμονη άρνηση να μάθει την ελληνική και η έλλειψη αυτή θα παρέμενε ένα κενό στη θεολογική σκέψη του. Δεκαεπτά ετών εστάλη στην Καρχηδόνα, τη μητρόπολη της Αφρικής, να παρακολουθήσει μαθήματα ρητορικής. Οι πειρασμοί της πόλης και οι κακές συναναστροφές τον οδήγησαν σε άστατο βίο, ενώ συνδέθηκε με μια χριστιανή η οποία του χάρισε έναν γιο, τον Αδεοδάτο (372). Χάρη στην ανάγνωση του Κικέρωνα, απομακρύνθηκε από τις μάταιες σπουδές νομικής και ρητορικής για να στραφεί στην αναζήτηση της Αληθείας και της Σοφίας· απογοητευμένος όμως από τη φαινομενική ξηρότητα της Βίβλου, έδειξε μεγαλύτερη συμπάθεια για τη διδασκαλία των μανιχαίων, που φάνηκε σε αυτόν να συμφιλιώνει τον Χριστό με την επιθυμία του να αποκτήσει τη σοφία αποκλειστικά μέσω του λογικού και της νόησης. Έμελλε να παραμείνει εννέα χρόνια αιχμάλωτος στα δίχτυα αυτής της τόσο χονδροειδούς αιρέσεως.

     Μετά από σύντομη παραμονή στην Ταγάστη, όπου δίδασκε γραμματική, αναχώρησε πάλι για την Καρχηδόνα, με σκοπό να ανοίξει μια σχολή ρητορικής. Σύντομα όμως η κακή συμπεριφορά των εκεί μαθητών του τον έκανε να αηδιάσει με το επάγγελμα αυτό και αφού έχασε τελείως τις ψευδαισθήσεις που έτρεφε σχετικά με τον μανιχαϊσμό, μετά από μια συζήτηση που είχε με έναν από τους επισκόπους τους, τον Φαύστο, με το πνεύμα ανήσυχο και διψασμένο για αληθινή και απαραχάρακτη σοφία, πήρε το πλοίο για τη Ρώμη, όπου άνοιξε άλλη σχολή, η οποία κι αυτή με τη σειρά της δεν είχε επιτυχία. Μετά την ανάρρωσή του από βαριά ασθένεια, απέκτησε θέση δημοσίου ρήτορα στο Μιλάνο, όπου και εγκαταστάθηκε ονειρευόμενος ακόμη μια λαμπρή σταδιοδρομία στη διοίκηση (384). Εκεί γνωρίσθηκε με τον επίσκοπο άγιο Αμβρόσιο [7 Δεκ.], ο οποίος τον κατέκτησε με την πραότητα και τη χάρη του, κυρίως όμως με τη λαμπρή ευγλωττία του και τις άκρως πνευματικές ερμηνείες της Αγίας Γραφής, που άνοιξαν την καρδιά του στο αθέατο και εκπληκτικό βάθος του Λόγου του Θεού. Η Μόνικα, που είχε έλθει να τον βρει, τον έπεισε να εγκαταλείψει την παλλακίδα του και μάταια προσπάθησε να του εξασφαλίσει έναν καλό γάμο. Η φιλοσοφία, όπως και οι κοσμικές απολαύσεις, είχαν απογοητεύσει τόσο τον Αυγουστίνο, ώστε με οδύνη και αγωνία αναζητούσε την πηγή της αληθινής ευδαιμονίας. Η ανάγνωση των νεοπλατωνικών φιλοσόφων τον έκανε να εγκαταλείψει τελεσίδικα τον μανιχαϊσμό και του επέτρεψε να στραφεί με δύναμη σε μια εσωτερική αναζήτηση του πνευματικού βίου. Σε αντιδιαστολή, ωστόσο, με τους φιλοσόφους αυτούς, αυτή η εσωστρέφεια δεν ήταν γι’ αυτόν μια μάταιη ή κούφια θεωρητική αναζήτηση, αλλά έπαιρνε τη μορφή μιας διάπυρης ζήτησης του Σαρκωθέντος Θεού, τον Οποίον αποδεχόταν διανοητικά, αλλά τον Οποίον η κουρασμένη καρδιά του δεν ένιωθε ακόμη. Τότε ήταν που άκουσε να γίνεται λόγος για τον «Βίο του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου» [17 Ιαν.], τον οποίο συνέγραψε ο άγιος Αθανάσιος [18 Ιαν. και 2 Μαΐου] κατά την εξορία του στη Δύση και ο οποίος στάθηκε αφορμή για ηχηρές μεταστροφές μεταξύ των ευγενών.

     Λίγο αργότερα, ενώ βρισκόταν στον κήπο του με τον φίλο του Αλύπιο, κλαίγοντας ειλικρινά για τον βίο του, άκουσε μια παιδική φωνή από ένα γειτονικό σπίτι να τραγουδά μελωδικότατα: «Λάβε και ανάγνωθι!», δηλαδή «Πάρε και διάβασε!». Άνοιξε το βιβλίο με τις «Επιστολές» του Αποστόλου Παύλου, που ήταν εκεί πρόχειρο, και έπεσε στο εξής καίριο εδάφιο: «Η ζωή μας ας είναι κόσμια, τέτοια που να ταιριάζει στο Φως. Ας πάψουν μεταξύ σας τα φαγοπότια και τα μεθύσια, η ασύδοτη και ακόλαστη ζωή, οι φιλονικίες και οι φθόνοι. Ντυθείτε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και μην αφήνετε τον αμαρτωλό εαυτό σας να σας παρασύρει στην ικανοποίηση των επιθυμιών σας» (Ρωμ. 13, 13-14). Τα σκοτάδια της αμφιβολίας διαλύθηκαν αμέσως και ένα γλυκό φως έλουσε την καρδιά του με χαρά πρωτόγνωρη. Αφού εγκατέλειψε για πάντα το επάγγελμα του «λογοπράτου», πέρασε λίγους μήνες αποσυρμένος σε εξοχικό κτήμα μαζί με την αγία μητέρα του, ενίους συγγενείς και κάποιους φίλους αναλαμβάνοντας από μια ασθένεια, την οποία είχε επιδεινώσει η συγκίνηση της μεταστροφής του. Σε αυτό το εμβρυώδες μοναστήρι, όπου επιθυμούσε να διάγει βίο παρόμοιο με εκείνο της αποστολικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ, ο Αυγουστίνος συνδύασε την προσευχή, τη μελέτη των Γραφών και τις φιλοσοφικές συζητήσεις. Επιστρέφοντας στο Μιλάνο ακολούθησε αυστηρή και αποτραβηγμένη βιοτή, πριν βαπτισθεί από τον άγιο Αμβρόσιο στις 24 Απριλίου του 387, μαζί με τον Αλύπιο και τον γιο του Αδεοδάτο. Κατόπιν μετέβη στην Όστια, με την αγία Μόνικα, με σκοπό να επιστρέψει στην Αφρική για να ασπασθεί τη μοναχική πολιτεία.

     Ένα βράδυ, ενώ συζητούσαν με τους αγκώνες ακουμπισμένους σε ένα παράθυρο, συνεπαρμένοι αίφνης από την ορμή των γεμάτων ευλάβεια λόγων τους και, ανοίγοντας άπληστα το στόμα της καρδιάς τους στα νάματα της ουράνιας Πηγής, βρέθηκαν μεταρσιωμένοι σε ένα είδος έκστασης, υπεράνω των ορατών και αοράτων κτισμάτων, ερχόμενοι σε άφραστη κοινωνία με την αιώνια Σοφία· ήταν μια στιγμή υπέρτατης πνευματικής θεωρίας που τους φάνηκε να είναι μία πρόσκληση να γευθούν εδώ κάτω την αιώνια ζωή, κατά τον ευαγγελικό λόγο: «Έλα κι εσύ στη χαρά του Κυρίου σου!» (Ματθ. 25, 21). Ο άγιος Αυγουστίνος διηγήθηκε αυτή του τη θεϊκή εμπειρία, που έγινε αφορμή για μια φλογερή μεταστροφή του, στις περιβόητες «Εξομολογήσεις» του, ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας θρησκευτικής λογοτεχνίας. Η αγία Μόνικα εκοιμήθη λίγο αργότερα και ο Αυγουστίνος, αναβάλλοντας τα σχέδιά του, παρέμεινε για κάποιο διάστημα ακόμη στην Ιταλία για να γράψει απολογητικά έργα κατά των μανιχαίων.

     Τον Σεπτέμβριο του 388 επέστρεψε στην Ταγάστη, μαζί με τον Αλύπιο και τον Αδεοδάτο, οποίος σε λίγο πέθανε. Ο Αυγουστίνος πούλησε όλα τα υπάρχοντά του για να μοιράσει το αντίτιμο στους φτωχούς και επί τρία χρόνια αφιερώθηκε στην οργάνωση μιας μονής μαζί με τους φίλους και μαθητές του. Στη νηστεία και την προσευχή συνήψε τη μελέτη του Νόμου του Θεού, νυχθημερόν· και ό,τι ο Κύριος τον έκανε να κατανοεί, το μετέδιδε με τις συζητήσεις σε όσους ήσαν παρόντες και στους απόντες με επιστολές. Μια μέρα που είχε μεταβεί στην Ιππώνα, κατόπιν αιτήματος ενός αυτοκρατορικού λειτουργού που επιθυμούσε να τον ακούσει πριν ο ίδιος μεταστραφεί, ο γέροντας επίσκοπος Ουαλέριος τον παρουσίασε στο εκκλησίασμα. Και ενώ ο ιεράρχης εξέφρασε την ανάγκη που υπήρχε να χειροτονηθεί ένας ιερέας, ο οποίος να τον βοηθά στο κήρυγμα στα λατινικά, διότι ο ίδιος ήταν ελληνόφωνος, οι πιστοί άρπαξαν κυριολεκτικά μέσα σε επευφημίες τον Αυγουστίνο, αναγκάζοντάς τον να δεχθεί στην ιερατική κλήση του Θεού. Με πολλά δάκρυα μπροστά στον κίνδυνο που παρουσιάζει το ποιμαντορικό λειτούργημα, δέχθηκε τελικά «να εγκαταλείψει τον Θεό για χάρη του Θεού», δηλαδή να απαρνηθεί τη γλυκιά ερημία του μοναστηριού για να υπηρετήσει το Σώμα του Χριστού, που είναι η αγία Του Εκκλησία. Πέτυχε ωστόσο μια αναβολή μερικών μηνών, ώστε να προετοιμαστεί εσωτερικά για το λειτούργημά του με τη μελέτη της Γραφής, και μετά τη χειροτονία του ο επίσκοπος τού παραχώρησε ένα κομμάτι γης κοντά στην εκκλησία για να ιδρύσει εκεί ένα νέο μοναστήρι, τη «Μονή του Κήπου», απ’ όπου εξήλθαν δέκα περίπου επίσκοποι.

     Περί τα τέλη του έτους 395, χειροτονήθηκε επίσκοπος και διαδέχθηκε λίγο αργότερα τον Ουαλέριο, στην έδρα της Ιππώνος. Τοποθετημένος στον θρόνο της μικρής αυτής επισκοπής, αλλά φωτίζοντας όλη την Εκκλησία της Αφρικής μέχρι τις εσχατιές του λατινικού κόσμου με τη διδασκαλία του, ο άγιος Αυγουστίνος υπήρξε επί τριάντα πέντε χρόνια το υπόδειγμα του «Καλού Ποιμένος» (πρβλ. Ιωάν. 10, 11 και 14), προσφέροντας τη ζωή του για το ποίμνιό του και λογαριάζοντας τον εαυτό του «δούλο των δούλων του Θεού». Κήρυττε ακαταπόνητα κάθε μέρα (σώζονται περί τους οκτακόσιους λόγους του), θίγοντας όλα τα ζητήματα με απαράμιλλη ζωντάνια και τέχνη, επιδιώκοντας να μεταδίδει στους ακροατές του την αγάπη του Θεού και των ουρανίων αγαθών της Σωτηρίας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας έλυνε διαφορές, φρόντιζε άγρυπνα για τη διοίκηση της Εκκλησίας, μεριμνούσε για τους φτωχούς – ενώ τη νύχτα γινόταν ξανά μοναχός, αφιερωμένος ολόκληρος στην εν προσευχή αγάπη του Νυμφίου του. Ζούσε στην επισκοπή του από κοινού με τον κλήρο του, για τον οποίο συνέταξε έναν μοναχικό «Κανόνα» (από τον οποίο προέρχεται ο δυτικός θεσμός των Κανονικών), προσαρμοσμένο στις συνθήκες τους, αλλά απαιτώντας την αυστηρή τήρηση της ακτημοσύνης και των ευαγγελικών αρετών.

     Η φλογερή αγάπη του για την ενότητα της Εκκλησίας δεν τον άφηνε ούτε στιγμή αδιάφορο απέναντι σε καμία από τις υποθέσεις που τάρασσαν τότε τη Χριστιανοσύνη. Συμμετείχε σε συνόδους και περιόδευε στη Ρωμαϊκή Αφρική, που σπαρασσόταν τότε από διαιρέσεις, βάζοντας όλη την τέχνη και τη δεξιότητά του στην υπηρεσία της Αληθείας. Έγραψε περί τα εκατό συγγράμματα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι αφιερωμένα στον αγώνα κατά των σχισματικών, αιρετικών και εθνικών. Μετά τη λαμπρή ανασκευή του μανιχαϊσμού, κατηύθυνε τον αγώνα του κατά των σχισματικών νοβατιανών, οι οποίοι αξίωναν να υποτάσσουν την εγκυρότητα των ιερών μυστηρίων στην αρετή του λειτουργού και επί έναν αιώνα έσπερναν ολέθρια ζιζάνια στην Εκκλησία της Αφρικής, εγκαθιστώντας εκεί μια παράλληλη ιεραρχία. Καθώς όλες οι προσπάθειες και τα επιχειρήματα του αγίου επισκόπου να τους επαναφέρει στους κόλπους της Εκκλησίας προσέκρουαν στο αδιάλλακτο μίσος τους, αποφάσισε με βαριά καρδιά να προσφύγει στην κοσμική εξουσία, χωρίς όμως ποτέ να δικαιώσει τις πράξεις βίας. Καθώς ήταν πολλοί εκείνοι που απέδιδαν στους χριστιανούς την ευθύνη για την πτώση της Ρώμης (410), ο Αυγουστίνος συνέγραψε ένα μεγάλο έργο, την «Πολιτεία του Θεού», έναν μεγάλης εμβέλειας στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη ιστορία, όπου δείχνει ότι η Εκκλησία περνώντας μέσα από τις περιπέτειες και μεταπτώσεις του βίου της, βρίσκεται καθ’ οδόν προς την αιώνια Βασιλεία. Εν συνεχεία, υποχρεώθηκε να αγωνισθεί εναντίον της αιρέσεως του πελαγιανισμού. Η αίρεση αυτή που μείωνε τον ρόλο της θείας Χάριτος και πρέσβευε ότι ο άνθρωπος μπορούσε να καταφέρει με τις δικές του δυνάμεις να μην αμαρτάνει, αρνούνταν εξάλλου τη μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος και διακήρυσσε άχρηστο τον νηπιοβαπτισμό. Ο Αυγουστίνος προσπάθησε να ανατρέψει το δόγμα αυτό για να υπερασπίσει την Πίστη της Εκκλησίας· παρασυρμένος όμως από τις αναγκαιότητες της αντιπαράθεσης και από το λάβρο για λογικές διασαφήσεις πνεύμα του, εδραίωσε, μεταξύ ανθρώπινης φύσης και θείας Χάριτος, μια υπερβολικά αυστηρή αντίθεση, που θα επρόκειτο να έχει αργότερα ολέθριες συνέπειες στη Δύση. Ας σημειωθεί δε, ότι η διαμάχη αυτή δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην Ανατολή, διότι οι Έλληνες Πατέρες, που αγνοούσαν εν πολλοίς τον Αυγουστίνο, συνελάμβαναν τη σχέση αυτή μεταξύ φύσεως και θείας Χάριτος ως μία «συνέργεια». Η επιθυμία του Αυγουστίνου να βυθομετρήσει καθ’ υπερβολήν το μυστήριο της θείας προγνώσεως, τον οδήγησε σε μια υπερβολική αντίληψη του προορισμού, η οποία σ’ εκείνον διατηρούσε μια Ορθόδοξη σημασία, καθ’ όσον κατανοούνταν ως συνέπεια ελεύθερων ενεργειών, προεγνωσμένων προ αιώνων από τον Δημιουργό, αλλά όχι και προκαθορισμένων από Αυτόν. Η διδασκαλία του ωστόσο αποτέλεσε πηγή διάφορων δυτικών αιρέσεων περί του απολύτου προορισμού, όπως ο καλβινισμός. Τελικά, κατόρθωσε να καταδικασθούν οι πελαγιανιστές από τις Συνόδους της Καρχηδόνος (411) και Ρώμης (417), η αίρεση όμως δεν εξαλείφθηκε. Όταν οι Βάνδαλοι, προερχόμενοι από την Ισπανία, άρχισαν να εισβάλλουν στη χριστιανική Αφρική, ερημώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, ο άγιος επίσκοπος αναλώθηκε δίχως να λογαριάζει κόπους και ενέργεια προκειμένου να σώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί ακόμη.

     Μετά από σαράντα έτη φιλόθεης επισκοπείας και αποστολικών μόχθων, έβλεπε με βαθύ πόνο να αναγεννιέται η ειδωλολατρία μέσα στα αιματοβαμμένα ερείπια και να επιβάλλεται η αίρεση του αρειανισμού από τους κατακτητές. Η Ιππώνα πολιορκούνταν ήδη επί τρεις μήνες, όταν ο Αυγουστίνος προσβλήθηκε από ισχυρό πυρετό. Είχε βάλει να κρεμάσουν στους τοίχους του δωματίου του τους Ψαλμούς της μετανοίας, και με τη θέρμη νεοφύτου παρέδωσε την άλκιμη ψυχή του στον Κύριο στις 28 Αυγούστου του 427.

     Ωθούμενος, τόσο από την πνευματική του διάπλαση όσο και από τις ειδικές περιστάσεις της προσωπικής του μεταστροφής, να θεωρήσει τις σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό από μία «ψυχολογική» οπτική, διαφορετική από εκείνη που είχε υιοθετήσει η πατερική παράδοση, ο άγιος Αυγουστίνος έδωσε σε όλη τη θεολογία του μια προσωπική χροιά, η οποία επηρέασε τη διδασκαλία του για την Αγία Τριάδα, για το προπατορικό αμάρτημα, για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπινης φύσης και θείας Χάριτος, όπως προαναφέρθηκε. Ενόσω οι θέσεις αυτές θεωρούνταν ως προσωπικές θεολογικές απόψεις («θεολογούμενα»), δεν έθεταν εν αμφιβόλω τη θέση του Αυγουστίνου στη χορεία των Ορθοδόξων αγίων. Μόνον όταν υιοθετήθηκαν ως επίσημο και αποκλειστικό δόγμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (συγκεκριμένα το filioque) αποτέλεσαν βασικό ζήτημα διάστασης μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Αν μπορεί λοιπόν δικαίως να τιμάται ο άγιος Αυγουστίνος ως Ορθόδοξος άγιος, η εν Εκκλησία τιμή αυτή αφορά λιγότερο τον θεολόγο και περισσότερο τον ποιμένα, καθώς και την αναντίρρητη προσωπική αγιότητά του. Ο άγιος Φώτιος [6 Φεβρ.] έγραφε σχετικά: «Γνωρίζοντας ότι ορισμένοι εκ των Πατέρων και Διδασκάλων μας παρέκκλιναν της Πίστεως, όσον αφορά κάποια δόγματα, (εμείς) δεν δεχόμαστε ως δόγμα αυτό στο οποίο (εκείνοι) παρέκκλιναν, παρά ταύτα συνεχίζουμε να ασπαζόμαστε (τιμητικά) τους (θείους αυτούς) ανθρώπους» (Επιστ. 24, 20, PG 102, 813). Ορισμένοι για τον λόγο αυτό αποδίδουν στον άγιο Αυγουστίνο τον τίτλο του «μακαρίου» ή του «ιερού»· καθώς όμως παρόμοιες διακρίσεις δεν υφίστανται στην Ορθόδοξη αγιολογική παράδοση, αρκεί εδώ να κάνουμε αυτή τη διάκριση μεταξύ του βίου του και της άτυχης μετά θάνατον εξέλιξης της θεολογίας του. Με βάση την υπόδηλη αυτή διάκριση ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης [14 Ιουλ.] εισήγαγε τη μνήμη του κατά την ημέρα αυτή μετά τον άγιο Ιερώνυμο [15 Ιουν.], ενώ παραδοσιακά στη Δύση μνημονεύεται στις 28 Αυγούστου. Λίγο καιρό πριν, ο άγιος Δημήτριος Ροστώφ [21 Σεπτ.] είχε εισαγάγει τη μνήμη του αγίου στο «Μέγα Μηνολόγιό» του, αλλά η πρωτοβουλία αυτή επέσυρε τους μύδρους των τότε θεολόγων της Μόσχας, οι οποίοι θεωρούσαν σφαλερώς ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με την επικύρωση της λατινικής θεολογίας.

     Αν η θεολογία του αγίου Αυγουστίνου έδωσε αφορμή για παρεκκλίσεις από την ορθότητα του πνεύματός της στη μεσαιωνική Δύση, εντούτοις δεν μπορεί να του καταλογισθεί ότι ο ίδιος υπήρξε στη ζωή του αιρετικός, διότι πάντοτε υπέβαλλε ταπεινά τους ιερούς στοχασμούς του στην κρίση της Εκκλησίας, ενώ στην κατακλείδα του έργου του «Περί Αγίας Τριάδος» έγραφε χαρακτηριστικά: «Κύριε, Θεέ ενοειδή, Θεέ τριαδικέ, όλα όσα έγραψα στα βιβλία μου προέρχονται από Σένα, κι αν ο,τιδήποτε προέρχεται από μένα, ζητώ συγχώρεση από Σένα και τους ανθρώπους Σου!» (De Trinitate XV, 28, PL 42, 1098).


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—

Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, λαμπρὸν δοχεῖον, καὶ τῆς πόλεως, Θεοῦ ἐκφάντορ, ἀνεδείχθης Αὐγουστῖνε μακάριε· καὶ τῷ Σωτῆρι ὁσίως ἱέρευσας, ὡς Ἱεράρχης σοφὸς καὶ θεόληπτος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—

Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.

ς τῆς σοφίας κεκτημένος τὴν λαμπρότητα, τῆς εὐσεβείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον, Ἱεράρχα Αὐγουστῖνε, Χριστοῦ θεράπον. Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς ἐνθέου ἀγαπήσεως, ἀναπτέρωσον ἡμᾶς πρὸς θεῖον ἔρωτα, τοὺς βοῶντάς σοι· Χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—

Χαίροις Αὐγουστῖνε Πάτερ σοφέ, Πνεύματος Ἁγίου, τὸ δοχεῖον τὸ ἐκλεκτόν· χαῖρε Ἱεράρχα, καὶ πρόεδρε Ἱππῶνος, ἡμῶν δὲ πρὸς τὸν Κτίστην, πρέσβυς εὐπρόσδεκτος.



 

 

[ Ιερομονάχου Μακαρίου

Σιμωνοπετρίτου:

«Νέος Συναξαριστής

της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·

Τόμος (Ιούνιος),

σελ. 192–202.

Διασκευή εκ του Γαλλικού:

Ξενοφών Κομνηνός.

Θεώρηση κειμένου:

Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.

Εκδόσεις «Ίνδικτος».

Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.

Επιμέλεια ανάρτησης:

π. Δαμιανός. ]









Επιτρέπεται

η αναδημοσίευση των αναρτήσεων

από το «Ειλητάριον»,

αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα

ως πηγή προέλευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου