Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ


ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ



     Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270-275), ο κόμης Σιλβανός, διοικητής της Νικομήδειας, έλαβε αναφορά ότι ο αριθμός των πολιτών που εγκατέλειπαν τη λατρεία του Διός και του Άρεως για να ασπασθούν τη χριστιανική Πίστη αύξανε ανησυχητικά, πολλώ δε μάλλον που ένας πρώην ιερέας των ειδώλων, ο Λουκιλλιανός, είχε προσχωρήσει σ’ αυτούς και είχε παύσει εδώ και δύο χρόνια να προσφέρει θυσίες υπέρ της ειρήνης της αυτοκρατορίας.

     Έξαλλος ο Σιλβανός, διέταξε να γίνουν οι αναγκαίες προετοιμασίες για τη θυσία που υποσχέθηκε τον τίτλο του πρώτου αξιωματούχου του πραιτωρίου του σε εκείνον που θα του πρόδιδε τον Λουκιλλιανό. Ένας Εβραίος, ονόματι Συμεών, αποκάλυψε έναντι χρηματικού ποσού τον τόπο όπου ο άγιος συνήθιζε να συναντιέται με άλλους πιστούς, δύο μίλια μακριά από την πόλη. Στάλθηκε ισχυρό απόσπασμα για να τους συλλάβει και να τους ρίξει στη φυλακή. Αφού πέρασε τη νύχτα χωριστά από τους συναθλητές του, ο Λουκιλλιανός παρουσιάσθηκε το πρωί ενώπιον του Σιλβανού στην αγορά. Ο κόμης σε αυστηρό τόνο πρότεινε στον Λουκιλλιανό να αρνηθεί τον Εσταυρωμένο και να επιστρέψει στη λατρεία των θεών και να προσφέρει δημόσια την οφειλόμενη σε αυτούς θυσία, απειλώντας τον με φρικτά βασανιστήρια εάν αρνιόταν. Ο Λουκιλλιανός αποκρίθηκε: «Δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψω την ελπίδα που βρήκα στον Χριστό, για να θυσιάσω σε άψυχες πέτρες και σε ακάθαρτους δαίμονες! Αρκετά χρόνια σπατάλησα μάταια, υπηρετώντας τους! Κάνε με ό,τι θέλεις το γρηγορότερο, καθώς τίποτε δεν υπάρχει που θα μπορούσε να με κάνει να αλλάξω!». Με εντολή του διοικητή οι στρατιώτες τού κατέκοψαν το πρόσωπο, τον άπλωσαν στη γη με τα μέλη του τεντωμένα ανάμεσα σε τέσσερεις πασσάλους και τον μαστίγωναν επί δύο ώρες, ενώ κατόπιν τον κρέμασαν ανάποδα. Ο Λουκιλλιανός παρέμενε εν τω μεταξύ απαθής στον πόνο, ονομάζοντας τον κόμητα υπηρέτη του Σατανά και εχθρό του Θεού, προορισμένο για τη Γέενα του πυρός.


     Κατόπιν υποδείξεως του φιλοσόφου Κρίσπου, ο οποίος τον συμβούλευσε να τελειώνει το γρηγορότερο, διότι υπήρχε φόβος η αντίσταση του Μάρτυρος να οδηγήσει και άλλους στη μεταστροφή, ο Σιλβανός τον έστειλε στη φυλακή. Στο κελλί του βρήκε τέσσερα παιδιά: τον Κλαύδιο, τον Υπάτιο, τον Διονύσιο και τον Παύλο, που είχαν φυλακισθεί για την Πίστη τους. Βλέποντάς τον τα παιδιά έπεσαν στα πόδια του και του ζήτησαν να προσευχηθεί για να αξιωθούν να λάβουν μαζί του τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Την αυγή οδηγήθηκαν και οι πέντε στον ναό του Άρεως, όπου καθόταν ο Σιλβανός, ο οποίος τους πρόσταξε να θυσιάσουν στον θεό, ειδεμή θα τους παρέδιδε στην πυρά. Ο άγιος Λουκιλλιανός επανέλαβε τη φλογερή ομολογία Πίστεώς του, δηλώνοντας ότι δεν είχε τίποτε να φοβηθεί από ένα βραχύβιο πυρ, ενώ εκείνος, ο Σιλβανός, θα είχε να αντιμετωπίσει το πυρ το αιώνιο. Τα παιδιά επανέλαβαν τα ίδια αυτά λόγια και δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν να προσεύχονται παρά μόνο στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Έξαλλος που έβλεπε ακόμη και παιδιά να του σηκώνουν κεφάλι με τόση τόλμη, ο Σιλβανός έδωσε διαταγή να τους παραδώσουν στις φλόγες. Αλλά η προσευχή των αγίων, όπως συνέβη άλλοτε στη Βαβυλώνα με τους Τρεις Παίδες, ουράνια βροχή κατέφθασε και έσβησε την κάμινο, απ’ όπου τους έβγαλαν ενώ υμνούσαν τον Θεό.

     Ο Σιλβανός διέταξε τότε να μεταβούν στη Χαλκηδόνα, όπου στις προσπάθειες να δελεασθούν τα παιδιά με πλούσια δώρα και βαρύτιμα αντικείμενα, προκειμένου να θυσιάσουν στον Δία, εκείνα αποκρίθηκαν: «Είθε να χαθούν οι τιμές σου μαζί σου σε αιώνιο θάνατο!». Εκτός εαυτού ο τύραννος, διέταξε να μεταφερθούν στο Βυζάντιο, όπου τα τέσσερα παιδιά αποκεφαλίσθηκαν, ο δε άγιος Λουκιλλιανός σταυρώθηκε σε τόπο έρημο, με καρδιά μπηγμένα στο κεφάλι, το στήθος, τα γόνατα και τα γεννητικά του όργανα.


     Μία νεαρή και ευσεβής παρθένος, ονόματι Παύλα, η οποία είχε συνδράμει τους αγίους ενώ βρίσκονταν φυλακισμένοι, αψηφώντας τις επανειλημμένες απαγορεύσεις και απειλές των ειδωλολατρών, καταγγέλθηκε στον κόμητα Σιλβανό. Συνελήφθη στη Νικομήδεια, κατ’ άλλους στο Βυζάντιο διότι φρόντιζε τον τάφο των μαρτύρων, παρουσιάστηκε ενώπιον του διοικητή και ομολόγησε ότι είχε οδηγηθεί στην Πίστη από τον ένδοξο Λουκιλλιανό. Δέκα άνδρες την χτυπούσαν εκ περιτροπής με λουριά, ενώ εκείνη έψελνε: «Μαστιγωνόμουν όλη τη μέρα, κι Εσύ, Κύριε, έγινες για μένα κραταιός βοηθός» (Ψαλμ. 72, 14· 70, 7). Καθώς παρέμενε κι αυτή ακλόνητη, την υπέβαλαν σε ραβδισμούς μέχρι του σημείου να συντριβούν όλα τα μέλη της. Προσευχόμενη, όμως, ένας άγγελος Κυρίου ήλθε να τη θεραπεύσει και τη διαβεβαίωσε ότι στον Ουρανό ο Λουκιλλιανός και τα τέσσερα παιδιά προσεύχονταν για να στερεωθεί στην Πίστη της. Οδηγήθηκε εκ νέου ενώπιον του Σιλβανού, ακτινοβολούσα και έμπλεη θάρρους, και διακήρυξε την ανυπομονησία της να λάβει με τη σειρά της τα τρόπαια της νίκης του μαρτυρίου της. Αφού συνέτριψαν τη σιαγόνα της, την έριξαν στη φυλακή. Κατόπιν την παρέδωσαν στην πυρά, αλλά με την παρέμβαση ενός αγγέλου διαφυλάχθηκε αβλαβής. Εκεί στο Βυζάντιο ετελειώθη δι’ αποκεφαλισμού, ενώ ανέπεμπε ευχαριστίες στον Θεό· στον ίδιο ακριβώς τόπο του μαρτυρίου του αγίου Λουκιλλιανού και των συν αυτώ τεσσάρων παιδιών.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
ς ἄστρον φαεινόν, ἐκ νυκτὸς τῆς ἀπάτης, ὦ Λουκιλλιανέ, εὐσεβῶς ἀναλάμψας, νομίμως ἠγώνισαι, καὶ τὸν δόλιον ἔκτεινας· ὅθεν πρέσβευε, σὺν τῇ θεόφρονι Παύλῃ, καὶ τοῖς τέσσαρσι, Παισὶ Χριστῷ Ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων Χριστοῦ, ἰσότιμος γεγένησαι, βασάνων σφοδρῶν, κατατολμήσας ἔνδοξε· καὶ σὺν Παύλῃ ἔκραζες, καὶ Παισὶ τοῖς θείοις τῷ Κτίστῃ σου· Ἰδοὺ ὡς πρόβατα σφαγῆς, θυόμεθα Σῶτερ, διὰ πόθον τὸν σόν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Σπόρον γεωργήσας τὸν λογικόν, Μαρτύρων ἐδρέψω, δι’ ἀθλήσεως τὸν καρπόν, δι’ οὗ τοὺς τιμῶντας, ὦ Λουκιλλιανέ σε, ἐκτρέφεις ἀπορρήτως, ἐν θείῳ Πνεύματι.


[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμος 10ος (Ιούνιος),
σελ. 40–42.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Φεβρουάριος, Αθήναι 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου