Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

ΟΣΙΟΙ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ


ΟΣΙΟΙ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ



Α΄.  ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ


     Τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου διὰ τὸν ἕνα χιτῶνα,
     Πάτερ, τὴν ἐτήρησες καὶ τὴν ὑπερέβης,
     διότι ἐγυμνήτευσες μέχρι τὸ τέλος.
     Τὴν δωδεκάτην τοῦ μηνός, τὸν Ὀνούφριον
     δίχως χιτῶνα, ἀπὸ τὴν ζωὴν ἐπήραν.

     Περί τα τέλη του 4ου αιώνα, ο άγιος Παφνούτιος [24 Φεβρ.], που ζούσε σε ένα μοναστήρι στην Αίγυπτο, έλαβε την έμπνευση να διεισδύσει βαθιά στην έρημο προκειμένου να βρει ανθρώπους του Θεού και να λάβει την ευλογία τους. Μετά από πορεία τεσσάρων ημερών, σώθηκαν οι προμήθειές του και εξαντλήθηκε από την ασιτία. Ήλθε όμως άγγελος Κυρίου να τον ενδυναμώσει και τον οδήγησε μετά από δεκατέσσερις ημέρες χωρίς να λάβει τροφή σε έναν άνθρωπο με φοβερή όψη. Ήταν γυμνός και τριχωτός σαν ζώο, μην έχοντας περί την οσφύ του τίποτε άλλο παρά μια ποδιά από κλαδάκια δένδρων. Έμοιαζε με πτώμα –τόσο αποσαρκωμένος ήταν από την άσκηση– και τα μαλλιά του, λευκά σαν το χιόνι, έφταναν μέχρι κάτω στη γη. Φώναξε με το όνομά του τον Παφνούτιο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ κρυφτεί· και αφού αντάλλαξαν άγιο ασπασμό, του εξιστόρησε τον θαυμαστό βίο του.

     Του διηγήθηκε ότι ήταν γιος του βασιλιά της Περσίας και ότι μετά τη γέννησή του, που είχε έλθει μετά από πολλά χρόνια προσευχών των άτεκνων γονέων του, ο πατέρας του είχε λάβει την εκ Θεού αποκάλυψη να τον βαπτίσει δίνοντάς του το όνομα «Ονούφριος» και να τον οδηγήσει αμέσως σε ένα μοναστήρι της Αιγύπτου με σκοπό να τον αφιερώσει στην υπηρεσία του Θεού. Καθ’ οδόν τον θήλαζε μια ελαφίνα, η οποία συνέχισε να τον τρέφει με το γάλα της και μέσα στο μοναστήρι, μέχρι που έγινε τριών ετών. Στην υποδειγματική αυτή αδελφότητα, το παιδί μεγάλωσε με φόβο Θεού και με αγάπη για τις εντολές Του. Ακούγοντας να εγκωμιάζουν διαρκώς τους αναχωρητές, τους συναμιλλόμενους του Προφήτη Ηλιού και του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που εγκαταβιώνουν στην έρημο αποκλειστικά για τον Θεό, στραμμένοι όλοι προς τα μέλλοντα αγαθά και δίχως καμιά ανθρώπινη παρηγορία, κυριεύθηκε από ακόρεστο πόθο να τους μιμηθεί. Εγκατέλειψε τελικά μια νύχτα το μοναστήρι· και στο δρόμο εμφανίσθηκε σε αυτόν ο φύλακας άγγελός του, μέσα σε φως απερίγραπτο, και του υποσχέθηκε να του σταθεί βοηθός μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον οδήγησε σε σπήλαιο, όπου ζούσε ένας γέροντας αναχωρητής, εβραϊκής καταγωγής, ο Ερμείας, ο οποίος, αφού τον κατάρτισε για λίγες ημέρες στην πολιτεία των ερημιτών, τον οδήγησε στον τόπο του αγώνα του, κοντά σε έναν φοίνικα και μία καθαρή πηγή. Έκτοτε τον επισκεπτόταν μια φορά τον χρόνο, μέχρι τη μακαρία κοίμησή του.


     Ο άγιος Ονούφριος διεξήγαγε στον τόπο αυτό επί εβδομήντα χρόνια αδιάλειπτο αγώνα κατά της φύσεως, της ασθένειας της σαρκός και των δαιμόνων. Υπέμεινε τον καύσωνα, το ψύχος της νύχτας και του χειμώνα, την πείνα, τις ασθένειες, προκειμένου να αποκτήσει τα επαγγελλόμενα από τον Θεό αγαθά σε εκείνους που Τον αγαπούν· δεν του έλειψε ωστόσο ποτέ η θεϊκή αρωγή, κάθε φορά που του ήταν αναγκαία. Όταν τα φορέματά του έπεσαν κουρελιασμένα, ο Κύριος φρόντισε να φυτρώσει σε όλο του το σώμα του άφθονο τρίχωμα που τον προστάτευσε από τις αντιξοότητες του κλίματος και καθημερινά ένας άγγελος ερχόταν να του προμηθεύσει ψωμί για να τρέφεται. Στην ερώτηση του Παφνουτίου σχετικά με τη θεία Μετάληψη, ο Γέροντας αποκρίθηκε ότι κάθε Κυριακή ερχόταν άγγελος και έφερνε σε όλους τους αναχωρητές τη θεία Κοινωνία που επλήρωνε πνευματικής παραμυθίας και ενέργειας για να συνεχίσουν τα παλαίσματά τους. «Έχοντας εγκαταλείψει κάθε μέριμνα του κόσμου τούτου, για να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας μόνον στον Θεό, δεν νιώθουμε», του είπε, «ούτε πείνα, ούτε δίψα, ούτε άλλη θλίψη. Και όταν κάποιος μεταξύ μας επιθυμεί με νοσταλγία να ξαναδεί τους ανθρώπους, τότε οι άγγελοι τον μεταφέρουν εν οπτασία στον Παράδεισο, όπου βλέπει τον εαυτό του τόσο διάφανο μέσα στο θεϊκό φως που τον διαπερνά, ώστε λησμονεί όλους τους πόνους και τις στερήσεις και με μεγαλύτερη ακόμη φλόγα ξαναρχίζει την άσκησή του».

     Ο Ονούφριος οδήγησε κατόπιν τον επισκέπτη του σε μια καλύβα όπου συνέχισαν τη συζήτηση μέχρι το βράδυ. Ο Παφνούτιος είδε τότε μέσα στο κελί ένα ψωμί που ο Θεός είχε στείλει θαυματουργικά γι’ αυτούς· και αφού χόρτασαν, πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Το πρωί ο Ονούφριος αποκάλυψε στον επισκέπτη του ότι ο Θεός τον είχε στείλει μόνο και μόνο για να φροντίσει για τον τάφο του, διότι είχε φθάσει πλέον η ώρα να απέλθει στην ουράνια πατρίδα του. Έδωσε λοιπόν εντολή στον Παφνούτιο να επιστρέψει πίσω στους ανθρώπους για να τους διδάξει την πολιτεία των ερημιτών, ώστε να μπορέσουν να τους μιμηθούν, ο καθένας κατά τη δύναμή του.

     Σήκωσε τότε προς τον Θεό τα χέρια και τα μάτια του λέγοντας με δάκρυα τα εξής ιερά λόγια: «Ύψιστε Θεέ και Αόρατε, Συ που η δύναμή Σου είναι ανεξιχνίαστη και η δόξα Σου ακατανόητη και το έλεός Σου άπειρο και αμέτρητο, Σε υμνώ, Σε ευλογώ, Σε προσκυνώ και Σε δοξάζω, Εσένα που πόθησα από τη νεότητά μου και Σε ακολούθησα. Άκουσέ με, γιατί σε Σένα φώναξα κι Εσύ, όπως και άλλοτε, πρόσεξες την ταπεινότητά μου και έσωσες από δυσκολίες τη ψυχή μου και δεν άφησες να με γραπώσουν τα χέρια των εχθρών μου, αλλά με στερέωσες στην ευρυχωρία της αγάπης Σου. Σε παρακαλώ, Κύριε, σκέπασέ με με τη δεξιά Σου για να μην ταραχθεί η ψυχή μου από τους δαίμονες όταν θα εξέρχεται από το σώμα μου και τοποθέτησέ την όπου κατοικεί το φως του προσώπου Σου, γιατί Εσύ είσαι ευλογητός και δοξασμένος σε όλους τους αιώνες. Θυμήσου, Πανοικτίρμον και Πουέλεε τον πιστό λαό Σου· κι όποιος βρεθεί σε κίνδυνο στη θάλασσα ή κινδυνεύει από τον θυμό του δικαστού σε δίκη ή από όποια άλλη δυσκολία και Σε επικαλεσθεί λέγοντας: “Παντοδύναμε Κύριε, διά πρεσβειών του δούλου Σου Ονουφρίου, ελέησέ με!”, παρακαλώ τη βασιλεία Σου, όπως μου έταξες, άκουσε τη δέησή του!».


     Αφού έτσι προσευχήθηκε, ξάπλωσε στη γη, η όψη του έλαμψε από φως που δεν ήταν του κόσμου τούτου και ευωδία πλημμύρισε τον γύρω τόπο. Κατόπιν, αντήχησαν κεραυνοί και άνοιξε ο ουρανός για να κάνει τόπο σε ολόκληρη τη στρατιά των αγγέλων που ερχόταν να παραλάβει τη ψυχή του. Εν μέσω της εορταστικής αυτής συνοδείας ακούστηκε η φωνή του Χριστού που προσκαλούσε τη ψυχή του δούλου Του να προσέλθει στη θεία μακαριότητα. Καθώς ο Παφνούτιος έχυνε άφθονα δάκρυα πάνω στο σκήνωμα του οσίου αναχωρητού και αναρωτιόταν πώς να ανοίξει ένα μνήμα στο κατάξερο έδαφος, πρόλαβαν δύο λιοντάρια που έσκαψαν γι’ αυτόν έναν τάφο, μέσα στο οποίο κατέθεσε το τίμιο σώμα.

     Στον δρόμο της επιστροφής, συνάντησε τέσσερεις Γέροντες που έμεναν σε σπήλαιο επί εξήντα χρόνια και πιο πέρα, σε έναν παραδείσιο τόπο, άλλους τέσσερεις νέους ασκητές. Ήσαν ευγενείς από την Οξύρυγχο (Άνω Αίγυπτο) που είχαν εγκαταλείψει τις θύραθεν σπουδές τους για να δεχθούν στην ερημία την αληθινή Σοφία. Ζούσαν χωριστά τις πέντε ημέρες και ξαναβρίσκονταν την Κυριακή για να λάβουν τη θεία Κοινωνία πάλι από έναν άγγελο. Παρά την επιθυμία τους να μείνει μαζί τους, ο Παφνούτιος έπρεπε να συνεχίσει τον δρόμο του και έφθασε, τέλος, στην Αίγυπτο όπου έδωσε μαρτυρία ότι πράγματι άνθρωποι με σάρκα μπορούν να διάγουν βιοτή όμοια με εκείνη των αγγέλων. Πέρασε τον υπόλοιπο βίο του με τρόπο θεάρεστο και εκοιμήθη εν ειρήνη για απέλθει στις ουράνιες αυλές των δικαίων.


Β΄.  ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ


     Καὶ σὲ σένα ἀπλώνει ὁ Χριστὸς
     τὸ δεξί Του χέρι, Πέτρε·
     Γιατὶ σώθηκες γυμνὸς
     ἀπό τὴν θάλασσα τοῦ βίου.

     Ο άλλος αυτός άγγελος της ερήμου ήταν στρατιώτης στην Πέμπτη Σχόλη (σημ.: επίλεκτο σώμα που θεσπίστηκε από τον Διοκλητιανό, το οποίο συκροτούσε τη φρουρά του αυτοκράτορα) του βυζαντινού στρατού. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας κατά των Αράβων, αιχμαλωτίσθηκε στη Συρία και εγκλείσθηκε στη δημόσια φυλακή της Σαμαρά, της πρωτεύουσάς τους, πάνω από τη Βαγδάτη. Η αθλιότητα του σκληρού αυτού εγκλεισμού τον έκανε να έλθει στον εαυτό του και θυμήθηκε ότι είχε τάξει στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά λησμονώντας την υπόσχεσή του είχε ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Μετανόησε και παρακάλεσε τον άγιο Νικόλαο, τον πρόθυμο μεσίτη και υπερασπιστή όλων των απελπισμένων, να έλθει σε βοήθειά του, υποσχόμενος να γίνει μοναχός στη Ρώμη, αν αποκτούσε την ελευθερία του. Μετά από μια βδομάδα νηστείας και θερμής προσευχής, ο άγιος Νικόλαος εμφανίσθηκε σε αυτόν δύο φορές για να τον ενθαρρύνει να εγκαρτερεί στην προσευχή και έτσι να εκβιάσει τη θεία ευσπλαχνία. Την τρίτη φορά φανερώθηκε μαζί με τον άγιο Συμεών τον Θεοδόχο [3 Φεβρ.] και ανήγγειλε στον φυλακισμένο ότι ενώνοντας τις προσευχές τους είχαν πετύχει την απελευθέρωσή του. Ο γέροντας Συμεών, που ήταν ενδεδυμένος ως αρχιερέας της Παλαιάς Διαθήκης, άγγιξε με τη χρυσή ράβδο του τα δεσμά του Πέτρου και αυτά αμέσως λύθηκαν, όπως λιώνει το κερί στη φωτιά. Τον οδήγησαν έξω από τη φυλακή. Εκεί ο άγιος Συμεών έγινε άφαντος και ο άγιος Νικόλαος τον οδήγησε μέχρι τη Ρώμη. Κι αυτό γιατί ίσως επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως βρισκόταν τότε υπό την καθοδήγηση ενός εικονομάχου πατριάρχη. Στη βασιλική του αγίου Πέτρου, κατά τη θεία Λειτουργία της Κυριακής, ο πάπας που είχε δασκαλευτεί σε ενύπνιο από τον άγιο Νικόλαο, διέκρινε τον εκλεκτό του Θεού μέσα στο πλήθος, του είπε να πλησιάσει και τον έκειρε μοναχό δίνοντάς του το όνομα του κορυφαίου των Αποστόλων. Πέρασε εκεί κάποιο διάστημα καταρτιζόμενος στη μοναχική πολιτεία και κατόπιν πήρε το πλοίο για να επιστρέψει στην Ανατολή.

     Κατά το ταξίδι ο μακάριος τρεφόταν μόνο με μια ουγγιά ψωμί την ημέρα και έπινε θαλασσινό νερό, γεννώντας το θαυμασμό των ναυτών, οι οποίοι έδειχναν απέναντί του μεγάλο σεβασμό. Μετά από μερικές ημέρες στη θάλασσα, έπιασαν σκάλα σ’ ένα λιμάνι –σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά στην Κρήτη– για να λάβουν προμήθειες, όπου ο άγιος θεράπευσε με την προσευχή του μια οικογένεια που είχε προσβληθεί από θανάσιμη επιδημία. Μια νύχτα, ενώ το καράβι ήταν αγκυροβολημένο σε ήσυχα νερά, είδε την Θεοτόκο να του παρουσιάζεται εν δόξη, έχοντας στο πλευρό Της τον άγιο Νικόλαο που Την παρακαλούσε να υποδείξει στον προστατευόμενό του έναν τόπο πρόσφορο για να διάγει εκεί βίο θεάρεστο. Η Παναγία αποκρίθηκε: «Δεν θα βρει ανάπαυση παρά μόνο στο όρος Άθω, που βρίσκεται στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, και το οποίο Μου παραχώρησε ο Υιός και Θεός Μου, με σκοπό εκείνοι που αποσύρονται από τη σύγχυση και τις μέριμνες του κόσμου να μπορούν εκεί να υπηρετούν τον Θεό απερίσπαστοι. Στο εξής θα ονομάζεται “Άγιον Όρος” και “Περιβόλι” Μου, και μια μέρα θα γεμίσει μοναχούς. Για εκείνους που θα υπομείνουν εκεί με καρτερία τους πειρασμούς και τις θλίψεις δοξάζοντας το Όνομα του Υιού Μου, θα είμαι η πρόνοιά τους, σύμμαχος στους αγώνες τους, φάρμακο και παρηγοριά στον κόσμο τούτο και, κατά την ημέρα της Κρίσεως, θα αναλάβω την υπεράσπισή τους για να λάβουν τη συγχώρεση των αμαρτιών τους».


     Έφθασαν σύντομα μπροστά στο νότιο ακρωτήριο του Άθω και πλοίο αίφνης έμεινε ασάλευτο παρά τους ευνοϊκούς ανέμους. Μαθαίνοντας το όνομα του βουνού αυτού, ο όσιος αποκάλυψε στους συντρόφους του ότι έπρεπε να τους αφήσει για να εγκατασταθεί εκεί. Με δάκρυα στα μάτια τον έβγαλαν στην ακτή και ο Πέτρος, κάνοντας τρεις φορές το σημείο του Σταυρού, έκανε να κινηθεί το καράβι που αναχώρησε, αφήνοντάς τον μόνο σε τούτον το έρημο και απόκρημνο τόπο. Με πολύ κόπο ανέβηκε την πλαγιά και έφθασε σε ένα μέρος επίπεδο και ανοιχτό, όπου βρήκε κατασκότεινο σπήλαιο, περιβαλλόμενο από πυκνή βλάστηση, που ήταν καταφύγιο ερπετών και άντρο δαιμόνων. Παρά ταύτα εγκαταστάθηκε εκεί, έχοντας όλη του την εμπιστοσύνη στον Θεό.

     Τη δεύτερη μέρα, μη μπορώντας ο διάβολος να υποφέρει το θυμίαμα της αδιάλειπτης προσευχής του, έστειλε εναντίον του τη στρατιά των δαιμόνων που προσπάθησαν να τον τρομάξουν με θορύβους, κραυγές και εκτοξεύοντας βέλη και πέτρες. Έτοιμος να παραδοθεί στο μαρτύριο, ο όσιος παρέμεινε ακλόνητος και, μόλις επικαλέστηκε το Όνομα της Θεοτόκου, τα δαιμονικά φάσματα έγιναν καπνός.

     Πενήντα μέρες αργότερα, τα πνεύματα του σκότους κινητοποίησαν εναντίον του όλα τα ερπετά και τα αγρίμια του βουνού, αλλά ο στρατιώτης του Χριστού τα απωθούσε με το σημείο του Σταυρού και την επίκληση του Ονόματος του Θεού. Αντί να τον τρομάξουν οι επιθέσεις αυτές, τον στερέωναν στην αγία απόφασή του, ώστε μέρα με τη μέρα πρόκοβε στην αρετή. Αμέριμνος και απερίσπαστος, μπορούσε να συγκεντρώνει στην καρδιά του τις δυνάμεις της ψυχής του και να παρουσιάζει τον νου του ενώπιον του Θεού σε καθαρότατη προσευχή. Η καρδιά του γινόταν τότε άλλος ουρανός, όπου η θεία Χάρη έριχνε τις απαστράπτουσες ακτίνες της, οι οποίες απλώνονταν στη συνέχεια στο σώμα του. Όμως παρόμοιες πρόοδοι έκαναν έξαλλο τον δαίμονα, που δεν ήθελε με τίποτα να ομολογήσει την ήττα του. Μετά από έναν χρόνο εμφανίσθηκε στον ερημίτη Πέτρο παίρνοντας την όψη ενός από τους νεαρούς υπηρέτες του και προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει το Όρος, θυμίζοντάς του τους γονείς του που θρηνούσαν απαρηγόρητα γι’ αυτόν και υποσχόμενος να του βρει έξω στην πόλη άλλα μοναστήρια εξίσου ήσυχα. Ο όσιος αρχικά συγκινήθηκε, αλλά του απάντησε: «Να ξέρεις, πως δεν με οδήγησε εδώ ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά μόνον ο Θεός και η Παναγία Θεοτόκος. Δίχως την εντολή Της, εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ερημητήριο τούτο». Μόλις άκουσε το Όνομα της Θεοτόκου, ο δαίμονας εξαφανίσθηκε. Επτά χρόνια αργότερα, εμφανίσθηκε πάλι, μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, αναγγέλλοντας στον όσιο ότι του έφερνε στέφανο δόξης, διότι είχε ξεπεράσει τους προφήτες και τους αγίους με τους αγώνες και τις προσευχές του. Προσέθεσε ότι έπρεπε τώρα να επιστρέψει πίσω στον κόσμο τάχα για την οικοδομή και σωτηρία πολλών ανθρώπων. Ο όσιος Πέτρος απάντησε: «Ποιος είμαι εγώ, ένα σκυλί, για να έλθει προς εμένα ένας άγγελος;». Και για μια φορά ακόμη ο δαίμονας τράπηκε σε φυγή, σαν να τον είχε κάψει κυριολεκτικά η ταπεινοφροσύνη του ανθρώπου του Θεού. Την επόμενη νύχτα, η Κυρία Θεοτόκος εμφανίσθηκε σε αυτόν μαζί με τον άγιο Νικόλαο και του είπε: «Στο εξής, μη φοβάσαι πια!». Και του υποσχέθηκε ότι κάθε σαράντα ημέρες θα ερχόταν ένας άγγελος να του φέρνει για τροφή ουράνιο μάννα. Έχοντας απονεκρώσει τις πηγές των παθών και ενδεδυμένος κατά χάριν την εσθήτα της απαθείας, ο όσιος πέρασε έτσι πενήντα τρία χρόνια στην ερημία. Υπέφερε άκοπα τις αντιξοότητες του κλίματος και την ερημία, διότι η πνευματική θεωρία ήταν γι’ αυτόν τροφή, ένδυση και παραμυθία.


     Όταν ο Θεός αποφάσισε να αποκαλύψει την ισαγγελική πολιτεία του στον κόσμο, ένας κυνηγός που είχε ριψοκινδυνεύσει να μπει στα πυκνά δάση του νότιου Άθω, ακολουθώντας ένα μεγάλο ελάφι, οδηγήθηκε μέχρι τη σπηλιά του οσίου. Βλέποντας να προβάλλει εμπρός του ένας γέροντας, που το μόνο του ένδυμα ήταν μια ποδιά από φύλλα, με μακριά γένια και μαλλιά λευκά σαν το χιόνι, που κατέβαιναν μέχρι τη μέση, τα έχασε και φοβήθηκε σφόδρα. Αλλά ο όσιος Πέτρος τον καθησύχασε και του διηγήθηκε με γλυκύτητα όλο τον βίο του, τους αγώνες του και τις χάρες που του είχε παραχωρήσει ο Θεός. Θαυμάζοντας ο κυνηγός ευχαρίστησε τον Θεό που είχε αξιωθεί μια παρόμοια συνάντηση και ζήτησε από τον όσιο να ζήσει μαζί του. Ο Πέτρος, ωστόσο, τον συμβούλευσε να γυρίσει στο σπίτι του, να μοιράσει τα υπάρχοντά του στους πτωχούς και, αφού αφιερωθεί στον ασκητικό βίο για έναν χρόνο, να αποχαιρετήσει τους δικούς του και να έλθει μετά να τον βρει. Τον επόμενο χρόνο ο κυνηγός επέστρεψε στον Άθω μαζί με δύο μοναχούς και τον αδελφό του που τον είχε κυριεύσει δαίμονας. Βρήκαν όμως τον μακάριο να κοιμάται τον αιώνιο ύπνο, με τα χέρια σταυρωμένα και τα μάτια κλειστά. Μόλις ο αδελφός του άγγιξε το σώμα, συνταράχθηκε από βίαιους σπασμούς και ο δαίμονας τον εγκατέλειψε με αλαφιασμένες κατάρες κατά του Πέτρου που επί πενήντα και πλέον χρόνια δεν έπαυε να τον γελοιοποιεί με την πνευματική δύναμη της αγγελικής πολιτείας του.

     Έβαλαν το σκήνωμα σε ένα καράβι και έκαναν πανιά για τον Βορρά. Μόλις όμως έφθασαν αντίκρυ στη Μονή του Κλήμεντος –διότι, από τότε που είχε εγκατασταθεί ο όσιος Πέτρος, οι μοναχοί είχαν πολλαπλασιασθεί και είχαν ιδρυθεί μοναστήρια– το καράβι σταμάτησε επί τόπου. Οι μοναχοί του Κλήμεντος έτρεξαν να τους βοηθήσουν και αυτοί, παρά την επιθυμία τους να κρατήσουν το μυστικό, υποχρεώθηκαν να αποκαλύψουν στον ηγούμενο ποιον θησαυρό μετέφεραν. Έφεραν το τίμιο λείψανο στην εκκλησία και σύντομα άρχισαν να γίνονται θαύματα που προσείλκυσαν όχι μόνο τους μοναχούς όλης της χερσονήσου αλλά και πλήθος κατοίκων της γύρω περιοχής. Κατόπιν μεταφέρθηκε στον ναό της Θεοτόκου. Ο κυνηγός και ο αδελφός του επέστρεψαν στην πατρίδα τους και οι δύο μοναχοί, ισχυριζόμενοι ότι επιθυμούσαν να περάσουν τον υπόλοιπο βίο τους υπό την προστασία του οσίου, εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά. Όμως λίγες μέρες αργότερα, έκλεψαν το λείψανο νύχτα και έφυγαν με μια βάρκα.

     Φθάνοντας κοντά στο χωριό Φωτοκόμη, στη Θράκη, οι κάτοικοι έσπευσαν να τους συναντήσουν για να τιμήσουν τον όσιο που τους είχε μόλις απελευθερώσει από τους δαίμονες που κατοικούσαν στις στέρνες τους. Άνοιξαν τον σάκκο που περιείχε το λείψανο και αμέσως ο τόπος πληρώθηκε θείας ευωδίας, ενώ συντελέσθηκαν πολλές ιάσεις. Τα θαύματα αυτά προσείλκυσαν τόσο μεγάλο πλήθος, ώστε ο επίσκοπος της περιοχής μαθαίνοντας το γεγονός ήλθε με όλο τον κλήρο του και υποχρέωσε τους δύο μοναχούς να παραιτηθούν από το πολύτιμο κλοπιμαίο τους. Παρά τη μάταιη προσπάθεια του δαίμονα που είχε στείλει έναν άνθρωπο να το κάψει, το τίμιο λείψανο κατατέθηκε στην εκκλησία της επισκοπής και έγινε πηγή θαυμάτων και παραμυθίας για τους κατοίκους του τόπου.



— Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο —
Θαύματα του Αγίου Ονουφρίου


1.  «Σού ’φερα και σήμερα ψωμάκι, Χριστέ!»

     Υπάρχει ένα θαυμάσιο γεγονός από τη ζωή του Αγίου Ονουφρίου, τον οποίο εορτάζει η Εκκλησία μας στις 12 Ιουνίου. Όταν ήταν πολύ μικρός μπήκε σε ένα κοινόβιο, σύμφωνα με την εντολή του Θεού που δόθηκε μέσω ενός οράματος στους γονείς του οσίου. Ήταν λοιπόν πολύ μικρός, περίπου στην ηλικία των 5 με 6 ετών, ζώντας μέσα σε κοινόβιο, όταν συνέβη το εξής θαύμα:
     Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα… Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.
     –Κάποιο ζωάκι θα ταΐζει, σκέφθηκε.
     Αυτό συνεχίσθηκε για μια βδομάδα.
     –Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, πού τα πηγαίνει αυτά που του δίνω;...
     Πράγματι, τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα. Έτρεξε γρήγορα προς το παράθυρο του Ναού και με αυτά που είδε γούρλωσαν τα μάτια του! Ο μικρός Ονούφριος κουβέντιαζε με το Βρέφος Ιησούς που βρισκόταν στην αγκαλιά της Θεοτόκου στην εικόνα του τέμπλου!
     –Σού ’φερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον εικονιζόμενο μικρό Χριστό, μια και δεν Σε ταΐζει κανείς, ούτε ακόμη και η Μητέρα Σου!
     Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μια φέτα ψωμί.
     Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός άπλωσε το μικρό Του χέρι και πήρε το ψωμί και, όπως μάζεψε το χέρι Του μαζί με το ψωμί, εξαφανίσθηκε το ψωμί «μέσα» στην εικόνα!
     Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με τη ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος, έτρεξε στον ηγούμενο και του διηγήθηκε τι ακριβώς συνέβη. Τότε ο ηγούμενος τού έδωσε εντολή να μη δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν αυτό παρακαλεστικά θα ζητούσε και πάλι, να του πουν:
     –Να πας να ζητήσεις να σου δώσει ψωμί Εκείνος που μέχρι χθες εσύ τάιζες!
     Την επόμενη μέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίνουν ψωμί και ότι τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και, πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα, είπε στον μικρό Χριστό:
     –Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου. Τώρα πού θα το βρεις Εσύ, δεν ξέρω!
     Και –ω, του θαύματος!– άπλωσε τότε το μικρό Του χέρι το Βρέφος Ιησούς και από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του τού έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να το σηκώσει! Μοσχοβολούσε και ευωδίαζε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο και εξαίσιο αυτό άρωμα απλώθηκε, όχι μόνο μέσα στον Ναό, αλλά και σ’ όλο το Μοναστήρι και στον γύρω τόπο.
     Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει έξω τον τεράστιο αυτόν άρτο με πολύ κόπο. Έτρεξαν συνάμα και δυο μοναχοί να βοηθήσουν, αλλά ήταν όντως πολύ βαρύς! Για πολλές μέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος αυτός και «χριστόσδοτος» άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος! Είναι αυτό που λέει η Εκκλησία μας κατά τη θεία λατρεία: «Ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος».
     Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι γνώριζαν πλέον πολύ καλά ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνονταν και η αγιότητά του και θα γίνοταν ένας μεγάλος άγιος, όπως και πράγματι έγινε. Από έναν τέτοιο παρόμοιο άρτο τρεφόταν ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε μόνος του, μόνος μόνω Θεώ, στην απροσπέλαστη «εσωτέρα έρημο».


2.  «Μέσα στην απελπισία μου,
θυμήθηκα τον Άγιο Ονούφριο».

     Αυτή η διήγηση μού εξιστορήθηκε από τον γέροντα Χριστόδουλο, όταν εγώ βρισκόμουν στο αγροκήπιο μέσα στο βουνό, βοηθώντας συνάμα τον κηπουρό, τον αδελφό Ιερόθεο, κατά τη 12η του μηνός Ιουνίου του 1944. Το Κάθισμα – αγροκήπιο «Άγιος Ονούφριος», με το ομώνυμο παρεκκλήσιό του, βρίσκεται σε 500 μέτρα ύψος πάνω από τη θάλασσα και σε απόσταση μιας ώρας από τη Μονή Διονυσίου. Ο γέρων Χριστόδουλος λοιπόν, θυμήθηκε κάποιο γεγονός που συνέβη επί τουρκοκρατίας, κατά το έτος 1910 περίπου· και, για τη δόξα και τιμή του Αγίου Ονουφρίου, μου το διηγήθηκε λέγοντάς μου τα εξής:
     «Εκείνη την εποχή, σαν πιο νέος που ήμουν, είχα την επιστασία του δάσους της Μονής και μια μέρα, γυρίζοντας πάνω στην “Παναγία”, ανταμωθήκαμε μ’ έναν Τούρκο, δασοφύλακα, δηλαδή τότε κυβερνητικό. Και αφού για ώρες γυρίσαμε και τού ’δειξα τα σύνορα της Μονής, στο τέλος κατεβήκαμε κάτω να ξεκουραστούμε και να γευματίσουμε. Με τη γύρα που κάναμε, ο Τούρκος κουράστηκε, ήταν και λίγο σωματώδης, και αφού κεραστήκαμε, πήγαμε στη βρύση από όπου ο Τούρκος ήπιε με ευχαρίστηση κι εγώ δεν ξέρω πόσο νερό. Μου έλεγε:
     –Μασαλά! Μα, τι νερό κρύο!
     Και δωσ’ του πάλι έπινε.
     Δεν πέρασε πολλή ώρα, και τον πιάνει ένας πόνος και φούσκωσε η κοιλιά του και τούτο το φούσκωμα ανέβαινε προς το στήθος κι άρχισε αυτός να φωνάζει και να κλαίει ζητώντας βοήθεια. Αλλά, τι να τον κάναμε κι εμείς δεν ξέραμε. “Ωχ!”, φώναζε, “θα σκάσω, θα σκάσω!”. Ω, τι πειρασμός που μας βρήκε!
     Γυρίζω και λέω στον γερο-Ιωακείμ τον Κρητικό:
     –Γερο-Ιωακείμ, θα πεθάνει και θα βρούμε τον μπελά μας.
     –Εεε, μου λέει, λυπάσαι τον Τούρκο; Ας πεθάνει!
     –Μα, δεν είναι έτσι. Θα μας ενοχοποιήσουν. Θα μας κουβαλούν στη Σαλονίκη. Και ποιος ξέρει τι έξοδα θα βάλουν τη Μονή!
     –Εεε! καλά, μου λέει· εδώ στο βουνό που είμαστε, τι γιατρειά να του κάνουμε; Ό,τι ξέρεις εσύ, κάντο. Εγώ δεν ανακατεύομαι. Γιατί να πιει τόσο νερό; Για να σκάσει;
     Τέλος, μέσα στην απελπισία μου, θυμήθηκα τον Άγιο Ονούφριο. “Αυτός μόνο”, λέω, “αν θελήσει, θα τον σώσει!”.
     Ο Τούρκος ξαπλωμένος βογγά, κλαίει, τσιρίζει, ζητά βοήθεια. Πηγαίνω στην εικόνα του Αγίου και βάζω τρεις μετάνοιες. Και λέω: “Άγιε Ονούφριε, σε παρακαλώ, βοήθησέ μας να μη βρούμε τον μπελά μας!”.
     Παίρνω το σκεύος με τον Αγιασμό, το βάζω μπροστά στην εικόνα, “τράβηξα” με πίστη κι ένα κομποσχοίνι, παρακαλώντας τον Άγιο να μας συνδράμει. Παίρνω μετά και τον Τούρκο, τον πηγαίνω μέσα στην εκκλησία και του δείχνω την εικόνα του Αγίου Ονουφρίου, του προστάτου του αγροκηπίου, και του λέω: “Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Μόνο αυτόν, αν τον παρακαλέσεις με την καρδιά σου, μπορεί να σε σώσει και να μην πεθάνεις. Βάλε τρεις μετάνοιες και φίλησέ του τα πόδια και να πιεις αυτό το νερό για να γίνεις καλά”.
     Θέλοντας και μη, πιεζόμενος από την ανάγκη και από το φόβο του να μην πεθάνει, έκαμε με όλη τη ψυχή και την καρδιά του τις μετάνοιες, του φίλησε τα πόδια, ήπιε κι από τον Αγιασμό και ύστερα του λέω: “Μη φοβάσαι! Ο Άγιος θα σε γιατρέψει. Κάνε μια βόλτα μέχρι τη στέρνα να ξελαφρώσεις”. Αυτός με άκουγε με προσοχή αλλά και με τέλεια πίστη. Και –ω, του θαύματος, αδελφοί μου!– αφού έκανε τη βόλτα που του είπα, μέσα σε 10 με 15 λεπτά της ώρας, γυρίζει χαρούμενος, τελείως υγιής, στους που πριν από λίγο ήταν μισοπεθαμένος, και με μεγάλη φωνή και με στους εδαφιαίες μετάνοιες ευχαριστούσε τον Άγιο για τη θεραπεία και τη γιατρειά που του έκανε».
     Αυτά στους διηγήθηκε ο γέρων Χριστόδουλος κι εμείς θαυμάσαμε την άκρα συμπάθεια του Αγίου, που και στους άπιστους ακόμη ενεργεί τα θαυμάσιά του, όταν με πίστη αυτοί τον επικαλεσθούν. Γι’ αυτό και έκρινα άξιο να σημειωθεί το γεγονός αυτό για την τιμή και τη μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ονουφρίου του Αιγυπτίου.


3.  «Άγιε Ονούφριε, σε παρακαλώ, βοήθησέ με!»

     Ο αδελφός Θεόδουλος μού διηγήθηκε μια αξιόλογη θαυματουργία του Αγίου Ονουφρίου που έγινε κατά τον μήνα Αύγουστο του 1956, η οποία έχει ως εξής:
     «Ήρθα μαζί με τον εργάτη της Μονής μας, τον Αναστάσιο Αυγέρου από τη Συκιά της Χαλκιδικής, στο αγρόκτημά μας που ήταν μέσα στο βουνό και που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ονούφριο, όπου εκεί βάζαμε τα κεραμίδια στο τελευταίο κάτω πεζούλι. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, φορτώσαμε το ζώο με δυο μεγάλους σάκους κεραμίδια και ξεκινήσαμε. Προαισθάνθηκα ότι κάτι κακό θα πάθουμε στο δρόμο, γι’ αυτό και είπα στον εργάτη να πορεύεται μπροστά, να πάρει στα χέρια του το καπίστρι και να καθοδηγεί το ζώο μέχρι να φθάσουμε στο Μοναστήρι, γιατί όλος σχεδόν ο δρόμος είναι ανώμαλος και στενός.
     Αφού λοιπόν περάσαμε τα δυο πεζούλια και προχωρήσαμε για το τρίτο, τα σακιά ήταν πολύ βαριά και σε μια καμπύλη του δρομίσκου, όπου είναι μια πέτρα μεγάλη και το δρομάκι στενό, χτυπά το σακί πάνω στην πέτρα και, όπως ήταν φορτωμένο το μουλάρι, το σπρώχνει και πέφτει στο πιο κάτω πεζούλι. Στην προσπάθειά του να σηκωθεί το μουλάρι δεν το κατόρθωσε λόγω του βαρύ φορτίου και ξαναδίνει άλλη μια τούμπα και πέφτει, το ταλαίπωρο ζώο, έτσι όπως ήταν φορτωμένο, κάτω στο βάραθρο! Έπεσε στο βάθος του ποταμού, ένα βάθος περίπου στα 30 με 40 μέτρα. Δυστυχία μου! Αμέσως υπέθεσα ότι το μουλάρι θα σκοτώθηκε. Τι απολογία θα δώσω τώρα στο Μοναστήρι;
     Τότε ήταν που θυμήθηκα τον νοικοκύρη του αγροκτήματος και είπα: “Άγιε Ονούφριε, σε παρακαλώ, βοήθησέ με και σώσε το ζώο να μη σκοτωθεί!”. Τέτοια λόγια συνεχώς μονολογούσα μέσα στην πολλή μου θλίψη και λύπη και με πολύ κόπο κατορθώσαμε να κατεβούμε κάτω στη χαράδρα. Και τι βλέπω; Ω, των ανέλπιστων πραγμάτων και θαυμάτων Σου, Κύριε! Η πρεσβεία και η ευχή του Αγίου Ονουφρίου έφθασε στα αυτιά του Κυρίου Παντοκράτορος και Θεού μας και δεν επέτρεψε να πάθει τίποτα το ζώο. Πράγματι λοιπόν, βρήκαμε το ζώο να στέκει στα πόδια του υγιέστατο, ενώ το σαμάρι με τα σακιά ήταν αφημένα κάτω στη γη.
     Μόλις είδα τούτο το παράδοξο θαυματούργημα, ευχαρίστησα με την καρδιά μου τον προστάτη του κτήματος, τον Άγιο Ονούφριο, αυτόν που πραγματοποιεί θαυμαστά και εξαίσια σε όσους τον επικαλούνται με αγάπη και ευλάβεια, διά των πρεσβειών του οποίου, είθε κι εμείς να τύχουμε της αιώνιας ζωής και μακαριότητας στη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν».

     Μάλιστα, σε ένδειξη ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης “έφτιαξα” κι ένα προσόμοιο προς τον Άγιο Ονούφριο, τον προστάτη του αγροκτήματος, καθότι και σε μένα κάποτε μου έγινε βοηθός και θεραπευτής, όταν, στο ίδιο αγρόκτημα, από δαιμονική συνεργεία, χτύπησα το πόδι μου και μέσα σε τρεις μέρες έγινα τελείως καλά, παρ’ όλο που αυτό είχε μελανιάσει κι είχε πρηστεί.

—ΠΡΟΣΟΜΟΙΟΝ—
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΝ
Ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
τε, ἐπινεύσει θεϊκῇ, ἔνδον τῆς ἐρήμου εἰσῆλθες, ἵνα εὐφράνῃς Θεόν, Πάτερ δι’ ἀσκήσεως, σοφὲ Ὀνούφριε· καὶ σαρκὸς ἔξω γέγονας, πάντα σου τὸν πόθον, τῆς ψυχῆς ἐπτέρωσας πρὸς τὰ οὐράνια, τότε, καὶ τροφὴν δι’ ἀγγέλου, ἔλαβες πρὸς ῥῶσιν σαρκίου, ἐν τῇ κατὰ μόνας ἡσυχίᾳ σου.

ΛΑΖΑΡΟΣ
ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
(1892–1974)


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὄνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλπωντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Εἰς τὸν Ὅσιον Ὀνούφριον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
λιοὺ καὶ Προδρόμου ὁδοὺς ζηλώσαντος, καὶ ταῖς τοῦ Πνεύματος αὔραις, ἰθυνομένου καλῶς, εἰς ἐνδότερα ἐρήμου εὐφημήσωμεν, γύμνωσιν καὶ ὑπομονήν, ἐκβοῶντες· θεαυγές, Ὀνούφριε μὴ ἐλλίπῃς, Χριστῷ πρεσβεύων συντρίψαι, ἡμᾶς παγίδας τοῦ ἀλάστορος.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Εἰς τὸν Ὅσιον Πέτρον.
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν φωστῆρα τοῦ Ἄθω, καὶ Ἀγγέλοις ἐφάμιλλον, τὸ πολύτιμον σκεῦος τῆς Πανάγνου προστάτιδος, Πέτρον τὴν τῶν Ὁσίων καλλονήν, καύχημα τοῦ ὄρους μοναστῶν, δεῦτε πάντες ὁμοφώνως, αὐτὸν ἐκ πόθου τιμήσωμεν λέγοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἀναδείξαντι ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
     Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας
     Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,
     Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·
     Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,
     Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος,
     Τούτοις λέγοντες· θεοφόρητοι χαίρετε.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Εἰς τὸν Ὅσιον Ὀνούφριον.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
     Ὅνπερ γυμνὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐθεάσατο
     Λευκαῖς θριξὶ μόνον σκεπόμενος Παφνούτιος
     Καὶ Κυρίῳ προσευχόμενον ἀσιγήτως.
     Ἡσυχίας εὐφημήσωμεν κοσμήτορα
     Τὸν εἰς ὕψος ἀρετῆς ἀρθέντα ἄῤῥητον
     Πόθῳ κράζοντες· Χαίροις, μάκαρ Ὀνούφριε.


—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Εἰς τὸν Ὅσιον Πέτρον.
Ἦχος πλ. δ΄. Πίστιν Χριστοῦ.
Φῶς νοητὸν καὶ οὐράνιον, Πέτρε λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τῆς ἀκηράτου Τριάδος δοχεῖον ὤφθης λαμπρότατον, καὶ χάριν τῶν θαυμάτων ἀπείληφας, κραυγάζων· Ἀλληλούϊα.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖος πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.

Εἰς τὸν Ὅσιον Ὀνούφριον.
Νήφων, γυμνητεύων καὶ ἀσιτῶν, ἐν τῇ ἐνδοτέρᾳ, τῇ ἐρήμῳ βίον τὸν σόν, ἤνυσας ἡσύχως, Ὀνούφριε παμμάκαρ, διὸ χαρᾶς ἐν πόλῳ, θείας ἠξίωσαι.

Τοὺς ἐκδεχομένους σὴν ἀρωγήν, ῥῦσαι πάσης βλάβης, καὶ δολίου ἐπιβουλῆς, τοῦ ἀντικειμένου, Ὀνούφριε λιταῖς σου, πρὸς τὸν Παμβασιλέα, Κτίστην καὶ Κύριον.

Εἰς τὸν Ὅσιον Πέτρον.
Πέτρε ὄρους Ἄθω ἡ καλλονή, μοναστῶν ἀλείπτης, τῆς ἐρήμου ὁ πολιστής, φωνὴ τοῦ ἀδύτου, τὸ καθαρὸν δοχεῖον, φώτισον τοὺς ἐν πίστει, προσκαλουμένους σε.




[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος (Ιούνιος),
σελ. 145–153.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
Αθήνα, Φεβρουάριος 2008.
(2) Αρχιμ. Τίτου (Χορτάτου):
«Ιερά Μονή Οσίου Ονουφρίου
εν Ιερουσαλήμ»·
σελ. 10–14, 43–45 και 49.
Ιεροσόλυμα, Αύγουστος 1999.
(3) «Οι θαυμαστοί βίοι
των Οσίων Ονουφρίου Αιγυπτίου
και Πέτρου του Αθωνίτου»·
σελ. 3–20 και 21–54 αντίστοιχα.
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»·
Θεσσαλονίκη, 19952.
(4) Ματθαίου Λαγγή:
«Μέγας Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος Στ΄ (6ος),
 σελ. 130–142 και 142–164.
Αθήναι, Ιούλιος 19975.
(5) Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου:
«Συναξαριστής
των ΙΒ΄ μηνών του Ενιαυτού»·
Τόμ. Γ΄ (3ος), σελ. 196–199.
Εκδόσεις «Δόμος»·
Αθήνα, 20052.
(6) Λαζάρου
Μοναχού Διονυσιάτου:
«Διονυσιάτικαι διηγήσεις»·
κεφ. 73–74, σελ. 148–153.
Έκδοσις
Ιεράς Μονής Διονυσίου·
Άγιον Όρος, Οκτώβριος 20004.
(7) Πρωτοπρεσβυτέρου
Στεφάνου Αναγνωστοπούλου:
«Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία»·
Μέρος Β΄, Κεφ. 3ο, σελ. 262.
Πειραιάς, 20032.
(8) Παντελή Β. Πάσχου:
«Η εσωτέρα έρημος»·
σελ. 89.
Εκδόσεις «Ακρίτας».
Αθήνα, 1995.
(9) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

1 σχόλιο: