Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΚΑΣ


ΑΓΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΚΑΣ
ο Ομολογητής και Ανάργυρος Ιατρός


     Ονομαζόμενος κατά κόσμον Βαλεντίνος Φηλίκοβιτς Βόινο-Γιασενέτσκι, ο άγιος Λουκάς γεννήθηκε το 1877 στο Κερτς της Ουκρανίας από αρχοντική οικογένεια πολωνικής καταγωγής. Από μικρό παιδί είχε πάθος με τη ζωγραφική και αποφάσισε να φοιτήσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Κατά τη διάρκεια των εισαγωγικών εξετάσεων, όμως, τον κυρίευσε η αμφιβολία και εξ αυτού έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν είχε το δικαίωμα να κάνει αυτό που τον ευχαριστούσε μόνον, αλλά ότι όφειλε να εργασθεί προς ανακούφιση του πόνου των άλλων. Μετά από σύντομη παραμονή στο Μόναχο, επέστρεψε στη Ρωσία και καταπιάστηκε ξανά με τη ζωγραφική. Η ανάγνωση όμως των λόγων του Κυρίου για τους εργάτες του θερισμού (Ματθ. 9, 37) τον ώθησε να υπηρετήσει τον λαό του Θεού. Επέλεξε την ιατρική και μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Κιέβου. Το απαράμιλλο σχεδιαστικό του ταλέντο το έστρεψε προς τη σπουδή της ανατομίας που απαιτεί εξαιρετική ακρίβεια απεικόνισης. Αφού ολοκλήρωσε λαμπρά τις σπουδές του (1903), ακριβώς πριν ξεσπάσει ο Ρωσοϊσπανικός πόλεμος, άρχισε την αγροτική ιατρική σταδιοδρομία του στο νοσοκομείο του Τσιτά, στην περιοχή της Λίμνης Βαϊκάλης. Εκεί παντρεύτηκε μια νοσηλεύτρια, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετατέθηκε στο νοσοκομείο του Αρντάτωφ, στην περιοχή του Σιμπίρσκ και κατόπιν στο χωριό Βέρχνι Λιουμπάζ της περιοχής του Κουρσκ, όπου μελέτησε τις δυσκολίες που δημιουργεί η γενική αναισθησία και έφθασε στο συμπέρασμα ότι στις περισσότερες περιπτώσεις θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τοπική αναισθησία. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, πραγματοποίησε με επιτυχία πολλές χειρουργικές επεμβάσεις, γεγονός που προσείλκυσε ασθενείς από τις γύρω περιοχές. Αφού πέρασε ένα χρονικό διάστημα στη Ρομάνοβκα, στην περιφέρεια του Σαρατώφ, έγινε εν συνεχεία αρχίατρος σε νοσοκομείο 50 κλινών στο Περεϊασλάβ-Ζαλέσκι, όπου ανέπτυξε έντονη χειρουργική δράση, εξακολουθώντας παράλληλα τις έρευνές του. Το 1916, υποστήριξε επιτυχώς στη Μόσχα τη διδακτορική του διατριβή με θέμα την τοπική αναισθησία και άρχισε να εκπονεί τη μελέτη του για τη χειρουργική των πυωδών εξελκώσεων. Το 1917, ενώ μαινόταν η επανάσταση στις μεγάλες πόλεις, έγινε αρχίατρος στο μεγάλο νοσοκομείο της Τασκένδης, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Η γυναίκα του, όμως, πέθανε σύντομα από φυματίωση. Ενώ ξαγρυπνούσε τη νεκρή, σκέφτηκε να ζητήσει από τη νοσηλεύτρια της χειρουργικής κλινικής να αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών του. Εκείνη δέχθηκε αμέσως και ο γιατρός Βαλεντίνος μπόρεσε να συνεχίσει τη δραστηριότητά του, τόσο στο νοσοκομείο όσο και στο πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε ανατομία και χειρουργική. Συχνά λάβαινε μέρος σε οργανωμένες συζητήσεις για πνευματικά θέματα, κατά τις οποίες έπαιρνε θαρρετά το λόγο για να καταγγείλει την υλιστική αθεΐα. Στο τέλος μιας από τις συγκεντρώσεις αυτές, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε μιλήσει επί μακρόν και με φλογερό τρόπο, ο επίσκοπος Ιννοκέντιος τον πήρε παράμερα και του είπε: «Γιατρέ, πρέπει να γίνετε ιερέας!». Παρόλο που δεν του είχε περάσει ποτέ από τον νου η ιερωσύνη, συναίνεσε αμέσως στην πρόταση του ιεράρχη. Την επόμενη Κυριακή, χειροτονήθηκε διάκονος και μια εβδομάδα αργότερα έλαβε το ιερατικό αξίωμα. Ασκούσε παράλληλα τα καθήκοντα του γιατρού, του καθηγητή και του ιερέα, τελούσε τη Λειτουργία μόνο τις Κυριακές στον καθεδρικό ναό και παρέδιδε τα μαθήματά του φορώντας ράσο. Τελούσε λίγες ακολουθίες ή Μυστήρια, αλλά επιδιδόταν με ζήλο στο κήρυγμα, το οποίο συμπλήρωνε με συζητήσεις επί πνευματικών θεμάτων της επικαιρότητας. Επί δύο χρόνια είχε δημόσια αντιπαράθεση με έναν αποστάτη ιερέα, ο οποίος διηύθυνε την αντιθρησκευτική προπαγάνδα της περιοχής και ο οποίος γνώρισε στο τέλος άθλιο θάνατο.


     Το 1923, ενώ το σχίσμα της «Ζωντανής Εκκλησίας» έσπερνε δολίως τη διαίρεση και τη σύγχυση στους κόλπους της Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τασκένδης Ιννοκέντιος υποχρεώθηκε να φύγει αφήνοντας την ευθύνη της διοικήσεως της επισκοπής στον πατέρα Βαλεντίνο και σε έναν ακόμη πρωτοπρεσβύτερο. Ένας εξόριστος επίσκοπος έτυχε να περάσει από την πόλη και ενέκρινε την εκλογή του σε επίσκοπο, που είχε γίνει από τη σύναξη του κλήρου που είχε παραμείνει ακλόνητα πιστός στην Εκκλησία. Εν συνεχεία, αφού τον έκειρε μοναχό στο δωμάτιό του, με το όνομα Λουκάς, τον έστειλε στη μικρή πόλη Πενζικέντ, 100 χιλιόμετρα περίπου από τη Σαμαρκάνδη, όπου διέμειναν δύο εξόριστοι επίσκοποι, για να τον χειροτονήσουν εκεί με τη μεγαλύτερη μυστικότητα (18 Μαΐου 1923). Δώδεκα περίπου ημέρες μετά την επιστροφή του στην Τασκένδη και την πρώτη Λειτουργία του, συνελήφθη από τη μυστική αστυνομία με την κατηγορία της αντεπαναστατικής δράσης και κατασκοπείας για λογαριασμό της Βρετανίας και καταδικάσθηκε σε δύο χρόνια εξορία στη Σιβηρία, στην περιοχή του Τουρουχάνσκ. Ταξιδεύοντας κάτω από τρομερές συνθήκες, μπόρεσε να κάνει χειρουργικές επεμβάσεις και έσωσε από βέβαιο θάνατο πολλούς αρρώστους που συνάντησε στη δυσβάσταχτη οδύσσειά του. Στον τόπο της εξορίας του κατόρθωσε να ασκήσει την ειδικότητά του στο νοσοκομείο, όπου έκανε σοβαρές επεμβάσεις. Συνηθίζοντας να ευλογεί τους ασθενείς και να προσεύχεται με την καρδιά του πριν την επέμβαση, τράβηξε την προσοχή των πρακτόρων της μυστικής αστυνομίας, οι οποίοι του απαγόρευσαν να το κάνει, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη σθεναρή άρνηση του επισκόπου. Κλήθηκε στην αστυνομία και του δόθηκε μισή ώρα να ετοιμάσει τις βαλίτσες του, εν συνεχεία δε τον έστειλαν με έλκηθρο ως τις ακτές του Βόρειου Πολικού κύκλου, όπου πέρασε τον χειμώνα σε διάφορα μικρά χωριά. Στις αρχές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής κλήθηκε πίσω στο Τουρουχάνσκ για να ξαναπιάσει δουλειά στο νοσοκομείο, διότι οι χωρικοί είχαν εξεγερθεί μετά την απουσία του που αφέθηκε το νοσοκομείο χωρίς χειρουργό. Αφέθηκε ελεύθερος το 1926 και επέστρεψε στην Τασκένδη. Το επόμενο φθινόπωρο ο μητροπολίτης Σέργιος τού πρότεινε διαδοχικά να τον τοποθετήσει βοηθό επίσκοπο στο Ριλσκ (περιοχή του Κουρσκ) και κατόπιν στο Γελέτς (επισκοπή του Όρελ) και τέλος επίσκοπο στο Ιζέβσκ, αλλά με τη συμβουλή του μητροπολίτη Αρσενίου του Νόβγκοροντ ο Λουκάς αρνήθηκε και ζήτησε να αποσυρθεί, μια απόφαση για την οποία μετάνιωσε πικρά στη συνέχεια.

     Αφού συνέχισε ήσυχα τις δραστηριότητές του για τρία περίπου χρόνια, στις αρχές του 1930, ένας συνάδελφός του στην Ιατρική Σχολή, ο καθηγητής Μιχαήλοβσκι, έχοντας χάσει πλήρως τα λογικά του μετά τον θάνατο του γιου του, προσπάθησε να επαναφέρει στη ζωή το πτώμα με μεταγγίσεις αίματος. Εν συνεχεία αυτοκτόνησε. Ανταποκρινόμενος στο αίτημα της χήρας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τη ψυχική ασθένεια του αποθανόντος, ο Λουκάς έδωσε άδεια να ενταφιασθεί χριστιανικά. Οι κομμουνιστικές αρχές άδραξαν την ευκαιρία και τον κατηγόρησαν ως συνεργό στη δολοφονία του καθηγητή, τον οποίο, από θρησκευτικό φανατισμό, υποτίθεται, θέλησε να εμποδίσει να κατορθώσει την ανάσταση ενός νεκρού με βάση την υλιστική επιστήμη. Συνελήφθη λίγο πριν την κατεδάφιση του ναού του αγίου Σεργίου, στον οποίο κήρυττε, και μετά από σειρά ανακρίσεων οδηγήθηκε σε ένα κελί της φυλακής, όπου η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και κλόνισε την εύθραυστη υγεία του. Άρχισε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την απάνθρωπη αυτή μεταχείριση και ένας από τους αρχηγούς της αστυνομίας τού υποσχέθηκε να τον ανακουφίσει αν σταματούσε. Δεν κράτησε, φυσικά, το λόγο του και ο άγιος επίσκοπος καταδικάσθηκε σε νέα εξορία για τρία χρόνια στη Σιβηρία. Ταξιδεύοντας υπό φρικτές συνθήκες, διέμεινε στο Κοτλά και στον Αρχάγγελο από το 1931 έως το 1933, υπηρετώντας στο νοσοκομείο. Έχοντας παρουσιάσει έναν όγκο πήγε να χειρουργηθεί στο Λένινγκραντ και εκεί μια μέρα που στεκόταν στην εκκλησία για την ακολουθία, είχε μια πνευματική εμπειρία που τον αναστάτωσε και του υπενθύμισε τη δέσμευσή του στη διακονία της Εκκλησίας. Κλήθηκε στη Μόσχα για νέες ανακρίσεις και εκεί του έγιναν επωφελείς προτάσεις για να συνεχίσει τις επιστημονικές του έρευνες, αλλά με τον όρο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη, πράγμα το οποίο αρνήθηκε κατηγορηματικά.


     Απελευθερώθηκε το 1933 και για να συνεχίσει τις έρευνές του αρνήθηκε να αναλάβει μια χηρεύουσα επισκοπή. Το αίτημά του όμως τελικά δεν έγινε δεκτό και επέστρεψε στην Τασκένδη, όπου μπόρεσε να ασκήσει την ιατρική σε ένα μικρό νοσοκομείο. Στα 1934, δημοσιεύτηκε το έργο του «Δοκίμια για χειρουργική των πυωδών εξελκώσεων». Σύντομα θα γινόταν κλασικό στην επιστήμη της ιατρικής και του απέφερε το βραβείο «Στάλιν» και διεθνή φήμη.

     Ενώ εργαζόταν στην Τασκένδη, προσβλήθηκε από μια τροπική ασθένεια που προκάλεσε την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς χιτώνος· συνέχισε, ωστόσο, τη δραστηριότητά του μέχρι το 1937. Οι τρομερές διώξεις που εξαπέλυσε τότε ο Στάλιν, όχι μόνο κατά της δεξιάς ή των κληρικών, αλλά ακόμη και εναντίον κομμουνιστών ηγετών, γέμισαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο άγιος Λουκάς συνελήφθη, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Τασκένδης και όλους τους κληρικούς που είχαν μείνει πιστοί στην Εκκλησία, κατηγορούμενοι για σύσταση αντεπαναστατικής οργάνωσης κληρικών. Υποβλήθηκε σε συνεχείς ανακρίσεις για δεκατρείς ημέρες και νύχτες. Υπό το εκτυφλωτικό φως ενός προβολέα, οι αστυνομικοί εναλλάσσονταν για να τον ανακρίνουν ασταμάτητα και να τον αναγκάσουν να πέσει σε αντιφάσεις. Άρχισε ξανά απεργία πείνας και μεταφέρθηκε εξαντλημένος στα υπόγεια της μυστικής αστυνομίας. Μετά από περαιτέρω ανακρίσεις και βασανιστήρια, χωρίς δυνάμεις πλέον και αδυνατώντας να ελέγξει τι κάνει, υπέγραψε με τρεμάμενο χέρι την ομολογία συμμετοχής του σε μια αντικομμουνιστική συνωμοσία, εξορίσθηκε για τρίτη φορά στη Σιβηρία, στην περιοχή Κρασνογιάρσκ, στις αρχές του 1940, και ξεπερνώντας χίλιες δυσκολίες και αντιστάσεις κατάφερε να ασκήσει εκεί το επάγγελμα του χειρουργού και να συνεχίσει μάλιστα τις έρευνές του στο Τομσκ. Κατά την εισβολή των χιτλερικών δυνάμεων και την έναρξη ενός πολέμου με εκατομμύρια θύματα (1941), τοποθετήθηκε αρχίατρος στο νοσοκομείο του Κρασνογιάρσκ και υπεύθυνος των στρατιωτικών νοσοκομείων ολόκληρης της περιφέρειας αυτής, ενώ παράλληλα διακονούσε ως τοπικός επίσκοπος σε μια περιοχή όπου οι κομμουνιστές επαίρονταν ότι δεν είχαν αφήσει καμιά εκκλησία σε λειτουργία. Για τις υπηρεσίες του έλαβε το παράσημο της πατριωτικής τάξης και ο μητροπολίτης Σέργιος τον ανήγαγε στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου. Υπό αυτή την ιδιότητά του έλαβε μέρος στη σύνοδο του 1943, που εξέλεξε πατριάρχη τον μητροπολίτη Σέργιο και έγινε μέλος της διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Καθώς λόγω του πολέμου οι θρησκευτικοί διωγμοί είχαν χαλαρώσει κάπως, έβαλε σε εφαρμογή ένα ευρύ πρόγραμμα αναγέννησης του εκκλησιαστικού βίου και επιδόθηκε με ανανεωμένο ζήλο στο θείο κήρυγμα. Συνέταξε περισσότερες από 1.250 ομιλίες που διακρίνονται όλες για τον ζωντανό και πρωτότυπο χαρακτήρα τους, από τις οποίες 700 περίπου κυκλοφόρησαν στη Ρωσία σε δώδεκα τόμους. Όταν το νοσοκομείο του Κρασνογιάρσκ μεταφέρθηκε στο Ταμπώφ (1944), εγκαταστάθηκε στην πόλη αυτή και ανέλαβε τη διεύθυνση της επισκοπής, εργαζόμενος παράλληλα στην έκδοση διαφόρων ιατρικών και θρησκευτικών κειμένων και συγκεκριμένα μιας απολογίας κατά του υλιστικού αθεϊσμού με τον τίτλο «Περί πνεύματος, ψυχής και σώματος», στην οποία υποστήριζε τις αρχές της χριστιανικής ανθρωπολογίας με τη βοήθεια στέρεων επιστημονικών επιχειρημάτων.


     Το 1946, μετατέθηκε στην Κριμαία και έγινε αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως. Εκεί χρειάστηκε κατ’ αρχήν να αγωνισθεί για αναμόρφωση των ηθών του κλήρου. Δίδασκε ότι η καρδιά του ιερέα πρέπει να είναι φωτιά που ακτινοβολεί το φως του Ευαγγελίου και την αγάπη του για τον Σταυρό, είτε με το λόγο είτε με το παράδειγμα της πολιτείας του. Εξαιτίας της καρδιακής του πάθησης, υποχρεώθηκε να σταματήσει τις χειρουργικές επεμβάσεις· συνέχισε, όμως, να βλέπει δωρεάν ασθενείς και να προσφέρει τις πολύτιμες γνώσεις και συμβουλές του στους άλλους γιατρούς της περιοχής. Πολλές ιάσεις πραγματοποιήθηκαν τότε διά της προσευχής του. Το 1956, έχασε τελείως το φως του, χωρίς ωστόσο να παύσει να τελεί από στήθους τη θεία Λειτουργία, να κηρύττει και να διευθύνει την επισκοπή. Αντιστάθηκε σθεναρά στο κλείσιμο των ναών και στις διάφορες μορφές διωγμού που οι αρχές εξαπέλυαν δολίως. Πλήρης ημερών και έχοντας ολοκληρώσει το έργο της μαρτυρίας του Κυρίου, του Εσταυρωμένου για τη δική μας Σωτηρία, εκοιμήθη εν ειρήνη την Κυριακή που εόρταζαν οι Άγιοι Πάντες, Κυριακή 11 Ιουνίου / 29 Μαΐου (με το παλαιό ημερολόγιο) του 1961, αφού προαισθάνθηκε και προείπε για την τελευτή του. Στην κηδεία του παρευρέθησαν σύσσωμος ο κλήρος της επισκοπής καθώς και μέγα πλήθος λαού που τον υπεραγαπούσε και τον τιμούσε για τις θείες αρετές που ενσάρκωνε με το πιο αισθητό τρόπο σε όλη του τη μαρτυρική ζωή. Παρά την έντονη αντίδραση των κομματικών, η κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε ειρηνική λαϊκή επανάσταση. Η Ε. Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια ο ύμνος “Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς”. Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση από αυτούς ήταν μία: “Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπό μας!”». Ο τάφος του έγινε γρήγορα τόπος προσκυνήματος, όπου επιτελούνται μέχρι τις μέρες μας απερίγραπτο πλήθος ιάσεων. Η τιμή του αναγνωρίσθηκε τοπικά για την επισκοπή Κριμαίας στις 22 Νοεμβρίου του 1995 και επεκτάθηκε σε όλη την Εκκλησία της Ρωσίας με την απόφαση της ολομέλειας της Ρωσικής ιεράς Συνόδου κατά τις 13 με 16 Αυγούστου του 2000. Στις 17 Μαρτίου του 1996 έγινε με κάθε επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στον ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του σεπτού ιεράρχου εξέπεμπαν μιαν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρεις μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Συμφερούπολης. Στην Ελλάδα έγινε ταχύτατα γνωστός και ανεκδιήγητα προσφιλής μετά τη θαυμάσια και εκτενή βιογραφία, πλούσια σε περιγραφές και λεπτομέρειες, που εξέδωσε γι’ αυτόν ο Μητροπολίτης Αργολίδος Σεβ. κ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος: «Αρχιεπίσκοπος Λουκάς· ένας άγιος ποιμένας και γιατρός-χειρουργός» (εκδόσεις «Ακρίτας», 1998).


     «Ταχὺς εἰς ἀντίληψιν» ο άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, ο μέγας Ομολογητής και Ανάργυρος ιατρός, έγινε στη συνείδηση των σύγχρονων πιστών όλης της Εκκλησίας ο πολυθαυματουργός και σημειοφόρος Ανάργυρος, ο οποίος με την πατρική του πρεσβεία και την ουρανόδροση εμφάνειά του, διώχνει στοργικά το μελανό νέφος του πόνου και των διάφορων ασθενειών που μας δοκιμάζουν πικρά, χαρίζοντας συγκινητικά στις καρδιές και τη ζωή μας το ποθητό δώρο της διπλής υγείας, αυτής της ψυχής και του σώματος, ενισχύοντας έτσι όλους στην Πίστη και αφήνοντας ταυτόχρονα στην καρδιά μας ακατάπαυστες τις ευχαριστίες προς τον Θεό που τόσο πολύ ανέπαυσε και εδόξασε με τη ζωή του.



«Είναι εύκολο να είσαι καταδιωγμένος;»

     «Θα με ρωτήσετε: “Κύριε, είναι εύκολο να είσαι καταδιωγμένος; Είναι εύκολο να περνάς από τη στενή πύλη και από το δρόμο με τ’ αγκάθια;”. Θα με ρωτήσετε με απορία. Στην καρδιά σας ίσως φωλιάσει η αμφιβολία, αν είναι ελαφρύς ο σταυρός του Χριστού. Εγώ όμως θα σας πω: “Ναι, ναι! Είναι ελαφρύς, εξαιρετικά ελαφρύς”. Και γιατί είναι ελαφρύς; Γιατί είναι εύκολο να Τον ακολουθείς σ’ αυτόν τον αγκαθωτό δρόμο; Διότι δεν θα προχωράς μόνος σου. Θα σε συνοδεύει ο Ίδιος ο Χριστός. Διότι το άπειρο έλεός Του θα σε ενδυναμώνει, όταν εσύ θα λυγίζεις από το βάρος του σταυρού. Διότι ο Ίδιος θα σε στηρίζει, θα σε βοηθάει να σηκώνεις τον σταυρό σου. Μιλάω από προσωπική εμπειρία· όταν προχωρούσα σ’ αυτόν τον δύσκολο δρόμο, όταν σήκωνα τον βαρύ σταυρό του Χριστού, δεν τον ένιωθα βαρύ και ο δρόμος αυτός ήταν ο δρόμος της χαράς, επειδή το ένιωθα απόλυτα και το διαισθανόμουν ότι δίπλα μου πορεύεται ο Ίδιος ο Κύριος. Ήταν βαρύ το φορτίο, αλλά το θυμάμαι σα να ήταν λαμπρή χαρά, σαν να ήταν ευλογία Κυρίου. Ο Κύριος είναι ελεήμων για όλους εκείνους που σηκώνουν τον σταυρό τους και δεν θα εγκαταλείψει μόνο του εκείνον που πήρε τον σταυρό του και Τον ακολουθεί, αλλά θα πορεύεται δίπλα του και θα τον ενδυναμώνει η χάρη Του. Μη φοβάστε, λοιπόν. Προχωρήστε με θάρρος. Μη σας φοβίζουν οι επιθέσεις του διαβόλου, που σας εμποδίζει να προχωρείτε στο δρόμο αυτό. Φτύστε τον διάβολο, διώξτε τον με τον σταυρό του Κυρίου, στο όνομά Του. Κοιτάξτε ψηλά και θα δείτε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο οποίος συμπορεύεται μαζί σας και διευκολύνει το δρόμο σας».

Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς
(Από το ομώνυμο βιβλίο του·
Μέρος ΙΕ΄, Κεφ. 8ο, σελ. 396).


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
ατρὸν καὶ ποιμένα, Λουκᾶν τιμήσωμεν, Συμφερουπόλεως ποίμνης, Ἀρχιερέαν λαμπρόν, τὸν βαστάσαντα Χριστοῦ τὰ θεῖα στίγματα· τὰς ἐξορίας, τὰ δεινά, ἐγκλεισμοὺς ἐν φυλακαῖς, τὰς θλίψεις καὶ τὰ ὀνείδη, τὸν ἐπ’ ἐσχάτων φανέντα, ἐν τῇ Ῥωσίᾳ νέον Ἅγιον.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν πανσεβάσμιον, Χριστοῦ Ἐπίσκοπον, καὶ θεοφώτιστον, σεμνὸν ἀκέστορα, τὸν ἐν ἐσχάτοις τοῖς καιροῖς, ὀφθέντα ἐν τῇ Ρωσίᾳ· καὶ ὁμολογήσαντα, εὐσεβείας τὰ δόγματα, σταθηρῶς πρὸ βήματος, τῶν ἀνδρῶν ἀθεότητος, τιμήσωμεν Λουκᾶ ἐκβοῶντες· χαίροις θεόφρον Ἱεράρχα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
ατρῶν τὸ ἀγλάϊσμα καὶ τὸ καύχημα, Συμφερουπόλεως κλέος, Ἱεραρχῶν τοῦ Χριστοῦ, τὸν τε ἔφορον Μονῆς Δοβρᾶ τιμήσωμεν· θεῖον Λουκᾶν τὸν ἰατρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς καὶ ᾄσμασι θεηγόροις· ὅτι πηγάζει πλουσίως, τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Νέον ἅγιον, τοῦ Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καὶ θλίψεων· νόσους μὲν ὡς Ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχὰς ὡς Ποιμὴν καθοδήγησας· Πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν πρέσβευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
     Συμφερουπόλεως Λουκᾶν τὸν ἀρχιποίμενα
     Καὶ ἰατρὸν τὸν ἐπιστήμονα τὸν ἄριστον
     Οἱ φιλάγιοι ὑμνήσωμεν ἐγκαρδίως·
     Ἐν Ῥωσίᾳ γὰρ βιώσας ὥσπερ ἄγγελος
     Ὡμολόγησε Χριστοῦ τὸ θεῖον ὄνομα,
     Διὸ κράζομεν· Χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
νεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθείᾳ, διωγμοῦ μακάριε, διὸ καὶ θάλπος νοητόν, τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας, χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ—
Χαίροις τῆς Ῥωσίας νέος βλαστός, καὶ τῶν ἀκεστόρων, ὁ προστάτης καὶ βοηθός, χαίροις Ἐκκλησίας, Χριστοῦ ὁ Ἱεράρχης, Λουκᾶ ποιμὴν θεόφρον, ἀξιάγαστε.

Πάντα τὰ ὀνείδη διὰ Χριστόν, φυλακὰς διώξεις, καὶ αἰκίας σωματικὰς, σκύβαλα ἡγήσω, καὶ ἔφερες γενναίως, Λουκᾶ σημειοφόρε καὶ ἀκατάβλητε.


—ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΑΣΘΕΝΟΥΝΤΑ—
     γιε Ἱεράρχα, Ὁμολογητά, διδάσκαλε τῆς ἀληθείας καὶ Ἀνάργυρε ἰατρὲ Λουκᾶ, σοὶ κλίνομεν τὰ γόνατα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ προσπίπτοντες τοῖς τιμίοις καὶ ἰαματικοῖς λειψάνοις σου, σὲ παρακαλοῦμεν, ὡς τὰ τέκνα τοὺς πατέρας αὐτῶν. Εἰσάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, τίμιε Πάτερ, καὶ προσάγαγε τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ ἐλεήμονι καὶ φιλανθρώπῳ Θεῷ, ὡς ἑστὼς ἐνώπιον αὐτοῦ μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων. Πιστεύομεν ὅτι ἀγαπᾶς ἡμᾶς διὰ τῆς αὐτῆς ἀγάπης ἣν ἠγάπησας τοὺς ἀδελφούς σου κατὰ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ βιοτήν σου.
     Τὴν τέχνην τῶν ἰατρῶν μετιών, τῶν ἀσθενούντων τὰ ἀρρωστήματα, τῇ ἀρωγῇ τῆς χάριτος, πλειστάκις ἐθεράπευσας. Μετὰ δὲ τὴν σεπτήν σου κοίμησιν, τὰ σὰ χαριτόβρυτα λείψανα, ὁ τῶν ὅλων Δεσπότης, πηγὴν ἰατρείας ἀνέδειξεν. Ποικίλας γὰρ ἰῶνται ἀσθενείας καὶ δύναμιν δωροῦνται τοῖς εὐλαβῶς ταῦτα ἀσπαζομένοις καὶ αἰτουμένοις τὴν θείαν πρεσβείαν σου.
     Διὸ αἰτοῦμέν σε καὶ θερμῶς παρακαλοῦμέν σε, τὸν τὴν χάριν τῆς ἰατρείας κομισάμενον· τὸν ἀσθενοῦντα καὶ δεινῶς χειμαζόμενον ἀδελφὸν ἡμῶν […], ἐπίσκεψαι καὶ θεράπευσον ἐκ τῆς συνεχούσης αὐτὸν ἀσθενείας.
     Πάντιμε καὶ ἁγιώτατε Πάτερ Λουκᾶ, ἐλπὶς ἀρραγὴς τῶν ἀσθενούντων καὶ κεκμηκότων, μὴ ἐπιλάθου δωρήσασθαι τῷ ἀδελφῷ ἡμῶν […] τὴν ἴασιν καὶ πᾶσιν ἡμῖν τὰ εὐφρόσυνα.
     να καὶ ἡμεῖς σὺν σοὶ δοξάζωμεν τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν μίαν Θεότητά τε καὶ Βασιλείαν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Αφιερώνω τούτη την ανάρτηση
σε όλους τους ασθενείς αδελφούς μας
για τους οποίους προσευχόμαστε
ταπεινά και εγκάρδια,
τους ασθενείς που γνωρίζουμε
και που δεν γνωρίζουμε,
τους γνωρίζει όμως ο Θεός·
γι’ αυτό και η αγάπη Του
στέλνει μυστικά
μέσα στο λίβα της δοκιμασίας
που δοκιμάζουν σιωπηλά
άγιους όπως ο άγιος Λουκάς,
για να γίνει η δροσιά του Ουρανού
απαρχή της ποθητής τους υγείας.
Επίσης,
τούτη η ανάρτηση κομίζεται
ευγνωμονικά και οφειλετικά
προς τους καλούς γιατρούς μας
καθώς και σε όλους τους νοσηλευτές
και σε όλες τις νοσηλεύτριες
που διαπιστωμένα
τιμούν το κοπιώδες έργο τους
με τη συνείδηση και το ήθος τους
και με τον κάθε παλμό της καρδιάς τους.
Τέλος,
με ολόθερμες ευχές και προσευχές,
αφιερώνω τούτη την αγιολογική ανάρτηση
στον Λουκά Κούλαλη τον Αναγνώστη,
το ανίψι και παπαδάκι μου,
που ήρθε στη ζωή μου
για να μου θυμίζει διαρκώς
τη μορφή, το έργο και την πρεσβεία
του αγίου Λουκά του Ιατρού
μέσα από τη ακάματη διακονία του
στο ιερό και το αναλόγιο.




[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 9ος (Μάιος),
σελ. 329–335.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, 2007.
(2) Αρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου:
«Αρχιεπίσκοπος Λουκάς,
ένας άγιος ποιμένας
και γιατρός χειρουργός».
Σειρά:
«Αγιολογική Βιβλιοθήκη – 11»,
Μέρη Στ΄, κεφ. 131, σελ. 447.
Διόρθωση δοκιμίων:
Κατερίνα Οικονομίδου.
Εκδόσεις «Ακρίτας».
Αθήνα, Φεβρουάριος 201020.
(3) «Ακολουθία του εν αγίοις
Πατρός ημών Λουκά
του ιατρού και ομολογητού»,
Ποίημα
Μητροπολίτου Εδέσσης κ. Ιωήλ·
σελ. 17–18, 27, 37, 45, 59 και 81.
Έκδοση ιεράς Μονής Σαγματά,
Θήβα, Φεβρουάριος 20065.
(4) Αρχιμ. Διονυσίου Ανθοπούλου:
«Διηγού όσα εποίησέ σοι ο Άγιος»
(Βίος και θαύματα Αγίου Λουκά).
Επιμέλεια κειμένων:
Πόπη Καραμανλίδου.
Κεφ. 3, σελ. 231.
Έκδοση Ιεράς Μονής
Παναγίας Δοβρά·
Βέροια, Φθινόπωρο 20051.
(5) Μοναχής Ολυμπιάδος Ντίτορα:
«Φως στο σκοτάδι της αθεΐας»
(αφηγηματική βιογραφία
του Αγίου Λουκά)·
κεφ. 36, σελ. 290.
Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως
Βεροίας, Ναούσης, Καμπανίας·
Βέροια (Δεκέμβριος;) 20083.
(6) «Συνοπτική Βιογραφία
Αγίου Ιεράρχου Λουκά»·
Μέρη 2, ενότ. 42, σελ. 72,
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»·
Συκιές Θεσσαλονίκης (χ.χ.).
(7) «Άγιος Λουκάς Κριμαίας·
Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο»
(Η αυτοβιογραφία
ενός αρχιερέα – χειρούργου
στον μεγάλο σοβιετικό διωγμό).
Τίτλος πρωτοτύπου:
«Voyages a travers la souffrance».
Κεφ. 12, σελ. 144.
Μετάφραση από τα Γαλλικά:
Αρχιμ. Εφραίμ Τριανταφυλλόπουλος.
Έκδοση Ιεράς Μονής
«Μεταμορφώσεως του Σωτήρος»·
Δρυόβουνο Κοζάνης (2008;).
(8) Αρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου:
«Ταχύς εις βοήθειαν…»
(Τα θαύματα
του Αγίου Λουκά σήμερα).
σελ. 200.
Διόρθωση δοκιμίων:
Γιάννης Σούκης.
Εκδόσεις «Ακρίτας»·
Αθήνα, Μάιος 20111.
(9) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου