Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

«ΚΑΘΟΝΤΑΙ, ΤΕΜΠΕΛΙΑΖΟΥΝ, ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ!...»

«ΚΑΘΟΝΤΑΙ, ΤΕΜΠΕΛΙΑΖΟΥΝ, ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ!...»


     Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 1984 (ν.ημ.). Μέσα στο Άγιον Όρος, στη Μονή Σταυρονικήτα, έχουν προγραμματισμένη αγρυπνία για τη γιορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου. Η αγρυπνία άρχισε στις 10 μ.μ. και με την τράπεζα τελείωσε στις 8 π.μ. Λειτούργησε ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός και αρκετοί ιερείς. Δεν είχα χρόνο να ξεκουραστώ και έφυγα αμέσως.

     Καρυές, Δάφνη, Ουρανούπολη, Θεσσαλονίκη. Ταξίδεψα με νυχτερινό τραίνο, γιατί το πρωί στο Σαγματά (το Μοναστήρι) είχαμε Λειτουργία και Βάπτιση. Έπρεπε να ήμουν οπωσδήποτε. Σκέφτηκα να πιάσω μια θέση και ν’ αποκοιμηθώ. Δυστυχώς όχι. Απέναντί μου κάθισαν 3-4 φοιτητές, που βρήκαν ευκαιρία να συζητήσουν …τα υπαρξιακά τους. Έτσι αναγκάστηκα να κάνω δεύτερη συνεχόμενη …«αγρυπνία»! Οι φοιτητές είχαν όρεξη και η συζήτηση τελείωσε το πρωί στις 6, γιατί το τραίνο σταμάτησε στη Θήβα και θα έπρεπε να κατέβω.

     Ανέβηκα στο Σαγματά, τελέσαμε τη θεία Λειτουργία και τη Βάπτιση. Ήρθε κι ένα πούλμαν με γιατρούς. Ξενάγηση, κέρασμα κ.λπ. Ένιωθα να καταρρέω. Αλλά ήμουν και αρχοντάρης. Δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά. Επιτέλους μετά την τράπεζα έτρεξα στο κελί μου. Ήταν τόση η υπερένταση, που δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Τουλάχιστον όμως ήμουν ξαπλωμένος. Και τότε συνέβη κάτι που, όταν το θυμάμαι, μου έρχονται γέλια. Γύρω στις 2:30 χτύπησε το καμπανάκι. Αναγκάστηκα να βγω.

     Φτάνοντας προς την πόρτα άκουσα να μιλούν.
     –Σου είπα· είναι μεσημέρι! Ξεκουράζονται οι άνθρωποι.
     –Έλα, καημένη! Καλόγεροι είναι. Τι κάνουν όλη μέρα; Κάθονται, τεμπελιάζουν, κοιμούνται!...


     Πήγα να γελάσω. Συγκρατήθηκα. Άνοιξα την πόρτα. Ήταν μια οικογένεια, οι γονείς και τα τρία παιδιά. Άρχισαν τα γνωστά γλυκανάλατα «μας συγχωρείτε» κ.λπ. Τους πήγα στον ναό, έφτιαξα το κέρασμα, τους καφέδες κ.λπ., με ρώτησαν λίγα πράγματα για την ιστορία της Μονής, ευχαρίστησαν κι έφυγαν.

     Ξαναπήγα στο κελί. Ένιωθα το σώμα μου να μουδιάζει. Δεν περνάει μισή ώρα, ξαναχτυπάει το καμπανάκι. Σηκώθηκα σαν μεθυσμένος. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω την ίδια κυρία. Την ακούω έκπληκτος να μου λέει:
     –Πάτερ, με συγχωρείτε. Αλλά ξέρετε, κάτω ψήνουμε κάτι μπριζόλες και ξεχάσαμε να πάρουμε λεμόνι. Μήπως έχετε μισό, μόνο μισό λεμόνι;…

     Δεν είχα το κουράγιο ούτε να νευριάσω. Πήγα στην κουζίνα, πήρα μια σακούλα με λεμόνια και τα έφερα.
     –Α, όχι! Μόνο μισό λεμόνι…
     –Δεν πειράζει. Πάρτε τα, μήπως και τα χρειαστείτε, για να μην έρχεστε μέσα στη ζέστη πάλι.

     Μ’ έπιασε νευρικό γέλιο. Ύστερα απ’ αυτό δεν τόλμησα να ξαπλώσω πάλι. Περίμενα να έρθει η Δευτέρα να παραγγείλουμε την ταμπέλα με το ωράριο. Ακόμη βουΐζουν τ’ αυτιά μου με τις γνωστές λέξεις:

     «Τι κάνουν οι καλόγεροι; Κάθονται, τεμπελιάζουν, κοιμούνται!...».

ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ


[Μητροπολίτου Αργολίδος
Νεκτάριου Αντωνόπουλου:
«Αγίων Όρος·
Το Όρος που λίγο γνώρισα,
αλλά πολύ αγάπησα»,
Κεφ. Ιβ΄, σελ. 224–225.
Εκδόσεις «Επιστροφή»,
Ναύπλιο, Δεκέμβριος 2016.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου