ΓΕΡΩΝ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ
Ο Γέρων
Ευστάθιος (1922–7/20 Αυγούστου 1981) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ιερατικής
του ζωής στην επαρχία Αμμοχώστου, όπου υπηρέτησε ως πνευματικός, αρχιμανδρίτης
και γενικός αρχιερατικός επίτροπος. Πάρα πολλοί τον ενθυμούνται και έχουν
εξομολογηθεί κοντά του. Όλοι δε όσοι τον έχουν γνωρίσει, μαρτυρούν πόσο μεγάλη
εντύπωση τους έκαμνε και πόσο τους σαγήνευε και τους αφόπλιζε η μεγάλη
γλυκύτητα και πραότητα του ανδρός αυτού. Με μόνη την πραότητα δεν χρειαζόταν να
έχει άλλα επιχειρήματα για τις αντιδράσεις και τις αντιλογίες όσων τον
πλησίαζαν, προκειμένου να τους δείξει ποιος είναι ο δρόμος του Χριστού, ποιος
είναι ο δρόμος του Ευαγγελίου.
Ο πατήρ
Ευστάθιος ήταν ένα σημαίνον πρόσωπο της κυπριακής Εκκλησίας, γνωστός ανά το
παγκύπριο. Ήταν ένας πάρα πολύ σοβαρός κληρικός. Η παρουσία του και η γνώμη του
δημιουργούσαν μια άλλη ατμόσφαιρα στις διάφορες εκδηλώσεις και ενέργειες της
Εκκλησίας της Κύπρου. Στην επαρχία Αμμοχώστου λειτουργούσε ως επίσκοπος, λόγω
του ότι ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ (1913–1977), με τις τόσες
ευθύνες που είχε, δεν μπορούσε να επισκέπτεται συχνά την Αμμόχωστο, η οποία
υπάγεται στην Αρχιεπισκοπή, οι δε κατά καιρούς χωρεπίσκοποι είχαν επιπλέον και
την μέριμνα της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία. Έτσι την επαρχία Αμμοχώστου διοικούσε
ο πατήρ Ευστάθιος έχοντας αρμοδιότητα για όλα τα διοικητικά και τα πνευματικά
θέματα, εκπροσωπώντας τον Αρχιεπίσκοπο και την Αρχιεπισκοπή. Και πάντοτε έλυε
όλα τα προβλήματα που αναφύονταν με τη μεγάλη σοφία και πραότητα που τον
διέκριναν.
Ήμουν
μαθητής, όταν γνώρισα τον πατέρα Ευστάθιο στην ιερά Μονή Σταυροβουνίου, όπου
είχα πάει για εξομολόγηση. Βγαίνοντας από το κελί του πνευματικού μου, είδα τον
πατέρα Ευστάθιο, για τον οποίο άκουσα τόσα πολλά και ο οποίος εξομολογείτο στον
άγιο πνευματικό της Μονής Σταυροβουνίου.
Αργότερα,
όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη και γνώρισα το Άγιον Όρος που ήταν κοντά, ο Θεός οδήγησε έτσι τα
πράγματα, ώστε να γνωρίσω καλύτερα τον πατέρα Ευστάθιο. Μετά που ανήλθε στον
αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄ (1977–2006),
ήρθα κι εγώ στην Αρχιεπισκοπή για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τότε ο πατήρ
Ευστάθιος άρχιζε να ξεκαθαρίζει μέσα του τον πόθο ν’ αποσυρθεί από τον κόσμο
και να μονάσει. Με πλησίασε λοιπόν –εμένα, που ήμουν τότε είκοσι χρονών και δεν
είχα καμιά πνευματική εμπειρία!– και με ρωτούσε όπως ένας αρχάριος, όπως ένα
παιδάκι του κατηχητικού, για το Άγιον Όρος· πώς ζουν εκεί οι πατέρες, πώς
προσεύχονται, τι ρούχα φορούν, τι τρώνε, πότε τρώνε, πότε κοιμούνται, πόσο
κοιμούνται. Μου υπέβαλλε τέτοιες ερωτήσεις –τη μία μετά την άλλη– ως να ήταν
ένα μικρό παιδί, που πρώτη φορά ακούει για το Άγιον Όρος και εκπλήσσεται και έχει
μεγάλο πόθο να μάθει. Κι εγώ, με τον νεανικό ενθουσιασμό μου και τη νεανική
απλότητά μου, απαντούσα στις ερωτήσεις του και του περιέγραφα τη ζωή στο Άγιον
Όρος. Κι ο Θεός έφερε τα πράγματα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, όπως ο ίδιος ο πατήρ
Ευστάθιος μού ομολογούσε αργότερα, ήταν πολύ καθοριστικές για εκείνον αυτές οι
συνομιλίες μας.
Πράγματι,
μετά από λίγο καιρό –και ενώ αν παρέμενε στην Κύπρο θα είχε ασφαλώς μια
επισκοπική θέση και θα ήταν ηγετικό στέλεχος στη διοίκηση της Εκκλησίας της
Κύπρου– τα αψήφησε αυτά και θεώρησε ότι ήταν καλύτερα ν’ αποσυρθεί στην έρημο.
Έτσι, το 1978-1979, παραιτήθηκε κανονικά από τα ιερατικά του καθήκοντα και
αποσύρθηκε στο Άγιον Όρος, στη Νέα Σκήτη. Τότε κι εγώ, όντας φοιτητής στη
Θεσσαλονίκη, είχα σχεδόν εγκαταβιώσει στο Άγιον Όρος κι έτσι είχα την ευκαιρία
να βλέπω τον πατέρα Ευστάθιο πολύ συχνά. Κι επειδή είχαμε αυτή τη στενή σχέση
και φιλία, μου εκμυστηρευόταν όλα του τα μυστικά και όλους του τους αγώνες που
έκαμνε στη Νέα Σκήτη.
Εκείνο
που χαρακτήριζε τον Γέροντα Ευστάθιο, ο οποίος πήγε ως υποτακτικός στον Γέροντα
Ελπίδιο (1913–1983), τον δίδυμο αδελφό του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου που μαρτύρησε στο Φρέαρ του Ιακώβ (1913–29/11/1979), ήταν ο μεγάλος του αγώνας που έκαμνε για τη νοερά προσευχή. Όταν άκουγε
ότι κάπου στο Άγιον Όρος ένας μοναχός, ένας ασκητής, εργαζόταν και ασχολείτο
και αγωνιζόταν στη νοερά προσευχή, πήγαινε και τον έβρισκε και, με πολλή
σχολαστικότητα και λεπτομέρεια, ζητούσε να μάθει ο,τιδήποτε αφορούσε την
εργασία της νοεράς προσευχής. Ώρες ολόκληρες, κυρίως τα βράδια, περνούσε
προσευχόμενος. Αγωνιζόταν πάρα πολύ στη νοερά προσευχή.
Η
ανακάλυψη της νοεράς προσευχής ήταν για τον Γέροντα Ευστάθιο μια μεγάλη
εμπειρία, ένα πράγμα πρωτόγνωρο! Διότι ήταν άνθρωπος αρετής και προσευχής και
αφιερωμένος στον Θεό. Κατά την τότε, όμως, επικρατούσα θεολογία η νοερά
προσευχή ήταν άγνωστη και οι ευλαβείς άνθρωποι προσεύχονταν με διάφορους
τρόπους, χωρίς να γνωρίζουν αυτόν τον τρόπο που διασωζόταν μόνο στα μοναστήρια.
Έτσι ο Γέρων Ευστάθιος, όταν άρχισε να δοκιμάζει αυτό το είδος της προσευχής,
ήταν κατενθουσιασμένος. Κι επειδή ήταν πάρα πολύ απλός άνθρωπος και η ψυχή του
ήταν παιδική, εκφραζόταν με τέτοιο ενθουσιασμό, που μόνο σε παιδιά μπορείτε να
συναντήσετε.
Όταν
του μιλούσαμε για κάποιο πρόβλημά μας, πάντοτε μας έλεγε: «Αυτό λύνεται με την Ευχή. Πρέπει να λέμε την Ευχή. Άμα λέμε την Ευχή, θα λυθεί κι αυτό το πρόβλημά
μας». Κάποια φορά στη Νέα Σκήτη, στη διάρκεια μιας σύναξης, οι πατέρες δεν
ήξεραν πώς ν’ αντιμετωπίσουν ένα σοβαρότατο πρόβλημα και υπήρχαν διάφορες
γνώμες. Οπότε, κάποια στιγμή, γυρίσαμε όλοι μας προς τον Γέροντα Ευστάθιο, ο
οποίος εκπροσωπούσε τον Γέροντα Ελπίδιο, και ζητήσαμε και τη δική του γνώμη.
Εκείνος τότε, με πολλή σοβαρότητα, απάντησε: «Το πρόβλημα αυτό θα λυθεί, αν
όλοι αγωνιζόμαστε να λέμε την Ευχή». Ήταν μια απάντηση τελείως διαφορετική απ’
αυτή που εμείς περιμέναμε. Δεν υπέδειξε κάποιον πρακτικό τρόπο, δεν είπε «πρέπει να
κάνουμε έτσι ή να κάνουμε αλλιώς». Αλλά μας υπέδειξε τον σωστό τρόπο· ότι,
δηλαδή, αν μάθουμε να προσευχόμαστε, τότε, το Πνεύμα του Θεού θα μας
φωτίσει να βρούμε με ειρήνη τη σωστή λύση στα πρακτικά προβλήματά μας.
Στο
Άγιον Όρος έζησε μόνο τέσσερα χρόνια. Σε ηλικία πενήντα επτά ή πενήντα οκτώ
ετών ο Θεός τον πήρε κοντά Του μετά από μια έξαρση της ασθένειας από την οποία
υπέφερε· είχε διαβήτη. Έπεσε ξαφνικά σε κώμα και ύστερα από μερικές ώρες
εκοιμήθη, τον Αύγουστο του 1981.
Δέκα μήνες από την κοίμησή του (τον Ιούνιο του 1982) είπε
γι’ αυτόν ο Γέροντάς του, ο αοίδιμος Γέροντας Ελπίδιος: «Ο
πατήρ Ευστάθιος εργάστηκε με όλη του την ψυχή σε όλες τις υπηρεσίες. Ήταν
εφημέριος στο Κυριακό συνεχώς, εξυπηρετούσε όλη τη Σκήτη, δεν είχε μοναχό που
να του ζητούσε να λειτουργήσει στην καλύβη του και να έλεγε “όχι”. Είχε μεγάλη
αγάπη στη Σκήτη. Τον αγαπούσαν αντιστοίχως και οι σκητιώτες πατέρες. Είχε διαβήτη επί
19 χρόνια. Η εργασία τον βοηθούσε να πέφτει ο διαβήτης. Εξυπηρετούσε με τα ζώα
από το μουράγιο πολλούς αδελφούς. Για όσους είχαν ανάγκη, ήταν πρόθυμος
διακονητής. Δεν αναπαυόταν ούτε στιγμή όλη την ημέρα. Θα μαγείρευε, θα
σκούπιζε, θα περιποιόταν έναν ηλικιωμένο που δεν είχε κανέναν. Με τη διαγωγή
του αυτή απέκτησε την αγάπη όχι μόνο της Σκήτης αλλά και πολλών άλλων αδελφών.
Τέσσερα χρόνια εδώ δεν άνοιξε το στόμα του να κατηγορήσει κανέναν. Όλους τους
επαινούσε, όλους τους δικαιολογούσε και πάντα ήταν γλυκύς στους τρόπους και
στις συναναστροφές του…».
Μια
φορά μ’ επισκέφθηκε κι άρχισε να μου διηγείται για τους αγώνες που έκαμνε.
Ταυτόχρονα, με ρωτούσε –εμένα, που ήμουν εγγονάκι του στην ηλικία!– αν ήταν καλά
αυτά που έκαμνε. Σας λέω· σαν μικρό παιδάκι ήταν! Κάποτε, μου είπε: «Τελευταία,
όταν προσεύχομαι στο κελί μου», το οποίο, σημειωτέον, ήταν ένα ολοσκότεινο
υπόγειο κάτω από την εκκλησία, «δεν ξέρω τι συμβαίνει, να μου πεις κι εσύ, γεμίζει
μια ευωδία όλος ο τόπος και πολλές φορές ένα φως, ένα απαλό και ήσυχο φως φωτίζει όλο το κελί. Εγώ, όμως, φοβάμαι μήπως είναι καμιά πλάνη. Να ρωτήσεις,
σε παρακαλώ, τον Γέροντά σου, τον Γέροντα Ιωσήφ, να μου πει μήπως πλανώμαι».
Και όταν το είπα στον Γέροντά μου, τον Ιωσήφ, εκείνος μου είπε: «Μακάρι να είχαμε όλοι
τέτοιες πλάνες!».
Όταν
μια μέρα ο Γέρων Ευστάθιος ήταν εφημέριος στο Κυριακό της Νέας Σκήτης, συνέβη
ένα πολύ θαυμαστό γεγονός. Εκεί, σύμφωνα με τη συνήθεια που υπάρχει, όταν έχουμε Θεία
Λειτουργία, πηγαίνει πρώτα ο εφημέριος και κτυπά μια μικρή καμπάνα η οποία
λέγεται «καμπάνα του Δικαίου». Την ακούει ο Δικαίος (ο ετήσιος πρόεδρος της Σκήτης, ο για
12 μήνες προϊστάμενος, ο επόπτης, ο υπεύθυνος δηλαδή όλης της Σκήτης), κι έρχεται
και ανοίγει την εκκλησία. Μπαίνει πρώτα ο ιερέας και, όση ώρα χρειάζεται για να
ετοιμαστεί για τη Λειτουργία, ετοιμάζει και ο Δικαίος την εκκλησία κι έρχονται
μετά οι πατέρες για να τελεστεί η Θεία Λειτουργία.
Όπως θα γνωρίζετε, οι εκκλησίες στο Άγιον
Όρος έχουν τεράστιες και βαριές πόρτες, με τεράστια κλειδιά, που για να τα
γυρίσει κανείς και για ν’ ανοίξει η πόρτα, χρειάζεται πολύς κόπος. Καμιά φορά
χρειάζονται ακόμη και δυο άνθρωποι να βάλουν όλη τη δύναμή τους για να γυρίσει
το κλειδί. Είναι, βλέπετε, πολύ παλιές οι κλειδαριές. Τέτοια είναι και η
κλειδαριά του Κυριακού, του κεντρικού ναού της Νέας Σκήτης.
Πήγε λοιπόν ο Γέρων Ευστάθιος στο Κυριακό
και κτύπησε το καμπανάκι. Κατεβαίνει ο Δικαίος και δεν βλέπει τον πατέρα
Ευστάθιο. Σκέφθηκε ότι κάπου θα είχε πάει και, περιμένοντάς τον, προχώρησε κι
άνοιξε την εκκλησία, την οποία μάλιστα κατά την προηγούμενη ημέρα την είχε κλειδώσει
δυο φορές. Μπαίνοντας στην εκκλησία ο Δικαίος βλέπει τον Γέροντα Ευστάθιο, ο
οποίος φορούσε πετραχήλι, να προσεύχεται μπροστά στη θαυματουργό εικόνα της
Παναγίας της Γλυκοφιλούσας που υπάρχει στη Νέα Σκήτη.
Τά ’χασε
ο Δικαίος και τρόμαξε προς στιγμή. Όταν συνήλθε κάπως, έγινε μεταξύ τους ο
ακόλουθος διάλογος:
–Πατέρα Ευστάθιε, πώς μπήκες μέσα στην
εκκλησία;
–Κτύπησα την καμπάνα, είδα την πόρτα της
εκκλησίας ανοικτή, μπήκα μέσα κι είπα να κάνω μια παράκληση μέχρι να έρθεις.
–Καλά, ήταν ανοικτή η πόρτα της εκκλησίας;
–Ναι.
–Όταν ήρθα εγώ, ήταν κλειδωμένη η πόρτα της
εκκλησίας και χρειάστηκε να γυρίσω δυο φορές το κλειδί για ν’ ανοίξει η πόρτα.
Πώς εσύ τη βρήκες ανοικτή;
Όταν
τελείωσε η Θεία Λειτουργία και πήγαν όλοι οι πατέρες στο συνοδικό, ο Δικαίος
τούς είπε:
–Σήμερα, πατέρες, συνέβη ένα πολύ σοβαρό γεγονός στη
Σκήτη μας και θέλω να σας το πω. Αλλά αυτό που θα σας πω, δεν επιτρέπεται να το
ακούσει ο πατήρ Ευστάθιος. Επειδή είναι αρχάριος και είναι νέος μοναχός εδώ στη
Σκήτη κι έζησε πολλά χρόνια έξω στον κόσμο, δεν επιτρέπεται να το ακούσει. Γι’ αυτό, να φύγει!
Κι αυτά ο Δικαίος τα είπε με αυστηρό
τρόπο. Και ο Γέρων Ευστάθιος, συνεσταλμένος, ζήτησε χίλιες φορές συγνώμη και
αποχώρησε.
Όταν έφυγε ο Γέρων Ευστάθιος, ο Δικαίος
(που ήταν ο αείμνηστος πατήρ Χαράλαμπος) αφηγήθηκε ενώπιον των πατέρων εκείνο
το φοβερό γεγονός. Όπως γνωρίζουμε από τους βίους των αγίων, τέτοια θαυμαστά γεγονότα
εισόδου στον ναό, χωρίς να είναι ανοικτοί οι ναοί, δεν συναντούμε αρκετά.
Αθόρυβα οι άγιοι προσεύχονταν έξω από τις εκκλησίες και άνοιγαν οι πύλες της
εκκλησίας κι αυτοί τότε έμπαιναν μέσα…
Ένα
γεγονός, που ήταν πολύ συγκινητικό και που εμένα μου δίδαξε πολλά, είναι αυτό
που θα σας διηγηθώ τελευταία. Γνώριζα, όπως σας είπα, από την Κύπρο τον Γέροντα
Ευστάθιο, ως αρχιμανδρίτη, με όλες τις ανέσεις και τις εξουσίες που απέρρεαν
από το αξίωμά του ως αρχιερατικού επιτρόπου της Αμμοχώστου.
Όταν πήγα στη Νέα Σκήτη, που βρίσκεται
στην πιο έρημη περιοχή του Αγίου Όρους, συνάντησα τον πατέρα Ευστάθιο κάτω στον
αρσανά της Σκήτης, στην προκυμαία, ντυμένο με παλιόρουχα, κουρέλια, πραγματικά
κουρέλια, γεμάτο από πάνω μέχρι κάτω με κοπριές προβάτων, γιατί κουβαλούσε στην
πλάτη του τσουβάλια με κοπριές για τον κήπο της καλύβης τους. Ήταν γεμάτος χώματα
και καταϊδρωμένος από τον κόπο και την κούραση.
Μόλις τον είδα, τά ’χασα, στενοχωρήθηκα,
δεν ήξερα τι να κάνω, διότι σκέφτηκα ότι ο Γέρων Ευστάθιος θα αισθανόταν άσχημα
που τον έβλεπα σ’ αυτό το χάλι, ενώ τον ήξερα με τα ωραία και τα καθαρά ρούχα
του, τα περιποιημένα, να έχει αυτοκίνητα στη διάθεσή του, να έχει γραφεία, να
έχει υπαλλήλους κ.ο.κ. Στάθηκα και δεν ήξερα τι να κάνω.
Με είδε
ο πατήρ Ευστάθιος, ήρθε αμέσως κοντά μου και μου είπε:
–Τι έπαθες; Αυτά που βλέπεις τώρα, είναι
πολύ πιο χρυσά και πολύ πιο πολύτιμα από τα χρυσά που φορούσα στην Αμμόχωστο...
Κι άρχισε να γελά.
Αμέσως
μετά φορτώθηκε στην πλάτη ένα τσουβάλι κοπριές κι ανεβήκαμε μαζί στην καλύβη
όπου έμενε, η οποία απέχει επτακόσια περίπου σκαλοπάτια από τη θάλασσα και
είναι σε ένα πάρα πολύ μεγάλο ανήφορο, είκοσι λεπτά με τα πόδια. Φανταστείτε,
ότι κουράστηκα εγώ, που ήμουν τόσο νέος και δεν κουβαλούσα κανένα τσουβάλι! Ο
πατήρ Ευστάθιος αγκομαχούσε, έγινε κάθιδρος και κατάκοπος, μέχρι ν’ ανεβάσει
εκεί πέρα πάνω όλο εκείνο το φορτίο. Αυτός, ένας άνθρωπος που ποτέ στη ζωή του ούτε έκανε
αλλά ούτε και είδε, που λέει ο λόγος, τέτοιες δουλειές!
Η αγάπη όμως του Θεού έφλεγε τόσο πολύ τη ψυχή του, ώστε τον έκανε μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο να γίνει πραγματικά ένας Γέρων
του Αγίου Όρους. Τ’ όνομά του διαλαλείται σ’ όλη την περιοχή. Και είναι από τους
λίγους ανθρώπους, για τους οποίους όλοι οι αγιορείτες ομολογούν ότι είναι
άγιος. Κανείς δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό...
Μας
διηγείται και πάλι ο μακαριστός Γέροντάς του, ο πατήρ Ελπίδιος (βλέπε στην πάνω φωτογραφία):
«Τον είδα κι εγώ. Την ημέρα που ανεπαύθη,
τον είδα επάνω στον άμβωνα να κηρύττει χαρούμενος. Εν τη ζωή ήταν ένας καλός
ιεροκήρυκας. Εδώ δεν άνοιξε το στόμα του να πει τίποτε!
»Την ημέρα της κοιμήσεώς του, η μητέρα του
τον είδε ενδεδυμένο με τα ιερατικά του άμφια να της λέει:
–Μη φοβάσαι, μητέρα! Είμαι καλά, μη
φοβάσαι! Να έχεις κουράγιο!...
Κι όταν πήγαν να την ειδοποιήσουν για τον
θάνατό του, εκείνη τους είπε:
–Γνωρίζω, γνωρίζω!... Είναι καλά ο γιος μου!... Μου το είπε το πρωί ο ίδιος!...
»Μετά την κοίμησή του όλο το Άγιον Όρος
τον μνημόνευε, όλοι όσοι τον γνώρισαν. Στο Τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του
πατρός Ευσταθίου, καθώς ετοιμαζόταν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄
(1927–2007) για τη Θεία Λειτουργία και για το μνημόσυνό του, του παρουσιάσθηκε ο
πατήρ Ευστάθιος με τα ιερατικά του άμφια ενδεδυμένος, λαμπρός και χαμογελαστός.
–Δεν πέθανες εσύ;... τον ρωτά έκπληκτος ο
Αρχιεπίσκοπος.
–Δεν πέθανα! Ζω!… Ζω!… του απαντά εκείνος.
Μα, είναι δυνατόν αυτή η ψυχή να μη
σώθηκε;».
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
※
[(1) Κλείτου Ιωαννίδη:
«Γεροντικό του 20ου αιώνος»,
Κεφ. 19ο, §1 και §2, σελ. 348–357,
από μαρτυρίες των:
Γέροντος Ελπιδίου Νεοσκητιώτου
(από το Περιοδικό «Πρωτάτον»
αρ. 18, Ιούλ.–Αύγ. 1989),
Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανάσιου.
Εκδόσεις «Νεκτ. Παναγόπουλος».
Αθήνα, Οκτώβριος 19991.
(2) Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
(2) Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
(1921–2009):
«Οσίων μορφών αναμνήσεις»,
Ψυχωφελή Βατοπαιδινά–4,
κεφ. 23ο, σελ. 131–136,
Έκδοσις Ι.Μ.Βατοπαιδίου,
Άγιον Όρος, Μάρτιος 19951.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση κειμένων:
π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου