Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Οι περιπέτειες του μαθητού της αγάπης


     Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος καταγόταν από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας, άσημη κώμη στα παράλια της λίμνης Γενησαρέτ. Ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης, θυγατέρας του Μνήστορος της Θεοτόκου Ιωσήφ [26-31 Δεκ.]. Γι’ αυτό και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θεωρείται κατά σάρκα θείος του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ως ετεροθαλής αδελφός της μητέρας του Σαλώμης [3 Αυγ.]. Η ευσεβής αυτή γυναίκα ήταν μία από τις Μυροφόρες.

     Ο Ιωάννης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιάκωβο [30 Απρ.] βοηθούσαν τον πατέρα τους στο ψάρεμα, ήταν δε συνέταιροι με τους αδελφούς Πέτρο [29 Ιουν.] και Ανδρέα [30 Νοεμ.]. Γαλουχημένοι και οι τέσσερις με την προσδοκία της έλευσης του Μεσσία, στην αρχή, μαζί με άλλους ζηλωτές συμπατριώτες τους, μεταξύ των οποίων ο Φίλιππος [14 Νοεμ.] και ο Ναθαναήλ [22 Απρ.], έγιναν μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού [7 Ιαν.], ο οποίος κήρυττε βάπτισμα μετανοίας στην έρημο της Ιουδαίας κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

     Όταν ο Κύριος, μετά την βάπτιση και την τεσσαρακονθήμερη νηστεία, κατήλθε από το Σαραντάριο όρος στην έρημο, ο Πρόδρομος Τον έδειξε στους μαθητές του Ανδρέα και Ιωάννη, που βρέθηκαν να συζητούν μαζί του, λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἄμνος τοῦ Θεοῦ!» (Ιωάν. 1, 29). Και οι δύο τότε ακολούθησαν δειλά τον Χριστό να δουν πού μένει και παρέμειναν κοντά Του την ημέρα εκείνη. Την επομένη, ο Ιωάννης, ο Ανδρέας, ο Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ επέστρεψαν μαζί με τον Ιησού στην Γαλιλαία. Την άλλη ημέρα Τον ακολούθησαν στην Κανά, προσκεκλημένοι και αυτοί στον γάμο, και από εκεί στην Καπερναούμ, όπου έμειναν κοντά Του λίγες ημέρες. Κατόπιν επανήλθαν στην εργασία τους. Λίγο αργότερα, ενώ ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος επιδιόρθωναν τα δίχτυα μέσα στο πλοιάριο μαζί με τον πατέρα τους, ο Κύριος, αμέσως μετά την κλήση του Πέτρου και του Ανδρέα, κάλεσε οριστικά και αυτούς να Τον ακολουθήσουν, για να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4, 19). Αυτοί δε ευθύς εγκατέλειψαν τα πάντα και ακολούθησαν τον θείο Διδάσκαλο. Από την ώρα εκείνη ο Ιωάννης δεν αποχωρίσθηκε τον Κύριο καθ’ όλο το διάστημα της επί γης ζωής Του. Τόσο δε αγάπησε την παρθενία, ώστε αυτός μόνος από τους άλλους συμμαθητές του αξιώθηκε να ονομάζεται «παρθένος».


     Ο Ιωάννης με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτέλεσαν τον στενότερο κύκλο των μαθητών, τους οποίους έλαβε μαζί Του ο Κύριος στην ανάσταση της θυγατέρας του Ιάειρου, στην Μεταμόρφωση και στην αγωνιώδη του Προσευχή στα ενδότερα του κήπου της Γεθσημανή.

     Αλλά και στον κύκλο αυτό ο Ιωάννης διακρίθηκε για την φλογερή του αγάπη και την ολοκληρωτική του αφοσίωση προς τον Διδάσκαλο. Και τόσο αγαπήθηκε από Εκείνον, ώστε έγινε ο «ηγαπημένος» μαθητής Του. Αυτός, κατά τον Μυστικό Δείπνο, ανέπεσε στο στήθος του Κυρίου και τον ρώτησε: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα Σε παραδώσει;» (Ιωάν. 21, 20). Και όταν ο Κύριος συνελήφθη, αυτός μόνον από τους δώδεκα Τον ακολούθησε άτρομος και εισήλθε στην αυλή του αρχιερέως (Ιωάν. 18, 15). Και μόνον αυτός παρέμεινε με την Θεοτόκο κάτω από τον Σταυρό. Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε στην Μητέρα Του δείχνοντας με το βλέμμα Του τον Ιωάννη: «Γυναίκα, να ο υιός σου!»· στον δε Ιωάννη: «Να, η μητέρα σου!». Και από την ώρα εκείνη ο παρθένος μαθητής παρέλαβε την Παρθένο Μαρία στον οίκο του (Ιωάν. 19, 26-27).


     Όταν οι Μυροφόρες «την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, από τα βαθιά χαράματα» (Λουκ. 24, 1) της Κυριακής, ανήγγειλαν στους Μαθητές την Ανάσταση του Κυρίου, ο Ιωάννης πρόλαβε τον Πέτρο τρέχοντας προς το μνημείο και πρώτος αυτός «αφού έσκυψε λίγο από έξω είδε» (Ιωάν. 20, 5) τους νεκρικούς επιδέσμους να είναι εκεί. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας είδε και αυτός στο υπερώο τον Αναστάντα Κύριο και έλαβε, όπως και οι άλλοι Μαθητές, την εντολή να κηρύξει το Ευαγγέλιο σε όλον τον κόσμο. Ήταν παρών στην Ανάληψη του Κυρίου και μαζί με τους υπόλοιπους Αποστόλους δέχθηκε και αυτός κατά την ημέρα της Πεντηκοστής την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» (Πράξ. κεφ. 1-2).

     Στην αποστολική Εκκλησία ο Ιωάννης κατείχε εξαιρετική θέση. Με τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Πέτρο εθεωρούντο οι στύλοι της. Συνδεδεμένος με τον Πέτρο με ισχυρό δεσμό φιλίας, συνεργαζόταν μαζί του στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Κήρυτταν μαζί στις αυλές του ναού, μαζί επίσης ανήλθαν στο ιερό κατά την ώρα της προσευχής, όταν ο Πέτρος θεράπευσε τον χωλό και κήρυξε στο πλήθος. Οι δύο Απόστολοι συνελήφθηκαν και φυλακίσθηκαν από το συνέδριο, αλλά την επομένη απολύθηκαν, ύστερα από απαγορευτικές συστάσεις και απειλές. Αυτοί οι δύο εστάλησαν από τους Αποστόλους στην Σαμάρεια, για να μεταδώσουν στους εκεί βαπτισμένους από τον Φίλιππο χριστιανούς την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Αρχίζουμε από εδώ περίληψη των
«Περιόδων του Αποστόλου Ιωάννου»,
έργο απόκρυφο, που έγινε όμως δεκτό
στην αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας.


     Ο Ιωάννης παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα κοντά στην Θεοτόκο, για να την διακονεί έως την κοίμησή της. Όταν επρόκειτο να χωρισθούν οι Απόστολοι για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο στην οικουμένη, έβαλαν κλήρους με σκοπό να γνωρίσουν σε ποιο μέρος έπρεπε να πορευθεί ο καθένας. Στον Ιωάννη έλαχε ο κλήρος της Μ. Ασίας. Γνωρίζοντας ο άγιος ότι ολόκληρη η περιοχή ήταν βυθισμένη στην ειδωλολατρία, βαρέως δέχθηκε την αποστολή του, διότι ακόμη δεν είχε μάθει να αναθέτει όλη του την ελπίδα στην ακαταμάχητη δύναμη του Θεού. Για να εξαγνισθεί από την ανθρώπινη αυτή αδυναμία, ο Θεός παραχώρησε, ενώ έπλεαν με τον μαθητή του Πρόχορο [28 Ιουλ.] προς τον προορισμό τους, να εγερθεί τρικυμία και το πλοίο να ναυαγήσει. Τα κύματα πέταξαν τον Πρόχορο στις ακτές της Σελεύκειας, μαζί με άλλους ναυαγούς, οι οποίοι τον θεώρησαν μάγο και υπαίτιο του ναυαγίου και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Αφού διασώθηκε θαυματουργικά από τα χέρια τους, συνάντησε, ύστερα από πορεία σαράντα ημερών, τον διδάσκαλό του στην παραλιακή πόλη Μαρεώτη, εκεί όπου τον είχε βγάλει η θάλασσα.

     Από την πόλη αυτή πεζοπορώντας έφθασαν στην Έφεσο. Στην αρχή προσελήφθησαν στην υπηρεσία του λουτρού του άρχοντος Διοσκορίδη, υπό την επιστασία της κακότροπης και απάνθρωπης Ρωμάνας, η οποία τους μεταχειριζόταν ως δούλους της. Ύστερα από τρεις μήνες σκληρής εργασίας ο Ιωάννης ανέστησε με την προσευχή του τον γιο του Διοσκορίδη Δόμνο, τον οποίο έπνιξε το ενυπάρχον στο λουτρό ακάθαρτο πνεύμα, και εν συνεχεία ανέστησε και τον ίδιο τον άρχοντα, που είχε πεθάνει από την πολλή θλίψη του για τον πνιγμό του παιδιού του.

     Οι δύο αυτές νεκραναστάσεις καθώς και η εκδίωξη του δαίμονος από το λουτρό σήμαναν την αρχή της αποστολικής δράσης του Ιωάννου στην Έφεσο με πρώτους προσήλυτους την μέχρι τότε σκληρή Ρωμάνα και τους δύο κυρίους της. Από την ημέρα εκείνη ο ψαράς της Τηβεριάδος με τα κηρύγματά του σαγήνευε στα δίχτυα της βασιλείας των ουρανών πλήθος ειδωλολατρών.


     Σε μία μεγάλη πανήγυρη των Εφεσίων προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αρτέμιδος, ο Ιωάννης από το λοφίσκο όπου δέσποζε το περίφημο είδωλο έλεγξε τους κατοίκους για την ειδωλομανία τους. Οι Εφέσιοι επεχείρησαν να τον λιθοβολήσουν, αλλά οι πέτρες, κατευθυνόμενες προς το άγαλμα, το συνέτριψαν. Από τον μεγάλο σεισμό που επακολούθησε βρήκαν τον θάνατο διακόσιοι άνθρωποι. Η ανάσταση και των διακοσίων νεκρών με μόνη την προσευχή του Ιωάννου έγινε αιτία να προσέλθουν στον Χριστό την ημέρα εκείνη πολλοί ειδωλολάτρες. Για να ολοκληρώσει το έργο του ο ηγαπημένος μαθητής, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Εφεσίων προκάλεσε με την προσευχή του και την κατάρρευση του ναού της Αρτέμιδος. Ο δαίμονας, που ενέδρευε εκεί επί διακόσια σαράντα εννέα χρόνια, έφυγε από την πόλη διωγμένος από τον Απόστολο, ενώ οι περισσότεροι λάτρεις του πίστεψαν στον Χριστό.

     Όμως πολλοί Εφέσιοι, ζηλωτές των ειδώλων, δεν συγχώρησαν στον Ιωάννη τις αθρόες αποσκιρτήσεις των συμπολιτών τους από την πίστη στους πάτριους θεούς και με κατακριτική αναφορά προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομιτιανό (81-96) πέτυχαν να εξοριστεί με τον μαθητή του στην Πάτμο.

     Πριν φύγει ο Ιωάννης είχε συνδεθεί με τους αγίους Βουκόλο [6 Φεβρ.], Πολύκαρπο [23 Φεβρ.] και Ιγνάτιο [20 Δεκ.]. Έτσι, προτού αναχωρήσει για την εξορία του, χειροτόνησε τον Βουκόλο επίσκοπο Σμύρνης με βοηθό του τον Πολύκαρπο. Κατά τον πλου του προς την Πάτμο ο άγιος θεράπευσε από δυσεντερία έναν αξιωματικό της στρατιωτικής φρουράς, η οποία τον συνόδευε· και πριν φθάσουν στο νησί, όλο το πλήρωμα του πλοίου πίστεψε στον Θεό του εξόριστου Αποστόλου και βαπτίσθηκε.


     Στην Πάτμο ο Ευαγγελιστής της αγάπης φιλοξενήθηκε από τον άρχοντα Μύρωνα. Εκεί θεράπευσε τον δαιμονισμένο γιο του Μύρωνα Απολλωνίδη και κέρδισε στον Χριστό όλη την οικογένεια και αυτόν ακόμη τον Ρωμαίο διοικητή του νησιού, γαμβρό του Μύρωνα. Επί τρία χρόνια δεν εξερχόταν από τον οίκο του Μύρωνα. Εκεί θεράπευε, κατηχούσε και βάπτιζε όλους τους προσερχόμενους ένεκα της φήμης των θαυμάτων του.

     Αφού συμπληρώθηκε τριετία και πολλοί είχαν πιστέψει, ο Ιωάννης εξήλθε στην δημόσια δράση, ακολουθούμενος πάντοτε από τον Πρόχορο. Άλλοτε στην αγορά και άλλοτε περιοδεύοντας τις μικρές πόλεις του νησιού, κήρυττε στους κατοίκους, τους θεράπευε από ανίατες ασθένειες, ανέστησε νεκρούς, κατακρήμνισε με την προσευχή του τα ιερά του Απόλλωνος και του Διονύσου, φυγάδευσε από το νησί τα δαιμόνια και με την προσευχή του καταπόντισε στην θάλασσα τον τρομερό μάγο Κύνωπα. Ο λαός στερεώθηκε στην πίστη του Χριστού και ζήτησε να λάβει τον φωτισμό διά του αγίου βαπτίσματος.


     Κατά την παραμονή του στην Πάτμο ο Ιωάννης έλαβε από τον ενενηκονταετή επίσκοπο Αθηνών, τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη [3 Οκτ.], επιστολή, στην οποία τον αποκαλούσε «ήλιο του Ευαγγελίου» και του προέλεγε ότι σύντομα θα αφεθεί ελεύθερος. Πράγματι, όταν ο Τραϊνός αναδέχθηκε τον Νέρβα (98), ανακάλεσε από την εξορία τον Ιωάννη στην Έφεσο, αφήνοντας σε μεγάλη θλίψη τους νεοφώτιστους Πατμίους. Με θερμά δάκρυα τον παρακαλούσαν να τους αφήσει τουλάχιστον γραπτό το Ευαγγέλιο της θείας οικονομίας, για να το έχουν παρηγοριά στην ορφάνια τους. Υποκύπτοντας ο Ιωάννης στις παρακλήσεις, ανέβηκε με τον Πρόχορο στο όρος, έξω από την πόλη, και παρέμειναν εκεί νηστεύοντας επί τρεις ημέρες. Την τρίτη ημέρα, ενώ ο θείος Ευαγγελιστής είχε υψωμένο τον νου του προς τον Θεό, έξαφνα μεγάλη αστραπή διέσχισε τον ουρανό και δυνατή βροντή έσεισε όλο το όρος. Ο Πρόχορος έπεσε στην γη σαν νεκρός από τον φόβο του, καθ’ όσον «η τέλεια αγάπη διώχνει έξω τον φόβο» (Α΄ Ιωάν. 4, 18).

     Ακούσθηκε τότε βροντερή φωνή από τον ουρανό: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος…» (Ιωάν. 1, 1). Ο Ιωάννης υπαγόρευε στον Πρόχορο ό,τι του αποκάλυπτε η φωνή, όπως άλλοτε στο όρος Σινά ο Μωυσής έγραφε τον Νόμο καθ’ υπαγόρευσιν του Θεού (Έξοδ. 19, 16-20· 31, 18), για να παραδώσει το μήνυμα της σωτηρίας όχι όπως τότε μόνον στον εβραϊκό λαό αλλά σε όλα τα πέρατα της οικουμένης.

     Κάποια Κυριακή, ενώ ο Απόστολος βρισκόταν στο σπήλαιο της Πάτμου προσευχόμενος, ο βράχος του σπηλαίου σχίσθηκε στα τρία και στο μέσον επτά λυχνών εμφανίσθηκε ο Κύριος με μορφή νέου, του Οποίου «το πρόσωπο έλαμπε φωτεινό και αστραφτερό, όπως λάμπει ο ήλιος με όλη του τη λαμπρότητα» (Αποκ. 1, 16). Θέτοντας το δεξί του χέρι επάνω στον Ιωάννη, του είπε: «Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος. Εγώ είμαι ο ζωντανός. Με θανάτωσαν, μα να που τώρα ζω για πάντα και εξουσιάζω τον θάνατο και το βασίλειό του. Γράψε, λοιπόν, αυτά που βλέπεις: αυτά που υπάρχουν και ανήκουν στο παρόν και όσα μέλλεται να γίνουν ύστερα απ’ αυτά…» (Αποκ. 1, 17-19).


     Κατόπιν του αποκαλύφθηκαν σε μεγαλοπρεπείς οράσεις όσα θα συμβούν στους έσχατους καιρούς: η εξάπλωση της αμαρτίας, η έλευση του Αντιχρίστου, ο οποίος τελικά θα ριχθεί για πάντα στην κόλαση μαζί με τον διάβολο και τους αγγέλους του, η αναστάτωση του κόσμου, η συντέλεια των πάντων διά του θείου πυρός και, τέλος, ο θρίαμβος του Υιού του ανθρώπου, η ανάσταση πάντων και η τελική κρίση. Η Αποκάλυψις του Ιωάννου, που αποτελεί το τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής, κατακλείνεται με το όραμα της κατάβασης επί της γης της επουρανίου Ιερουσαλήμ, της αγίας και αιωνίας Πόλεως, στην οποία σκηνώνει ο Θεός με τους ανθρώπους, ως Νυμφίος «ἡρμοσμένος τῇ νύμφῃ αὐτοῦ». Τέλεια στις αναλογίες της η πόλη αυτή, έμοιαζε με καθαρό χρυσάφι και κρύσταλλο· οι θεμέλιοι του τείχους της πόλεως ήσαν κεκοσμημένοι με λίθους τιμίους και οι δώδεκα πύλες της ήσαν δώδεκα μαργαριτάρια. Και «ναό δεν είδα σ’ αυτή την πολιτεία, γιατί ο ναός της είναι ο Κύριος, ο παντοκράτορας Θεός, και το Αρνίο (ο Χριστός). Τούτη η πολιτεία δεν έχει ανάγκη από ήλιο ούτε από σελήνη για να την φωτίζουν, γιατί την φωτίζει η λαμπρότητα του Θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο» (Αποκ. 21, 22-23).

     Το βιβλίο των θείων αποκαλύψεων κλείνει με την προτροπή του ηγαπημένου μαθητού προς τους πιστούς και εραστές του Κυρίου να προσμένουν με ησυχία και προσευχή την έλευσή Του. «Και το Πνεύμα και η Νύμφη (η Εκκλησία) λένε· έλα! Κι αυτός που τ’ ακούει αυτά, ας πει· έλα! Και όποιος διψά ας έρθει να πάρει ύδωρ ζωής δωρεάν. […] Ναι, έρχομαι γρήγορα (μαρτυρεί ο Κύριος). Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού!» (Αποκ. 22, 17· 20).

     Κατά την επιστροφή του στην Έφεσο ο Ιωάννης πέρασε από την πόλη Αγροικία, όπου μεταξύ των άλλων θαυμάτων και ευεργεσιών του μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού έναν ευγενή νέο, τον οποίο εμπιστεύθηκε στον τοπικό επίσκοπο. Όταν αργότερα ξαναπέρασε από την πόλη, έμαθε ότι ο νέος είχε γίνει αρχιληστής. Χωρίς να υπολογίσει την γεροντική του αδυναμία, τράπηκε στα δάση και τα βουνά αναζητώντας το απολωλός πρόβατο. Φθάνοντας στο καταφύγιο, παραδόθηκε στους ληστές και κατόρθωσε να επαναφέρει τον νέο στον δρόμο του Χριστού με την μετάνοια.


     Ο ηγαπημένος μαθητής πέρασε ήσυχα την υπόλοιπη ζωή του στην Έφεσο, οδηγώντας στον Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Λέγεται ότι πενήντα έξι ετών αναχώρησε από τα Ιεροσόλυμα, εννέα χρόνια κήρυττε στην Έφεσο, δεκαπέντε χρόνια στην Πάτμο και είκοσι έξι πάλι στην Έφεσο. Εκοιμήθη σε ηλικία εκατόν πέντε ετών και επτά μηνών.

     Όταν έλαβε πληροφορία από τον Θεό για την κοίμησή του, εξήλθε από την πόλη με επτά μαθητές του, οι οποίοι κατά την εντολή του έσκαψαν τάφο στην άμμο σε σχήμα σταυρού. Κατόπιν τους ασπάσθηκε, ξάπλωσε μέσα και τους είπε να τον καλύψουν ως τον τράχηλο. Τέλος, την στιγμή που ανέτειλε ο ήλιος, του κάλυψαν και το πρόσωπο. Μετά τον ενταφιασμό ο μαθητές θρηνώντας επέστρεψαν στην πόλη και διηγήθηκαν τα γεγονότα. Οι χριστιανοί της Εφέσου έσπευσαν στον τάφο, για να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό· όταν όμως έσκαψαν, δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο. Κατά μία ευσεβή παράδοση, ο απόστολος Ιωάννης «μετέστη» στους ουρανούς, όπως και η Θεοτόκος, πραγματοποιώντας την αινιγματική απάντηση του Σωτήρος προς τον Πέτρο: «Εάν Εγώ θέλω αυτός να μείνει στη ζωή μέχρι να έρθω κατά τη Δευτέρα Παρουσία, γιατί σε ενδιαφέρει αυτό εσένα;» (Ιωάν. 21, 22). Ο Κύριος δεν ήθελε να πει μ’ αυτό ότι ο ηγαπημένος μαθητής δεν θα πέθαινε, αλλά ότι του επεφύλασσε κάποιον ειδικό τρόπο, χωρίζοντάς τον από τους άλλους Αποστόλους έως την Δευτέρα Παρουσία.

     Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους σύγχρονους ερμηνευτές, το Ευαγγέλιο γράφτηκε στην Έφεσο, έπειτα από την εκεί επιστροφή του Αποστόλου από την εξορία του. Η μεταγενέστερη παράδοση, η οποία αναφέρει ως τόπο συγγραφής την Πάτμο, έχει τις ρίζες της στο απόκρυφο «Πράξεις του Ιωάννου» και προέρχεται μάλλον από σύγχυση του Ευαγγελίου με την Αποκάλυψη.



—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄.
πόστολε
Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε,
ἐπιτάχυνον ῥῦσαι,
λαὸν ἀναπολόγητον·
δέχεταί σε προσπίπτοντα,
ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει
καταδεξάμενος·
ὃν ἱκέτευε Θεολόγε,
καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν
διασκεδάσαι,
αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην
καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
γάπης ὡς ἔμπλεως,
τοῦ Διδασκάλου Χριστοῦ,
τῷ στήθει ἀνέπεσας,
καὶ ἐμυήθης σαφῶς,
τὴν γνῶσιν τὴν ἄρρητον.
Ὅθεν θεολογίας,
θεῖον ὄργανον ὤφθης,
Ἀπόστολε Ἰωάννη,
καὶ φωστὴρ εὐσεβείας·
διὸ Εὐαγγελιστά σε,
πόθῳ γεραίρομεν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε
τίς διηγήσεται;
βρύεις γὰρ θαύματα,
καὶ πηγάζεις ἰάματα,
καὶ πρεσβεύεις
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
ὡς Θεολόγος
καὶ φίλος Χριστοῦ.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Προσελθὼν Ἀπόστολε,
τοῦ Διδασκάλου τῷ στήθει,
ἐξ αὐτοῦ ἀντλήσας δέ,
θεολογίας τὰ ῥεῖθρα,
ἅπασαν, τὴν οἰκουμένην
τερπνῶς ἀρδεύεις,
νάμασι,
τοῖς ζωηφόροις
καὶ ἀθανάτοις·
διὸ χαῖρέ σοι βοῶμεν,
ὦ Ἰωάννη,
θεολογίας πηγή.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
ς ἠγαπημένος τῷ Ἰησοῦ,
τῆς θεολογίας,
ἐμυήθης τὸν θησαυρόν·
ὅθεν Ἰωάννη,
Ἀπόστολον θεόπτην,
καὶ μύστην τῶν ἀρρήτων,
σὲ μεγαλύνομεν.




[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
Τόμ. 1ος, Σεπτέμβριος,
σελ. 309–315.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου·
Ορμύλια, Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.
(2) «Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης
(Συναξάριον–Θαύματα–
–Διδαχή Αγάπης–
–Υμνολογικά–Λόγοι)»·
Κεφ. Α΄ και Γ΄,
σελ. 29–30, 36 και 59,
Έκδοση
Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον
«Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος»·
Άγιον Όρος, Μάϊος 1999.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου