Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 25 Απριλίου 2017

«ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, ΠΟΥ Μ’ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΩ ΧΑΡΤΙΑ!»

«ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ,
ΠΟΥ Μ’ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΩ ΧΑΡΤΙΑ!»


     Υπάρχει μια περίπτωση να αδικούμε και επιπλέον να προσβάλλουμε τον Θεό και, μάλιστα, να μην το παίρνουμε καθόλου χαμπάρι αυτό. Και αυτή η αδικία ή η προσβολή μας να μην έχει απαραίτητα σχέση με εξόφθαλμα «βαρειές» πράξεις, όσο με απλές, απλούστατες και «αθώες» λέξεις. Και αυτές πάλι οι λέξεις είναι οι πρώτες ανεπίγνωστες θυρίδες, τα μικροπεράσματα του πειρασμού μέσα μας, του οποίου οι συνέπειες –δυστυχώς– δεν μπορούν να προσμετρηθούν όσο πρέπει από μέρους μας. Δίνοντας φρένο στην έτοιμη δικαιολογία που ενδέχεται να παραστέκει σιμά στο πνεύμα μας, λέω τούτο: δεν έχει σημασία το τι εννοούσαμε να πούμε και το τι θέλαμε να πούμε στο βάθος του σκοπού και της προαίρεσής μας. Σημασία έχει που αυτός ο βλαπτικός και μάταιος λόγος εκφέρεται, εκστομίζεται από μας προς τα έξω.

     Μπορούμε να πούμε φέρ’ ειπείν, πολύ άστοχα: «Ευχαριστώ τον Θεό, που μ’ αφήνει να παίζω χαρτιά!». Λάθος! Ίσως, βέβαια, να θέλαμε να πούμε: «Ευχαριστώ τον Θεό, που δεν με συνερίζεται και μακροθυμεί με μένα η αγάπη Του και, παρόλη τη μεγάλη βλακεία μου, εγώ συνεχίζω ασύνετα να παίζω χαρτιά εις βάρος του εαυτού μου και εις βάρος του σπιτιού μου». Σωστό! Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φράση υπάρχει μια μεγάλη, ειδοποιός και αγεφύρωτη διαφορά: με την πρώτη φράση μου ο Θεός εμπαίζεται ή μειώνεται για χάρη του δικού μου πάθους· με τη δεύτερη φράση, με μια αδίστακτη και ειλικρινή αυτοκριτική, με μια επαινετή μεταμέλεια και συντριβή, ρίχνω εγώ ανεπιφύλακτα τον εαυτό μου, παραδέχομαι πλήρως το λάθος μου και την κατάστασή μου, ταπεινώνω τον φταίχτη μου εαυτό –έστω και λεκτικά– και υψώνω δοξολογικά τον Θεό και τη μεγάλη Του αγάπη, που παραχωρεί διαθέσιμο καιρό προς την ελευθερία μου, όχι βέβαια για να συνεχίσω να είμαι όπως είμαι, παρέα με τα πάθη μου, αλλά παραχωρεί σε μένα προσωπικά καιρό μετανοίας και ανάνηψης. Η πρώτη φράση «Ευχαριστώ τον Θεό που μ’ αφήνει να παίζω χαρτιά» είναι στην κυριολεξία μια από μέρους μου (προσέξτε μία-μία τις λέξεις, παρακαλώ!) αθεολόγητη, επιπόλαιη, άσχημη και τοξική «δοξολογία», η οποία, από πνευματική άποψη, ασφαλώς και δεν μπορεί και δε γίνεται να γίνει αποδεκτή από τον Θεό.

     Είναι σημαντικό να καταλάβουμε καλά μέσα μας ότι δεν πρέπει να ανακατεύουμε τον Θεό με τα πάθη και τις πτώσεις μας. Να μη είμαστε φρούδοι και αμμώδεις στη σκέψη, αλλά εδραίοι στο φρόνημα, ζώντας τον Θεό με την καρδιά μας και εκτιμώντας κατάλληλα το Πρόσωπο και την Παρουσία Του στη ζωή μας. Είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη ευχαριστία από μέρους μας αυτό, η οποία ενέχει μέσα της λεπτές δογματικές έννοιες και θεολογικές εμβιώσεις. Που, πάει να πει ότι αρχίζουμε, με τη Χάρη Του, να «γνωρίζουμε» την άγνωστη αγάπη Του καλά και Εκείνος «άρχισε» να μας «ξέρει», δηλαδή να προσέχει, παρά την πτωτικότητά μας, την εξαιτίας Του ευαίσθητη και ποιητική καρδιά μας μέσα στην τέλεια, υπερπροσωπική και υπέρχρονη παγγνωσία Του.

     Ο Κύριος Ιησούς Χριστός επιθυμεί και χαίρεται να μας βλέπει άκρως προσεκτικούς στην αίσθηση και την εκτίμησή μας προς Αυτόν, γιατί η προσοχή και η νήψη μας αποτελούν πρώτ’ απ’ όλα έναν εγκάρδιο σεβασμό και πόθο προς τη μεγαλοσύνη Του. Αδιάκριτους, απερίσκεπτους, πρόχειρους και αδιάφορους οπωσδήποτε δεν μας θέλει η αγάπη Του. Επομένως, αξίζει, Φίλοι μου καλοί, σε ανεκδιήγητο βαθμό να γνωρίζουμε ότι ο Θεός βρίσκεται πάντα και παντού πλάι μας, είναι σε όλα μαζί μας, εκτός βέβαια από την αμαρτία μας. Σε όλα ενώνεται με μας και σε όλα περιχωρείται μυστικά, σε όλα μπορεί να υποκρύπτεται και από όλα μπορεί να αποκαλύπτεται, εκτός φυσικά από τα πάθη που εμείς επιλέγουμε να έχουμε και που Αυτός παραχωρεί, από ανεξερεύνητη αγάπη, να επιλέγουμε μέσα στην ελευθερία μας. Τα παραχωρεί· αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τα επευλογεί. Και εννοείται ότι, ζώντας παράλληλα με τα πάθη εμείς, δε σημαίνει ότι εισπράττουμε ευλογία και χάρη από αυτά. Το αντίθετο μάλιστα.

     Γι’ αυτούς που διαβάζουν τούτο το γράμμα και βιαστούν να βγάλουν άτοπα συμπεράσματα, λέω τα εξής: δεν θα διυλίσουμε τον κώνωπα των άσκεφτων εκφράσεων τόσο των δικών μας όσο και των άλλων και δεν θα «χαλάμε» το πρόσωπο που δεν είχε την εκ φύσεως ικανότητα να διατυπώσει με αρτιότητα πνευματικής σοφίας τις σκέψεις του για τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι παρεξηγησιάρης και εύθικτος όσο εμείς. Δεν ψάχνει ευκαιρίες το έλεός Του να μας εγκαλέσει με τα αναμενόμενα λάθη και τα σφάλματά μας. Αλλά, τι γίνεται; Να σας πω: Εμείς είμαστε που λαμβάνουμε χάρη και έλεος, κραταίωση, δύναμη και ρώση (=σωτηρία), όποτε συναισθανόμαστε βαθειά μέσα μας ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών αλλά, ταυτόχρονα, σε πλήρη διάσταση και σε ακατάλυτη «απουσία» ως προς τα δικά μας πάθη, τις δικές μας ατέλειες και τις αμαρτίες μας. Γιατί με αυτή την ευγενή και θεολογική καλλιέργεια που πρέπει να υπάρχει στη ψυχή μας, δικαιώνουμε μόνο Αυτόν και όχι τον εαυτό μας: «Εις Άγιος, εις Κύριος…». Και όσο πιο γρήγορα και ακαθυστέρητα διορθώνουμε με απλότητα τους εαυτούς μας και τα όποια τυχόν φραστικά λάθη που κάνουμε προς τις θείες έννοιες και καταστάσεις, προς αυτό το ίδιο το Πρόσωπο του Θεού, τόσο πιο πολύ αισθαντική γίνεται στο πλευρό μας η θεία Του αγάπη. Γιατί ο Θεός συγκινείται όταν βλέπει σε μας παλμούς θείων ευαισθησιών. Ένας αδαής νους θα πει πολύ βιαστικά και επιπόλαια: «Εε, σιγά!... Και τι έγινε;… Αυτά είναι λεπτομέρειες!...». Όμως, πιστέψτε με, από κάτι τέτοιες σημαντικές λεπτομέρειες είναι που έρχεται είτε σαν το δροσιστικό κύμα η θεία βοήθεια είτε σαν το λίβα η μανία του πειρασμού κατά πάνω μας. Και επειδή ο Θεός δεν προσβάλλεται, δεν αδικείται και δεν μειώνεται από κανέναν και από τίποτα ποτέ, όλη αυτή η πνευματική προσβολή, η αδικία και η μείωση επιστρέφει στον άνθρωπο σαν εξ αριστερών πειρασμός, που προήλθε από το κενό χάριτος της δικής μας τουλάχιστον φραστικής, λεκτικής απροσεξίας. «Από το στόμα σου θα σε κρίνω» (Λουκ. 19, 22) μας λέει η αψευδής θεία φωνή Του μέσα από το ιερό Ευαγγέλιό Του. Κι αν δεν είναι αλήθεια αυτό!

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

1 σχόλιο: