Η ΧΑΡΤΑ ΕΝΟΣ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ
Δεν
μπορούμε να ζητάμε τη σοφία της καρδιάς μας, αν πρώτα δεν αγαπήσουμε τη μητέρα της,
τον πόνο. Να μας λείψει κάποτε η ανάσα του απατεώνα κόσμου και του ψεύτη ντουνιά·
να στερέψει η πνοή του κορμιού που είναι η κιβωτός των ποικίλων βασάνων μας· να
σαβανωθούμε σαν αδύναμοι πηλοί με τους οποίους πλάθονταν διηνεκώς η αμαρτία μας·
να μπούμε αδιαμαρτύρητα μέσα στο σπήλαιο ή στον λάκκο του τέλους μας. Ξεραμένες
οι πληγές μας δεν έχουν τη δύναμη να μας κυβερνούν πια. Η παγωμάρα του κόσμου
που υπηρετούσαμε πιστά γίνεται ένα με την πλάκα που σκεπάζει το κουφάρι μας. Τέρμα
τώρα οι αλλοφροσύνες, οι λογισμοί, οι πειρασμοί, οι αλαζονείες και οι φαντασίες.
Είμαστε μόνοι. Μόνοι και αδύναμοι. Πεθάναμε, δίχως καν να το καταλάβουμε. Η
φασαρία, οι σαγήνες και τα φώτα του κόσμου μακραίνουν από τη σπασμωδική ελαχιστότητά
μας. Όλα μάς ξεχνούν ἠδη από το πρώτο λεπτό, γιατί όλα παραδίδονται στη λήθη,
γιατί σχεδόν όλα στην κοιλάδα των επιγείων δεν είναι αλήθεια. Ένα κουρνιαχτό
ήταν όλες οι εξουσίες, οι δυνάμεις, οι χαρές, οι λύπες, τα ξεφαντώματα, τα
ξεφωνητά μας, οι κρότοι και οι σπαραγμοί μας, τα δούναι και τα λαβείν μας, τα πήγαινε
και τα έλα μας. Ο οξειδωμένος πάσσαλος της εγκόσμιας μαγκιάς μας λεγόταν τελικά
«ματαιότητα», «αυταπάτη», «χίμαιρα», «ουτοπία», μια ατέλειωτη λογοκρατική και
εγκεφαλική θεωρία που σφυρηλατούσε επιδέξια η εντύπωση, η κενοδοξία, η αλητεία μας
είτε στο θρήσκευμα εἰτε στην κοινωνία των ιδεών και των δήθεν προσώπων. Το κυνήγι
των σκιών μέσα στο απεγνωσμένο μας είναι καθόριζε για χρόνια το χαμένο διάβα
μας. Ο Θεός μας πέθαινε και ανασταινόταν, κι εμείς παίρναμε χαμπάρι μόνο από το
αστραφτερό μας άτομο. Τι άτομα, Θεέ μου! Τώρα οι συγγενείς και οι φίλοι κάναν πέρα.
Πέρα και τα όνειρα και οι πόθοι, οι ιδέες και τα «νομίσματά» μας. «Εγώ είμαι»,
λέγαμε. «Εγώ νομίζω», «εγώ θεωρώ», «εγώ πιστεύω», «εγώ θέλω», «γιατί έτσι θέλω»,
«τι με νοιάζει εμένα», «σκασίλα μου μεγάλη», «έτσι γουστάρω». «Εγώ είμαι»! Τελικά,
άμα δεν πεθάνεις, άμα δεν πεθάνεις και δεν αναστηθείς ακόμη ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ, ακόμη
ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΤΟ ΕΙΣΑΙ, ακόμη ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ. Όμως,
ποιος σε ανασταίνει τώρα, που πέθανες εαυτέ μου! Όλη η περασμένη επίγεια ζωή ήταν
ένας στίβος, ένας αγώνας, μια κλεψύδρα και μια αρένα της ελπίδας, της πίστης, της
αγάπης. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, το καταλαβαίνουμε-δεν το καταλαβαίνουμε,
δοκιμαζόμαστε στην αγάπη και ανάλογα πιστεύουμε και ανάλογα ελπίζουμε και ανάλογα
ζούμε. Αν δεν αγαπήσεις βαθειά μέσα σου, βαθειά και ανιδιοτελή, είναι σαν να
μην πιστεύεις, είναι σαν να μην ελπίζεις. Το «δεν θέλω», γίνεται μετά «δεν μπορώ»
και το «δεν μπορώ» γίνεται «άσε με ήσυχο Θεέ!», «άσε με ήσυχο συνάνθρωπε!». Μόλις
πεθάνεις πραγματικά, καταλαβαίνεις· τότε καταλαβαίνεις, έρχεσαι στη γνώση, έρχεσαι
σε συναίσθηση. Βλέπεις τι είχες και τι έχασες. Τι ήσουν, τι δεν ήσουν και τι
μπορούσες και έπρεπε να ήσουν. Όλες οι διαστάσεις γίνονται ένα μέσα σε σένα. Θυμάσαι
τη παμβέβηλη κουσουριά σου, την αυτοκαταστροφική σου βλακεία, τη μαεστρία σου
στην πονηριά, τη δραπέτευσή σου από κάθε καλοσύνη. Όταν πεθάνεις, νιώθεις πια καθαρά
τα πάντα, δεν μπορείς και δεν τολμάς να κρίνεις κανέναν· είσαι εσύ ο Μέγας Φταίχτης
που είχες μιαν επίγεια ζωή σαν καρδιοστάλακτη και θεοδώρητη Ευκαιρία της ψυχής
σου και ωστόσο δεν μετάνιωσες, δεν πίστεψες, δεν ακολούθησες Αυτόν που πέθανε
και αναστήθηκε για σένα. Δεν έχουν «εδώ» που ήρθες, εαυτέ μου, πέραση οι
δικαιολογίες, οι εξυπνάδες, οι συγκαλύψεις, οι περιστροφές, οι αναλήθειες, οι
διπλωματίες, τα «ήξεις-αφήξεις», οι αιτιάσεις σε όλους τους άλλους· είσαι τώρα
ο Μόνος Ένοχος που δεν συγχώρεσες, που δεν υπέμεινες, που δεν μακροθύμησες, που
δεν βοήθησες και δεν συμπαραστάθηκες, που δεν έγινες Αγάπη, που δεν προσευχήθηκες,
που δεν ανοίχθηκες προς τον Ουρανό, που δεν έκανες μια σταλιά θυσία λίγο τη ζωή
σου, που δεν έκανες με επαινετή σιχασιά πέρα τη θολούρα των παθών, των λογισμών,
των κολλημάτων, των εμμονών, των αγνοιών, των ταραχών που έφερναν μέσα σου και έξω
οι δικές σου προλήψεις. Οι άλλοι ήταν μόνιμα η απειλή σου, ο κόσμος μια βασική αιτία
να πικραίνεται η φιλαυτία σου, οι σχέσεις το αγωνιώδες απόσπασμα του εγωισμού
σου, οι συντυχίες η τεράστια εσωτερική απέχθεια της αλαζονείας σου. Τώρα μη ζητάς
τα ρέστα: πέθανες! Πέθανες, αλλά και πάλι δεν ησύχασες. Τώρα αρχίζει για σένα η
νέμεση, η ολίσθηση του εαυτού σου στα βάραθρα της απελπισίας και της ανελπιστίας,
η γεύση του προσωπικού σου θανάτου στην αλύτρωτη μοίρα της αιωνιότητας. Πέθανες.
Επειδή στην προηγούμενη λίγη ζωή σου δεν γύρεψες τον Αναστάντα, επειδή ο βίος
σου ουσιαστικά αποστράφηκε τον Σταυρό Του, μίσησε την Ανάστασή Του και πολέμησε
τη νίκη Του επί του θανάτου της αγαπημένης σου αμαρτίας. Πέθανες. Και στο άδη –λένε–
δεν υπάρχει μετάνοια, μεταμέλεια, αλλαγή, μεταστροφή, επιστροφή. Και «πέθανες»
σημαίνει να ζεις το αδιήγητο τέρμα του πόνου, του ατερμάτιστου πένθους, του αβυσσαλέου
στεναγμού που δε συναντάει μιαν έρμη τελεία και παύση, της ατελεύτητης οδύνης
που δεν έχει λύπηση. «Χριστέ μου, ας είναι ένα ψέμα!», λες. Και τα μάτια ανοίγουν
από τον ιδρώτα που κυλάει και που ενώνεται με τα δάκρυα μέσα σε μιαν ανήσυχη νύχτα,
από ένα ιδιαίτερα μελανό όνειρο. Δεν πέθανες τελικά! Άρχισε λοιπόν τότε να ζεις
αυθεντικά και βάλε αρχή να ζήσεις με τον Θεό, για τον Θεό και από τον Θεό. Ζητώντας
και αναζητώντας με πόθο και ταπείνωση τον θείο Λυτρωτή Χριστό, τον Αναστάντα εκ
Νεκρών. «Ων πρώτος (νεκρός) ει συ»…
π. Δαμιανός
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου