Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΙΒΗΡΙΑΣ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΙΒΗΡΙΑΣ



     ...Περνάω σε μια σύντομη αλλά πιστή περιγραφή της δράσης μου, ως ιεροκήρυκας, στις φυλακές των καταναγκαστικών έργων των Νέρτινσκ αλλά και άλλων φυλακών της περιοχής Βαϊκάλης. Όπως έχω ήδη πει, ακόμα και όταν ήμουν λαϊκός επισκεπτόμουν κάποιες από τις φυλακές των κάτεργων του Νέρτινσκ, όπου κήρυττα στους δυστυχισμένους κρατούμενους. Όταν όμως έγινα μοναχός και χειροτονήθηκα ιερέας, μπόρεσα πλέον πιο ελεύθερα να συνεχίσω το έργο μου σ’ αυτές τις φυλακές. Την περιγραφή μου θα την αρχίσω από τη φυλακή της Τσιτά. Μετά τη χειροτονία μου, διορίστηκα εφημέριος στην εκκλησία αυτής της φυλακής που ήταν ο τελευταίος σταθμός, από τον οποίο έστελναν τους κρατούμενους στα κάτεργα.


     Μόλις απόκτησα πιο στενές σχέσεις με τους φυλακισμένους, κατάλαβα αμέσως ότι αυτό που χρειάζονται από μένα είναι να τους δείχνω αληθινή αγάπη. Η αγάπη αυτή, πρέπει να είναι ειλικρινής και δραστήρια. Αν δεν υπήρχε μια τέτοια αγάπη, καλύτερα να ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας. Οι άνθρωποι αυτοί, αδικήθηκαν στη ζωή τους και είναι εξαγριωμένοι με όλους και με όλα. Για να τους βγάλει ο ιερέας από αυτή την κατάσταση, πρέπει να πατά γερά και με τα δυο του τα πόδια στο έδαφος της ενεργητικής, της έμπρακτης αγάπης. Αλίμονο, σ’ εκείνον τον ιερέα, ο οποίος θα προτιμήσει τις αρχές της φυλακής από τους φυλακισμένους!


     Όταν λοιπόν συγγένεψα μ’ αυτόν τον κόσμο, όταν τους αγάπησα με αυταπάρνηση, τότε είδα ότι και για μένα οι θύρες της ψυχής τους είναι ορθάνοιχτες και ότι μου δόθηκε η απόλυτη ελευθερία οποιαδήποτε στιγμή να ερευνώ (πάντα με διάκριση, με σεβασμό και με αγάπη, εννοείται!) και τα πιο κρυφά της βάθη! Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτός ο κόσμος των εγκληματιών, κατά τη γνώμη μου, –γνώμη που είναι καρπός της προσωπικής μου πείρας– είναι πιο ιδανικός, πιο ηθικός, ακόμα και πιο θρησκευτικός, από εμάς τους ελεύθερους πολίτες του ελεύθερου κόσμου.
     Από τα χέρια μου πέρασαν περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες άνθρωποι, τους οποίους πολλές φορές τους εξομολόγησα, τους κοινώνησα αλλά και προσπάθησα με τα κηρύγματά μου να τους πείσω να αλλάξουν τη ζωή τους και να πιστέψουν στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Μεταξύ τους, υπήρχαν θαυμάσιοι τύποι, για τους οποίους και θα μιλήσω στη συνέχεια…


     Στις ομιλίες μου προσπαθούσα να αποδείξω στους φυλακισμένους ότι, για μας, δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ των ανθρώπων· ότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του ενός Θεού· ότι Εκείνος μας αγαπά πάρα πολύ και ελεεί και τον χειρότερο αμαρτωλό και εγκληματία, όπως και τον μεγαλύτερο άγιο· και ότι συχνά η αγάπη του Θεού, από συμπόνια προς τον αμαρτωλό, τον πλησιάζει πολύ περισσότερο από έναν μεγάλο άγιο. Ο Θεός, δια του Μονογενούς Του Υιού, σκόρπισε σε μας την απέραντη αγάπη Του και την αγαθότητά Του και, μόλις εμείς ανοίξουμε την καρδιά μας σ’ αυτήν την αγάπη, αμέσως από το ξεχείλισμα αυτής της αγάπης του Κυρίου, θα ανακράξουμε με θαυμασμό: «Εσύ, Κύριε, επισκέφτηκες τη βρώμικη και λερωμένη, με το αίμα του πλησίον, κατοικία της ψυχής μου;!...». Έτσι, σ’ αυτόν τον κόσμο των κακούργων, σ’ αυτούς τους ανθρώπους, έψαχνα μέσα τους την εικόνα του Θεού, για να ανταποκριθεί αυτή κατόπιν στην πρόσκληση του Θεού. Ω, το θαύμα του Χριστού! Πώς και με τι αγάπη, μερικοί απ’ αυτούς, έπαιρναν και κατάπιναν τα λόγια της αγάπης του Χριστού, που έλεγα προς αυτούς!


     Μια μέρα, ένας κατάδικος με αλυσίδες, με πλησίασε κλαίγοντας.
     –Παππούλη!... Κοίταξέ με, σώσε με!... Θέλω τον Θεό, τον Θεό θέλω!... Τα κηρύγματά σας, έκαναν να ξαναζήσει η ψυχή μου και τώρα αυτή αναζητά τον Θεό... Ω, τον Θεό θέλω!...
     –Γιε μου! Ώστε ξαναζωντάνεψες;
     –Ναι, ξαναζωντάνεψα, παππούλη! Και σας ικετεύω· δώστε μου τον Θεό!... Εγώ, τον Θεό θέλω!...



     Όλοι οι κατάδικοι είχαν φύγει από την εκκλησία. Έμεινε μόνος αυτός ο αλυσοδεμένος κατάδικος με τη φρουρά δίπλα του. Τον οδήγησα μέσα στο ιερό, όπου με ακολούθησε σαν υπάκουο παιδί.
     –Πρώτ’ απ’ όλα, φίλε μου, έλα να προσευχηθούμε.
     –Να προσευχηθούμε, παππούλη! απάντησε εκείνος.
     Προσευχόμασταν για δέκα λεπτά περίπου. Η προσευχή του, ήταν φλογερή. Μετά την προσευχή, τον παρακάλεσα να καθίσει στην καρέκλα.


     –Φίλε μου, χαρά μου! Χαίρομαι πάρα πολύ που, με τέτοια θερμότητα, ψάχνεις να βρεις τον Θεό. Ο Θεός, όμως, μόνο από τη θύρα της μετανοίας μπαίνει στη ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου. Άνοιξε τη θύρα αυτή· αυτό είναι στο χέρι σου!...


     –Θα σας πω πρώτα για τη ζωή μου και μετά θα εξομολογηθώ. Κατάγομαι από την Οδησσό κι έχω σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Δεν το τελείωσα, επειδή άρχισα να πίνω. Έφυγα από την Οδησσό και πήγα στην πόλη Ροστώφ. Γύρευα την καλή ζωή, δηλαδή να ζω οικονομικά άνετα. Όταν ήμουν 25 χρονών, από το Ροστώφ πήγα στον Καύκασο. Εκεί ρίχτηκα, όπως λένε, ολότελα σε μια αιμοσταγή ζωή. Εκεί, επίσης, σχημάτισα έξι ληστοσυμμορίες. Δεν λυπούμασταν κανέναν. Οι άνθρωποι των πέντε ομάδων γρήγορα συνελήφθηκαν από την αστυνομία και μόνο η δική μου κρυβόταν πάνω στα βουνά, στα δάση και στις άγριες χαράδρες του Καυκάσου. Πάντα σχεδόν ήμασταν βουτηγμένοι στο ανθρώπινο αίμα. Εγώ ο ίδιος, με τα δικά μου τα χέρια, σκότωνα ακόμα και έγκυες γυναίκες. Είχαμε πολλά χρήματα και χρυσαφικά. Κι εγώ, τι έκανα εγώ! Με τα ίδια μου τα χέρια έσφαξα δύο ιερείς! Για το πόσες γυναίκες βίασα, ούτε λόγος να γίνεται!


     –Και τι σας ανάγκασε να πράξετε τέτοια κακουργήματα;
     –Παππούλη! Τα πάθη μάς κάνουν να γινόμαστε άγρια ζώα· και τα πάθη αυτά, σε μας, τα μεγαλώνει και τα σκληραίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε και ζούμε.
     Όταν βλέπεις ότι όλος ο κόσμος ζει με τη βία, ότι οι νόμοι, οι αρχές και οι εξουσίες αποτελούν το πιεστήριο με το οποίο καταπιέζεται η ανθρωπότητα από τα χέρια μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, τότε, παρά τη θέλησή σου, ανάβουν μέσα σου τα πάθη και γίνεσαι, στο τέλος, αποφασισμένος για όλα! Τελικά, εξαγριώνεσαι· γίνεσαι σαν το άγριο ζώο. Πιστέψτε με, παππούλη, υπάρχουν στιγμές που θέλεις να καταστρέψεις όλον τον κόσμο και να τον κάψεις! Ο κόσμος, πρέπει να καταστραφεί! Δεν υπάρχει σ’ αυτόν τίποτα· εκτός από την υποκρισία, τη βία και την αχρειότητα…


     Όταν συναντώ ιερείς, αρχιερείς ή οποιεσδήποτε άλλες κοσμικές αρχές, σκέφτομαι:
     «Αχ, άνθρωποι, άνθρωποι! Πόσο μικροί είστε, εσείς και η υποκρισία σας, με το ένστικτο της βίας που κουβαλάτε! Μήπως εσείς δεν είστε οι δήμιοί μας, οι δήμιοι της ανθρώπινης ψυχής; Θεωρείτε τον εαυτό σας “ποιμένα” της Εκκλησίας του Χριστού, τηρητή των νόμων της δικαιοσύνης και φωτιστή του αγράμματου λαού. Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι εσείς είστε οι δήμιοι!».


     Ανατριχιάζω, όταν βλέπω τον ιερέα να δίνει τη Θεία Κοινωνία στον καταδικασμένο σε θάνατο, λίγο πριν τη θανατική του εκτέλεση. Σκέφτομαι, τότε: «Ποιόν, άραγε, να κρέμασαν; Τον εγκληματία ή τον Χριστό;». Αυτό, κάνουν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας του Χριστού!


     Ή, εδώ, ο προϊστάμενος της φυλακής· ζει σαν να είναι άρχοντας! Παίρνει μισθό 120 ρούβλια το μήνα και τα παιδιά του τα στέλνει στα καλύτερα σχολεία. Έχει ολόκληρο κοπάδι κυνηγητικά σκυλιά κι όταν θα φύγει μετά από έξι–επτά χρόνια υπηρεσίας στη φυλακή, θα έχει μαζί του πόσες χιλιάδες ρούβλια!
     Αυτό είναι, αγαπητέ μου παππούλη, που μας κάνει εμάς εγκληματίες. Κι εγώ τώρα, όταν άκουσα από σας την έκκληση να στραφούμε προς τον Θεό, βεβαιώθηκα ότι μας αγαπάτε ειλικρινά και ότι θέλετε να σωθούμε.


     Ω, μπροστά στην ειλικρινή αγάπη δεν θα μείνει ασυγκίνητος κανένας εγκληματίας! Έτσι κι εγώ, αν και ένας απ’ αυτούς, στην αγάπη που μας δείξατε, ανταποκρίνομαι με τη δική μου αγάπη. Αν ο κόσμος μάς αγαπούσε, όπως μας αγαπάτε εσείς, θα γινόμασταν άγιοι. Αυτό σημαίνει αγάπη! Μπροστά στην αγάπη, ούτε νόμοι, ούτε η δύναμη, ούτε το κακό δεν θα σταθούν. Αλλά, τώρα, αναρωτιέμαι: θα μου συγχωρήσει, άραγε, ο Θεός τις αμαρτίες μου;


     –Παιδί μου αγαπητό, οι αμαρτίες σου οι οποίες θα συγχωρηθούν ενώπιον του Θεού, τις παίρνω εγώ! του απάντησα.
     Όταν το άκουσε αυτό ο κατάδικος, έπεσε στα πόδια μου κι άρχισε να κλαίει τόσο δυνατά, ώστε ακουγόταν σ όλη την εκκλησία.
     –Ω, άγγελέ μας επουράνιε! Που κατέβηκες σε μας για να μας παρηγορήσεις, τους κακόμοιρους! έτσι μου έλεγε, αγκαλιάζοντας τα πόδια μου.


     Έκλαιγα κι εγώ μαζί του. Τρεις μέρες αργότερα, εξομολογήθηκε σε μένα και τον κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων. Και τρεις βδομάδες μετά απ’ αυτό το γεγονός, τον απαγχόνισαν στη φυλακή της Τσιτά. Δύο μέρες πριν τον θάνατό του, τον επισκέφτηκα στον θάλαμό του, όπου τον βρήκα να προσεύχεται θερμά με πολλά δάκρυα. Καταλάβαινε ότι οι μέρες της ζωής του ήταν, πια, μετρημένες.
     Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτός βρήκε τον Θεό…


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ



[Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος:
«Από όσα είδα και έζησα…
(Αναμνήσεις από την ιεραποστολή μου
στα κάτεργα της Σιβηρίας)»,
κεφ. 7ο, §4, σελ. 58–59 και 69–73,
εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη (1998;).]













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου