Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ «ΜΟΝΟΞΥΛΙΤΗ»

ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ
ΣΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ «ΜΟΝΟΞΥΛΙΤΗ»


«Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας…»
(Ἀπολυτίκιον Πεντηκοστῆς, Ἦχος πλ. δ΄).

     Κατεβήκαμε από νωρίς στον αρσανά με τους δυο πρόσφυγες Πόντιους εκ Ρωσίας εργάτες, βοηθούς μας στο κλάδεμα της ελιάς. Είχαμε διάθεση για ψάρεμα με παραγάδι. Απ’ τα βραχάκια της ακτής μ’ ένα μαχαίρι ξηλώσαμε αρκετές πεταλίδες για δόλωμα. Όρεξη νά ’χεις και η ακτή βρίθει από τούτο το γένος των θυσανοπόδων εντομοστράκων. Εμερίμνησε καλώς «Ὁ περιτειχίζων τὴν θάλασσαν ψάμμῳ». Όση ώρα τις ξεκολλούσαμε, ένα σμάρι από σφήκες γύρω μας δεν ήξερε τι να πρωτοενοχλήσει, εμάς ή τα δολώματα.

     Λίγο αργότερα, πιαστήκαμε να σκάβουμε με τα χέρια τη στιλπνή αμμουδιά, εκεί όπου σκάει το κύμα για σκουλήκια. Σε κάθε χεριά, το νερό ορμούσε αχόρταγο στα καινούργια λαγούμια· στην αρχή θαμπό, έπειτα λαμπικαρισμένο, τακτοποιούσε τον νεότευκτο ορμίσκο. Από κανένα σαστισμένο σκουλήκι έβγαινε στην επιφάνεια και, προτού προλάβει να ξαναχωθεί στην άμμο, το συλλαμβάναμε και απ’ ευθείας στο κουτάκι με τα δολώματα. Λίγο πιο εκεί, ένα κλαρί που ξέβρασε η θάλασσα, σχεδιάζει απλά σχήματα στην άμμο κατά τα κέφια του κύματος· αδύνατη η αναγνώριση της καταγωγής του, έτσι ξασπρισμένο από το αλμυρό νερό.


     Μετά, αποσυρθήκαμε στο σπιτάκι του αρσανά και πιαστήκαμε να δολώνουμε τα διακόσια τόσα αγκίστρια. Μας βρισκόταν και λίγο κατεψυγμένο χταπόδι, το κόψαμε κομματάκια, δολώσαμε και απ’ αυτό.

     Σπρώξαμε τον «Άγιο Διονύσιο» μέχρι τον γερανό και με τα χίλια ζόρια καταφέραμε να τον ρίξουμε στη θάλασσα· βαρύ σκαρί, σαν ξύλινο. Με το που ακούμπησε στο νερό, αμέσως εκείνη η τεράστια βάρκα μεταμορφώθηκε σε καρυδότσουφλο, έρμαιο στις διαθέσεις του υγρού στοιχείου. Όλα μέσα στη θάλασσα μικραίνουν, γίνονται ελάχιστα και απειροελάχιστα. Η καρίνα του, μεμιάς, έβαψε με το ζωηρό μπλε της χρώμα το διάφανο γαλάζιο της θάλασσας. 

     Δίπλα, ένα κοπάδι από νεογέννητες αθερίνες αντιδρούσανε σαν ηλεκτρισμένες και μόνο στην υποψία απειλής κάποιου πεινασμένου κέφαλου και πετιόντουσαν έξω από το νερό ομαδικά. Στον βυθό, τρεις μουρμουρίτσες έψαχναν το απογευματινό τους γεύμα.

     Απέναντί μας, ο εγκαταλειμμένος αρσανάς της Γουρουνοσκήτης, σε τίποτα δε θυμίζει τους παραδοσιακούς αγιορείτικους αρσανάδες. Κάθε έθνος έβαλε και τη δική του αρχιτεκτονική σφραγίδα στο Όρος.


     Ένα επιβλητικό διώροφο με πολλά παράθυρα, τα πιο πολλά χωρίς παραθυρόφυλλα και τζάμια. Πελώρια ξυλοκατασκευή, δίχως τίποτα το αγιορείτικο στην κοψιά της, αξιοθρήνητη στη μοναξιά της, αποτραβηγμένη, σαν παλιοκάραβο ξαρματωμένο με τα χοντρά μαδέρια του ξεπαρταλωμένα. Μπροστά του η προβλήτα, παλιά αρχόντισσα, ξεπεσμένη από τα περασμένα της μεγαλεία, ασυντήρητη, τυραννισμένη από τους καιρούς, αφέθηκε εδώ και δεκαετίες έρμαιο στους θυμούς του νοτιά· ήρθε και κάθισε κι έγειρε μονόμπαντα, θλιβερά, παραπονιάρικα, έτσι, που κανένας πια καπετάνιος μήτε πλεούμενο δεν καταδέχονται να δέσουνε δίπλα της. Στο βάθος, ξεχώριζε αχνά η σκιά του ακρωτηρίου της Θηβαΐδας, με τους γλαυκούς σκοπέλους –τα περιώνυμα για την αγριότητά τους «Γουρούνια»– μόλις να εξέχουν μέσα στη θάλασσα.


     Δέσαμε και το τελευταίο σαμαδούρι, βγήκαμε έξω, ανάψαμε το τζάκι στο σπιτάκι του αρσανά και περιμέναμε τα μεσάνυχτα, για να μαζέψουμε. Όλη αυτή την ώρα η θάλασσα έπαιζε νυχτερινά παιγνίδια με τα χαλίκια της ακτής και γέμιζε με ήχους τις άδειες ώρες της αναμονής μας.


     Τα παιδιά, οι Πόντιοι απ’ τη Ρωσία, ήταν άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι για παρέα, «μπαξέδες» που λένε. Πρόθυμοι για «φιλίες της στιγμής», για ιστορίες από το τότε και το τώρα, για παράπονα και πίκρες της ξενιτιάς, που συμβαίνει νά ’ναι η καινούργια τους πατρίδα. Στη στενάχωρη καμαρούλα, δίπλα στο ξωκλήσι της Παναγίας, το απείθαρχο φως της φωτιάς στο τζάκι τρεμοσβήνει αμέτρητες φορές και άλλες τόσες παίρνει τα πάνω του. Τρέμει και η φωνή στην αγωνία της προσδοκίας για τα ελάχιστα· «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον». Δύσκολη πάντα η πρώτη εγκατάσταση, μα, «νά ’ναι καλά οι γεροντάδες, που γύρισαν και μας κοίταξαν…».


     Σαν ξανοιχτήκαμε για δεύτερη φορά στη θάλασσα, η ρεματιά κατέβαζε απ’ τη Μεγάλη Βίγλα σπιλιάδες κι ένα ψοφόκρυο, που μας πούντιασε. Ο ουρανός ξάστερος, φωτεινός· μα για να τον απολαμβάνεις πίσω από κάποιο παραθύρι και όχι καταμεσής στη θάλασσα. Τουρτούρα σκέτη. Η υγρασία ξυπνάει τους πόνους στις κλειδώσεις. Και νά ’χεις να τραβάς το παραγάδι φορτωμένο με ατίθασα μουγκριά και κάθε τρεις και δύο να βουτάς τα χέρια σου στην παγωμένη θάλασσα. Από το κρύο, στο τέλος, δεν ορίζαμε τα δάκτυλα.


     Η ψαριά, ένα σκαθαράκι, δυο χάνοι και καμιά δεκαριά τεράστια μουγκριά. Τόσο μεγάλα, που δεν μπορούσες να τα κάνεις ζάφτι, για να τα ξαγκιστρώσεις, κι έτσι μ’ ένα μαχαίρι κόβαμε την πετονιά και τ’ αφήναμε να ξαναπέσουνε στη θάλασσα. Τώρα, αν θα επιζήσουν μ’ ένα οκτάρι αγκίστρι μαγγωμένο στο στόμα τους, αυτό μονάχα ο Θεός το γνωρίζει. Έτσι κι αλλιώς τα μουγκριά είναι άνοστα ψάρια, με εμφάνιση χελιού· άσε που, αν αποφασίσεις να τα φας, θα βαρεθείς να καθαρίζεις αγκάθια. Τώρα, θες μουγκριά, θες ακόμα πιο παρακατιανά ψάρια, σαν φαγωθούνε φρέσκα και μυρίζουνε θάλασσα, είναι όλα νοστιμότατα. Τα πάντα οικονομεί «Ἡ πληροῦσα τῶν ἀλιέων τὰς σαγήνας» (=η Παναγία). 

     Στην αλληλογραφία του Μετοχιού διαβάζουμε πως έστελναν συχνά στο Μοναστήρι ψάρια και χταπόδια, καμακωμένα στις πέτρες της «Φατμέ Ακτής». Πιθανόν να πήρε τ’ όνομά της από τη χανούμισσα κάποιου Αγά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας· το διατηρεί ακόμα και σήμερα. Πρόκειται για μια ωραιότατη τοποθεσία στην, ούτως ή άλλως, πανέμορφη αμμουδιά του Μετοχιού, προς τη μεριά της Γουρουνοσκήτης. 

     Στις μέρες μας δεν περισσεύει πατέρας για να χρεωθεί το διακόνημα του ψαρά. Μα και σ’ ολόκληρο το Όρος απόμειναν ελάχιστοι μοναχοί, που ζουν από το ψάρεμα. Μονάχα ο παπα–Σάββας, τις ελάχιστες φορές που ξεκλέβει λίγο χρόνο από τις έγνοιες του Μετοχιού, ρίχνει στη θάλασσα και ψαρεύει με τσαπαρί τίποτα σκουμπριά και σαβρίδια. Και ο αρσανάς δε μυρίζει πια ψαρίλα.


     Σαλτάραμε μ’ ένα πήδο πάνω στους μεγάλους προφυλακτήρες του τρακτέρ, αυτούς που αγκαλιάζουν τις πισινές ρόδες και, μέχρι να φτάσουμε στον Άγιο Βασίλειο, είχαμε συμπληρώσει το ξεπάγιασμα. Το παγωμένο οξυγόνο που αναπνέαμε μας ξουράφιζε τα ρουθούνια. Ξυλιάσαμε.


     Φάγαμε στην κουζίνα πρόχειρα ψωμοτύρι κι ελιές. Οι εργάτες με καληνύχτισαν και τράβηξαν για ύπνο δίπλα στο εργατόσπιτο. Εγώ περπάτησα βιαστικά–βιαστικά τον μακρύ, μισοφωτισμένο από τη λάμπα του πετρελαίου, διάδρομο, που χωρίζει δεξιά κι αριστερά του τα δεκαπέντε μοναχικά κελλάκια, και χώθηκα στο δικό μου.


     Μικρό, απέριττο, με περιφρόνηση στην άνεση, διαθέτει κρεβάτι, τραπεζάκι, μια ψάθινη καρέκλα κι ένα μικρό ξύλινο σκαμνί. Στο κρεβάτι, στρωμένο πάνω στη σούστα, το σάγισμα, εκείνο το χοντροφτιαγμένο ύφασμα από κατσικότριχες που υφαίνουν και τους καλογερικούς τουρβάδες. Είχανε μουταφτσίδικο με αργαλειό μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο Μοναστήρι. Δύσκολο όμως εργόχειρο, πολύ δύσκολο, και το εγκατέλειψαν, όπως και σ’ όλα τα Μοναστήρια. Σήμερα μουταφτσής απέμεινε ο παπα–Δημήτρης ο Τρυγωνάς στις Καρυές.


     Απάνω από το σάγισμα πλαγιάζει το στρώμα και κάνα δυο παλιές στρατιωτικές κουβέρτες για σκεπάσματα. Αυτά, και νομίζω ότι τελείωσα με την επίπλωση. Στον εξοπλισμό να συμπεριλάβουμε και μια σειρά καρφιά–κρεμάστρες στον τοίχο· για ρούχα, προσόψι, τέτοια τέλος πάντων. Καθρέφτης ή καθρεφτάκι δεν κρέμεται πουθενά, μήτε στον τοίχο μήτε πέρα στον νιπτήρα δίπλα στις τουαλέτες μήτε σε κάποιο σημείο του διαδρόμου. Τι να τον κάνουν άλλωστε; Μήπως έχουνε να ξυριστούν ή μήπως να χτενιστούν ή στο κάτω–κάτω κινδυνεύουνε να φορέσουν τον ολοστρόγγυλο μοναχικό τους σκούφο από την ανάποδη μεριά; Είναι ευτύχημα η απουσία καθρέφτη και οποιασδήποτε άλλης αστραφτερής επιφάνειας, που μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τη ματαιοδοξία μας.


     Πολλές μικρές εικόνες κρέμονται πάνω από το τραπεζάκι. Εικόνες ασήμαντες, συνήθως φωτογραφίες από κάποιο γνωστό πρωτότυπο, κολλημένες σε φτηνό κι ελάχιστο κόντρα πλακέ. Μα, μεγάλες την ώρα της προσευχής, πελώριες, που κατακλύζουν το χώρο στις τρεις διαστάσεις.


     Προσπάθησα να ζεσταθώ με την εντοιχισμένη ξυλόσομπα, που την κόρωσε από νωρίς με ξύλα ο πατήρ Παχώμιος, προτού αποσυρθεί στο κελλί του. Ένα στα δύο κελλιά, που μοιράζονται την εντοιχισμένη ξυλόσομπα, έχει το προνόμιο να περνάει το μπουρί του καπνού από μέσα. Όσο νά ’ναι, συμπληρώνει τη θέρμανση, αλλά προσθέτει και τη μαυρίλα της αιθάλης στο ταβάνι. Και ακόμα τους λεκέδες από τα μαυριδερά υγρά των καμένων ξύλων, πασαλειμμένους στο σημείο όπου το μπουρί συναντάει τον τοίχο για την έξοδό του· διαχέουνε μια ελάχιστη μυρωδιά καμένου στο δωμάτιο, παραπέμποντας σε άλλες για μας εποχές. Όμορφοι λεκέδες!

     Το δικό μου, έχει μπουρί. Και; Πού να ζεσταθείς! Η παγωνιά της θάλασσας μ’ άρπαξε μέχρι τα κόκκαλα.


     Εκτός από τις απλές θερμάστρες, τις εντοιχισμένες, απαντώνται και οι άλλες, οι κτιστές, πραγματικά έργα τέχνης. Όμορφες στην όψη, αριστουργήματα χειροτεχνίας, εκμεταλλεύονται στο ύψιστο δυνατόν τη θερμική ενέργεια με τους πολλαπλούς αεραγωγούς, που σχηματίζουν τα συμπαγή πυρότουβλα εντός τους. Πρόσφατα χειροτεχνήθηκε μια τέτοια στο κελλί του Παλαιού Οικονομείου.


     Οι σκιές των ελάχιστων πραγμάτων προβάλλονται υπερβολικές στον τοίχο, τρεμουλιαστές και ανήσυχες από το τρεμοσβήσιμο της λάμπας. Αργόσυρτα περνούν οι ώρες σ’ ένα τέτοιο δωματιάκι δίχως τη συντροφιά κάποιου βιβλίου. Κάθισα λοιπόν κι εγώ δίπλα στο φως κι άνοιξα τις «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» του μοναχού Λάζαρου Διονυσιάτου (σημ.: του κατά κόσμον Όθωνα Κορδίλα, του Στεφάνου και της Ζωής, από την Αθανάτη Λαρίσης· 1892–24/12/1974). Ο γέροντας υπήρξε δεινός και γλαφυρότατος στα γραψίματά του. Καθώς τις ξεφύλλιζα, το μάτι μου σταμάτησε στο δωδέκατο κεφάλαιο, το αναφερόμενο στη «Θεραπεία τοῦ ἀδελφοῦ Ἱεροθέου ὑπὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου». Θα προσπαθήσω με δικά μου λόγια να σας μεταφέρω συνοπτικά το περιεχόμενο...:

 

     Ήταν η χρονιά του 1944. Αύγουστος μήνας, όταν τον πατέρα Ιερόθεο τον έστειλαν σε παγκοινιά* τρύγου στον Μονοξυλίτη. Ατύχησε όμως ο κακομοίρης, ν’ αρπάξει ένα άγριο κρυολόγημα στη διάρκεια του ταξιδιού, με αποτέλεσμα να κλείσει ο λαιμός του και να μη μπορεί μπουκιά να κατεβάσει. Τον έπιασε μάλιστα ένας άτιμος βήχας, που δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει, και τού ’χε γδάρει το λαιμό από το συνεχές «γκούχου–γκούχου».


     Είδε κι απόειδε, λοιπόν, και παρακάλεσε τον πατέρα Ζαχαρία να του πει μια γνώμη για το κακό που τον βρήκε. Τότε ο γέροντας τού ζήτησε ν’ ανοίξει το στόμα του και τον κοίταξε καλά μέσα στον λαιμό. Τά ’χασε! Ο σταφυλίτης του είχε τόσο πολύ ερεθιστεί, που έγινε χοντρός, σαν σφιγμένη γροθιά, και του έφραξε τελείως τον λαιμό. Τέτοιο μεγάλο κακό τον βρήκε, που τον είχαν ξεγραμμένο και σύντομα μάλιστα.



     Ο πατήρ Ιερόθεος αποτραβήχτηκε εκείνο το βράδυ στο κελλάκι του λυπημένος και σύννους, ωσάν ασθενής που πνέει τα λοίσθια. Παραμονή της Παναγίας, ξημέρωνε η επόμενη η 8η Σεπτεμβρίου. Διάβασε το Απόδειπνο και πλάγιασε να κοιμηθεί. Απότομα, κατά τα μεσάνυκτα, ξυπνάει και βλέπει ένα φως διαφορετικό, κάτασπρο. Σάστισε! Νύχτα ακόμα, το σκοτάδι πηχτό, η λάμπα στο διάδρομο σβηστή. Και, τότε, πάνω από το κρεβάτι τού εμφανίζεται της Παναγίας η εικόνα απαστράπτουσα!


     Προχώρησε έναενάμιση βήμα, την απόσταση που τον χώριζε από τον τοίχο, και αφέθηκε εμπρός στη χάρη Της. Γονυπετής, παρακαλούσε ψελλίζοντας τους Χαιρετισμούς. Άξαφνα κάτι σα να έσπασε στο στήθος του κι άρχισε να ξερνάει από το στόμα βρωμερά φλέματα για πολλή ώρα. Γέμισε μια καραβάνα που είχε δίπλα του, τόσα πολλά! Έτρεξε, έτρεξε και ήρθε ο λαιμός του και καθάρισε, έφυγαν όλες οι αρρώστιες απ’ το κορμί του και –μεγάλη η χάρη Της!– ούτε που ξαναρρώστησε από τότε.


     Την άλλη μέρα, σαν κοίταξε με το φως του ήλιου στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του, η εικόνα της Παναγίας δεν ήταν εκεί. Απλά η παρουσία Της και μόνο επαρκούσε ’κείνο το βράδυ για να γιατρέψει τον γέροντα.


     Κι εγώ, συγκινημένος πρωτόγνωρα από τα απλοϊκά που διάβασα, καθότι συνηθισμένος ο αφελής στα περισπούδαστα και περιπεπλεγμένα, αυτά που προκαλούνε σύγχυση στο μυαλό και δυσκολεύουν την ψυχή να ξεπεράσει το βάρος του σώματος, σήκωσα το βλέμμα πάνω στο κρεβάτι. Λες και όλα συνέβησαν σ’ αυτό εδώ το κελλί.


     Μα, η Παναγία, βρίσκεται πάντοτε σε όλα τα κελλιά…




«Ὅτι ποτήριον ἐν χειρὶ Κυρίου,
οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος.
Καὶ ἔκλινεν ἐκ τοῦτο εἰς τοῦτο,
πλὴν ὁ τρυγίας αὐτοῦ οὐκ ἐξεκενώθη·
πίονται πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ τῆς γῆς».
[Ψαλμὸς Οδ΄ (74ος), στίχος 9]

«Στο χέρι του Κυρίου υπάρχει ένα ποτήρι
γεμάτο μ’ ανόθευτο δυνατό κρασί,
γεμάτο με ποτό που κερνά ο Ίδιος,
γέρνοντάς το απ’ το ένα στόμα στο άλλο
των ανθρώπων.
Παρ’ όλ’ αυτά,
τούτο το ποτήρι δεν έχει αδειάσει ολότελα·
είναι να πιουν και να δοκιμάσουν
απ’ το πικρό και στυφό κατακάθι
πού ’χει μείνει εντός του
όλοι οι αμετανόητοι αμαρτωλοί της γης».





[(1) Συμεών Οφλίδη
και Ελένης Καλαϊτζή–Οφλίδη:
«Μονοξυλίτης ή Μονοξυλίδιον
(Το Μετόχι της Μονής Διονυσίου
στο Άγιον Όρος)»,
κεφ. 22ο, σελ. 190–197,
έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου,
Άγιον Όρος, Ιανουάριος 19981.
(2) Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου:
«Διονυσιάτικαι Διηγήσεις»,
κεφ. 12ο, σελ. 39–42,
έκδοση ο.π., Ιούλιος 19881
Στις νεότερες εκδόσεις των «Διηγήσεων»
το ιστορούμενο γεγονός του θαύματος
που έζησε ο πατήρ Ιερόθεος,
έχει πλήρως απαλειφθεί, 
άγνωστο σε μας γιατί. 
(3) Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα:
«Το Ψαλτήριον»
(Με σύντομη ερμηνεία,
απόδοση στην κοινή νεοελληνική),
Ψαλμός Οδ΄ (74ος), σελ. 317,
έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων
«Ο Σωτήρ»,
Αθήνα 20152.
*Η «Παγκοινιά»: 
Αθωνική ονομασία για την κοινή, 
την ομαδική εργασία μοναχών· 
η συλλογική διακονία 
πολλών πατέρων ταυτόχρονα 
(τρύγος, μάζεμα ελιών κ.α.).]











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου