Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ–ΒΑΣΙΛΗ

Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ–ΒΑΣΙΛΗ


     Μπόχουμ (Bochum). Μια, με ιδιότυπη ομορφιά, πόλη στην Δυτική Γερμανία. Ήταν αρχές Δεκεμβρίου. Η πόλη –όπως και όλες οι πόλεις της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης– είχε κιόλας χριστουγεννιάτικο χρώμα. Είχαν οι δρόμοι τον χριστουγεννιάτικο στολισμό τους, καθώς και οι προθήκες των καταστημάτων και των σπιτιών στο εσωτερικό τους. Βέβαια, το εόρτιο μήνυμα είναι δυστυχώς! μόνο εξωτερικό. Η ρήση του Κυρίου: «ἐποιήσατε τὸν οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» (Ιωάν. β΄ 17), έχει και εδώ την εφαρμογή του, στην ευρύτερή της έννοια. Κατάντησε η μοναδική αυτή γιορτή, το προμήνυμα του λυτρωμού του κόσμου, υπόθεση εμπορίου για τους περισσότερους χριστιανούς, με όλη την υλικότητα που αυτή σημαίνει.


     Στεκόμασταν με τη συντροφιά μου σε μια διάβαση, περιμένοντας το πράσινο φως που θα μας άφηνε να περάσουμε στην άλλη μεριά του δρόμου. Επειδή τ’ αυτοκίνητα ήταν πάρα πολλά, ο «Σταμάτης» μάς κρατούσε περισσότερη ώρα· ενώ ο «Γρηγόρης», ώσπου να εμφανιστεί, αμέσως εξαφανιζόταν. Έτσι, παρατεινόταν η αναμονή ενώ, ταυτόχρονα, δινόταν η ευκαιρία να συμβούν τα πιο απρόβλεπτα πράγματα στο μικρό αυτό διάστημα, σοβαρά ή όχι. 
     Περιμένοντας, λοιπόν, να περάσουμε απέναντι, βλέπω να στέκει μπροστά μου μια κυρία με τον μικρό της. Θα ήταν περίπου πέντε ετών αγοράκι. Σε μια στιγμή, διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Το βλέμμα του μικρού παιδιού, ήταν όλο περιέργεια καθώς με παρατηρούσε. Του χαμογέλασα. Αυτό, κρύφτηκε πηγαίνοντας μπροστά στη μαμά του. Σε λίγο, προβάλλει το κεφαλάκι του και με βλέπει με το ένα του μάτι. Το ξαναβλέπω. Εκείνο, κρύβεται. Ξαναπροβάλλει με ολόκληρο το κεφαλάκι του. Νόμιζε πως δε το βλέπω. Γυρνώ, ξαφνικά, το κεφάλι μου και το βλέπω. Ξανακρύβεται. Αυτό, έγινε μερικές φορές. Είχαμε ήδη γίνει σιωπηλά φίλοι. Σε λίγο ψιθυρίζει κάτι στη μαμά του, που δεν είχε πάρει είδηση τη βουβή αυτή επικοινωνία. 
     Όμως, άκουσα τι έλεγε:


     –Τι είναι, μαμά, αυτός ο παράξενος άνθρωπος;
     –Ποιος, παιδάκι μου;
     –Να, αυτός πίσω σου.
     Γυρνάει τότε, με λεπτή διακριτικότητα, η μητέρα του και με βλέπει χαμογελαστή και με χαιρέτησε. Προτού, όμως, να προφτάσει να μου πει κάτι, μίλησα εγώ:
     –Ρώτησες τη μαμά σου ποιος είμαι, είπα απευθυνόμενος στο παιδί, δεν είναι έτσι;
     Ο μικρός κρύβεται, αλλά πάλι η περιέργεια τον νικάει. 

     Με ξαναβλέπει.
     –Δε κατάλαβες, ακόμα, ποιος είμαι;
     Ο μικρός τολμάει να πει ένα δειλό «όχι».
     –Τι θα γιορτάσουμε σε λίγες μέρες;
     –Τα Χριστούγεννα!..., λέει ο μικρός.
     –Μπράβο! Το ξέρεις! Και, δε μου λες, ποιός είναι εκείνος που αγαπάει τα μικρά παιδάκια κι έρχεται την Άγια Νύχτα και σκορπάει γι’ αυτά όμορφα δωράκια; Πρέπει να τον ξέρεις! Έτσι, δεν είναι;
     –Τον ξέρω...
     –Ποιος είναι, λοιπόν;
     –Ο Άη–Βασίλης!...
     –Ωραία, το βρήκες! Και, ξέρεις πού μένει;
     –Όχι!...
     –Όχι;... Να, πέρα!... Κατά τον Βορρά!... Δε τον βλέπεις που έρχεται με το έλκηθρο, που το τραβούν τα ελαφάκια από τη 
«Χώρα των Χιονιών»; Και, να! Κίνησε κιόλας, για να προλάβει να περάσει απ’ όλα τα σπίτια και να μοιράσει τα δώρα του. Μα, πού, να προλάβει! Γι’ αυτό έστειλε τον «Βοηθό» του, να δει από κοντά πού είναι τα καλά παιδάκια –και, όλα τα παιδάκια είναι καλά!– για να ξέρει πού να δώσει τα δώρα του. Λοιπόν; Δε κατάλαβες, ακόμη, ποιός είμαι;
     –Αααα!..., έκανε ο μικρός.
     –Βλέπεις, πως είμαι ακριβώς ο «Βοηθός» του Άη–Βασίλη;... Κι έρχομαι κι εγώ από πολύ μακρυά!…
     Του μικρού παιδιού άνοιξαν τα ματάκια, γεμάτα έκπληξη και δέος. Ο «Βοηθός» του Άη–Βασίλη στην πόλη τους και, μάλιστα, μέρα–μεσημέρι, καταμεσίς του δρόμου! Τι, ευτυχία, για τον μικρό!...


     Η μητέρα του, λησμόνησε πως έπρεπε να φύγει. Παρακολουθούσε μ ενδιαφέρον τη συζήτηση. Το ίδιο και οι δικοί μου. Ο «Γρηγόρης» και ο «Σταμάτης» διαδέχθηκαν πολλές φορές ο ένας τον άλλον. Όμως, που να το πάρουμε εμείς είδηση!...
     –Δε μου λες, ρώτησα τον μικρό, τι δώρο θέλεις να σου φέρει ο Άη–Βασίλης;
     Δίστασε για λίγο ο μικρός. Τον ενθάρρυνα.
     –Ένα τραινάκι, θέλω!... 

     Και μου είπε τι τραινάκι ήθελε.
     –Ωραία! Θα του το πω. Άλλο, τίποτε;
     –Όχι, αυτό θέλω!... απάντησε ο μικρός.
     –Πολύ καλά. Ελπίζω πως δε θα το ξεχάσει. Πιστεύω πως θα σου φέρει ένα πολύ όμορφο τραινάκι.
     Βλέπω, όμως, πως ήταν ώρα ν
 αποδεσμευθεί η μητέρα του παιδιού. Δε μπορούσε να περιμένει εκεί, μάλιστα τέτοια μέρα, περισσότερο. 
     –Κυρία μου, της είπα, χάρηκα πολύ από τη γνωριμία μου με τον μικρό σας Χανς έτσι μου είπε η μητέρα του πως έλεγαν τον μικρό, που σημαίνει «Γιαννάκης». Θα ήθελα να σας ζητήσω μια χάρη…
     –Με υποχρεώνετε! μου είπε εκείνη ευγενικά. Για τι πρόκειται;
     –Να, επειδή συστήθηκα ως «Βοηθός» του Άη–Βασίλη στο μικρό σας παιδί, κι επειδή θεωρώ έγκλημα ν
 απογοητεύει κανείς τις προσδοκίες των μικρών, θα σας παρακαλούσα να μου επιτρέπατε ν’ αφήσω ένα ποσό για να πάρετε το τραινάκι του Χανς, εκ μέρους μου…
     –Με συγκινείτε πολύ! είπε εκείνη με ολοφάνερη τη συγκίνηση, αλλά θα μου επιτρέψετε να μη δεχθώ. Σειρά μου είναι, να σας ζητήσω κι εγώ μια χάρη... 
     Και, λέγοντας αυτά, έβγαλε από την τσάντα της τρία χαρτονομίσματα των εκατό μάρκων. 
     Αυτά μου μένουν, δυστυχώς! είπε. Σας παρακαλώ, να τα δεχθείτε για να τα χρησιμοποιήσετε για τους φτωχούς της ενορίας σας, για τους «ελάχιστους αδελφούς» του Ιησού (βλ. Ματθ. κε΄ 40). Ασφαλώς, δε θα σας λείπουν τέτοιοι!...


     Έμεινα μ ανοιχτό στόμα! Τέτοια, χειρονομία! Τόσο αυθόρμητη και ειλικρινής! Τόσο συνειδητή και γνήσια! Πρέπει να είχε δεχτεί πολλή πνευματική καλλιέργεια, η ψυχή αυτή, για ν’ ανοίγει τόσο απλόχερα το χέρι της για τους άγνωστους αδελφούς της και να έχει πολύ αναπτυγμένο το πνεύμα της φιλαλληλίας. Και έτσι πρέπει να έχει γίνει, όπως κατάλαβα σε λίγο. Έτσι διδασκόταν στην ενορία της. Και είχε δεχθεί μέσα της ολόψυχα ό,τι της προσφερόταν ως διδαχή πνευματική αλλά και πρακτική. 


     Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείτε τη συγκίνησή μου από την ομορφιά αυτής της χειρονομίας που, βέβαια, δε μπορούσα να την δεχθώ, μια που, εκτός των άλλων, συνέβαινε να μην έχω ενορία. Μέσα μου, όμως, τονώθηκε η βεβαιότητα πως η αγάπη ζει ακόμη στις καρδιές των ανθρώπων. Και, όσο η αγάπη ζει, τρέφεται και η ελπίδα. Όχι, η οποιαδήποτε φρούδη ελπίδα, αλλά η ελπίδα η «ἐν Χριστῷ» σε όλες της τις διαστάσεις, τις εγκόσμιες και υπερκόσμιες. Είναι η μόνη ελπίδα που «οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄ 5), δε ντροπιάζει όσους την κατέχουν, όπου κι αν αυτοί βρίσκονται στα πλάτη της γης μας…

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ 
π. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ
(1927–2009)


[Γέροντος π.Ευσεβίου Βίττη 
(1927–2009):
«Κατοπτρισμοί»
(Πεζοτράγουδα–Χρονογραφήματα–Διηγήματα),
Μέρος β΄, Κεφ. 24ο, 
σελ. 125–130.
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», 
Θεσ/νίκη 2006.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου