ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ
Αφηγείται
ο Γ. Δημητρίου τα εξής για τον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896–11/7/1993):
Τον Γέροντα Σωφρόνιο τον γνώρισα, γιατί ο
πνευματικός μου πατέρας, ο πατήρ Χερουβείμ (Καράμπελας· 1920–1979), ηγούμενος
και ιδρυτής της Μονής του Παρακλήτου στον Ωρωπό Αττικής, ήτανε παλιός του
φίλος. Ζούσανε μαζί, όταν ο πατήρ Σωφρόνιος απεσύρθη από τη Μονή του Αγίου
Παντελεήμονα και ζούσε στην έρημο, όπου διακονούσε ως πνευματικός των ασκητών
της ερήμου.
1. «Δεν πας να πάρεις την ευχή του π.
Σωφρονίου;»
Επειδή
ταξίδευα τακτικά στο Λονδίνο, ο μακαριστός Γέρων Χερουβείμ μού είπε: «Δεν πας
να πάρεις την ευχή του πατρός Σωφρονίου και να τον γνωρίσεις;». Τότε είχα
διαβάσει το βιβλίο του «Ο Γέρων Σιλουανός», που είχε μεταφραστεί (και) στα
Ελληνικά.
Πήγα στο Essex, αφού πρώτα είχα τηλεφωνηθεί μαζί του, και με δέχθηκε
σ’ ένα πολύ σεμνό και απλό γραφείο. Ο τοίχος του γραφείου αυτού ήταν
ζωγραφισμένος από τον πατέρα Σωφρόνιο, ο οποίος ήταν και άριστος καλλιτέχνης ζωγράφος.
Κάθισα κοντά του για μια ώρα. Κι επειδή
πήγαινα από πνευματικό του αδελφό, ξανοίχτηκα μαζί του. Μου μίλησε αρκετά και
οικοδομήθηκα πάρα πολύ. Είχα την τύχη να τον ξαναδώ πριν μερικά χρόνια. Πήγα
πάλι μ’ έναν φίλο μου, ο οποίος ήτανε κι αυτός από τα πνευματικά τέκνα του
πατρός Πορφυρίου. Πήγαμε στο Essex.
2. «Την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος…»
Τότε ήταν
που θυμήθηκα μια ιστορία που μου έλεγε ο πατήρ Χερουβείμ γι’ αυτόν τον άγιο, ο
οποίος φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα. Τα έργα του, όποιος τα διαβάσει,
καταλαβαίνει ότι είναι γεμάτα αποκάλυψη. Εκεί, λοιπόν, θυμήθηκα τι μου έλεγε ο
μακαριστός π. Χερουβείμ. Κάτι που ήξερε και δεν ήθελε να αποκαλυφθεί προτού
πεθάνει ο π. Χερουβείμ.
Αυτό, λοιπόν, που μου είχε αποκαλύψει ο π.
Χερουβείμ ήταν ότι ο πατήρ Σωφρόνιος προσευχόταν συνεχώς με το «Πάτερ ἡμῶν».
Στεκόταν κι έβλεπε την ανατολή, ξεκινώντας από το βράδυ και σηκώνοντας τα χέρια
του στον ουρανό. Έλεγε τόσο αργά την κάθε λέξη, ώστε να συνειδητοποιεί την κάθε
υπαρξιακή πτυχή της σχέσης του με τον Πατέρα. Συνέχιζε την προσευχή μέχρι να
τελειώσει το «Πάτερ ἡμῶν» την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος το πρωί. Από το βράδυ
μέχρι το πρωί. Έμενε σε μία στάση προσευχής ακίνητος μέχρι πρωίας. Ήταν πολύ
συγκινητικό.
3. Η τρύπια πεταμένη φανέλα
Επίσης,
μου είπε ο Γέροντας Χερουβείμ και μια ιστορία του, την οποία ιστορία την είπα
στον Γέροντα Σωφρόνιο, κατά τη δεύτερή μου επίσκεψη στο Μοναστήρι του στο Essex, όταν του πήγα και τα χαιρετίσματα από τον Γέροντα
Πορφύριο.
Του είπα:
–Γέροντα, άκουσα μια ιστορία για σας· ότι
χαρίσατε όλα τα υπάρχοντά σας και το μόνο που σας έμεινε να χαρίσετε ήταν μια
τρύπια φανέλα. Όταν τη χαρίσατε κι αυτή την φανέλα, τη χαρίσατε σ’ έναν
οδοιπόρο, σ’ έναν ζητιάνο οδοιπόρο του Αγίου Όρους…
Ο Γέροντας μού απάντησε:
–Ναι, βρε αδελφέ, σωστά σου τα είπε ο
μακαριστός Γέροντας π. Χερουβείμ! Κάτι, όμως, δεν σου είπε.
Και πρόσθεσε ευθέως το εξής:
–Ότι αυτός ο ζητιάνος την πέταξε κι εγώ
την ξαναβρήκα, γιατί ντρεπόταν να φορέσει τη φανέλα αυτή!...
4. «Επτά ανθρώπους!»
Ο
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Γαλίτης,
θυμάται και αφηγείται για τον Γέροντα Σωφρόνιο:
–Θυμάμαι κάποτε, κάνοντας περιπάτους στο
Μοναστήρι του στο Essex -ο Γέρων Σωφρόνιος παρά τις
πολλές δεκαετίες των ετών που είχε στην πλάτη του, μπορούσε και περπατούσε
άνετα- γύρισα και του είπα:
–Γέροντα, εσείς έχετε κάνει τόσα χρόνια
αναχωρητής και άλλα τόσα χρόνια πνευματικός των ασκητών του Αγίου Όρους. Έχετε
γράψει για το άκτιστο φως, για τις πνευματικές αυτές εμπειρίες. Έχετε
συναντήσει ανθρώπους, οι οποίοι έχουν γνωρίσει, έχουν δει αυτό το άκτιστο φως;
Η απάντησή του ήταν:
–Επτά ανθρώπους.
Τον ρώτησα, στη συνέχεια, αν οι άνθρωποι
εκείνοι γνώριζαν τι είναι το άκτιστο φως. Μου απάντησε ότι μόνο δύο γνώριζαν.
Και μου εξήγησε:
–Υπήρχαν πολλοί, που γνώριζαν τι είναι το
άκτιστο φως, τι είναι αυτές οι εμπειρίες της θέωσης κι έρχονταν και μου έλεγαν:
«Είχα αυτή κι αυτή την αίσθηση, είχα αυτή την εμπειρία. Μήπως είναι το άκτιστο
φως;…». «Όχι», τους έλεγα. Άλλοι, όμως, απλοϊκοί άνθρωποι έρχονταν και μου
έλεγαν: «Μου συνέβη αυτή η συγκλονιστική εμπειρία. Τι πράγμα ήταν αυτό;…». Και
τους εξηγούσα τότε τι ήταν…
5. «Βάλατε φωτοστέφανο στον Γέροντα;»
Ο Άγιος
Σιλουανός (1866–1938) ήταν πάντοτε το υπόδειγμα και το πρότυπό του και ο
προστάτης άγιός του. Τα πάντα ήταν σ’ αναφορά μ’ αυτόν. Καταλάβαινες ότι, όπως
εμείς δεν έχουμε ύπαρξη χωρίς τον φυσικό, τον βιολογικό μας πατέρα, στον οποίον
οφείλουμε -όπως και στη μητέρα μας- τη φυσική ύπαρξή μας, έτσι και ο Γέρων
Σωφρόνιος ένιωθε ότι όφειλε την πνευματική του ύπαρξη στον Γέροντα και
Διδάσκαλό του, τον Άγιο Σιλουανό. Όπως γράφει και στο βιβλίο του, «κατά τα
τελευταία έτη του Γέροντα, από το 1931 μέχρι την τελευταία του ημέρα, 11/24
Σεπτεμβρίου 1938, συνέβη να ήμαστε στο διάστημα αυτό ο πιο κοντινός του
άνθρωπος».
Πριν ακόμη ανακηρυχθεί άγιος, το 1989, ο
Άγιος Σιλουανός, ο Γέρων Σωφρόνιος τον αποκαλούσε «άγιο». Στον ναό, που έκτισε
και στον οποίον ζωγράφισε τον Άγιο Σιλουανό, τον ζωγράφισε με φωτοστέφανο. Όταν
το είδα, του είπα: «Βάλατε φωτοστέφανο στον Γέροντα Σιλουανό;». Χαμογέλασε και
δεν είπε τίποτε. Προείδε και την επίσημη ανακήρυξη του Γέροντα Σιλουανού σε
άγιο…
[ Κλείτου Ιωαννίδη:
«Γεροντικό του 20ου αιώνος»·
κεφ. 14ο, §3–§4,
σελ. 255–256 και 259–261.
Εκδόσεις Νεκτ. Παναγόπουλος.
Αθήνα, Οκτώβριος 19991.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου