Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΘΕΣΒΙΤΗΣ
Ο άγιος
και μέγας προφήτης Ηλίας, αυτός ο άγγελος μέσα σε σώμα, που έλαβε από τον Θεό
την εξουσία να ανοίγει και να κλείνει τους ουρανούς, καταγόταν από την Θέσβη
της Γαλαάδ (σημ.: Λιστίμπ, νοτίως του Ουάντι Γιαμπίς). Λέγεται ότι την στιγμή
της γέννησής του ο πατέρας του είδε άνδρες λευκοφόρους να τον σπαργανώνουν με
φωτιά και, ονομάζοντάς τον, του έδωσαν να καταπιεί μια φλόγα, σύμβολο του θείου
ζήλου που έμελλε να τον κατατρώει καθ’ όλη την ζωή του. Από παιδί τηρούσε αυστηρά
όλες τις εντολές του Νόμου και στεκόταν νομίμως ενώπιον του Θεού με την απαθή
παρθενία του, την διαρκή νηστεία και την φλογερή προσευχή, που έκαναν την
καρδιά του σαν φωτιά και τον κατέστησαν υπόδειγμα μοναχικού βίου.
Όταν ο
Αχαάβ ανήλθε στον θρόνο του βασιλείου του βορρά, που είχε αποσχισθεί από τα
χρόνια του Ιεροβοάμ, έφθασε στο απόγειό της η ασέβεια και η αχρειότητα των
προκατόχων του. Με την ενθάρρυνση της γυναίκας του, της μιαρής Ιεζάβελ, εδίωκε
τους προφήτες και όλους τους ανθρώπους που έμεναν πιστοί στον Θεό και επιδόθηκε
στην λατρεία των ψευδοθεών: του Βάαλ και της Αστάρτης. Ο προφήτης Ηλίας μετέβη
τότε στον βασιλιά και του δήλωσε: «Ζη
Κύριος ο Θεός των Δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, μπροστά στον Οποίον εγώ παραστέκομαι,
και λέγω ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα πέσει στην γη δροσιά ούτε βροχή, παρά
μόνο με προσταγή δική μου» (Γ΄ Βασ. 17, 1). Με τα λόγια του προφήτη μια
τρομερή ξηρασία ενέσκηψε τότε σαν πυρετός στην γη: όλα ξεράθηκαν, ερημώθηκαν,
κάηκαν· άνδρες, γυναίκες, παιδιά, κατοικίδια ζώα και αγρίμια, όλα πέθαιναν από
έλλειψη τροφής· οι πηγές στέρεψαν, τα φυτά μαράθηκαν και τίποτε δεν γλύτωσε από
την μάστιγα που επέτρεψε ο Θεός με την ελπίδα ότι ο λιμός θα οδηγούσε τον λαό
του Ισραήλ στην μετάνοια.
Με
εντολή Θεού, ο προφήτης που φορούσε μηλωτή και δερμάτινη ζώνη, άφησε το
βασίλειο του Ισραήλ και μετέβη στον χείμαρρο Χερίθ, ανατολικά του Ιορδάνη. Κατά
την εκκλησιαστική παράδοση, στον τόπο αυτό ακριβώς ανεγέρθη μεταγενέστερα η
Μονή του Χοζεβά, που υπάρχει και σήμερα [8 Ιαν.]. Εκεί, ο προφήτης του Θεού
έπινε νερό από τον χείμαρρο και ο Κύριος τού έστελνε κόρακες –πουλιά που οι Ισραηλίτες τα θεωρούσαν ακάθαρτα, τα οποία ήσαν γνωστά για την σκληρότητά τους
απέναντι στα νεογνά τους– για να του φέρνουν ψωμί το πρωί και κρέας το δειλινό
(Γ΄ Βασ. 17, 6), προτρέποντας έτσι τον προφήτη Του να είναι εύσπλαχνος απέναντι
στον δοκιμαζόμενο λαό Του. Αυτό το γεγονός αποτελεί το θέμα πολλών πατερικών
ομιλιών για τον προφήτη Ηλία και συγκεκριμένα το κοντάκιο Ζ΄ του Αγίου Ρωμανού
του Μελωδού (SC 99, 309-341) [1 Οκτ.]. Όταν ο
χείμαρρος ξεράθηκε κι αυτός, ο Θεός έστειλε τον δούλο Του στην Σαρεπτά της
Σιδωνίας, δείχνοντάς του καθ’ οδόν τα ολέθρια αποτελέσματα της ανομβρίας, για
να τον παραινέσει για μια φορά ακόμη να είναι συμπονετικός. Έφθασε σε μια
φτωχιά χήρα ειδωλολάτρισσα, που μάζευε ξύλα για να ψήσει ψωμί για την ίδια και
τον γιο της. Παρά την έσχατη ένδεια στην οποία βρισκόταν, έβαλε πρώτα από όλα
το καθήκον της φιλοξενίας και, μόλις ο προφήτης τής το ζήτησε, πήγε να
ετοιμάσει γι’ αυτόν μία λαγάνα με το λίγο αλεύρι και λάδι που της είχε
απομείνει. Σύντομα αποζημιώθηκε για την φιλοξενία της: με τα λόγια του προφήτη
το πιθάρι με το αλεύρι και το δοχείο με το λάδι δεν επρόκειτο να αδειάσουν
μέχρι να έλθει η πολυπόθητη βροχή. Κατέλυσε για λίγες ημέρες στο σπίτι της
χήρας, αλλά εν τω μεταξύ ο γιος της αρρώστησε και πέθανε. Η γυναίκα μέσα στον
πόνο της κατηγόρησε τον άνθρωπο του Θεού ότι έφερε δυστυχία και όλεθρο μέσα στο
σπίτι της. Ο προφήτης Ηλίας ανέβασε το παιδί στο ανώγι όπου έμενε και, αφού
επικαλέστηκε τον Θεό και ενεφύσησε τρεις φορές στο άψυχο παιδί και προσευχήθηκε
στον Κύριο, επέστρεψε στην μητέρα τον γιο της ζωντανό, προφητεύοντας έτσι την
Ανάσταση των νεκρών (Γ΄ Βασ. 17, 10-24).
Η
ανομβρία βασάνισε την περιοχή επί τρία έτη και μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε
αποδεκατισθεί· ο Θεός όμως, σεβόμενος τον όρκο του προφήτη Του, δεν ήθελε να
δείξει την ευσπλαχνία Του προτού καταλάβει ο Ηλίας ότι επιθυμία Του δεν είναι ο
θάνατος των αμαρτωλών, αλλά η μεταστροφή τους (βλ. Ιεζ. 33, 11). Απέστειλε τότε
τον προφήτη στον βασιλιά Αχαάβ για να του αναγγείλει ότι η ξηρασία επρόκειτο να
πάψει σύντομα. Ο Ηλίας παρουσιάστηκε στον έκπληκτο βασιλιά, που έβλεπε να
έρχεται ελεύθερα αυτός που είχε βάλει πριν να τον αναζητούν παντού, και τον κάλεσε
να συγκεντρώσει όλον τον λαό του Ισραήλ στο Καρμήλιον όρος για να παραστεί
μάρτυρας στην αντιπαράθεσή του με τους τετρακόσιους πενήντα προφήτες του Βάαλ
και τους τετρακόσιους προφήτες των ιερών αλσών που συντηρούσε η Ιεζάβελ. Μόλις
έγινε η μεγάλη αυτή σύναξη, ο Ηλίας είπε στον λαό: «Ως πότε θα αμφιταλαντεύεστε; Αν ο Κύριος είναι στ’ αλήθεια ο Θεός,
ακολουθήστε Τον· κι αν είναι θεός ο Βάαλ, ακολουθήστε τότε εκείνον!» (Γ΄
Βασ. 18, 21). Έδωσε εντολή να ετοιμασθούν προς θυσία δύο μοσχάρια και να
τοποθετηθούν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να ανάψουν φωτιά, και άφησε τους
ψευδοπροφήτες να θυσιάσουν πρώτοι αυτοί. Αυτοί, πάλι, με μεγάλες φωνές επικαλούνταν
τον Βάαλ κάνοντας χαρακιές στα σώματά τους από το πρωί ως το βράδυ, αλλά
ματαίως. Ο Ηλίας τούς ενέπαιζε προτρέποντάς τους να φωνάξουν ακόμη πιο δυνατά,
μήπως και ο θεός τους είχε αποκοιμηθεί ή ήταν απασχολημένος σε άλλη δουλειά
(!). Όταν βράδιασε, ο προφήτης ανήγειρε θυσιαστήριο με δώδεκα πέτρες, που
παρίσταναν τις φυλές του Ισραήλ, έσκαψε γύρω του ένα μεγάλο αυλάκι και
τοποθέτησε πάνω στα ξύλα του θυσιαστηρίου το κομματιασμένο μοσχάρι. Είπε τότε
να περιχύσουν τρεις φορές άφθονο νερό πάνω στο ολοκαύτωμα και στα ξύλα και έτσι
το αυλάκι γέμισε από τα νερά που έτρεχαν. Έπειτα ανεβόησε προς τον ουρανό
επικαλούμενος τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Στην στιγμή έπεσε
φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα, τα ξύλα και τις πέτρες,
γλείφοντας ως και το νερό. Τότε ο λαός έσκυψε το κεφάλι στην γη φωνάζοντας: «Στ’ αλήθεια ο Κύριος, Αυτός είναι ο Θεός!»
(Γ΄ Βασ. 18, 39). Με εντολή του Ηλιού
συνελήφθησαν οι ψευδοπροφήτες και ο άνθρωπος του Θεού τούς έσφαξε με τα ίδια
του τα χέρια στον χείμαρρο Κισσών. Κατόπιν ανήγγειλε στον Αχαάβ ότι η ανομβρία
θα έπαιρνε σύντομα τέλος. Ο ίδιος ανέβηκε στην κορυφή του Καρμηλίου και,
προσπίπτοντας στην γη με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα και τον νου συγκεντρωμένο
στην καρδία του, προσευχήθηκε. Επτά φορές έστειλε τον υπηρέτη του να ατενίσει
τον ορίζοντα κατά την θάλασσα, και την εβδόμη φάνηκε μακριά ένα μικρό σύννεφο,
σε λίγο δε ο ουρανός σκοτείνιασε και ξέσπασε δυνατή βροχή σκορπίζοντας στην γη
την ουράνια ευλογία.
Όταν η
βασίλισσα Ιεζάβελ έμαθε την σφαγή των προφητών της, εξοργίστηκε και ορκίστηκε
να εκδικηθεί. Ο Ηλίας, που δεν είχε φοβηθεί το πλήθος των ψευδοπροφητών, αυτή
την φορά εγκαταλείφθηκε από την Χάρη του Θεού και, κυριευμένος από μικροψυχία,
έφυγε για την Βηρσαβεέ, στην γη του Ιούδα. Εξαντλημένος από την οδοιπορία στην
έρημο, κάθισε στην σκιά ενός δένδρου και ζήτησε από τον Θεό να του πάρει την
ζωή. Άγγελος Κυρίου επεφάνη τότε σ’ αυτόν και του έδωσε μια λαγάνα κι ένα
κανάτι νερό. Αναζωογονημένος από την θεϊκή αυτή αρωγή, μπόρεσε να περπατήσει
σαράντα ημέρες μέσα στην έρημο μέχρι το βουνό του Θεού, το Χωρήβ, την κορυφή
του όρους Σινά, εκεί όπου ο Θεός εμφανίστηκε στον Μωυσή (βλ. Εξ. 33). Μπήκε
εκεί σε ένα κοίλωμα βράχου, όπου είχε κρυφτεί άλλοτε ο Μωυσής, και κατέλυσε την
νύκτα. Ο Θεός τότε του απευθύνθηκε και ο Ηλίας απάντησε: «Με ζήλο μεγάλο αγωνίστηκα για Σένα, Κύριε, Παντοκράτορα! Αλλά να, που
οι Ισραηλίτες αθέτησαν την διαθήκη Σου, γκρέμισαν τα θυσιαστήριά Σου και κατάσφαξαν
τους προφήτες Σου· μονάχα εγώ απέμεινα μόνος εδώ και ζητούν κι εμένα τώρα να με
θανατώσουν» (Γ΄ Βασ. 19, 10). Ο Θεός τον πρόσταξε να βγει από εκεί και να
σταθεί πάνω στο βουνό, για να Τον δει. Τότε, σφοδρός άνεμος έσχιζε τα όρη και
συνέτριβε τους βράχους, αλλά ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον άνεμο· κατόπιν έγινε
ισχυρός σεισμός, αλλά ο Κύριος δεν ήταν μέσα στον σεισμό· και μετά τον σεισμό
έγινε μεγάλο πυρ, αλλά ο Κύριος δεν ήταν στο πυρ· και μετά το πυρ ήλθε μία φωνή
που ήταν σαν αύρα λεπτή (Γ΄ Βασ. 19, 12) την οποία, μόλις την άκουσε και την
αισθάνθηκε ο Ηλίας, σκέπασε από ευλάβεια το πρόσωπό του με την μηλωτή του και
στάθηκε στην είσοδο του σπηλαίου, διότι ο Θεός ήταν στ’ αλήθεια μέσα σε αυτή
την λεπτή αύρα, την οποία οι άγιοι Πατέρες μας την ερμήνευσαν ως προτύπωση της
Ενανθρωπήσεως του Χριστού, ανώτερη κατά πάντα από τις τρομακτικές θεοφάνειες
της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Κύριος τον βεβαίωσε ότι δεν ήταν ο Ηλίας ο μόνος
δίκαιος, καθότι άλλοι επτά χιλιάδες Ισραηλίτες δεν είχαν σκύψει το κεφάλι
μπροστά στον Βάαλ, και τον διέταξε να επιστρέψει από τον ίδιο δρόμο για να
χρίσει βασιλέα της Συρίας τον Αζαήλ και τον Ιού βασιλέα του Ισραήλ, κατόπιν δε
να χρίσει διάδοχό του τον Ελισαίο [14 Ιουν.]. Ο Ηλίας βρήκε τον Ελισαίο να οργώνει
με δώδεκα ζευγάρια βόδια και, ρίχνοντας πάνω του την μηλωτή του, τον έκανε
μαθητή του.
Ο
βασιλιάς Αχαάβ ωστόσο συνέχισε τις ασεβείς πράξεις του και άρπαξε το αμπέλι του
Ναβουθαί του Ιεζραηλίτη, προκαλώντας δολίως την θανάτωσή του κατόπιν συμβουλής
της Ιεζάβελ. Ο προφήτης Ηλίας, που είχε σιωπήσει για κάποιο διάστημα, στάλθηκε
από τον Κύριο στην Σαμάρεια και είπε στον βασιλέα: «Στον τόπο όπου τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, θα γλύψουν και
το δικό σου το αίμα κι όλες οι πόρνες πρόκειται να λουστούν μ’ αυτό» (Γ΄ Βασ. 21, 19).
Πρόσθεσε ότι συμφορά θα έπεφτε σε όλον τον οίκο του Αχαάβ και ότι τα σκυλιά θα
κατασπάραζαν το σώμα της Ιεζάβελ στο περιτείχισμα του Ιεζράελ. Στα φοβερά λόγια
αυτά ο βασιλιάς έπεσε σε συντριβή· έσκισε τα ρούχα του, φόρεσε σάκκο και νήστεψε.
Ο Κύριος είδε ευνοϊκά την μετάνοιά του και ανήγγειλε στον προφήτη του ότι δεν
θα άφηνε να ξεσπάσει η οργή του παρά μόνο στις ημέρες τις βασιλείας του γιου
του.
Ο Αχαάβ
πέθανε λίγο αργότερα και ανέλαβε την εξουσία ο γιος του Οχοζίας, άνθρωπος δεισιδαίμων.
Αρρώστησε και έστειλε μηνυτές να συμβουλευτούν τον Βεελζεβούλ, τον θεό των
Ακκαρών. Ο προφήτης Ηλίας παρουσιάστηκε στους απεσταλμένους αναγγέλλοντας ότι ο
βασιλιάς δεν θα αναλάμβανε. Όταν αυτοί μετέδωσαν το μήνυμα περιγράφοντας τον
προφήτη, ο βασιλιάς, αναγνωρίζοντας τον Ηλία, έστειλε ένα απόσπασμα από πενήντα
άνδρες να τον συλλάβουν. Δύο φορές όμως που έγινε αυτό, φωτιά έπεσε από τον
ουρανό με την επίκληση του προφήτη και έκανε στάχτη τους στρατιώτες. Ο τρίτος
πεντηκόνταρχος ικέτευσε έντρομος τον Ηλία να τον λυπηθεί, και ο προφήτης τον εισάκουσε
και πήγε μόνος του στον βασιλέα αναγγέλλοντας με ζωηρή φωνή ότι επρόκειτο να
πεθάνει διότι κατέφυγε στους ψευδοθεούς. Ο Οχοζίας πέθανε πράγματι λίγες ημέρες
αργότερα και ο αδελφός του Ιωράμ έγινε βασιλιάς του Ισραήλ. Κατά τα δώδεκα έτη
της βασιλείας του κατήργησε την λατρεία του Βάαλ, αλλά δεν έβαλε τέρμα στο
αμάρτημα του Ιεροβοάμ, που είχε προκαλέσει το σχίσμα στον λαό του Θεού και είχε
ενθαρρύνει την ειδωλολατρεία. Γι’ αυτό και ο Θεός έστειλε συμφορές στον οίκο του και
εκπλήρωσε την προφητεία που ανήγγειλε ο Ηλίας την εποχή του Αχαάβ: ο Ιού πήρε
την εξουσία μετά από συνωμοσία κατά του Ιωράμ και, μπαίνοντας στην πόλη
Ιεζράελ, θανάτωσε την Ιεζάβελ γκρεμίζοντάς την από ένα ψηλό παράθυρο. Το αίμα
της έβαψε τον τοίχο και τα σκυλιά κατασπάραξαν το σώμα της πριν μπορέσουν να
την θάψουν (Δ΄ Βασ. 1, 1-18).
Μετά
από δεκαπέντε έτη προφητικής λειτουργίας, έχοντας εκπληρώσει την αποστολή που
του εμπιστεύθηκε ο Θεός, ο Ηλίας μετέβη από τα Γάλγαλα στην Βαιθήλ
συνοδευόμενος από τον Ελισαίο που αρνιόταν να εγκαταλείψει τον δάσκαλό του. Από
εκεί πήγαν στην Ιεριχώ. Φθάνοντας στην όχθη του Ιορδάνη, ο Ηλίας πήρε την
μηλωτή του, την τύλιξε και κτύπησε με αυτή τα νερά, που χώρισαν στα δύο για να
τους αφήσουν να περάσουν αβρόχοις ποσίν. Όταν ο Ελισαίος τού ζήτησε να έρθει σ’
αυτόν διπλάσιο το προφητικό πνεύμα, ο Ηλίας απάντησε: «Δύσκολο πράγμα μού ζήτησες. Ωστόσο, αν με δεις την στιγμή που θα φεύγω
από κοντά σου, τότε θα γίνει αυτό που ζήτησες. Αν όμως δεν με δεις, δεν θα
γίνει» (Δ΄ Βασ. 2, 10). Ενώ λοιπόν βάδιζαν στην έρημο συζητώντας, ένα άρμα
από φωτιά που έσερναν πύρινα άλογα εμφανίσθηκε ανάμεσά τους. Ο Ηλίας ανέβηκε
στο άρμα και ανελήφθη «ὡς εἰς τὸν
οὐρανόν» (Δ΄ Βασ. 2, 11), μέσα σε ένα ανεμοστρόβιλο, ενώ ο Ελισαίος τού
φώναξε: «Πατέρα μου, πατέρα μου! Εσύ
είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του Ισραήλ!» (Δ΄ Βασ. 2, 12). Οι Πατέρες
υπογράμμισαν ότι αυτό το «ὡς», που
προσέθεσε η μετάφραση των Εβδομήκοντα [Ο΄], δείχνει ότι ο Ηλίας δεν αναλήφθηκε
σωματικά στους Ουρανούς, πράγμα αδύνατον πριν την Ανάσταση και την Ανάληψη του
Ιησού Χριστού, αλλά ότι απέφυγε τον θάνατο όπως ο Ενώχ και ακόμη ότι τον φύλαξε
ο Θεός σε τόπο άγνωστο μέχρι την εσχάτη ημέρα. Ο Ελισαίος πήρε την μηλωτή του
προφήτη και διδασκάλου του, που είχε πέσει πάνω του και, κτυπώντας τα νερά δύο
φορές, μπόρεσε να διασχίσει τον Ιορδάνη· ενώ οι υπόλοιποι υιοί των προφητών τον
χαιρετούσαν λέγοντας: «Το πνεύμα του Ηλία
αναπαύθηκε κι έμεινε στον Ελισαίο» (Δ΄ Βασ. 2, 15).
Αναλαμβανόμενος
σωματικώς στα απροσπέλαστα ύψη του ουρανού, ο προφήτης Ηλίας προτύπωσε κατ’
αυτό τον τρόπο την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με την πέμψη της
μηλωτής του επί του μαθητού του, του Ελισαίου, ανήγγειλε την επιφοίτηση του
Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής (Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, Κοντάκιον
Ζ΄, Εις τον Προφήτην Ηλίαν 33, SC 99, 341).
Επιφανής
εκπρόσωπος του τάγματος των Προφητών και έχοντας φθάσει με τον πρωτοφανή ζήλο του στην
κορυφή της αρετής, ο Ηλίας κρίθηκε άξιος να δει πρόσωπο με πρόσωπο την δόξα του
Ενανθρωπήσαντος Θεού μαζί με τον Μωυσή και τους τρεις Αποστόλους κατά την ημέρα
της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (βλ. Ματθ. 17), όπου ανήγγειλε την Δευτέρα
Παρουσία Του. Κατεβαίνοντας από το Θαβώρ, οι Μαθητές ρώτησαν τον Κύριο αν ο
Ηλίας θα ερχόταν πριν την ανάσταση των νεκρών για να αποκαταστήσει τα πάντα,
όπως διδάσκουν οι προφήτες (Μαλ. 3, 23). Ο Χριστός τούς απάντησε: «Σας βεβαιώνω πως ο Ηλίας ήδη έχει έλθει, μα
δεν τον αναγνώρισαν και του έκαναν ό,τι ήθελαν» (Ματθ. 17, 12),
υπαινισσόμενος τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή, που ήλθε να
προετοιμάσει την έλευση του Χριστού «με
το πνεύμα και την δύναμη του προφήτη Ηλία» (Λουκ. 1, 17). Η σεπτή εκκλησιαστική
παράδοση είδε συχνά δύο μάρτυρες που θα νικηθούν κατά την έσχατη μάχη με τον
Αντίχριστο (Αποκ. 11): τον Ενώχ και τον Ηλία, οι οποίοι αμφότεροι διέφυγαν τον
θάνατο για τον εσχατολογικό αυτό σκοπό. Όπως ο Ιωάννης υπήρξε ο Πρόδρομος της πρώτης εν
σαρκί παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, έτσι και ο Προφήτης Ηλίας
πιστεύεται ακράδαντα από την συνείδηση της Εκκλησίας ότι θα είναι ο δυναμικός
πρόδρομος της Δευτέρας και ενδόξου Παρουσίας του Χριστού κατά την φοβερή και
ανεκδιήγητη συντέλεια των αιώνων.
— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ
ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας
Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν, νόσους
ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.
— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀπολαύσας
Κυρίου τὸ φῶς τὸ ἄκτιστον, ἐν τῷ Θαβὼρ διφρηλάτα τῶν οὐρανῶν Ἠλιού, προσευχῆς
ἀδιαλείπτου ἐργαστήριον, εἴληφας χάριν δαψιλῆ, ἱκετεύειν τὸν Χριστὸν διδόναι
ἡμῖν εἰρήνην, καὶ κατειδεῖν ἀξιῶσαι, ἡμᾶς τὸ κάλλος τοῦ προσώπου αὐτοῦ.
— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
[Ὑπὸ Στυλιανοῦ Πρεσβυτέρου τοῦ
Καρπαθίου.]
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν
θεηγόρον καὶ κλεινὸν ὑποφήτην, τῶν ἀποῤῥήτων τοῦ Θεοῦ μυστηρίων, ἐν ἐγκωμίοις
ᾄσωμεν Ἠλίαν οἱ πιστοί, ζήλῳ γὰρ τῆς Πίστεως, ἐμπνευσθεὶς τῷ ἐνθέῳ, πέλει
διαπρύσιος τῆς Τριάδος ἱκέτης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων ἐκτενῶς, τοῦ λυτρωθῆναι,
δεινῶν περιστάσεων.
— ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
[Ὑπὸ Σεραφεὶμ Ἀργυρουπόλεως]
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν τῶν
ἀῤῥήτων μυστηρίων ἐπόπτην, καὶ ζηλωτὴν τοῦ Θεοῦ ζῶντος Προφήτην, ἀνευφημοῦντες
κράξωμεν ἐκ βάθους ψυχῆς· Ἠλία μεγαλώνυμε, ταῖς πρεσβείας σου ῥῦσαι, ἐκ τῶν
ἀναγκῶν ἡμᾶς, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ πάσης ἄλλης βλάβης καὶ φθορᾶς, τοὺς
προσφυγόντας, Θεόπτα τῇ σκέπῃ σου.
— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος β΄. Αὐτόμελον.
Προφῆτα
καὶ προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου
στήσας τὰ ὑδατόρρυτα νέφη, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, πρὸς τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
Ζήλῳ
οὐρανίῳ πυροποληθείς, φλέγεις τὴν ἀπάτην, ὡς πυρίπνους καὶ ζηλωτής· ὅθεν
ἀνυψώθης, ἐν ἅρματι πυρίνῳ, ὦ Ἠλιοὺ Προφῆτα, πρὸς βίον ἄφθαρτον.
※
[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 11ος (Ιούλιος),
σελ. 212–218,
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου