Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ

ΝΕΟΝ ΕΤΟΣ


     Την 1η Ιανουαρίου η Εκκλησία μας εορτάζει την Περιτομή του Χριστού και την μνήμη του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Το διπλό αυτό εορτολογικό περιεχόμενο έχει μια λαμπρή εκπροσώπηση στην ακολουθία της ημέρας. Και δικαίως· γιατί η μεν Περιτομή και η Ονοματοδοσία του Χριστού κατά την όγδοη ημέρα από την γέννησή Του αποτελεί την βεβαίωση της σάρκωσης και της πρόσληψης αναλλοίωτα από τον Λόγο του Θεού της τέλειας ανθρώπινης μορφής και της εισόδου Του στον λαό του Θεού. Ο δε Μέγας Βασίλειος είναι ο αληθινά μέγας ιεράρχης που, με την αγιότητα του βίου του, τα σοφά του συγγράμματα και την έξοχη δράση του, ανεδείχθη Πατέρας και Φωστήρας της Εκκλησίας του Χριστού, εφάμιλλο του οποίου δεν γνώρισε ίσως άλλον ο χριστιανικός κόσμος. Και η δεσποτική εορτή της Περιτομής και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, περιττό να πούμε, ότι δεν έχουν καμιά σχέση προς την έναρξη του έτους, την πρωτοχρονιά. Η Περιτομή ετέθη την 1η Ιανουαρίου, γιατί αυτή είναι η όγδοη ημέρα από τα Χριστούγεννα. Η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, γιατί κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 συνέβη ο θάνατος, η κοίμηση επί το χριστιανικώτερο, του αγίου Πατρός. Η σύνδεση του δευτέρου προς την πρωτοχρονιά, τα δώρα, τα γλυκίσματα κλπ., έχει καθαρά λαογραφικό χαρακτήρα.


     Η Εκκλησία επίσημα φαίνεται σαν να αγνοεί την αλλαγή του έτους, τα πανηγύρια και τις εκδηλώσεις που την συνοδεύουν και σαν να ζει σ’ ένα άλλο δικό της κόσμο, που δεν επηρεάζεται από την αλλοίωση των φθαρτών και ρεόντων χρονικών συστημάτων του πρόσκαιρου αυτού κόσμου. Ομολογουμένως αυτό δεν θα ήταν ασύμφωνο προς τον υπερκόσμιο χαρακτήρα της λατρείας μας. Για τον άναρχο, αιώνιο, ατελεύτητο Θεό, ημέρες, μήνες και έτη «δεν υπάρχουν». Χίλια έτη για Εκείνον «είναι σαν την χθεσινή ημέρα που πέρασε και σαν ένα τρίωρο νυκτερινής φρουράς», κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλμ. 89, 4). Ή, όπως συμπληρώνει ο απόστολος Πέτρος, «μια ημέρα για τον Κύριο είναι σαν χίλια έτη και χίλια έτη σαν μια ημέρα» (Β΄ Πέτρ. 3, 8). Αυτήν ακριβώς την προσήλωση και την δουλική προσκόλληση στα «ασθενή και πτωχά στοιχεία» των κοσμικών υπολογισμών καταδικάζει και ο απόστολος Παύλος γράφοντας προς τους Γαλάτες: «Δίνετε σημασία και προσοχή σε ορισμένους μήνες, σε κάποιες εποχές και χρόνους. Φοβάμαι πως μάταια κοπίασα για σας» (Γαλ. 4, 10).


     Χωρίς όμως η Εκκλησία να αρνηθεί τον υπερκόσμιο χαρακτήρα της λατρείας της και χωρίς να (υπο-)δουλωθεί στους καιρούς του κόσμου τούτου, ήταν επόμενο και να μην μπορεί να παραβλέψει την διάκριση καιρών και ενιαυτών. Δεν είναι αυτή μόνο θείος οργανισμός, αλλά και ανθρώπινος· δεν είναι μόνο υπερκόσμιος, αλλά και εγκόσμιος. Εκφράζει πάντα έναν τέλειο τύπο συγκερασμού των δύο αυτών στοιχείων που της εδόθη από τον Ενανθρωπήσαντα Θεό. Όταν Εκείνος ήταν (αλλά και είναι) «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος», «ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν Θεότητα καὶ ὁμοούσιος ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα», όπως οι δύο φύσεις ενώθηκαν στον Θεάνθρωπο Χριστό αρμονικά και αχώριστα, έτσι ακριβώς και η Εκκλησία, κατά το πρότυπο της Κεφαλής της (του Κυρίου Ιησού Χριστού), διαμορφώθηκε σε θεανθρώπινο οργανισμό. Και η λατρεία της ακριβώς συγκέρασε το θείο και το ανθρώπινο άτρεπτα και αχώριστα. Και όπως η ακριβώς η θεία φύση στον Χριστό προσέλαβε και θέωσε και την ανθρώπινη, έτσι και η λατρεία της Εκκλησίας προσέλαβε και εξαγίασε τα σχήματα του κόσμου τούτου. Τα εκχριστιάνισε, τα θέωσε. Δεν τα απέρριψε ούτε τα συνέτριψε, όπως ο Χριστός δεν απέρριψε ούτε κατέκαυσε με το Πυρ της Θεότητας το οστράκινο σκεύος της ανθρώπινης σάρκας που ο Ίδιος περιεβλήθη.


     Την εφαρμογή των ανωτέρω βρίσκουμε και στο εορτολόγιο της Εκκλησίας. Όταν ακούστηκε στον κόσμο το Ευαγγέλιο της σωτηρίας και συγκροτήθηκε η Εκκλησία, δεν φρόντισε αυτή να εφεύρει κανένα νέο ημερολόγιο, ούτε να επινοήσει νέες υπερκόσμιες χρονικές υποδιαιρέσεις. Στα μέρη όπου αυτό διαδόθηκε βρήκε πολλά συστήματα καταμέτρησης του χρόνου, διάφορα ημερολόγια. Τα υιοθέτησε και τα εκχριστιάνισε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρουμε τις ιερές ημέρες των ημερολογίων των Εβραίων ή των ειδωλολατρών που δεν τις κατάργησε· τις βάπτισε εις Χριστόν και τις ενέδυσε τον Χριστόν, όπως και τους Εβραίους και τους ειδωλολάτρες. Η 14η του Νισάν, το Πάσχα των Εβραίων, η ανάμνηση της διάβασης στην Ερυθρά Θάλασσα, έγινε Πάσχα Κυρίου, διάβαση του Χριστού και όλων μας μαζί Του από τον θάνατο στην ζωή. Η εορτή της παραδόσεως του Νόμου και του θερισμού, η Πεντηκοστή, έγινε η εορτή της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της έναρξης του πνευματικού θερισμού. Το Σάββατο, η εβδομαδιαία εορτή της κατάπαυσης των έργων, έγινε η Κυριακή, η εβδομαδιαία εορτή της Ανάστασης. Η 25η Δεκεμβρίου, η ειδωλολατρική εορτή της γέννησης του ήλιου, έγινε εορτή της Γέννησης του Ήλιου της Δικαιοσύνης, του Χριστού, κ.ο.κ.


     Και η πρώτη του έτους; Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα, γι’ αυτό και η ιστορία του εκχριστιανισμού της πρωτοχρονιάς είναι μακρά και ανώμαλη. Ίσως όμως γι’ αυτό να έχει και περισσότερο ενδιαφέρον. Δεν θα παρακολουθήσουμε όλον αυτόν τον λαβύρινθο. Και μόνο μια ματιά στο πλήθος και την ποικιλία των ημερολογίων που βρήκε ο Χριστιανισμός κατά την πρώτη περίοδο της ζωής του, είναι ικανή να μας δημιουργήσει την εντύπωση μιας βιβλικής βαβέλ. Σχεδόν κάθε πόλη και περιοχή είχε το δικό της ημερολόγιο που, πολλές φορές, και αυτό διακρινόταν σε «παλαιό» και σε «νέο». Αυτό κυρίως οφειλόταν στην έλλειψη σταθερού κριτηρίου για την μέτρηση του χρόνου και φυσικά στην διάσπαση των λαών της γης. Ο ήλιος, η σελήνη και τα φυσικά φαινόμενα έδιναν σε όλους του λαούς τα μέτρα της διαίρεσης του χρόνου. Το γράφει άλλωστε και η Γένεση: «Να γίνουν φωτεινά σώματα στο στερέωμα του ουρανού, για να χωρίζουν την ημέρα από την νύχτα, για να είναι σημάδια για τις εποχές, τις ημέρες και τα έτη» (Γέν. 1, 14). Αλλά απ’ αυτό το σημείο μέχρι το να υπάρξει κοινός τρόπος καταμέτρησης του χρόνου η απόσταση είναι μεγάλη. Το ηλιακό και σεληνιακό έτος, η εναλλαγή των εποχών του έτους και των φάσεων της σελήνης, δεν μας δίνουν το ίδιο μέτρο. Ούτε ήταν εύκολος, ιδίως με τις αστρονομικές γνώσεις της εποχής, ο υπολογισμός με απόλυτη ακρίβεια της διάρκειας των περιόδων αυτών. Ας προστεθεί σ’ αυτά και η παράλογη πολλές φορές, ιδίως σε τέτοιου είδους θέματα, συντηρητικότητα των ανθρώπων, που προτιμούν να παραμένουν προσκολλημένοι σε μια παλαιά, αποδεδειγμένα εσφαλμένη μορφή, από φόβο προς κάθε τι το νέο και το άγνωστο. Ειδικότερα για την εκλογή της ημέρας της έναρξης του έτους το κριτήριο ήταν ακόμη περισσότερο ασταθές, ανάλογα με τις προϋποθέσεις που επικρατούσαν. Αν δηλαδή θα λαμβάνονταν ως αρχή το ηλιοστάσιο και, ποιο από τα δύο, το θερινό ή το χειμερινό· αν η ισημερία και, ποια από τις δύο, η εαρινή ή η φθινοπωρινή· αν οι εποχές του έτους και, ποια από τις τέσσερις· αν καμιά θρησκευτική εορτή ή κάποιο σημαντικό πολιτικό γεγονός. Όλοι αυτοί οι σταθμοί χρησιμοποιούνται σαν αφετηρία του έτους στα επί μέρους τοπικά ημερολόγια. Πολλές φορές έχουμε μέσα στο ίδιο ημερολόγιο διάφορες πρωτοχρονιές, παλαιά και νεώτερη, θρησκευτική και πολιτική κ.λπ.


     Έτσι στην Ρώμη, κατά το παλαιό ημερολόγιο του Νουμά Πομπηλίου, η αρχή του έτους ήταν η 1η Μαρτίου, του πρώτου μήνα της άνοιξης. Από αυτό το ημερολόγιο διατηρούνται ακόμη τα σημερινά ονόματα του έβδομου, όγδοου, ένατου και δέκατου μήνα (Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος και Δεκέμβριος), καίτοι κατά το νεότερο ημερολόγιο η αρίθμησή τους είναι διαφορετική. Ο Ιούλιος Καίσαρ(ας) μεταρρύθμισε το ημερολόγιο του Νουμά το έτος 45 π.Χ. (Ιουλιανό ημερολόγιο) και πρώτη του έτους καθορίστηκε η 1η Ιανουαρίου. Η ημέρα αυτή εορταζόταν από τους εθνικούς με μεγάλη επισημότητα, με θυσίες, μεταμφιέσεις, τυχερά παιγνίδια, μεθύσια και όργια. Μερικά από τα έθιμα αυτά επιβίωσαν και στις χριστιανικές κοινωνίες, παρά την αντίδραση των Πατέρων και τις απαγορεύσεις των Συνόδων. Η 1η Ιανουαρίου παρέμεινε ως η πρώτη του έτους στην Δύση και μετά την πλήρη επικράτηση του Χριστιανισμού, αν και σε ορισμένα μέρη της ως πρώτη του έτους θεωρούνταν η 1η Μαρτίου, η παλαιά πρωτοχρονιά, τα Χριστούγεννα, ο Ευαγγελισμός ή το Πάσχα.


     Στην Ανατολή πάλι υπήρχαν περισσότερα ημερολόγια και περισσότερες πρωτοχρονιές. Οι Εβραίοι ως πρώτο μήνα θεωρούσαν τον σεληνιακό μήνα Νισάν, τον πρώτο της άνοιξης, κατά την πανσέληνο του οποίου (14 Νισάν) εόρταζαν το Πάσχα τους. Αργότερα, ως πρώτο μήνα όρισαν τον Τισρί, τον πρώτο σεληνιακό μήνα του φθινόπωρου. Επί μακρό πάντως διάστημα συνυπήρχαν και οι δύο πρωτοχρονιές, η 1η του Νισάν και 1η του Τισρί.


     Τα περισσότερα τοπικά προχριστιανικά ημερολόγια της Ανατολής, όπως της Μικράς Ασίας και της Εφέσου, της Κρήτης, της Κύπρου, της Βιθυνίας και της Ηλιούπολης της Συρίας είχαν ως πρωτοχρονιά την ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας, την 24η Σεπτεμβρίου, ή την πλησιέστερη προς αυτήν αρχή του νέου μήνα, δηλαδή την 1η Οκτωβρίου, όπως τα ημερολόγια της Αντιόχειας και της Σελεύκειας της Συρίας. Η 23η Σεπτεμβρίου, εν τω μεταξύ, έγινε η εθνική εορτή του ρωμαϊκού κράτους γιατί ήταν η γενέθλια ημέρα του Οκταβιανού Αυγούστου. Στην 23η λοιπόν του Σεπτεμβρίου μετατέθηκε από την 24η η πρώτη του έτους. Η 23η Σεπτεμβρίου ορίστηκε το 312 μ.Χ. ως αρχή της Ινδίκτου ή της Ινδικτιώνος, δηλαδή της περιόδου του περί φόρου ρωμαϊκού διατάγματος που ίσχυε για 15 έτη. Ίνδικτος, βραδύτερα, κατέληξε να σημαίνει και την περίοδο ενός έτους και αρχή της Ινδίκτου την πρωτοχρονιά. Αυτή την πρωτοχρονιά της 23ης Σεπτεμβρίου δέχθηκε κατά πρώτον και εκχριστιάνισε η Εκκλησία της Ανατολής. Σ’ αυτή τέθηκε το πρώτο γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας: η σύλληψη του Βαπτιστού. Από αυτή ή, την μετά από αυτή Δευτέρα, άρχιζε η κατά συνέχεια ανάγνωση του Ευαγγελίου από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο που, εκτός από την σύλληψη του Βαπτιστού, μας αφηγείται και άλλα γεγονότα της αρχής της ιστορίας της Καινής Διαθήκης που δεν μας διέσωσαν οι άλλοι Ευαγγελιστές, όπως τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, την επίσκεψη της Παναγίας στην Ελισάβετ και την γέννηση του Τιμίου Προδρόμου. Το έτος 462 μ.Χ. μετατέθηκε η πρώτη του έτους στην 1η Σεπτεμβρίου για πρακτικούς λόγους, αλλά και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους και η πρώτη του μήνα. Η ημέρα αυτή ήταν στο εξής η αρχή της Ινδίκτου, η πρωτοχρονιά, καθ’ όλη την βυζαντινή περίοδο. Και αυτή καθαγιάσθηκε από την Εκκλησία.


     Η ακολουθία της 1ης Σεπτεμβρίου που περιέχεται σήμερα στα λειτουργικά μας βιβλία αναφέρεται κατά μέγα μέρος στην πρώτη του έτους. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της λειτουργίας ελήφθη πάλι από τον Ευαγγελιστή Λουκά, που περιγράφει την πρώτη δημόσια εμφάνιση του Κυρίου στην συναγωγή της Ναζαρέτ και το πρώτο Του κήρυγμα για «την χρονιά που γίνεται δεκτή από τον Κύριο» (Λουκ. 4, 16 εξ.). Το Τυπικό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως του Ι΄ αι. προβλέπει λιτανεία «εἰς τὸν φόρον» και το Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης του ΙΕ΄ αι. λιτανεία ανά την πόλη και αγιασμό υδάτων. Το τελευταίο αυτό μας διασώζει και τις αιτήσεις της Εκτενούς που λέγονταν από τον αρχιερέα στο τέλος αυτής της πρωτοχρονιάτικης λιτανείας: «Ὑπὲρ τῆς οἰκουμενικῆς καταστάσεως καὶ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως…». «Ὑπὲρ τῆς ἀπολυτρώσεως τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ συντριβῆναι τὸν Σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τοῦ ἄσειστον καὶ ἄφλεκτον καὶ ἀναίμακτον διαφυλαχθῆναι τὴν πόλιν ταύτην καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν…».


     Όταν, κατά τους νεότερους χρόνους, η ρωμαϊκή πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου ήλθε και στην Ανατολή, η Εκκλησία για διάφορους λόγους δεν είχε πια την δύναμη να την αφομοιώσει και να την εκχριστιανίσει. Έμεινε προσκολλημένη στην μεσαιωνική της πρωτοχρονιά, στην αρχή της Ινδίκτου, την 1η Σεπτεμβρίου, σε μια ημέρα που δεν ήταν πια «πρωτοχρονιά». Κατά την 1η Ιανουαρίου ακούγονται σήμερα στους ναούς μας διάφοροι λόγοι για την πρώτη του έτους κατά το κήρυγμα –είναι και αυτό μέρος της θείας λατρείας– και στο τέλος της λειτουργίας γίνεται μια δοξολογία ανάμικτη με δέηση για την ευλογία του νέου χρόνου που έχει εισαχθεί κάπως εμβληματικά στο κατά τα άλλα άσχετο προς την πρώτη του έτους λειτουργικό περιεχόμενο της ημέρας. Όμως ένα υμνογραφικό υλικό απαράμιλλου κάλλους μένει ανεκμετάλλευτο, καταχωνιασμένο κάτω από τα ερείπια της παλαιάς πρωτοχρονιάς, της 1ης Σεπτεμβρίου. Όλα τα τροπάρια της ημέρας εκείνης είναι γεμάτα εμπιστοσύνη προς τον Θεό, τον Δημιουργό και Προνοητή του παντός· στα χέρια Του αφήνουν τους πόθους και τους φόβους του λαού Του· ζητούν να χαρίσει ο Θεός στον κόσμο Του την ειρήνη, να κατευθύνει τα έργα των χειρών των δούλων Του, να δώσει άφεση αμαρτιών και ευκαιρίες δοξολογίας του ονόματός Του και να ευλογήσει «τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός» Του. Τι άλλα καλύτερα και πληρέστερα αιτήματα θα μπρορούσε να απευθύνει ο άνθρωπος στον Θεό κατά την ανατολή του νέου έτους;


     «Θεὲ θεῶν
     καὶ Κύριε,
     τρισυπόστατε φύσις,
     ἀπρόσιτε, ἀΐδιε,
     ἄκτιστε
     καὶ τῶν ὅλων 
     δημιουργέ,
     παντοκράτορ,
     σοὶ προσπίπτομεν 
     πάντες
     καὶ σὲ καθικετεύομεν·
     Τὸ παρὸν 
     ἔτος τοῦτο,
     ὡς ἀγαθός,
     εὐλογήσας
     φύλαττε 
     ἐν εἰρήνῃ
     τοὺς βασιλεῖς
     καὶ ἅπαντα
     τὸν λαόν σου,
     οἰκτίρμον».

     «Ἡ βασιλεία σου,
     Χριστὲ ὁ Θεός,
     βασιλεία
     πάντων τῶν αἰώνων
     καὶ ἡ δεσποτεία σου
     ἐν πάσῃ 
     γενεᾷ καὶ γενεᾷ·
     πάντα γὰρ
     ἐν σοφίᾳ ἐποίησας,
     καιροὺς ἡμῖν
     καὶ χρόνους 
     προθέμενος·
     διὸ εὐχαριστοῦντες
     κατὰ πάντα
     καὶ διὰ πάντα
     βοῶμεν·
     Εὐλόγησον
     τὸν στέφανον
     τοῦ ἐνιαυτοῦ
     τῆς χρηστότητός σου
     καὶ καταξίωσον ἡμᾶς
     ἀκατακρίτους 
     βοᾶν σοι·
     Κύριε, δόξα σοι».

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)


[Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»,
κεφ. 46ο, σελ. 344–353.
Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αθήνα, 19973.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου