ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ
[…]
Τότε οργίστηκε ο ανθύπατος Αιγεάτης κι έδωσε εντολή να βασανίσουν τον Απόστολο του Χριστού. Τρεις άνθρωποι, αφού τον τέντωσαν εφτά φορές και τον χτύπησαν δυνατά, μετά τον σήκωσαν και τον οδήγησαν μπρος στον ασεβή Αιγεάτη.
Τότε οργίστηκε ο ανθύπατος Αιγεάτης κι έδωσε εντολή να βασανίσουν τον Απόστολο του Χριστού. Τρεις άνθρωποι, αφού τον τέντωσαν εφτά φορές και τον χτύπησαν δυνατά, μετά τον σήκωσαν και τον οδήγησαν μπρος στον ασεβή Αιγεάτη.
«Για το αίμα σου που χύνεται», του είπε εκείνος, «αναθεώρησε τον λογισμό
σου· γιατί, αν δε θελήσεις να με υπακούσεις, θα σε κάνω να πεθάνεις πάνω στο
ξύλο του σταυρού!».
Ο άγιος Ανδρέας είπε:
«Εγώ είμαι δούλος του Σταυρού του Χριστού· και μάλλον θα έπρεπε να
ευχόμουν να ταυτιστώ με τον θρίαμβο του Σταυρού, παρά να δειλιάσω. Για σένα
επιφυλάσσονται αιώνια βάσανα, αλλά θα μπορέσεις να τα αποφύγεις, αν πιστεύσεις
στον Χριστό μου, μετά την πείρα της υπομονής μου που θα λάβεις. Το μαρτύριό μου
θα κρατήσει μια ή το πολύ δυο μέρες, αλλά εσύ θα βασανίζεσαι ακατάπαυστα στους
ατελεύτητους αιώνες. Παύσε, λοιπόν, να επιδεινώνεις τις ταλαιπωρίες σου,
ανάβοντας μόνος σου τη φωτιά που θα σε καίει αιώνια».
Τότε ο Αιγεάτης αγανάκτησε και διέταξε να σταυρώσουν τον μακάριο Ανδρέα.
Εκείνος απομακρύνθηκε απ’ όλους και, πλησιάζοντας τον σταυρό, του είπε με
ξάστερη φωνή:
«Χαίρε Σταυρέ, αγιασμένε με το Σώμα του Χριστού και στολισμένε με τα μέλη Του, ωσάν μαργαριτάρια! Βέβαια, πριν ν’ ανέβει σε Σένα ο Κύριός μου, μετέδιδες τρόμο. Τώρα, όμως, που Σε πλησιάζω με πόθο για τον Ουρανό, Σε βλέπω μπροστά μου σαν αντίδωρο ευλογίας. Έμαθα από τους πιστούς τη Χάρη που έχεις και τις δωρεές που σκορπίζεις. Σε πλησιάζω, λοιπόν, χαρούμενος και ξένοιαστος, ώστε κι Εσύ να με δεχθείς μ’ ευφροσύνη, τον μαθητή Εκείνου που σταυρώθηκε επάνω Σου. Πάντοτε Σου ήμουν αφοσιωμένος και τώρα θέλησα να Σ’ αγκαλιάσω. Τίμιε Σταυρέ, που δέχθηκες τη δόξα και την ωραιότητα από τα μέλη του Κυρίου, που Σ’ επιθυμούσα ακόρεστα και Σ’ αναζητούσα πάντα μέσα από το θέλγητρο της επιθυμίας Σου· Εσύ, που τώρα στήθηκες όρθιος κατά τον πόθο της ψυχής μου, πάρε με από τους ανθρώπους και δώσε με στον Διδάσκαλό μου, ώστε από Σένα να με παραλάβει Αυτός που με λύτρωσε μαζί με Σένα!».
«Χαίρε Σταυρέ, αγιασμένε με το Σώμα του Χριστού και στολισμένε με τα μέλη Του, ωσάν μαργαριτάρια! Βέβαια, πριν ν’ ανέβει σε Σένα ο Κύριός μου, μετέδιδες τρόμο. Τώρα, όμως, που Σε πλησιάζω με πόθο για τον Ουρανό, Σε βλέπω μπροστά μου σαν αντίδωρο ευλογίας. Έμαθα από τους πιστούς τη Χάρη που έχεις και τις δωρεές που σκορπίζεις. Σε πλησιάζω, λοιπόν, χαρούμενος και ξένοιαστος, ώστε κι Εσύ να με δεχθείς μ’ ευφροσύνη, τον μαθητή Εκείνου που σταυρώθηκε επάνω Σου. Πάντοτε Σου ήμουν αφοσιωμένος και τώρα θέλησα να Σ’ αγκαλιάσω. Τίμιε Σταυρέ, που δέχθηκες τη δόξα και την ωραιότητα από τα μέλη του Κυρίου, που Σ’ επιθυμούσα ακόρεστα και Σ’ αναζητούσα πάντα μέσα από το θέλγητρο της επιθυμίας Σου· Εσύ, που τώρα στήθηκες όρθιος κατά τον πόθο της ψυχής μου, πάρε με από τους ανθρώπους και δώσε με στον Διδάσκαλό μου, ώστε από Σένα να με παραλάβει Αυτός που με λύτρωσε μαζί με Σένα!».
Αφού είπε αυτά ο μακάριος Ανδρέας όρθιος και κοιτάζοντας σταθερά τον σταυρό, έβγαλε τα ρούχα του και τά ’δωσε στους δήμιους, μια και παρήγγειλε με
τους αδελφούς να έρθουν οι δήμιοι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή στέκονταν από
μακριά, και να εκτελέσουν τις εντολές που έλαβαν. Αυτοί πλησίασαν, τον ανέβασαν
στον σταυρό και, αφού τέντωσαν το σώμα του με σχοινιά, έδεσαν μόνο τα πόδια,
χωρίς να του τσακίσουν τα γόνατα, μια και είχαν αυτή την εντολή από τον
ανθύπατο· ήθελε αυτός να τον κάνει να πονέσει ακόμη περισσότερο πάνω στον σταυρό
και, κρεμασμένον έτσι όλη τη νύχτα, να τον φάνε τα σκυλιά.
Ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε, περίπου είκοσι χιλιάδες αδελφοί, και βλέποντας τους δήμιους ν’ απομακρύνονται και μην κάνουν τίποτε στον μακάριο, τίποτε από εκείνα τα βασανιστήρια που ως συνήθως υποβάλλουν στους κρεμασμένους, περίμεναν
να ξανακούσουν κάτι απ’ αυτόν· γιατί, και κρεμασμένος ακόμη, κινούσε την κεφαλή
του με κάποιο μειδίαμα.
Ο Στρατοκλής (σημ.: ο μαθητής του αγίου Ανδρέα και μετέπειτα επίσκοπος Πατρών, παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν κατά σάρκα αδελφός του ασεβή ανθύπατου Αιγεάτη), τον ρωτούσε:
«Τι μειδιάς, δούλε του Θεού Ανδρέα; Το δικό σου χαμόγελο σ’ εμάς γίνεται τώρα πένθος και κλάμα, γιατί θα σε στερηθούμε».
«Τι μειδιάς, δούλε του Θεού Ανδρέα; Το δικό σου χαμόγελο σ’ εμάς γίνεται τώρα πένθος και κλάμα, γιατί θα σε στερηθούμε».
Και ο μακάριος Ανδρέας τού απάντησε:
«Να μη γελάσω, παιδί μου Στρατοκλή, με την καινούργια σκευωρία που βρήκε
ο Αιγεάτης για να μ’ εκδικηθεί; Εγώ είναι ξένος και άσχετος μ’ αυτόν και με όλες τις
μηχανορραφίες του. Δεν θέλει ν’ ακούσει. Αν άκουγε, θα είχε καταλάβει· θα είχε
διδαχθεί από την ίδια την πείρα, πως, στον άνθρωπο του Ιησού Χριστού καμιά τιμωρία δεν πιάνει».
Αφού είπε αυτά, απευθύνθηκε προς το πλήθος· μια και συγκεντρώνονταν
τριγύρω του αγανακτισμένοι εθνικοί για την άδικη προς αυτόν απόφαση του
Αιγεάτη:
«Άνδρες, όσοι μου συμπαραστέκεστε, γυναίκες και παιδιά, δούλοι και
ελεύθεροι, αλλά και όσοι πρόκειται να μ’ ακούσετε, σας παρακαλώ, όλοι εσείς που
μαζευτήκατε εδώ, εγκαταλείψτε τούτο τον τρόπο της ζωής σας κι ετοιμαστείτε
γρήγορα να καταλάβετε τη ψυχή μου που ήδη ξεκίνησε για τον Ουρανό· περιφρονήστε
όλα ανεξαιρέτως τα εφήμερα του κόσμου, για να στηρίξετε αυτούς που πιστεύουν στον Χριστό».
Όλους τους προέτρεπε στην αρετή, διδάσκοντάς τους πως δεν είναι άξια τα
παθήματα της πρόσκαιρης αυτής ζωής, συγκρινόμενα με τη μέλλουσα ανταμοιβή της
αιώνιας.
Το πλήθος των ανθρώπων ακούγοντας αυτά που έλεγε, δεν κινούσε καν να
φύγει από τον τόπο κι έτσι ο μακάριος Ανδρέας εξακολουθούσε να τους διδάσκει. Τόσα
πολλά ήταν αυτά που τους έλεγε, ώστε πέρασαν τρία μερόνυχτα και κανείς τους δεν
κουράστηκε για να φύγει.
Όταν είδαν και για τέταρτη μέρα τη μεγαλοψυχία του, την πνευματική του
διαύγεια, το πλήθος των λόγων του, την αγαθή του προτροπή, τη σταθερότητα της
ψυχής του, τη σύνεσή του, το ασάλευτο του νου του και την ειλικρίνεια του λόγου
του, αγανάκτησαν εναντίον του Αιγεάτη και όλοι μαζί πήγαν και του
διαμαρτυρήθηκαν έντονα την ώρα που αυτός ήταν στο βήμα:
«Τι κρίση είναι αυτή που έκανες, ανθύπατε;», έλεγαν προς αυτόν· «Η απόφασή σου είναι
φαύλη και τα δικαστήριά σου άδικα. Ποια αδικία και ποιο κακό έκανε αυτός; Η πόλη
είναι ανάσταση· μας λύπησες όλους· μη γίνεσαι προδότης της πόλης. Χάρισε στους
Αχαιούς αυτόν τον δίκαιο άνθρωπο, χάρισέ μας έναν τέτοιον άνθρωπο θεοσεβή· μη
φονεύσεις άνθρωπο πού ’ναι θεόπνευστος. Τέσσερις μέρες είναι κρεμασμένος και, παρ’ όλ’
αυτά, ζει. Χωρίς να φάει τίποτε κι, όμως, μας χόρτασε με τον λόγο του όλους. Αποκαθήλωσε αυτόν τον
άνθρωπο κι όλοι μας θα λογικευτούμε· ελευθέρωσέ τον και θα ελεηθεί απ’ τον Θεό όλη η
Αχαΐα. Δεν του αξίζει ετούτη η καταδίκη· γιατί, αν και κρεμασμένος, δεν παύει ωστόσο να
κηρύττει την αλήθεια».
Μόλις έμαθε αυτά ο ανθύπατος, για την ώρα μεν έκανε νόημα με το χέρι να φύγουν,
αλλά επηρεάστηκε, γιατί ήσαν κάπου δισμύριοι. Βλέποντάς τους σχεδόν
μανιασμένους και φοβούμενος μη πάθει κάποιο κακό, σηκώθηκε από το βήμα και κίνησε
μαζί τους με την υπόσχεση να ελευθερώσει τον μακάριο Ανδρέα. Πρόφθασαν,
λοιπόν, μερικοί και πήγαν και ειδοποίησαν τον Απόστολο Ανδρέα και του είπαν για ποιο λόγο
έρχονταν προς αυτόν.
Ενώ όλος ο κόσμος ήταν γεμάτος χαρά και ευφροσύνη, μια και θα
ελευθερωνόταν ο μακάριος Ανδρέας, ενώ κατέφθασε ο ανθύπατος και ενώ όλοι οι
αδελφοί χαίρονταν, ο μακάριος Ανδρέας ακούγοντας αυτά, είπε στους αδελφούς που
τον παρέστεκαν:
«Τώρα που φεύγω για τον Κύριο, θα του μιλήσω ανοιχτά. Γιατί ξανάρθες
εδώ, Αιγεάτη; Αφού είσαι ξένος κι απόξενος μ’ εμένα, τι με πλησιάζεις τώρα; Τι
βάλθηκες να ξανακάμεις; Τι σοφίστηκες; Πες μου! Ήρθες δήθεν σα μετανιωμένος για να με λύσεις; Μη περιμένεις τη συγκατάθεσή μου, σα νά ’σουν ήδη
μετανιωμένος. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε πιστέψω για δικό μου άνθρωπο. Πας να ελευθερώσεις, ανθύπατε, εμένα που είμαι εκούσια δουλωμένος; «
»Κάθε άλλο· εγώ έχω ήδη αιώνιο δεσμό· έχω Αυτόν που θα ζήσουμε μαζί
στους αιώνες των αιώνων. Σ’ Εκείνον πηγαίνω, σ’ Εκείνον βιάζομαι να φτάσω.
Αυτόν, που μεσολάβησε για να σε γνωρίσω, και ο Οποίος μου είπε: “Μη φοβηθείς
εκείνον τον πονηρό άνθρωπο· μη νομίσεις πως θα μπορέσει να σ’ εξουσιάσει εσένα
που είσαι δικός Μου· αυτός είναι εχθρός σου”. «
»Έτσι, μια και σε γνώρισα με αποκάλυψη εκ Θεού, λυτρώθηκα. Αν θέλεις να
πιστέψεις στον Χριστό, θ’ ανοιχθεί για σένα, όπως σου υποσχέθηκα, οδός
συγχωρήσεως. Αν ήρθες, μόνο και μόνο για να με λύσεις, μάθε πως δεν πρόκειται
να κατέβω από τον σταυρό ζωντανός. Εγώ και οι δικοί μου, βιαζόμαστε να πάμε σ’
αυτά που είναι σίγουρα δικά μας, αφήνοντάς σε, όπως είσαι, μέσα στην άγνοιά
σου. «
»Τώρα, πια, βλέπω τον Βασιλιά μου. Τον προσκυνώ και στέκομαι μπροστά Του.
Στέκομαι εκεί που είναι η συμφωνία των Αγγέλων, εκεί όπου βασιλεύει ο μόνος
Αυτοκράτορας, εκεί όπου είναι το ανέσπερο Φως, εκεί όπου είναι όλα τα άνθη τα αειθαλή.
Εκεί, όπου όχι μόνο διώχθηκε η λύπη, αλλά κι αυτό ακόμη τ’ όνομά της είναι εντελώς άγνωστο· εκεί, όπου η ευφροσύνη και η αγαλλίαση είναι ατελεύτητη. «
»Μακάριε Σταυρέ, χωρίς τον πόθο Σου, κανένας δεν μπορεί να έχει ελεύθερη
την είσοδο σ’ εκείνη τη Χώρα. Μονάχα για τα βάσανά σου θλίβομαι, Αιγεάτη· γιατί
σε περιμένει έτοιμη η αιώνια κόλαση. Όσο ακόμη μπορείς, φρόντισε, άθλιε, για
λόγου σου· μη τυχόν και θελήσεις να σωθείς, τότε που θα σου είναι αδύνατο κάτι τέτοιο».
Μόλις, λοιπόν, εκείνος τόλμησε να πλησιάσει το ξύλο του σταυρού για να
λύσει τον μακάριο Ανδρέα, έχοντας με το μέρος του την επιδοκιμασία ολόκληρης
της πόλης, ο άγιος Ανδρέας είπε με φωνή μεγάλη:
«Δέσποτα, μην επιτρέψεις να λυθεί ο Ανδρέας που δέθηκε στο ξύλο Σου! Αυτόν, που (τώρα) βρίσκεται μέσα στο μυστήριο (του μαρτυρίου και της
τελείωσης), μη τον παραδώσεις στον αναίσχυντο διάβολο! Κύριε Ιησού Χριστέ, εμένα τον
κρεμασμένο στη Χάρη Σου, ας μη με λύσει ο αντίπαλός Σου! Πάτερ, ας μη με ταπεινώσει
ετούτος ο ελάχιστος, εμένα που γνώρισα το μεγαλείο Σου!».
Τότε οι δήμιοι προσπάθησαν, αλλά δεν το κατόρθωσαν να τον αγγίξουν.
Άλλοι και άλλοι άνθρωποι φρόντισαν να τον λύσουν, αλλά κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε να
τον πλησιάσει· τα χέρια τους, κρατήθηκαν!
Ο μακάριος Ανδρέας τότε, αφού όρκισε τον λαό, είπε:
«Σας παρακαλώ, αδελφοί, να προσευχηθώ πρώτα στον Κύριό μου και μετά προσπαθήστε να με λύσετε».
Χάρη σ’ αυτό τον όρκο, όλος ο λαός ησύχασε.
Τότε, ο μακάριος Ανδρέας, φώναξε δυνατά:
«Μην επιτρέψεις, Κύριε, αυτή την ώρα να χαθεί ο δούλος Σου· πρέπει πια
να δοθεί το σώμα μου στη γη και σ’ εμένα να δώσεις εντολή να έρθω κοντά Σου.
Εσύ, που δίνεις την αιώνια ζωή, ο αγαπημένος μου Διδάσκαλος, που Τον ομολογώ
Εσταυρωμένο, που Τον γνωρίζω, που Τον κατέχω, δέξου με Δέσποτα. Και όπως εγώ
Σου έκανα υπακοή και Σε ομολόγησα, έτσι τώρα άκουσε το αίτημά μου και, πριν
αποκαθηλωθεί το σώμα μου, πάρε με κοντά Σου· ώστε με την έξοδό μου απ’ αυτή τη
ζωή, όλοι οι δικοί μου να συναχθούν σ’ Εσένα, αναπαυόμενοι στο μεγαλείο Σου».
Όταν είπε αυτά τα λόγια, μπροστά στα μάτια όλων πήρε όψη χαρούμενη κι
ευτυχισμένη. Μια ουράνια λάμψη, σαν αστραπή, τον φώτισε και τον περικύκλωσε,
έτσι ώστε μέσα σ’ αυτή τη λαμπρότητα να μη μπορεί κανείς να τον αντικρίσει. Και η λάμψη αυτή έμεινε σ’ αυτόν για περίπου μισή ώρα.
Αφού είπε αυτά τα λόγια και αφού ο Κύριος τον πρόσθεσε στη δόξα Του,
έπειτα, υποχωρώντας αυτό το φως, παρέδωσε ο Απόστολος το πνεύμα, το οποίο κατά την ευδοκία του
Κυρίου ανέβαινε προς Αυτόν μ’ όλη αυτή τη λαμπρότητα…
※
[ Πρεσβυτέρων
και Διακόνων
των
Εκκλησιών της Αχαΐας:
«Μ α ρ τ ύ
ρ ι ο ν
του Αγίου
Αποστόλου Ανδρέου»,
(Σειρά: «Άνθη
Ευσεβείας 3»)·
Το
πρωτότυπο κείμενο
και η
νεοελληνική του απόδοση
από τους
αδελφούς
της Ιεράς Μονής
της Ιεράς Μονής
Παναγίας
Χρυσοποδαριτίσσης
Νεζαρά
Πατρών,
σελ.
36–48·
Εκδόσεις
«Τήνος»,
Αθήναι 1995.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
Αθήναι 1995.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου