Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ


Η ΑΓΙΑ ΜΑΚΡΙΝΑ


     Αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου [1 Ιαν.] και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης [10 Ιαν.], η οσία Μακρίνα ήταν η πρωτότοκη από τα δέκα τέκνα αυτής της οικογένειας αγίων. Τη στιγμή της γέννησής της (327) ένα μυστηριώδες πρόσωπο εμφανίσθηκε τρεις φορές στη μητέρα της, προστάζοντάς την να δώσει στο παιδί το όνομα της αγίας Θέκλας [24 Σεπτ.], αυτής της Πρωτομάρτυρος και προτύπου των χριστιανών παρθένων. Εκείνη, ωστόσο, κράτησε μυστικό το όνομα αυτό και το παιδί έλαβε τελικά το όνομα της γιαγιάς της, της Μακρίνης της Πρεσβυτέρας, η οποία υπήρξε μαθήτρια του αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού [17 Νοεμ.] και είχε ζήσει μέσα στα δάση του Πόντου κατά τους χρόνους του Μεγάλου Διωγμού.


     Η μητέρα της, η αγία Εμμέλεια [Β΄ Κυρ. Ιαν. και (στη Δύση) 30 Μαΐ.], ανέλαβε να την καταρτίσει, όχι στη θύραθεν παιδεία και στα ανάξια λόγου πράγματα που συνηθίζονταν στους ανθρώπους της σειράς της, αλλά σε όλα εκείνα που μέσα στη θεόπνευστη Γραφή άρμοζαν στην ηλικία της και στην ηθική διάπλασή της, συγκεκριμένα το βιβλίο της «Σοφίας Σειράχ» και τις «Παροιμίες». Οι Ψαλμοί του Δαβίδ τη συντρόφευαν σε όλες τις δραστηριότητές της: όταν ξυπνούσε, όταν εργαζόταν, όταν τελείωνε την εργασία της, στην αρχή και το πέρας του γεύματος, πριν πλαγιάσει και όταν εγειρόταν τη νύκτα για να προσευχηθεί. Όταν ήταν δώδεκα ετών και η ομορφιά της δεν μπορούσε να παραμείνει κρυμμένη, ο πατέρας της την αρραβώνιασε με έναν νέο χρηστών ηθών, από καλή οικογένεια, που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του, και ο οποίος υποσχέθηκε να περιμένει μέχρι η Μακρίνα να φθάσει σε ηλικία γάμου. Ο Θεός όμως πήρε τον νέο πριν την ένωσή τους, γεγονός που επέτρεψε στην οσία να εκπληρώσει τον κρυφό πόθο της: να ζήσει εν αγνεία αναζητώντας ειλικρινά και από το βάθος της ψυχής της τον Θεό. Πολλοί μνηστήρες παρουσιάσθηκαν τότε, αλλά η Μακρίνα προτιμούσε να λογίζεται ως χήρα, δίχως καν να έχει γευθεί τις χαρές του συζυγικού βίου. Έχοντας την ελπίδα της στην Ανάσταση, θεωρούσε στην πραγματικότητα ότι ο μνηστήρας της είχε αναχωρήσει για ένα μακρινό ταξίδι.


     Απέκοψε κάθε δεσμό με τον κόσμο, έμεινε με τη μητέρα της, θέτοντας τον εαυτό της στην υπηρεσία της για κάθε οικιακή εργασία, ακόμη και για εκείνες που προορίζονταν για τους δούλους, και τη βοηθούσε επίσης στην ανατροφή των αδελφών της. Μετά τον θάνατο του πατέρα της Βασιλείου (341), ανέλαβε η ίδια την διαχείριση των εκτεταμένων κτημάτων τους που βρίσκονταν στον Πόντο, στην Καππαδοκία και στην Αρμενία και με το σεβάσμιο παράδειγμά της κάλεσε τη μητέρα της να στραφεί προς τα αιώνια αγαθά: τη θεωρία του Θεού και την αληθινή φιλοσοφία. Από κοινού διήγαν ασκητικό βίο, επιδίδονταν στην ανάγνωση και τη μελέτη των Γραφών και έτσι η Μακρίνα έγινε για όλους προστάτης, παιδαγωγός και υπόδειγμα αρετής. Μόλις ολοκλήρωσε την εκπαίδευση των παιδιών της, η Εμμέλεια τούς μοίρασε την περιουσία της και μετέτρεψε την οικογενειακή κατοικία στα Άννησα της Νεοκαισάρειας του Πόντου σε μοναστήρι. Έκαναν τις θεραπαινίδες τους συνασκήτριές τους και η Μακρίνα κατάφερε να πείσει τον Βασίλειο, που επέστρεψε από την Αθήνα μετά από λαμπρές σπουδές, να απαρνηθεί μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία ως ρήτορας και να ασπασθεί την ατόφια ευαγγελική πολιτεία. Δίπλα σε αυτή τη γυναικεία μονή, που μεγάλωνε από την εισδοχή ευλαβών χηρών από ευγενείς οικογένειες, συστάθηκε μια ανδρώα κοινότητα, την οποία καθοδηγούσε ο νεώτερος αδελφός της Μακρίνας, ο Πέτρος, μελλοντικός επίσκοπος Σεβαστείας [9 Ιαν.]. Ο άγιος Ναυκράτιος [8 Ιουν.] αποσύρθηκε σε ένα ερημητήριο –στο οποίο θα κατοικούσε αργότερα ο άγιος Βασίλειος– στην αντίπερα όχθη του Ίριδος Ποταμού (Γεσίλ Ιρμάκ), όπου με το κυνήγι προμήθευε τα χρειώδη σε πτωχούς γέροντες ασκητές.


     Απαλλαγμένες από τις ανάγκες του σώματος και τις μέριμνες του κόσμου τούτου, η Μακρίνα και οι συνασκήτριές της διήγαν στην ερημία μια υπερκόσμια βιοτή η οποία βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπινης και αγγελικής φύσεως. Δεν έβλεπες σε αυτές οργή, φθόνο, μίσος, αλαζονεία και τα παρόμοια· κάθε πόθος για τιμές και δόξα είχε απομακρυνθεί· απόλαυσή τους ήταν η εγκράτεια· δόξα τους να μην τις γνωρίζει κανείς· περιουσία τους να μην κατέχουν τίποτε· ζούσαν από το έργο των χειρών τους· παρέμεναν ωστόσο αμέριμνες και απερίσπαστες, διότι το αληθινό τους έργο συνίστατο στη θεωρία της θείας Αληθείας, στην αδιάλειπτη προσευχή και στην αδιάκοπη ψαλμωδία. Δεν υπήρχε γι’ αυτές διαφορά μεταξύ ημέρας και νύκτας: διότι τη νύκτα ήσαν δραστήριες για τα έργα του φωτός, ενώ την ημέρα μιμούνταν τη νυκτερινή ανάπαυση πραγματοποιώντας εσωτερικά εκείνη την ευλογημένη σχόλη οποιασδήποτε ταραχής από τη ζωή τους. Καθαρμένο από την άσκηση, το σώμα της οσίας Μακρίνας φαινόταν ήδη αφθαρτοποιημένο, όπως θα είναι κατά την Ανάσταση. Έχυνε δάκρυα και όλες οι αισθήσεις της ήσαν αφιερωμένες στα πράγματα του Θεού, ώστε ανάλαφρη μετεωροπορούσε με τις επουράνιες δυνάμεις. Η επιμέλεια της αληθινής κατά Χριστόν φιλοσοφίας διά της σταυρώσεως όλων των επιθυμιών της σαρκός, της επέτρεψε να προκόβει αδιάκοπα στην αρετή μέχρι την κορυφή της κατά Θεόν τελειώσεως.


     Μια μέρα εμφανίσθηκε ένα οίδημα στο στήθος της Μακρίνας. Παρά τις παρακλήσεις της μητέρας της, αρνήθηκε να δεχθεί την περίθαλψη γιατρού, κρίνοντας μέσα της πως η αποκάλυψη ενός μέρους του σώματός της στα μάτια ενός άνδρα θα ήταν αλγεινότερη από το κακό αυτό. Έτσι, πέρασε όλη τη νύκτα προσευχόμενη μέσα στην εκκλησία και άλειψε με λάσπη φτιαγμένη από τα δάκρυά της την πληγή. Το πρωί ζήτησε από την Εμμέλεια να χαράξει το σημείο του Σταυρού πάνω στο στήθος της και το οίδημα εξαφανίσθηκε, αφήνοντας μόνο μια μικρή ουλή που αποκαλύφθηκε μόνο όταν το παρθενικό της σώμα ευτρεπιζόταν για την ταφή.


     Έφθασε σε τέτοιο σημείο απαθείας με την ακαταπόνητη επιμέλεια των πραγμάτων του Θεού, ώστε όταν σκοτώθηκε σε κυνηγετικό ατύχημα ο αδελφός της ο Ναυκράτιος, υπήρξε για τη μητέρα της αλλά και για όλη την υπόλοιπη οικογένεια υπόδειγμα αυτοκυριαρχίας και πίστεως προς την αιώνια ζωή. Στα διαδοχικά ισχυρά πένθη που έπληξαν την αδελφότητα επέδειξε την ίδια μεγαλοθυμία, μένοντας ακλόνητη σαν πολυθαύμαστη αθλήτρια που υπομένει τα κτυπήματα, τόσο μπροστά στο νεκρικό κρεβάτι της Εμμέλειας όσο και όταν εκοιμήθη ο άγιος Βασίλειος, αυτός ο υπέρλαμπρος ήλιος της Ορθοδοξίας (379). Και αν εθλίβη τότε, τούτο συνέβη λιγότερο για την απώλεια ενός κατά σάρκα αδελφού και περισσότερο επειδή έβλεπε την Εκκλησία να βρίσκεται ανθρωπίνως στερημένη από τον πολύσοφο διδάσκαλό της και το θεόσδοτο στήριγμά της. Κατά τον λιμό που έπληξε την Καππαδοκία το 368, το μοναστικό ασκηταριό στα Άννησα έγινε αληθινή πόλη αγάπης, καταφυγή και παραμυθία για όλον τον γύρω πληθυσμό, ενώ με τη θεοπειθή προσευχή της οσίας τα αποθέματα των γεννημάτων, που μοιράζονταν σε όλους τους απόρους και τους αναγκεμένους, ανανεώνονταν θαυματουργικά.


     Λίγο μετά την κοίμηση του Μεγάλου Βασιλείου, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης έμαθε ότι η αδελφή του ασθένησε βαριά και την επισκέφθηκε στο μοναστήρι μετά από απουσία εννέα ετών. Τη βρήκε ξαπλωμένη πάνω σε μια σκληρή σανίδα, καταβεβλημένη από τον πυρετό, αλλά με ελεύθερο το πνεύμα της στη θεωρία των ουρανίων πραγμάτων, τα οποία ανέψυχαν το σώμα της με την ουράνια δροσιά τους. Ενώ αναπολούσε με βαθιά αγάπη τον Μέγα Βασίλειο, αντί να θρηνεί, η οσία επωφελήθηκε της περιστάσεως για να μιλήσει επί μακρόν περί της φύσεως του ανθρώπου, περί του λόγου και του νοήματος της δημιουργίας, περί της ψυχής και της Αναστάσεως των σωμάτων. Αυτός ο, μοναδικός σε οσιονηπτική αίγλη, διάλογος, σημαντικά ανεπτυγμένος, έγινε το αντικείμενο της εμπνευσμένης πραγματείας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης («Περί ψυχής και αναστάσεως», ΕΠΕ Ι, Θεσσαλονίκη 1979). Πάντως, σε όλα τα υψηλά θέματα αυτά ο λόγος της έρεε σαν το γάργαρο νερό από την πηγή, εύκολα και ανεμπόδιστα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν έπαυσε να συνομιλεί ως ιερή και εμπειρική φιλόσοφος πάνω σε ό,τι υπήρξε το προσφιλές θέμα της: για την αγάπη του αόρατου Νυμφίου που βιαζόταν να συναντήσει, χωρίς καμιά πρόσδεση στη ζωή αυτή να μπορεί να την κρατήσει. Όταν ένιωσε να πλησιάζει το τέλος, έπαυσε να απευθύνεται σε όσους βρίσκονταν κοντά της και, με τα μάτια στραμμένα κατά την ανατολή, τείνοντας τα χέρια προς τον Θεό, ψιθύρισε τούτη την κατανυκτική και θεσπέσια προσευχή:


     «Κύριε, εσύ που διέλυσες μέσα μας τον φόβο του θανάτου· Εσύ, που έκαμες το πέρας της παρούσης ζωής να είναι η απαρχή της αληθινής ζωής· Εσύ, που πρόσκαιρα, σαν από κάποιο ύπνο, αναπαύεις τα δικά μας σώματα αλλά και πάλι τα αφυπνίζεις με την έσχατη σάλπιγγα της Κρίσεως· Εσύ, που έδωσες εντολή τη γη της φύσεως να δέχεται τη γη του πήλινου σώματός μας, το οποίο Εσύ το έφτιαξες με τα ίδια τα χέρια Σου, αλλά και πάλι τούτη τη σωμάτινη γη Εσύ την παίρνεις πίσω, ανακομίζοντάς την μέσα σε χάρη και αφθαρσία, μεταμορφώνοντας έτσι τη θνητότητα και την ασχήμια μας· Εσύ, που μας γλίτωσες από την προπατορική κατάρα και την αμαρτία της παρακοής ερχόμενος εδώ στη γη για χάρη μας· Εσύ, που έσπασες τις κεφαλές του βύθιου δράκοντα, ο οποίος, με το χάσμα και το χάος που δημιουργήθηκε από την παρακοή έσερνε από τον λαιμό τον άνθρωπο· Εσύ, που άνοιξες σ’ εμάς τον δρόμο για την Ανάσταση συντρίβοντας τις πύλες του άδη και καταργώντας αυτόν που είχε εξουσία θανάτου επάνω μας· Εσύ, που έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται και Σε σέβονται τη σημείωση και χάραξη του τύπου του αγίου Σταυρού, ώστε να καθαιρείται ο αντικείμενος εχθρός και για να ασφαλίζεται όλη η ζωή μας…
     »Εσύ, ο αιώνιος Θεός, στον Οποίον εγώ έχω αφεθεί από τότε που γεννήθηκα και βγήκα από την κοιλιά της μητέρας μου· Εσύ, που είσαι Αυτός που αγάπησε με όλη μου τη δύναμη η ψυχή μου· Εσύ, που είσαι Αυτός, προς τον Οποίο, από τα νιάτα μου ίσαμε τώρα, εμπιστεύθηκα και το σώμα και τη ψυχή μου· Εσύ, Θεέ μου, στείλε μου τώρα έναν φωτεινό άγγελο να με πιάσει από το χέρι και να με οδηγήσει στο τόπο της αιώνιας αναψυχής, όπου βρίσκεται το νάμα της δικής μου ανάπαυσης, εκεί στις αγκάλες των αγίων Πατέρων. Εσύ, που διέκοψες και κατέπαυσες τη φλόγα της πύρινης ρομφαίας και χάρισες τον Παράδεισο στον άνθρωπο· στον άνθρωπο που θέλησε να συσταυρωθεί με Σένα, στον άνθρωπο που αφέθηκε ολοκληρωτικά στους οικτιρμούς Σου· θυμήσου τώρα κι εμένα στη Βασιλεία σου, γιατί κι εγώ, Κύριε, συσταυρώθηκα μαζί Σου και για χάρη Σου, καθηλώνοντας με τον δικό Σου φόβο το σαρκικό φρόνημα καθώς και όλη μου την ύπαρξη, έχοντας οικειοποιηθεί βαθιά μέσα μου τον θείο φόβο Σου από τα κρίματα των εντολών Σου...
     »Ας μη με χωρίσει, Κύριε, από τους εκλεκτούς Σου το φοβερό χάσμα του άδη. Κάνε να μην εμφανιστεί και να μην μ’ εμποδίσει στην οδό μου προς Εσένα ο βάσκανος εχθρός διάβολος, ούτε και να βρεθεί μπροστά στα μάτια μου η όποια επί γης αμαρτία μου, αν έσφαλα σε κάτι εξαιτίας της ασθένειας της φύσης μας κι αν αστόχησα σε κάτι με τον λόγο και τη διάνοια. Εσύ, που έχεις πάνω στη γη και στους ανθρώπους της την εξουσία να συγχωρείς τ’ αμαρτήματα, συγχώρεσε κι εμένα για να χαρώ και για να ανακουφιστώ και, καθώς εγκαταλείπω κι αφήνω τώρα το σώμα μου, να βρεθώ μπροστά Σου δίχως να έχω κανένα σπίλο ή ελάττωμα που μοιάζει ωσάν ρυτίδα στη μορφή και την όψη της ψυχής μου, αλλά σαν ένα άλλο ευωδιαστό θυμίαμα ενώπιόν Σου, είθε η ψυχή μου να παραδοθεί στα χέρια Σου άμωμη και ακηλίδωτη».
     (βλ. «Βίος αγίας Μακρίνης» 24, ΕΠΕ 9, 368-370).


     Με τα λόγια αυτά έκανε το σημείο του Σταυρού πάνω στα μάτια της, στα χείλη και την καρδιά της. Παρέστη σιωπηλή κατά την Ακολουθία του Εσπερινού και κατόπιν τελείωσε μέσα σε έναν βαθύ αναστεναγμό την προσευχή και τη ζωή της· τη ζωή της που ήταν ολόκληρη μια Προσευχή και την Προσευχή της που ήταν όλη της η ζωή. Κατά τη Νεκρώσιμο Ακολουθία, όπου χοροστατούσε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και στην οποία παρίστατο μέγα πλήθος πιστών, το πνευματικό ανέκφραστο κάλλος της οσίας Μακρίνας είχε πραγματικά ξεχυθεί εκτυφλωτικά πάνω στο ιερό σώμα της, που ήταν στολισμένο όπως εκείνο μιας άφθαρτης και γλυκιάς νύμφης. Με συνοδεία ύμνων, όπως κατά τις εορτές των αγίων Μαρτύρων, ενταφιάσθηκε στην Ιβόρα (αρχαία πόλη στα όρια της περιοχής και πόλης Τουρχάλ, της επαρχίας Τοκάτ στην Ακτή του Εύξεινου Πόντου), στον τάφο όπου αναπαύονταν οι άγιοι γονείς της, μέσα στον ιερό ναό των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.


— ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ —
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
   Σοφίας ἔρωτι, τὸν νοῦν πτερώσασα, κόσμου εὐπάθειαν, ἐμφρόνως ἔλιπες, καὶ ἐδιαίτημα τερπνὸν ἐγένου θείας ἀγάπης· σὺ γὰρ δι’ ἀσκήσεως, καὶ ἠθῶν τελειότητος, νύμφη ἐχρημάτισας, τοῦ Σωτῆρος περίδοξος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαίροις Μακρίνα Θεοφόρε.

— ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ —
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
   ς φωτὸς ἀνάπλεως δικαιοσύνης, τύπος θείων πράξεων, καὶ ἀρετῶν μυσταγωγός, ὤφθης τοῖς πίστει βοῶσί σοι· χαίροις Μακρίνα, παρθένων ἀγλάϊσμα.

— ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ —
   νθησας ἐκ ῥίζης περικλεοῦς, κλέος εὐσεβείας, γεωργοῦσα ἀπὸ παιδός· βίῳ γὰρ ἀμέμπτῳ, καὶ τρόποις ἐναρέτοις, Μακρίνα διαπρέπεις, ὡς καλλιπάρθενος.



[ (1) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 201–205.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
(2) Δημητρίου Γ. Τσάμη:
«Μητερικόν»·
Τόμ. Α΄, κεφ. 3ο («Βίοι»),
σελ. 228–283·
Αγίου Γρηγορίου Νύσσης:
«Επιστολή εις τον βίον
της οσίας Μακρίνας»,
§1–§39.
Εκδόσεις Αδελφότητας
«Η Αγία Μακρίνα».
Θεσσαλονίκη, 1990.
(3) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

1 σχόλιο: