Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

ΜΙΑ ΦΛΟΓΕΡΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ


ΜΙΑ ΦΛΟΓΕΡΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Του αγίου Μάρτυρος 
Απολλωνίου του Συγκλητικού


     Ρώμη, 183 μ.Χ. Καθώς οι διωγμοί κατά των χριστιανών κόπασαν κατά τη βασιλεία του Κομμόδου (179-193), άνθρωποι από όλα τα έθνη και ακόμη και Ρωμαίοι, μεταξύ των πλέον επιφανών, μεταστρέφονταν στη Χριστιανική Πίστη μαζί με την οικογένειά τους και ολόκληρο τον οίκο τους. Οι επιτυχίες αυτές προκάλεσαν το μίσος του μισόκαλου διαβόλου που υποκίνησε ένα νέο κύμα διωγμών στην πόλη της Ρώμης.

     Ο συγκλητικός Απολλώνιος, άνθρωπος ονομαστός μεταξύ των πιστών για την παιδεία και τη φιλοσοφική γνώση του, οδηγήθηκε στο δικαστήριο μετά από καταγγελία μάλλον κάποιου φθονερού δούλου του. Επειδή δήλωσε χριστιανός, ο έπαρχος του πραιτωρίου, ο Τιγίδιος Περέννιος, τον διέταξε να θυσιάσει στους θεούς και στο ομοίωμα του αυτοκράτορα· εκείνος απάντησε ότι οι χριστιανοί προσφέρουν αναίμακτη και άχραντη θυσία στον παντοδύναμο Θεό υπέρ πάντων των ανθρώπων και των αρχών που βασιλεύουν με το θέλημα του Θεού. Του έδωσαν προθεσμία τριών ημερών και κατόπιν ο Απολλώνιος παρουσιάσθηκε για νέα ανάκριση ενώπιον μεγάλου αριθμού συγκλητικών, μελών του συμβουλίου και φιλοσόφων. Διαβιβάστηκαν τα Πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίας και κατόπιν ο δικαστής ρώτησε τον άγιο τι είχε αποφασίσει. Εκείνος απάντησε: «Να μείνω πιστός στον Θεό, όπως το ανέφερα και στα Πρακτικά». Παρά τις παραινέσεις, επέμενε στην απόφασή του.

     Ο άγιος Απολλώνιος άρχισε να απολογείται ή μάλλον να αποκαλύπτει τη βαθιά του Πίστη, λέγοντας τα εξής:

     «Εγώ υπηρετώ τον επουράνιο Θεό, Αυτόν και μόνο λατρεύω· Αυτόν που χορήγησε σε όλους τους ανθρώπους μια ζώσα ψυχή και καθημερινά συντηρεί εντός τους τη ζωή. Είναι ντροπή για μας να λατρεύουμε ό,τι είναι στα μέτρα του ανθρώπου, ή χειρότερα ακόμη, τους δαίμονες. Τι μωρία κρύβεται σε μια τέτοια πλάνη! Όλα τούτα δεν μπορούν παρά να βλάψουν τις ψυχές που τα πιστεύουν.«


     »Το θέλημα του Θεού δεν μπορεί να υποχωρήσει ενώπιον εκείνου των ανθρώπων. Όσο θα σκοτώνετε εκείνους που έχουν την Πίστη τους στον Θεό, τόσο περισσότερο θα αυξάνει ο αριθμός τους. Για όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως, ο Θεός όρισε τον θάνατο και μετά τον θάνατο την κρίση. Ο τρόπος όμως του θανάτου δεν είναι ο ίδιος: σ’ εμάς, που είμαστε οι μαθητές του Λόγου, πεθαίνουμε καθημερινά ως προς τις ηδονές και ταπεινώνουμε τα πάθη μας με την εγκράτεια, για να συμμορφώσουμε τον βίο μας με το θέλημα του Θεού. Διάγοντας μια τέτοια βιοτή, δεν φοβόμαστε να πεθάνουμε για τον αληθινό Θεό. Να γιατί υπομένουμε τα πάντα με εγκαρτέρηση, για να μην πεθάνουμε με αιώνιο θάνατο. Στη ζωή όπως και στον θάνατο ανήκουμε ολοκληρωτικά στον Κύριο.«

     »Αγαπώ τη ζωή, αλλά η αγάπη για τη ζωή δεν με κάνει να φοβάμαι τον θάνατο. Τίποτε καλύτερο δεν υπάρχει από τη ζωή, αλλά από την αιώνια ζωή, τη ζωή που γίνεται αθανασία για τη ψυχή που έζησε καλά, δηλαδή κατά Θεόν, στον παρόντα βίο…».

     Ο ανθύπατος Περέννιος ομολόγησε ότι δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα ήθελε να πει.
     Ο άγιος όμως εξακολούθησε απτόητος:

     «Πόσο λίγο κατανοείς τα θαύματα της θείας Χάριτος! Πρέπει η ψυχή να ανοιχθεί στο Φως για να ανακαλύψει τον Λόγο του Κυρίου, όπως τα μάτια για να αντιληφθούν τη φαεινότητα του ηλίου. Κάθε ομιλία είναι μάταιη για εκείνους που δεν μπορούν να καταλάβουν, όπως είναι μάταιο το φως για τους τυφλούς».

     Ένας από τους κυνικούς φιλοσόφους που ήταν παρόντες τού είπε ότι παραμιλούσε. Ο Απολλώνιος τού αποκρίθηκε ότι όσον αφορά τον ίδιο είχε μάθει να προσεύχεται και όχι να υβρίζει και συνέχισε απαντώντας στον έπαρχο για την ύπαρξη του Λόγου του Θεού:


     «Ο Λόγος αυτός, είναι ο Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός. Ως άνθρωπος, γεννήθηκε στην Ιουδαία. Ήταν δίκαιος σε όλα και έμπλεως της σοφίας του Θεού. Από αγάπη για τους ανθρώπους μάς εδίδαξε ποιος τύπος αρετής άρμοζε στις ψυχές μας για να διάγουμε έναν άγιο βίο. Με το Πάθος Του σταμάτησε τις αρχές της αμαρτίας…»

     Πρόσθεσε, επίσης, ότι η πίστη στην αθανασία της ψυχής και η προσδοκία της μέλλουσας Ανάστασης είχε διδάξει τους χριστιανούς τόσο καλά να ζούνε στον κόσμο τούτο σαν να βρίσκονται στον προθάλαμο της αιωνιότητας, ώστε ήσαν έτοιμοι να υπομείνουν όλα τα κακά της παρούσης ζωής.

     Η θαυμάσια και φλογερή αυτή απολογία ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στη σκοτισμένη καρδιά των ειδωλολατρών.

     Ο Περέννιος δήλωσε ότι θα ήθελε πολύ να τον αφήσει ελεύθερο, αλλά το αυτοκρατορικό διάταγμα ήταν σαφές και ήταν υποχρεωμένος να τον καταδικάσει σε θάνατο. Επιδεικνύοντας κάποια αισθήματα ανθρωπιάς διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, δίχως να τον υποβάλουν σε βασανιστήρια.

     Ο Απολλώνιος ανέπεμψε ευχαριστίες στον Θεό και, πριν κλείνει τον αυχένα κάτω από το ξίφος, ευχαρίστησε τον έπαρχο για την καταδίκη αυτή που θα του χορηγούσε την αιώνια ζωή.



[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
σελ. 258–261.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός.
Θεώρηση κειμένου:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Ιούνιος 20082.
Επιμέλεια ανάρτησης,
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου