Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Ο ΘΑΝΑΣΗΣ, Ο Α—ΘΑΝΑΣΗΣ: ΑΠΟ ΕΠΑΙΤΗΣ, ΙΕΡΟΨΑΛΤΗΣ


Ο ΘΑΝΑΣΗΣ, Ο Α—ΘΑΝΑΣΗΣ: 
ΑΠΟ ΕΠΑΙΤΗΣ, ΙΕΡΟΨΑΛΤΗΣ


     Μια νύχτα του χειμώνα, σ’ ένα απόμερο ρημαγμένο παρκάκι, μια παρέα άνθρωποι στέκονταν γύρω από μια πρόχειρη φωτιά. Συζητούσαν και άπλωναν τα ξυλιασμένα χέρια τους στο πυρωμένο βαρέλι για να τα ζεστάνουν. Χέρια βασανισμένα. Άνθρωποι βασανισμένοι. Άστεγοι και ζητιάνοι. Της ζωής απόκληροι, απαξιωμένοι και καταδικασμένοι ή απλώς αγνοημένοι από μια κοινή γνώμη διαμορφωμένη άνωθεν. Μα, ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που ακόμη συγκινούνται ελεύθερα. Δηλαδή, ψυχικά. Όχι σύμφωνα με τις τρέχουσες επιταγές. Κι είναι και η Εκκλησία. Αρωγός σε κάθε πάσχοντα. Χωρίς διακρίσεις. Και χωρίς να εξετάζει αιτίες ή να αδιαφορεί καταλογίζοντας ευθύνες. Κατά το παράδειγμα του φιλεύσπλαχνου και παντελεήμονος Θεού.

     Η παρέα συζητούσε ζωηρά και εγκάρδια. Πειραζόταν με γούστο. Και μερικές φορές γίνονταν απότομοι και εριστικοί. Μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά που έκαιγε ράκη και κάθε είδους απορρίμματα. Καύσιμο και άνθρωποι, απόβλητα και αποκαΐδια. Αυτού του «πολιτισμού» που όλοι γνωρίζουμε πόσο σκληρός είναι.

     Το επίκεντρο της παρέας, ο Θανάσης, συνήθως ήταν εύθυμος και τους πείραζε όλους. Και τον πείραζαν όλοι. Και στο τραγούδι πρώτος. Με το τίποτα που λέμε και τον Θανάση, διασκέδαζαν όλοι. Όμως, εδώ και λίγη ώρα έστεκε σκυθρωπός ακούγοντας τους άλλους να τον επικρίνουν.

     Ακόμη δεν είχε βγει στη ζητιανιά. Έκανε δουλειές του ποδαριού στην αγορά. Οι μαγαζάτορες τον συμπαθούσαν επειδή ήταν πρόθυμος και καλόγνωμος. Κάτι έβγαζε. Και όποτε μπορούσε, βοηθούσε και τους άλλους της συντροφιάς. Αλλά τελευταία τα πράγματα έσφιξαν. Μεγάλη ανεργία. Έσφιξαν και οι καρδιές. Και τα πορτοφόλια. Ο Θανάσης ζορίστηκε, αλλά δεν ήθελε την επαιτεία. Κι άλλοι όμως δεν τον ήθελαν βάρος· και επιπλέον θίγονταν.
     –Εμείς τι είμαστε δηλαδή; Κι εσύ ποιος είσαι;…
     Με τέτοιες κουβέντες κατέληξε δυσάρεστα η βραδιά κι ένας-ένας τραβήχτηκε στο μέρος του, νωρίτερα από το συνηθισμένο.

     Την επομένη ημέρα το πρωί, ξύπνησε ο Θανάσης παραζαλισμένος από το φθηνό κρασί και τον ταραγμένο ύπνο. Είχε πάρει όμως την απόφαση… Μάζεψε τα πρόχειρα στρωσίδια του, πλύθηκε στον κρουνό του ποτίσματος και τράβηξε για τις εκκλησίες, επειδή του φάνηκε ότι εκεί στέκουν οι ζητιάνοι αρμοδίως. Στην πρώτη που στάθηκε όμως, τον έδιωξαν οι άλλοι ζητιάνοι.
     –Περισσεύεις! του είπαν, να πας αλλού!

     Έφυγε ζεματισμένος, με το κεφάλι σκυφτό. Όλος ο κόσμος έκατσε στην πλάτη του και πλάκωνε. Βάρος ασήκωτο. Η απονιά, η ζωή που έσφυζε γύρω του αδιάφορη, τα παλιά όνειρα που ναυάγησαν…, οι αγάπες που δεν λειτούργησαν… Μόνος με την ανάγκη! Έσερνε τα βήματά του χαμένος σε μαύρους λογισμούς. Στον δρόμο της απελπισίας που περπάτησαν και περπατούν μυριάδες άλλοι.


     Κάποια στιγμή αντίκρισε μια άλλη εκκλησία. Στράφηκε γρήγορα να απομακρυνθεί. Αλλά η ανάγκη τον κράτησε από το μανίκι. Πλησίασε προσεκτικά και παρατήρησε. Στέκονταν απ’ έξω δυο-τρεις ζητιάνοι. Λίγος κόσμος έφτανε πια. Η Λειτουργία, έμαθε, πλησίαζε στο τέλος της. Σε λίγο θα έβγαιναν. Όλοι μαζί. Τόσοι άνθρωποι. Τόσα πορτοφόλια. «Λες, να;…» σκέφθηκε. Μάζεψε το κουράγιο του, πλησίασε ψύχραιμα και στάθηκε παράμερα. Οι άλλοι ζητιάνοι τον είδαν και κατάλαβαν. Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους, αλλά δεν τον ενόχλησαν. Ο Θανάσης ανάσανε με ανακούφιση. «Ίσως…», μονολόγησε, «ποιος ξέρει;…». Θυμήθηκε ότι άκουσε κάποτε τυχαία στο ραδιόφωνο έναν λόγο του Αγίου Πορφυρίου: «Μην απελπίζεσαι! Έχει ο Θεός! Εκεί που απελπίζεσαι, σου στέλνει κάτι που δεν το περιμένεις!...». Πράγματι, σε λίγο άρχισαν να βγαίνουν. Ευδιάθετοι άνθρωποι σε μικρές ή σε μεγαλύτερες παρέες, συζητώντας εύθυμα. Πλησίασε ο Θανάσης, άπλωσε δειλά το χέρι του και κάτι ψέλλισε που δεν το άκουσε ούτε ο ίδιος. – Είχε περάσει πια στην τάξη των ζητιάνων!

     Κι ο κόσμος διάβαινε μπροστά του. Τον πρώτο που δεν έδωσε, τον είδε με αντιπάθεια· μα ύστερα στεκόταν απαθής για να αντέχει, εκτεθειμένος στο έλεος των διερχομένων. Και ξαφνικά έπεσε στη χούφτα του το πρώτο νόμισμα. Ο άνθρωπος που το έριξε, απομακρύνθηκε με μια φευγαλέα ματιά, αλλά ο Θανάσης πρόλαβε να του ανταποδώσει το βλέμμα με τρυφερότητα. Από κοντά ερχόταν η οικογένειά του· άπλωσε αδέξια το χέρι του να χαϊδέψει ένα παιδάκι –δεν ήξερε πόσο επικίνδυνο έχει γίνει–, κι η μητέρα κοίταξε δηκτικά τα λερά χέρια του. «Ίσως να νόμισε ότι τους καλοπιάνω!...», μονολόγησε ο Θανάσης. «Δεν πειράζει! Νά ’ναι καλά!». Λένε ότι τέτοιες ευχές βρίσκουν μεγάλη παρρησία στον Κύριο. Ποιος ξέρει; Στη χούφτα του πάντως κρατούσε λίγα γραμμάρια αγάπης ή συμπάθειας, καθήκοντος, ενοχής, φόβου ή και υπολογισμού. Κάποιας ανθρωπιάς εν πάση περιπτώσει. Και λίγη ελπίδα. Και κάτι να δώσει στην ανάγκη, να φύγει. Μέχρι να ξανάρθει· ο ζυγός της ανάγκης μετά τη μεγάλη πτώση του ανθρώπου.

     Έτσι, λοιπόν, πέρασε κι αυτός στην τάξη των επαιτών. Και σιγά-σιγά συνήθισε. Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος. Η ανάγκη είναι το μεγαλύτερο θηρίο. Το ένστικτο της επιβίωσης σπρώχνει τον άνθρωπο σε ανεπιθύμητες ενέργειες που σιγά-σιγά τις συνηθίζει. Ανθρώπινο. Ανάρμοστες είναι οι πράξεις εκείνες που γίνονται για την πολυτέλεια. Για την ικανοποίηση κάθε πάθους.

     Τώρα είχε αρχίσει να αναπτύσσει τεχνικές αύξησης της εισπράξεως. Όπως κάνει κάθε ελεύθερος επαγγελματίας. Τεχνικές ανάλογες του χαρακτήρα του. Ο τρόπος του Θανάση ήταν καρδιακός. Έτσι τον γνώρισαν οι τακτικοί του εκκλησιάσματος και τους έμαθε κι αυτός. Στεκόταν πια με την άνεση στη θέση που του είχε παραχωρηθεί στο προαύλιο του ναού και ζητούσε με θάρρος βοήθεια, με τον τρόπο που νόμιζε ότι ταιριάζει στον καθένα.

     Κάποια στιγμή επέκτεινε τον κύκλο των επιχειρήσεών του και στο εσωτερικό της εκκλησίας. Η προσωπική επαφή τού έδωσε αυτό το θάρρος. Και σκέφθηκε ότι θα είναι μια πλεονεκτικότερη θέση. Μα, δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε και την περιέργεια να μάθει «τι γίνεται εκεί μέσα». Να συμμετάσχει κι αυτός. Μήπως κι αυτός δεν ήταν άνθρωπος;


     Έτσι πέρασε την πόρτα της εκκλησίας. Και δεν μπορείς να πεις ότι έμεινε αναίσθητος στα δρώμενα. Αλλά η δουλειά, δουλειά. Δηλαδή, η ανάγκη, ανάγκη. Γι’ αυτό, άρχισε να γυρεύει χρήματα και μες στην εκκλησία. Κι έτρεχε να πάρει αντίδωρα μόλις εμφανιζόταν ο δίσκος. Και καμιά φορά, πήγαινε να μεταλάβει σα να πήγαινε να πάρει μερίδα στο συσσίτιο.

     Το πράγμα, βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό, κι έτσι του υπέδειξαν να στέκεται απ’ έξω, αν θέλει να παίρνει το καλό ρεγάλο από τον παπά. Αυτός συμβιβάστηκε αρχικά, αλλά ύστερα διεκδίκησε το δικαίωμά του να είναι μέσα, όπως κάθε άνθρωπος. «Εκτός υπηρεσίας» έστω και ενάντια στα συμφέροντά του. Άρχισε πια να λειτουργεί εντός του ο άνθρωπος. Τώρα τον έβλεπες να ξαποσταίνει στο κάθισμα ή να βυθίζεται σε λήθαργο. Νόμιζες ότι ταξίδευε ή ίσως ότι έφθασε πια.

     Σ’ αυτές τις ονειροπολήσεις, η ψαλμωδία ήρθε να συναντήσει και να αφυπνίσει το έμφυτο μουσικό χάρισμά του. Κι αντί για τα τραγούδια της παρέας, άρχισε να σιγοντάρει τα άσματα της Πίστεως. Και στο μυαλό του να τρέχουν εικόνες της ζωής του. Άρχισε να αποκτά συνείδηση της κατάστασής του. Και επιθυμία να ανέλθει.

     Έμπαινε στον ναό, συνόδευε χαμηλόφωνα τη ψαλμωδία μαθαίνοντας με τον καιρό τα κείμενα των ακολουθιών και, από κάθισμα σε κάθισμα, μέρα με τη μέρα, πλησίαζε δειλά το αναλόγιο των ψαλτών. Και παραμελούσε τη «θέση» του στο προαύλιο. Όταν στάθηκε πια κάτω από το αναλόγιο, ένιωσε σα το ναυαγό που πάτησε στη στεριά. Κι έδειχνε άλλος άνθρωπος. Πολλοί αναρωτιούνταν αν ήταν πράγματι ο επαίτης που νωρίτερα στεκόταν στην είσοδο. Και μήπως η από καρδιάς ψαλτική, με τη χάρη του Θεού, δεν μεταμορφώνει;

     Αφού πέρασε κάμποσος καιρός έτσι, ο πρωτοψάλτης του ναού, εκτιμώντας το ενδιαφέρον του και την ερμηνευτική του δεινότητα, έσπευσε να μιλήσει στον προϊστάμενο του ναού.
     –Πρέπει να του δώσουμε μια ευκαιρία, παπα-Γιώργη, να τον ενθαρρύνουμε! του είπε.
     –Μα, του έχει δοθεί ήδη. Και δεν βλέπω να του λείπει ο ζήλος. Ας αφήσουμε τα πράγματα να κυλήσουν αβίαστα και ο Θεός θα οικονομήσει. Μην ανησυχείς! Αυτός τώρα ανακάλυψε τον εαυτό του, το χάρισμά του τον έχει συνεπάρει, έχει σκοπό ζωής.
     –Αλλά πόσοι άλλοι χαρισματικοί χάνονται, παπά μου, λόγω αντίξοων συνθηκών!
     –Αν το σχολείο ανακαλύπτει και καλλιεργεί την κλίση κάθε παιδιού, θα συμβάλει στη συγκρότηση πετυχημένων και ικανοποιημένων πολιτών. Άρα και στην ευημερία όλης της κοινωνίας. Και αυτή η φροντίδα θα αναδεικνύει και τους προικισμένους. Για τους οποίους τότε καμία δυσκολία δεν θα στέκεται εμπόδιο, επειδή θα έχουν επίγνωση της ικανότητάς τους. Αλλά το εκπαιδευτικό μας σύστημα υστερεί σ’ αυτόν τον τομέα, με συνέπεια πολλοί άνθρωποι να χάνονται ή να δυστυχούν από αυτή την αμέλεια. Η Εκκλησία έχει συχνά αυτή την ευκαιρία να θεραπεύει τέτοιες περιπτώσεις. Εφόσον περνούν την πόρτα της.
     –Και μήπως αυτό το σωστικό έργο της Εκκλησίας δεν έχει και εκπολιτιστικό χαρακτήρα; Δεν είναι μια σημαντική κατάθεση στην κοινωνία;
     –Πράγματι, το σωστικό της έργο υπηρετεί διά του ανθρώπου τον πολιτισμό. Τον ένθεο πολιτισμό. Και καλλιεργεί τις τέχνες με τρόπο σωστικό. Πνευματικής ανάτασης. Υψώνοντας τον άνθρωπο, υψώνει τον πολιτισμό. Αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, το ιεραποστολικό της έργο αποβαίνει εκπολιτιστικό. Έτσι το παραδίδει η ιστορία. Λαούς ολόκληρους έβγαλε από το σκοτάδι της βαρβαρότητας, στο φως του Χριστού που φώτισε τον δρόμο τους και δημιούργησαν σημαντικούς πολιτισμούς. Δοξασμένο τ’ όνομά Του!


     Το φως αυτό που φωτίζει λαούς και άτομα και ιερείς και πρωτοψάλτες και τον καθένα που προσβλέπει σ’ αυτό, φώτισε και τη ψυχή του φτωχού Θανάση και του έδωσε τη δύναμη να διεκδικήσει μια θέση στον κόσμο.

     Ωστόσο, σε κάποιους ενορίτες, ερχόταν δύσκολο να τον αποδεχθούν ως έναν εξ αυτών. «Μας κοροϊδεύει!...», είπαν στον παπα-Γιώργη, «Λεφτά θέλει!...». Κι ίσως να είχαν δίκιο. Αλλά, ποιος ξέρει το σχέδιο του Θεού; Άλλωστε πολλοί στερημένοι και ανέστιοι, μέσω του χρήματος ελεημοσύνη ψυχής αιτούνται. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ανάγκη τους. Ειδικά αυτών. Επειδή τους περισσότερους οδήγησε στον δρόμο η –χωρίς Θεό ωστόσο– αναζήτηση. Κι όποιος είναι στον δρόμο, αυτήν στερείται πρωτίστως.

     Ο παπα-Γιώργης πικράθηκε με τη στάση τους. «Φαίνεται», τους είπε, «μας τον έστειλε ο Θεός για να μας δοκιμάσει. Να δεχθούμε τον ζητιάνο σαν ίσο. Και σαν ανώτερο μετά τη μεταστροφή του. Γιατί εμείς τι μεταστροφή επιτύχαμε; Ή μήπως αγγίξαμε την τελειότητα; Μπορούμε να καταλάβουμε τι δρόμο κάνει αυτός; Μα, ίσως αυτή η σύγκριση να εκθέτει την αμέλειά μας και να ελέγχει την υπερηφάνειά μας· κι αυτή είναι που δεν τον θέλει».

     Και το πράγμα έμεινε εκεί κι ο Θανάσης ευτυχώς δεν αντελήφθη τίποτε. Αλλά και να είχε καταλάβει, μαθημένος ήταν. Άλλωστε είχε άλλες φροντίδες τώρα. Το πόθο να «κατακτήσει» την κορυφή του αναλογίου. Την προσπάθεια να πραγματοποιήσει τούτο τον πόθο. Με τη βοήθεια ενός νεαρού ψάλτη, έκανε τα πρώτα βήματα στη συστηματική σπουδή της ψαλτικής και στη γνωριμία των λειτουργικών κειμένων. Και μετά από μερικούς μήνες εισήχθη στη σχολή βυζαντινής μουσικής της μητροπόλεως.

     Με το νέο έτος, στις 18 Ιανουαρίου, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου, ο Θανάσης ανέβηκε επίσημα στο αναλόγιο. Αθανάσιος ιεροψάλτης πλέον! Εκείνη την ημέρα, ο καφές μετά τη Λειτουργία έδωσε την ευκαιρία για αναδρομή και αναπολήσεις.


     Κάποια στιγμή ο ήρωάς μας, είπε του παπα-Γιώργη για τον λόγο του Αγίου Πορφυρίου, που είχε ακούσει στο ραδιόφωνο και τον είχε φυλάξει στην καρδιά του:
     –Από αυτό τον απλό λόγο, έμαθα ότι υπάρχει ελπίδα. Έμαθα να ελπίζω.
     –Αλήθεια! Και στο ραδιόφωνο πολλοί άνθρωποι ακούν «τυχαία» έναν λόγο που αποβαίνει χρήσιμος έως σωτήριος. Σαν ένα διαρκές θαύμα που κοινωνείται (και) μέσω του ραδιοφώνου.
     –Πάτερ, έλεγε και κάτι άλλο μετά, που δεν το συγκράτησα, του είπε.
     Κι εκείνος το συμπλήρωσε:
     –«…αρκεί να Τον πιστεύεις και να Τον αγαπάς. Εκείνος μας αγαπά και μας φροντίζει, όπως ο κάθε πατέρας τα παιδιά του!».

     Αφιερώνεται στον ιδαλγό μιας λαϊκής γειτονιάς του Πειραιά. Αυτό το «Αθανάσιος» που το κάναμε «Θανάσης», ωραία ακούγεται, αλλά εικονίζει θάνατο πια, παρά αθανασία. Κι είναι, μου φαίνεται, της εποχής τούτης ενδεικτικό. Αυτή η ιστορία, περίπου αληθινή, κινήθηκε αντίθετα· από τον θάνατο στην όντως ζωή…

ΣΤΑΥΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ


[ Μηνιαίο Περιοδικό
Μητροπόλεως Πειραιώς
«Πειραϊκή Εκκλησία»·
Τεύχ. 310, Ιαν. 2019,
σελ. 39–41.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου