Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ


ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ


     Η οσιομάρτυς του Χριστού Ευδοκία καταγόταν από τη Σαμάρεια και ζούσε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης (σημ. Λίβανος), επί βασιλείας Τραϊανού (96-116). Καθώς στερούνταν κάθε γνώσης των θείων πραγμάτων, παρασύρθηκε σε βίο έκλυτο και παρέδωσε στην πορνεία το σώμα της, το οποίο ο Δημιουργός το είχε προικίσει με σπάνια ομορφιά. Τόσοι πολλοί ήσαν εκείνοι που έρχονταν ακόμη και από μακριά και προσέφεραν γενναία ποσά για να απολαύσουν τα θέλγητρά της, ώστε απόκτησε από αυτή την επαίσχυντη συναλλαγή μεγάλη περιουσία. Ζούσε σε άκρα ακολασία ως την ημέρα που ένας μοναχός ονόματι Γερμανός, ερχόμενος στην πόλη για δουλειές, κατέλυσε στο διπλανό σπίτι. Το βράδυ, αφού έψαλε την εσπερινή ακολουθία στο δωμάτιό του την ορισμένη ώρα, σαν να βρισκόταν στο μοναστήρι του, ο Γερμανός άρχισε να διαβάζει μεγαλοφώνως ένα βιβλίο που περιέγραφε την Ημέρα της Κρίσεως, τις τιμωρίες των αμαρτωλών και τις ανταμοιβές των δικαίων. Ακούγοντας τα φοβερά αυτά λόγια η Ευδοκία συγκλονίστηκε, η συνείδησή της αφυπνίστηκε από τη χαύνωση στην οποία την είχαν βυθίσει τόσα χρόνια αμαρτίας και όλη τη νύκτα θρηνούσε με ποταμούς δακρύων.

     Το πρωί έτρεξε στον Γερμανό, έπεσε στα πόδια του και τον ικέτευσε να της δείξει την οδό της σωτηρίας. Αφού την κατήχησε δεόντως, ενεργώντας ως φρόνιμος πνευματικός πατήρ, ο Γερμανός την έστειλε στην οικία της ώστε να υποβάλει επί μία εβδομάδα σε δοκιμασία την απόφασή της, με προσευχή και περισυλλογή. Καθώς προσευχόταν τη νύκτα θρηνώντας για τον παρελθόντα βίο της, η Ευδοκία είδε ξάφνου φως απαστράπτον και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ο οποίος είχε έλθει για να την οδηγήσει στον ουρανό, όπου η χορεία των εκλεκτών την υποδέχθηκε με χαρά, ενώ πιο πέρα ο Διάβολος, με μορφή γιγαντόσωμου πλάσματος, μελανού και αποκρουστικού, κατηγορούσε τον Θεό για αδικία επειδή δέχθηκε τόσο γρήγορα τη μετάνοια και μεταστροφή της ακόλαστης αυτής γυναικός. Ακούσθηκε τότε γλυκύτατη φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Αυτή είναι η ευδοκία του Θεού· το να δέχεται φιλεύσπλαχνα τους μετανοούντες!». Και, κατ’ εντολή του Θεού, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ επανέφερε την Ευδοκία στο κατάλυμά της, υποσχόμενος τη συνδρομή της θείας Χάριτος στους αγώνες κατά της αμαρτίας που όφειλε του λοιπού να φέρει εις πέρας.

     Ολόχαρη και γεμάτη εμπιστοσύνη στην ευσπλαχνία του Κυρίου, η Ευδοκία βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο της πόλεως Θεόδοτο και, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του πνευματικού της πατρός, έσπευσε να παραδώσει την περιουσία, που είχε αποκτήσει επαίσχυντα, σ’ έναν ιερέα για να τη μοιράσει στους πτωχούς· κατόπιν, αφού λυτρώθηκε από τα δεσμά του κόσμου και από κάθε βιοτική μέριμνα, πήγε να συναντήσει τον Γερμανό, ο οποίος μεσολάβησε ώστε να γίνει δεκτή σε μια γυναικεία μονή κοντά στη δική του.


     Μόλις μπήκε στο στάδιο της ενάρετης πολιτείας, η μακαρία έδειξε θερμό ζήλο για να σβήσει με την άσκηση και με τα δάκρυα κάθε ίχνος από τα παλιά της πάθη. Έφερε πάντοτε τον χιτώνα που της είχαν φορέσει στο βάπτισμα, χωρίς να τον αλλάζει ποτέ, αποστήθισε το Ψαλτήρι και τρεφόταν με την προσευχή και τη μελέτη του θείου Λόγου μάλλον παρά με γήινες τροφές. Με αυτή τη θαυμαστή αγωγή και την καλή αλλοίωση, έλαβε από τον Κύριο το χάρισμα να επιτελεί θαύματα και όταν εκοιμήθη η ηγουμένη, εξελέγη από την αδελφότητα διάδοχός της.

     Εκείνο τον καιρό κάποιοι από τους πρώην εραστές της, έχοντας πληροφορηθεί ότι η ωραία Ευδοκία απέρριψε τις απολαύσεις των επιγείων και τη λατρεία των ειδώλων και καταπονούσε το σώμα της για την αγάπη του Χριστού, κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα ότι χρησιμοποιεί την περιουσία της οικοδομώντας στην έρημο καταλύματα για τους χριστιανούς, οι οποίοι απειθούν στην εξουσία του και στη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Όταν ο αξιωματικός και οι τριακόσιοι στρατιώτες που έστειλε ο αυτοκράτορας θέλησαν να εισέλθουν στη μονή της αγίας, εμποδίστηκαν από θεία δύναμη· και, αφού περιφέρονταν τρεις ημέρες γύρω από τον περίβολο, αναζητώντας μάταια την είσοδο, βρήκαν όλοι τον θάνατο, εκτός από τον επικεφαλής και τρεις στρατιώτες.

     Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την οικτρή αυτή αποτυχία, έστειλε τον γιο του για να συλλάβει την αγία. Και αυτόν όμως τον χτύπησε ο Θεός και έπεσε από το άλογό του νεκρός. Τότε, κατά συμβουλή ενός πρώην εραστή της Ευδοκίας, ο αυτοκράτορας έγραψε στην αγία ζητώντας να μεσολαβήσει για να ξαναφέρει τον γιο του στη ζωή. Η Ευδοκία απάντησε με ταπείνωση, δηλώνοντας ότι δεν ήταν ικανή να ενεργήσει ένα τέτοιο θαύμα και έκλεισε το γράμμα σταυρώνοντάς το τρεις φορές. Μόλις ο αγγελιοφόρος έφερε το μήνυμα στο παλάτι μπροστά στο πτώμα του πρίγκιπα, εκείνος ζωντάνεψε, οπότε ο αυτοκράτορας και σύσσωμη η αυλή ανεβόησαν: «Μέγας ο Θεός των χριστιανών, αφού επιτελεί τέτοια θαύματα!». Λέγεται μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας βαπτίσθηκε μαζί με αρκετούς από το περιβάλλον του και ότι ο αναστημένος πρίγκιπας έγινε μετά αρχιερέας της πόλεως, ενώ η αδελφή του Γελασία ασπάσθηκε την ισάγγελη πολιτεία στη μονή της αγίας Ευδοκίας.

     Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138), που τον διαδέχθηκε, ήταν σφοδρός υπέρμαχος της ειδωλολατρίας. Έστειλε στην Ηλιούπολη έναν διοικητή, ονόματι Διογένη, φημισμένο για τη σκληρότητά του, ο οποίος είχε αρραβωνιαστεί τη Γελασία. Το γεγονός ότι η μέλλουσα σύζυγός του προτίμησε τον μοναχικό βίο έκανε να φουντώσει μέσα του μίσος κατά της Ευδοκίας. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, έστειλε πενήντα στρατιώτες να τη συλλάβουν. Ενώ αυτοί βρίσκονταν καθ’ οδόν, παρουσιάστηκε στην Ευδοκία ο Χριστός και της ανήγγειλε ότι ήλθε η ώρα να λάβει τον στέφανο του μαρτυρίου. Η Ευδοκία εισήλθε στον ναό και πήρε μαζί της μικρή μερίδα από το Τίμιο Σώμα του Χριστού, υποδέχθηκε με ηρεμία και αξιοπρέπεια τους στρατιώτες και τους ακολούθησε χωρίς να προβάλει αντίσταση. Στον δρόμο προπορευόταν άγγελος που κρατούσε αναμμένο πυρσό, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι ειδωλολάτρες.


     Αφού την άφησαν τέσσερις μέρες στη φυλακή άσιτη και χωρίς νερό, την έφεραν ενώπιον του διοικητή με καλυμμένο το πρόσωπο· και, μόλις αφαίρεσαν το πέπλο, το πρόσωπό της έλαμψε με φως εκθαμβωτικό, προκαλώντας κραυγές κατάπληξης όλων των παρισταμένων. Η αγία αποκρίθηκε θαρραλέα στις ερωτήσεις και κάλεσε τον Διογένη να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του χωρίς χρονοτριβή και άσκοπες ανακρίσεις. Την κάλεσαν να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις λύσεις για να σώσει τη ζωή της: να λατρεύσει τα είδωλα, να επιστρέψει στον πρότερο βίο της ή να θέσει την περιουσία της στη διάθεση του δημοσίου. Η Ευδοκία δήλωσε ότι επ’ ουδενί δύναται να επιστρέψει στον πρότερο βίο της, τώρα που γνώρισε την αλήθεια και ότι δεν είχε πλέον πλούτη στην κατοχή της γιατί τα είχε μοιράσει. Τότε, κατά διαταγή του Διογένη, την παρέλαβαν τέσσερις στρατιώτες και επί δύο ολόκληρες ώρες την ξυλοκοπούσαν αλύπητα. Ύστερα, καθώς προσπαθούσαν να τη γδύσουν ώστε να τη δέσουν στο τιμωρητικό ξύλο, βρήκαν πάνω της το ιερό σκεύος με το Τίμιο Σώμα του Κυρίου. Όταν ο διοικητής επιχείρησε να το ανοίξει, αναπήδησε φλόγα που έκαψε όλους τους παρευρισκόμενους και άφησε τον Διογένη μισοπαράλυτο. Καθώς αυτός γονάτιζε να προσευχηθεί στον θεό Ήλιο για να τον θεραπεύσει, μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και ο Διογένης έπεσε καταγής κεραυνόπληκτος. Στο μεταξύ απαστράπτων άγγελος κατήλθε εξ ουρανού και συνομιλούσε με την οσία, αφού τη σκέπασε σεμνά με ένα πέπλο. Ένας στρατιώτης αυτόπτης μάρτυς της σκηνής, μετανοώντας, της έλυσε τα δεσμά και την παρακάλεσε να μεσιτεύσει για όσους είχαν χτυπηθεί από τη θεία οργή, ώστε να αναστηθούν και να μπορέσουν να μετανοήσουν. Η Ευδοκία από φιλευσπλαχνία προσευχήθηκε και πάραυτα οι νεκροί αναστήθηκαν, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην Πίστη του Χριστού.

     Η αγία παρέμεινε στην πόλη λίγο καιρό για να διδάξει τον λαό, επιτελώντας και άλλα θαύματα, ως την ημέρα που, μετά τον θάνατο του Διογένη, ένας άλλος διοικητής, ονόματι Βικέντιος, διορίστηκε στην Ηλιούπολη και αποφάσισε να δώσει τέλος στη φήμη της Ευδοκίας. Έστειλε στρατιώτες στην κατοικία της, οι οποίοι την αποκεφάλισαν χωρίς άλλες διαδικασίες, ικανοποιώντας έτσι τον πόθο της: την οριστική της ένωση με τον ουράνιο Νυμφίο Χριστό. Έκτοτε τα τίμια λείψανα της αγίας Ευδοκίας επιτελούν πλήθος θαυμάτων, μαρτυρίες ανά τις γενεές των χριστιανών της θαυμαστής δύναμης της μετανοίας.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλιπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ Εὐδοκία προσέδραμες· οὗ τὸν ζυγὸν τῇ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς ἠγωνίσω δι’ αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
εὐδοκήσας ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας, πρὸς εὐσεβείας τὸν ἀκρότατον ὅρον, ἀναγαγεῖν σε ἔνδοξε ὡς λίθον ἐκλεκτόν, οὗτος καὶ τὸν βίον σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρύνας, χάριν ἰαμάτων σοι, Εὐδοκία παρέχει· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων ἐφάμιλλε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χάρις εὐδοκίας τῆς θεϊκῆς, νύμφην σε τοῦ Λόγου, ἀπειργάσατο ἐκλεκτήν, ἤθεσιν ὁσίοις, καὶ αἵματι Μαρτύρων, θεόφρον Εὐδοκία, περιαστράπτουσαν.



[ Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 9–12.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου