Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΙΟΡΔΑΝΙΤΗΣ


ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΙΟΡΔΑΝΙΤΗΣ


     Ο όσιος πατήρ ημών Γεράσιμος γεννήθηκε στην επαρχία της Λυκίας περί τα τέλη του 4ου αιώνα και εισήλθε από νεαρή ηλικία σε κοινόβιο. Αφού μυήθηκε στους κανόνες της κοινοβιακής ζωής, ο διάπυρος πόθος του για τον Θεό τον οδήγησε σε τόπους έρημους, όπου εγκαταβίωνε τρεφόμενος με χόρτα και περνούσε τις ημέρες και τις νύκτες του αγωνιζόμενος κατά των πνευμάτων του σκότους και των παθών της σαρκός. Μετέβη κατόπιν στους Αγίους Τόπους για να επιδοθεί σε ακόμη μεγαλύτερους αγώνες σε μέρη αγιασμένα από την παρουσία τόσων αγίων ασκητών και νέων αποστόλων. Αφού προσκύνησε τους ναούς των Ιεροσολύμων, κατευθύνθηκε στην τραχεία έρημο της Νεκρής Θάλασσας, της οποίας κατέστη οικιστής, καθώς οι αρετές του προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό μαθητών.

     Κατά τους ταραγμένους καιρούς μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451), όταν περισσότερο από δέκα χιλιάδες μοναχοί της Παλαιστίνης έπεσαν στην αίρεση, ο όσιος Γεράσιμος, θύμα της μεγάλης του απλότητας, παρασύρθηκε για ένα διάστημα από την απατηλή ευγλωττία του μονοφυσίτη Θεοδοσίου, ο οποίος είχε αναρριχηθεί στον επισκοπικό θρόνο των Ιεροσολύμων, στη θέση του αγίου Ιουβεναλίου [2 Ιουλ.]. Συναντώντας όμως τον άγιο Ευθύμιο [20 Ιαν.] στην έρημο του Ρουβά, συνειδητοποίησε την πλάνη του, δέχθηκε με ταπείνωση τη διδαχή του αγίου και επέστρεψε στην Ορθοδοξία και έτσι απέβη, τόσο με τη βιοτή του όσο και με τη διδασκαλία του, ένθερμος υποστηρικτής της αληθινής Πίστεως. Διατήρησε συχνή επαφή με τον Μεγάλο Ευθύμιο και κάθε χρόνο πήγαινε μαζί του στα βάθη της ερήμου για να περάσουν όλη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ως την Κυριακή των Βαΐων, σε άκρα νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή. Όλη τη βδομάδα δεν έτρωγαν τίποτα και την Κυριακή τούς αρκούσε η θεία Μετάληψη.

     Καθώς οι μαθητές του πλήθαιναν, συγκατατέθηκε στην αδυναμία τους και ίδρυσε μια λαύρα σε ένα πιο ήπιο μέρος, όπου συνδύαζε αρμονικά την κοινοβιακή ζωή με την ησυχία, προσφέροντας έτσι σε όλους παράδειγμα αγίας άμιλλας στους αγώνες της αρετής. Οι νεόφυτοι όφειλαν αρχικά να ζήσουν στο κοινόβιο ώστε να διδαχθούν την υπακοή και τους κανόνες της ισάγγελης πολιτείας· κατόπιν, όσοι είχαν δοκιμασθεί αρκούντως στην άσκηση και την ταπείνωση εγκαταβίωναν πλέον μόνοι στα περίχωρα, σε περισσότερα από εβδομήντα κελλιά, που απείχαν το ένα από το άλλο, ώστε κάθε μοναχός να μπορεί να αφοσιωθεί ανενόχλητος στην προσευχή και στη δοξολογία του Θεού, τρεφόμενος μόνον με ψωμί και νερό τις πέντε ημέρες της εβδομάδος. Το Σάββατο και την Κυριακή, ερημίτες και κοινοβιάτες, συγκεντρώνονταν στον ναό της λαύρας για να τελέσουν τη θεία Λειτουργία και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων. Μετά την κοινή τράπεζα, ακολουθούσε πνευματική συζήτηση ή ομιλία του Γερασίμου. Κατόπιν, οι ερημίτες εφοδιάζονταν με τα αναγκαία για τη χειρονακτική τους εργασία –ψωμί, λίγους χουρμάδες και μία στάμνα νερό– και έφευγαν σιωπηλά για να συνεχίσει καθένας τον αγώνα του, μόνος ενώπιον του Θεού. Οι ερημίτες ζούσαν τόσο αυστηρή βιοτή ώστε στο κελλί τους δεν είχαν ούτε λυχνάρι ούτε τα απαραίτητα για να ανάψουν φωτιά. Νεκρώνοντας κάθε σαρκικό πάθος με αδιάκοπο αγώνα κατά της φιλήδονης τάσης της ανθρώπινης φύσης, μάθαιναν με αυτόν τον τρόπο να παραμένουν κύριοι της λύπης, του θυμού και κάθε ψυχικού πάθους, διατηρώντας τον νου νήφοντα σε αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Ο όσιος Γεράσιμος τούς δίδασκε πώς να βάζουν όλη τους τη φροντίδα για να καλλιεργούν «τον κρυπτό της καρδίας άνθρωπο» και να υψώνουν τη ψυχή τους στη θεωρία των θείων Μυστηρίων. Τόσο πολύ ήσαν απαλλαγμένοι από κάθε δεσμό με τα εγκόσμια, ώστε είχαν κανόνα, όταν έβγαιναν από το κελλί τους, να το αφήνουν ανοιχτό ώστε καθένας να μπορεί να μπει και να πάρει αυτό που χρειαζόταν. Έχοντας όμως όλοι μία καρδιά και μία ψυχή, κανείς δεν θεωρούσε κάτι «δικό του». Με τον τρόπο αυτό μιμούνταν τέλεια τη ζωή των Αποστόλων και αξιώνονταν από τον Θεό τα ίδια χαρίσματα με εκείνους. Ας σημειωθεί ότι, ύστερα από πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή της λαύρας του οσίου Γερασίμου, φαίνεται πως την εποχή εκείνη οι μοναχοί έφθαναν στους τρεις χιλιάδες, ενώ εγκαταβίωναν σε περίπου εξήντα μοναστήρια, των οποίων βρέθηκαν τα ερείπια.


     Ο όσιος Κυριακός ο Αναχωρητής [29 Σεπτ.], ο οποίος πολύ νέος ακόμη για να σηκώσει στους ώμους του τον αγώνα της ερήμου, είχε σταλεί από τον άγιο Ευθύμιο στον όσιο Γεράσιμο να γίνει μαθητής του, διηγείται ότι κάποτε ο γέροντάς του, αφού ειδοποιήθηκε τη νύκτα με όραμα πύρινου στύλου που υψωνόταν προς τον ουρανό, του ανακοίνωσε ότι ο άγιος Ευθύμιος είχε μόλις εκδημήσει και ότι όφειλαν να μεταβούν στην κηδεία του, διανύοντας με τα πόδια μεγάλη απόσταση στην έρημο μέχρι την Ιεριχώ.

     Μια άλλη φορά, καθώς ο άγιος περπατούσε στις όχθες του Ιορδάνη, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του ένα φοβερό λιοντάρι, ουρλιάζοντας από πόνο και δείχνοντας το πρησμένο πέλμα του, στο οποίο είχε σφηνωθεί ένα αιχμηρό καλάμι. Εμπνεόμενος από την ίδια συμπάθεια που επιφυλάσσει ο Θεός για όλα τα πλάσματα, ο Γεράσιμος έβγαλε το καλάμι, καθάρισε την πληγή, την έδεσε και ύστερα έδιωξε το θηρίο. Το λιοντάρι όμως, όλο ευγνωμοσύνη, δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον άνθρωπο του Θεού. Τον ακολουθούσε παντού σαν υποδειγματικός μαθητής και, με αλλοιωμένη τη φυσική του θηριωδία, δεν έτρωγε πλέον παρά μόνον ψωμί και χορταρικά, ανέλαβε δε το διακόνημα να οδηγεί τον γάιδαρο της λαύρας να βοσκήσει στις όχθες του ποταμού. Μία ημέρα, ξεφεύγοντας από την επίβλεψη του λέοντα, ο γάιδαρος απομακρύνθηκε και τον πήραν μαζί τους καμηλιέρηδες που έρχονταν από την Αραβία. Ο λέοντας επέστρεψε στη μονή θλιμμένος, με κατεβασμένο το κεφάλι. Ο όσιος Γεράσιμος, νομίζοντας πως είχε κατασπαράξει τον γάιδαρο, επέπληξε αυστηρά το λιοντάρι και του επέβαλε να κάνει στο εξής εκείνο τη δουλειά του υποζυγίου, μεταφέροντας νερό από το ποτάμι στο μοναστήρι. Λίγο καιρό αργότερα, ο καμηλιέρης που είχε πάρει τον γάιδαρο, ξαναπερνώντας από εκείνα τα μέρη, βρέθηκε αντίκρυ στο λιοντάρι. Αναγνωρίζοντας τον γάιδαρο, ο λέοντας όρμησε και παίρνοντάς τον από το χαλινάρι μαζί με τρεις καμήλες, τον ξανάφερε στη λαύρα του οσίου Γερασίμου κουνώντας την ουρά από τη χαρά του. Αποδείχθηκε η αθωότητά του και ο λέοντας, που τον ονόμασαν «Ιορδάνη», έζησε έκτοτε στη λαύρα αχώριστος του γέροντα και φίλος όλων των μοναχών.

     Ύστερα από πέντε χρόνια, όταν ο όσιος Γεράσιμος εκοιμήθη εν Κυρίω (5 Μαρτίου 475), ο Ιορδάνης δεν ήταν στη λαύρα. Όταν γύρισε, οι μοναχοί τον πληροφόρησαν για τον θάνατο του Γέροντα, ενώ το λιοντάρι αρνιόταν να φάει και περιφερόταν εδώ κι εκεί με δυνατούς βρυχηθμούς απελπισίας. Καθώς οι μοναχοί δεν κατάφερναν να τον παρηγορήσουν, ένας από αυτούς τον κάλεσε να τον ακολουθήσει για να του δείξει το μέρος όπου είχαν ενταφιάσει τον όσιο. Μόλις πλησίασαν στο μνήμα, το λιοντάρι γονάτισε μαζί με τον μοναχό και ύστερα, χτυπώντας βίαια το κεφάλι του στη γη έμεινε στον τόπο, αφήνοντας ένα δυνατό βρυχηθμό. Ο Ιωάννης Μόσχος που μας μεταφέρει το επεισόδιο, συμπεραίνει λέγοντας: «Όλα αυτά έγιναν, όχι για να αποδοθεί στο λιοντάρι έλλογη ψυχή, αλλά επειδή ο Θεός θέλει να δοξάζει όσους Τον δοξάζουν, όχι μόνον όσο ζουν, αλλά και μετά τον θάνατό τους· και θέλησε να δείξει πώς είχαν υποταχθεί τα ζώα στον Αδάμ, πριν εκείνος παραβεί τη θεϊκή εντολή και εκδιωχθεί από τον παράδεισο της τρυφής» (Ιωάννου Μόσχου ή Ευκρατάς [6ος αι.], Λειμωνάριον 107, Φιλοκαλία, ΕΠΕ 2, 205-211). Αναφέρει πάλι ο Ιωάννης Μόσχος ότι, έλεγαν για τον αββά Γεράσιμο ότι κάποτε έτυχε στη μονή του να πεθάνει ένας αδελφός και αυτός δεν το ήξερε, επειδή ησύχαζε έξω. Όταν χτύπησε το ξύλο του «Ταλάντου» ως αναγγελία του θανάτου του αδελφού, για να συναχθούν και να τον συνοδεύσουν οι υπόλοιποι αδελφοί, ήλθε και ο γέροντας, ο οποίος μόλις είδε το λείψανο του αδελφού, λυπήθηκε γιατί δεν πρόλαβε να το ασπασθεί προτού πεθάνει. Αφού πλησίασε την κλίνη, είπε στον νεκρό: «Σήκω, αδελφέ, να με ασπασθείς!». Τότε ο νεκρός σηκώθηκε και ασπάσθηκε τον γέροντα. Έπειτα ο γέροντας τού λέει: «Κοιμήσου, λοιπόν, μέχρι να έλθει ο Χριστός και να σε αναστήσει!».

     Η λαύρα του οσίου Γερασίμου αποτέλεσε επί πολλούς αιώνες την κορωνίδα του παλαιστινιακού μοναχισμού, έως την καταστροφή της τον 13ο αιώνα. Πήραν τότε τα ιερά λείψανα του οσίου οι μοναχοί και εγκαταστάθηκαν στη Λαύρα του Καλαμώνος, η οποία πήρε το όνομα του οσίου και μετονομάσθηκε «Λαύρα του Αγίου Γερασίμου».


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἐρήμου οἰκήτωρ, Ἀσκητῶν ἀκροθίνιον, καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας, ἀναδέδειξαι ἔσοπτρον, τοῦ Πνεύματος τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθείς, Γεράσιμε Ὁσίων καλλονή· διὰ τοῦτο θεραπεύεις διαπαντός, τοὺς πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος, ἀκολουθήσας πιστῶς, ζωὴν τὴν ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σοφῶς, Γεράσιμε Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν Ἰορδάνου, διαλάμψας τῇ χώρᾳ, θῆρα καθυποτάσσεις, τῇ στερρᾷ σου ἀσκήσει· Χριστὸς γὰρ ὃν ἐδόξασας, λαμπρῶς σε ἐθαυμάστωσε.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
ς ἀστὴρ οὐράνιος, ἐξανατείλας, ἱερῶς ἐφαίδρυνας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, τοῦ Ἰορδάνου τὴν ἔρημον, Ὅσιε Πάτερ, θεόφρον Γεράσιμε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Χαίροις τῶν Ἀγγέλων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μοναζόντων, γνώμων θεῖος καὶ ὁδηγός· χαίροις ἀπαθείας, τὸ φωτοφόρον σέλας, Γεράσιμε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.



[ (1) Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμος 7ος (Μάρτιος),
σελ. 40–43.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Σωτήρης Γουνελάς.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήνα, Φεβρουάριος 20172.
(2) «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι»·
Τόμ. 1ος, Κεφ. Στ΄, §19,
σελ. 253–255.
Έκδοση
Ιεράς Μονής Παρακλήτου·
Ωρωπός Αττικής, 19979.
(3) Παντελή Β. Πάσχου:
«Αγγελοτόκος Έρημος»·
Μέρος Γ΄, Κεφ. 3ο,
σελ. 155–159.
Εκδόσεις «Αρμός»·
Αθήνα, Σεπτέμβριος 20011.
(4) Ιωάννου Ευκρατά
και Σωφρονίου Σοφιστού:
«Λειμωνάριον το παλαιόν»,
§10, σελ. 13,
Εκδόσεις «Αγία Άννα»·
Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 20051.
 (5) Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου