ΑΓΙΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ
Ο άγιος
Λογγίνος καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό ως
εκατόνταρχος την εποχή του Τιβέριου (15-34), υπό τις διαταγές του Πόντιου
Πιλάτου, ηγεμόνα της Ιουδαίας (26-37). Λόγω της ιδιότητάς του, έλαβε διαταγή να εκτελέσει
μαζί με τους άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, που οδήγησε τον Κύριο στο άγιο
Πάθος και να φυλάξουν τον Τάφο, από φόβο μήπως οι Μαθητές κλέψουν το σώμα και
διαδώσουν ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ως αυτόπτης μάρτυς, λοιπόν, ο Λογγίνος είδε
όλα τα θαυμαστά σημεία που συνόδευσαν το Πάθος του Κυρίου: την γη που σείσθηκε,
το σκοτάδι που κάλυψε όλη την γη και την οικουμένη, το πελώριο καταπέτασμα του
Ναού που σχίσθηκε στα δύο από πάνω μέχρι κάτω, τα μνημεία που «ανεώχθησαν» και
τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων που αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε
πολλούς (βλ. Ματθ. 27, 51-53· Μάρκ. 15, 38· Λουκ. 23,
44-46). Βλέποντας αυτά τα εξαίσια και συγκλονιστικά ο εκατόνταρχος, άνοιξαν οι
οφθαλμοί της αγαθής του καρδιάς και φώναξε με δυνατή φωνή: «Στ’ αλήθεια, Υιός
του Θεού ήταν Αυτός!» (βλ. Ματθ. 27, 54· Μαρκ. 15, 39· Λουκ. 23, 48).
Όταν
την τρίτη ημέρα της ταφής του Κυρίου οι φύλακες του μνημείου έγιναν μάρτυρες
της εμφανίσεως του Αγγέλου στις Μυροφόρες γυναίκες, τους κατέλαβε φόβος και
τρόμος και έμειναν σαν νεκροί. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς πήγαν στους αρχιερείς
και ανέφεραν τα γεγονότα. Τότε οι αρχιερείς συνεδρίασαν με τους πρεσβυτέρους
και αποφάσισαν να δώσουν στον Λογγίνο και τους στρατιώτες του αδρή αμοιβή για
να διαδώσουν ότι οι Μαθητές του Κυρίου ήλθαν την νύκτα και, ενώ οι φύλακες κοιμούνταν,
έκλεψαν το σώμα Του. Ο εκατόνταρχος όμως και δύο στρατιώτες φωτίσθηκαν από το φως της Αναστάσεως του Κυρίου και αρνήθηκαν τα αργύρια του δόλου και της θεοφθονίας. Ο
Λογγίνος παραιτήθηκε από το αξίωμα του εκατόνταρχου και από τον στρατό και
επέστρεψε στην πατρίδα του την Καππαδοκία, όπου κήρυττε τον Χριστό και το
Ευαγγέλιο της σωτηρίας, μιμούμενος έτσι τους αγίους Αποστόλους.
Μόλις
το πληροφορήθηκε αυτό ο Πιλάτος, παρακινημένος από τα αργύρια και τα δώρα των
Ιουδαίων, που διψούσαν μανιωδώς για εκδίκηση, έστειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο
επιστολή καταγγέλλοντας τον Λογγίνο.
Κατά θεία
πρόνοια, οι στρατιώτες που έστειλε ο Τιβέριος στην Καππαδοκία για να βρουν τον
πρώην εκατόνταρχο, χωρίς να το ξέρουν σταμάτησαν στο σπίτι όπου είχε καταλύσει
ο Λογγίνος. Μόλις τον συνάντησαν, του ζήτησαν να τους παράσχει κατάλυμα και
πληροφορίες για τον καταζητούμενο εκατόνταρχο, τον οποίον δεν είχαν δει ποτέ
τους. Ο άγιος τούς υποδέχθηκε με πολύ αγαθή και φιλόξενη διάθεση, κάτι που διακρίνει
όλους διαχρονικά τους μαθητές του Χριστού. Κατά την διάρκεια όμως της συζητήσεως τού
φανέρωσαν τον πραγματικό τους σκοπό. Μαθαίνοντας ο Λογγίνος το νέο, ένιωσε άφατη
χαρά και περιποιήθηκε περισσότερο τους φιλοξενούμενούς του. Τους τακτοποίησε
άνετα στο σπίτι και γαλήνιος πήγε να ετοιμάσει τον τάφο και όλα τα αναγκαία για
την ταφή του. Εν συνεχεία, βρήκε τους δύο συντρόφους του, που είχαν φύγει μαζί
του από την Παλαιστίνη, και τους έπεισε να προσέλθουν από κοινού στο μαρτύριο.
Επέστρεψε κατόπιν στους φιλοξενούμενούς του και τους αποκάλυψε πως ο ίδιος ήταν
ο Λογγίνος που ζητούσαν να θανατώσουν.
Οι απεσταλμένοι
του αυτοκράτορα έμειναν άναυδοι μπροστά στο θάρρος του αγίου και, σκεπτόμενοι
ότι θα έπρεπε να θανατώσουν εκείνον, ο οποίος τους φιλοξένησε τόσο
πλουσιοπάροχα, ένιωσαν βαθύτατη θλίψη και απερίγραπτη αθυμία και αμηχανία. Ο άγιος όμως τους ικέτευσε να μη χρονοτριβήσουν,
αλλά να πράξουν το εντεταλμένο καθήκον τους, ώστε ο ίδιος και οι σύντροφοί του
να συναντήσουν μια ώρα νωρίτερα τον Κύριο και Θεό τους για να συνευφραίνονται
μαζί Του αιώνια. Με βαριά καρδιά οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα αποκεφάλισαν
τους τρεις μαθητές του Χριστού και έστειλαν την κεφαλή του Λογγίνου στα
Ιεροσόλυμα, με σκοπό ο Πιλάτος και οι Ιουδαίοι να βεβαιωθούν για την θανάτωσή
του. Αλλά την κάρα του αγίου, με διαταγή του Πιλάτου, την έριξαν μέσα σ’ έναν λάκκο
με κοπριά κάπου στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.
Πολλά χρόνια
αργότερα, μια πλούσια αρχόντισσα από την Καππαδοκία, η οποία έχασε την όρασή
της, συνοδευόμενη από τον μονάκριβο γιο της, πήγε στην Αγία Πόλη να προσκυνήσει
και να προσευχηθεί με την ελπίδα να ξαναβρεί το πολύτιμο φως της. Μόλις όμως έφθασε
στα Ιεροσόλυμα, ο γιος της πέθανε ξαφνικά και η δυστυχία της ταλαίπωρης
γυναίκας έγινε μεγαλύτερη. Μέσα σ’ αυτή την αβάσταχτη δοκιμασία, της εμφανίσθηκε μια νύχτα
ο άγιος Λογγίνος στο όνειρό της και της φανέρωσε το μέρος όπου βρισκόταν η τίμια
κάρα του, διαβεβαιώνοντάς της ότι το λείψανό του θα της παρείχε την πολυπόθητη
θεραπεία των οφθαλμών της. Τότε, με μεγάλη προθυμία έψαξε η ευσεβής και
πονεμένη γυναίκα, βρήκε τελικά την κάρα του αγίου Μάρτυρος και με την χάρη που
εξέπεμπε το τίμιο λείψανο ανέκτησε το φως της. Όμως δεν άνοιξαν μόνο οι σωματικοί
της οφθαλμοί· ο Θεός τής έδωσε και το χάρισμα να δει έκπληκτη με τους οφθαλμούς της ψυχής
της τον άγιο Λογγίνο να κρατά στην αγκάλη του, σαν να ήταν παιδί του, τον
μονάκριβο γιο της, ο οποίος φορούσε πλούσια νυμφικά ενδύματα και ήταν γεμάτος
από χαρά. Με ανακούφιση και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, ο Οποίος ανταποδίδει
εκατονταπλάσια έναντι της όποιας δοκιμασίας διερχόμαστε σ’ αυτόν τον σύντομο επίγειο βίο μας, η
ευλαβής γυναίκα τοποθέτησε την τίμια κάρα του αγίου Μάρτυρος μαζί με το σώμα
του γιου της σε μια θήκη, όπως ακριβώς την νουθέτησε ο άγιος· την μετέφερε στην
Καππαδοκία και την κατέθεσε στον ναό που ανήγειρε προς τιμήν του, η όποια με
την χάρη του αγίου Μάρτυρος Λογγίνου του Εκατοντάρχου, του επί του Σταυρού, επιτελούσε πάμπολλα
θαύματα και ιάσεις εις δόξαν Θεού αλλά και μεγάλη ενίσχυση των πιστών.
—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῷ προσηλωθέντα, καὶ τοῖς ἐν
σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐγάσθης αὐτοῦ ταῖς ἀστραπαῖς, καὶ
ἤθλησας Λογγίνε εὐσεβῶς· διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτροῦσαι τοὺς
ἐκβοῶντας· δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ
ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνως γέγηθεν ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον,
τοῦ ἀοιδίμου Ἀθλητοῦ, Λογγίνου ἀνακραυγάζουσα· Σύ μου τὸ κράτος, Χριστὲ καὶ
στερέωμα.
Ὁ Ο ἶ κ ο ς
Τὸν οὐρανὸν σκότει πολλῷ, τὴν γῆν τε σειομένην, καὶ
πέτρας ῥηγνυμένας, ναοῦ τε τὸ καταπέτασμα σχισθὲν εἰς δύο θεωρῶν ἐν τῷ Πάθει
τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀθλητής, Θεοῦ Υἱὸν αὐτὸν ἐγνώρισε, πάσχοντα τῇ οἰκείᾳ
εὐσπλαγχνίᾳ, ἀπαθῆ δὲ ὄντα τῇ Θεότητι καὶ δόξῃ, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι Ἁγίῳ
συνέχοντα τὸ πᾶν καὶ διακρατοῦντα, ὡς Θεὸν ἀληθινὸν καὶ Βασιλέα· ὅθεν ἐν χαρᾷ
Λογγῖνος ἀνακραυγάζει· Σύ μου τὸ κράτος, Χριστέ, καὶ στερέωμα.
Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν
Τῇ ΙϚ΄
τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Λογγίνου τοῦ Ἑκατοντάρχου, τοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.
Στίχ.
Υἱὸν Θεοῦ λέγων σε, Χριστέ, καὶ πάλιν,
Λογγῖνος ὡς πρὶν τέμνεται τὸν
αὐχένα.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ Λογγῖνον ἄορ κατέπεφνεν.
—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Κῆρυξ καὶ αὐτόπτης ὤφθης τρανῶς, τοῦ σαρκὶ παθόντος,
εὐδοκίᾳ Λόγου Θεοῦ· εὐθαρσῶς γὰρ τούτου, τὴν ἔγερσιν κηρύττων, ὑπὲρ αὐτοῦ
Λογγῖνε, προθύμως τέθυσαι.
※
[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 2ος (Οκτώβριος),
σελ. 186–188.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου