Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ


ΟΣΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ


     Ο όσιος Κυριακός γεννήθηκε στην Κόρινθο της Πελοποννήσου το 448, προς το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μικρού. Ήταν γιος ιερέως και ανεψιός του επισκόπου Κορίνθου Πέτρου, ο οποίος τον χειροθέτησε αναγνώστη από την παιδική του ηλικία. Όταν έγινε δεκαοκτώ ετών, κυριευμένος από θείο ζήλο, αποφάσισε να αρνηθεί τον κόσμο και να αναχωρήσει κρυφά στα Ιεροσόλυμα.

     Φθάνοντας στην Αγία Πόλη (466), πέρασε τον χειμώνα στην Μονή του Οσίου Ευστοργίου. Από εκεί μετέβη στην Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου [20 Ιαν.], με τον πόθο να γίνει μαθητής του. Ο όσιος τον ενέδυσε το αγγελικό σχήμα, δεν του επέτρεψε όμως να παραμείνει, διότι ήταν ακόμη αγένειος. Επειδή ο όσιος Θεόκτιστος [3 Σεπτ.], στον οποίον συνήθως παρέδιδε τους αρχαρίους, είχε απέλθει προς τον Κύριο, τον έστειλε στον όσιο Γεράσιμο [4 Μαρτ.], που ασκήτευε κοντά στον Ιορδάνη. Αυτός τον κράτησε στο κοινόβιό του και του έδωσε ως διακόνημα να κόβει ξύλα, να μεταφέρει νερό και να μαγειρεύει. Ο Κυριακός εκτελούσε πρόθυμα κάθε υπηρεσία, περνώντας την ημέρα με κόπο και μόχθο, την δε νύκτα με προσευχές. Μολονότι υπηρετούσε στο κοινόβιο, κρατούσε την τάξη των αναχωρητών· τρεφόταν μόνο με ψωμί και νερό κάθε δύο ημέρες και πάντα κατά την ενάτη ώρα (3 μ.μ.). Θαυμάζοντας την άσκηση και την διαγωγή του μαθητού του, ο όσιος Γεράσιμος τον αγαπούσε ιδιαίτερα και τον καιρό της Μ. Τεσσαρακοστής τον έπαιρνε μαζί του στην έρημο του Ρουβά, όπου ησύχαζαν έως την Κυριακή των Βαΐων, κοινωνώντας κάθε Κυριακή από τα χέρια του Μεγάλου Ευθυμίου.

     Όταν, το 473, εκοιμήθη ο Μέγας Ευθύμιος, ο όσιος Γεράσιμος είδε την ψυχή του να ανέρχεται στους ουρανούς, την οποία προέπεμπαν άγιοι άγγελοι και, παίρνοντας μαζί του τον Κυριακό, πήγε στην λαύρα για να παρευρεθεί στον ενταφιασμό του μεγάλου γέροντος.

     Τον ένατο χρόνο της παραμονής του Κυριακού στην Παλαιστίνη εκοιμήθη και ο όσιος Γεράσιμος (475). Τότε ο Κυριακός, ηλικίας είκοσι επτά ετών, μετέβη στην Λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου. Επί δέκα χρόνια ησύχαζε σε ένα κελί· παράλληλα κόπιαζε πολύ και στις οικοδομές, διότι τον καιρό εκείνο η λαύρα μετατράπηκε σε κοινόβιο. Εκεί χειροτονήθηκε και διάκονος. Ψυχράνθηκε όμως η αγάπη ανάμεσα στα αδελφά μοναστήρια, το του Μεγάλου Ευθυμίου και το του οσίου Θεοκτίστου, και είχαν διαρκείς φιλονικίες. Φεύγοντας τα σκάνδαλα και τις ταραχές, ο Κυριακός μετέβη στην λαύρα του Σουκά (485).

     Κατά τα τριάντα εννέα χρόνια της εκεί παραμονής του πέρασε από τα διακονήματα του αρτοποιείου, του νοσοκομείου, του ξενοδοχείου και του οικονομείου, στα οποία υπηρετούσε τους αδελφούς με υποδειγματική πραότητα και υπομονή. Στο διάστημα αυτό, σε ηλικία σαράντα ετών, έγινε επί πλέον σκευοφύλακας και κανονάρχης και, αφού συμπλήρωσε δεκατρία χρόνια ως διάκονος, χειροτονήθηκε ιερεύς.

     Ο ίδιος ο αββάς Κυριακός έλεγε ότι επί τριάντα ένα χρόνια, που διακονούσε ως κανονάρχης, ο ήλιος δεν τον είδε να τρώει ούτε να οργίζεται· ούτε κτυπούσε τον ξύλινο σημαντήρα της λαύρας για την ορθρινή ακολουθία, προτού τελειώσει όλον τον «Άμωμο» (Ψαλμ. 118).


     Ο φιλήσυχος αυτός ερωδιός της ερήμου στα εβδομήντα επτά του χρόνια άφησε την λαύρα και αναχώρησε μαζί με έναν μαθητή του στην πανέρημο του Νατουφά. Μη ευρίσκοντας εκεί ούτε άγρια χόρτα, τρεφόταν με βολβούς αγρίων κρεμμυδιών, των οποίων την φυσική πικρότητα ο Θεός, με την προσευχή του δούλου του, μετέτρεπε υπερφυσικά σε γλυκύτητα.

     Ενώ συμπλήρωσαν τον πέμπτο χρόνο της διαμονής τους στον Νατουφά, ο όσιος θεράπευσε από σεληνιασμό τον γιο κάποιου χωρικού από την Θεκωέ. Το θαύμα αυτό διακηρύχθηκε στα περίχωρα και ο Κυριακός, για να αποφύγει την ενόχληση από την συρροή των ανθρώπων, αναχώρησε στην έρημο του Ρουβά, όπου έμεινε πέντε χρόνια (530-535), αρκούμενος στις ρίζες των μελαγρίων και σε ψίχα καλαμιών. Αλλά η Χάρις των θαυμάτων του και εδώ τον έκανε γνωστό και ο όσιος, φέροντας με δυσφορία την πολλή ενόχληση του κόσμου, αναχώρησε μυστικά στην απόκρυφη έρημο του Σουσακείμ.

     Στον απαράκλητο αυτό τόπο έζησε μόνος με μόνον τον Θεό επτά χρόνια. Τότε ενέσκηψε θανατικό στην περιοχή και οι πατέρες της λαύρας του Σουκά, φοβούμενοι τον υπαρκτό κίνδυνο, κατέβηκαν στο Σουσακείμ, και ύστερα από πολλές παρακλήσεις τον ανέβασαν στην λαύρα τους, για να τους προστατεύσει με τις θεοπειθείς προσευχές του. Κατά την δεύτερη αυτή παραμονή του στου Σουκά ο Κυριακός έμεινε πέντε χρόνια (542-547) στο σπήλαιο του οσίου Χαρίτωνος [28 Σεπτ.], αγωνιζόμενος με την οξεία ρομφαία του λόγου και της πνευματικής του σοφίας κατά τως αιρέσεων των ωριγενιστών, που είχαν παρασύρει τότε στην πλάνη τους πολλούς μοναχούς της Παλαιστίνης.

     Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, απερίσπαστος ο γέροντας κατέβηκε πάλι στο Σουσακείμ, σε ηλικία ενενήντα εννέα ετών. Εκεί ησύχασε για οκτώ χρόνια, έχοντας συντροφιά ένα λιοντάρι, που του φύλαγε τα μικρά του λάχανα από τα αγριοκάτσικα και τους ληστές. Επειδή ο τόπος ήταν άνυδρος, εξυπηρετούσε τον εαυτό του και πότιζε τα λάχανά του με νερό που συγκεντρωνόταν τον χειμώνα στα κοιλώματα των πετρών. Δύο χρόνια πριν από την κοίμησή του, κατέβηκαν οι πατέρες της λαύρας του Σουκά και με πολλές παρακλήσεις και ικεσίες πήραν τον υπέργηρο όσιο κοντά τους στο σπήλαιο του οσίου Χαρίτωνος. Παρά το βαθύ του γήρας, ολοπρόθυμος στεκόταν στις ακολουθίες και συνέχιζε την άσκησή του. Πράος, ευπροσήγορος και ευπρόσιτος, προφητικός, διδασκαλικός και παρηγορητικός κατά την τελευταία φάση της παροικίας του στην γη, δεχόταν με χαρά όσους τον επισκέπτονταν, τους ωφελούσε με την παρουσία και τον λόγο του και τους περιποιόταν φιλόξενα με τα γεροντικά του χέρια. Όταν αρρώστησε και πλέον κατάλαβε το τέλος του, προσκάλεσε όλους τους πατέρες της λαύρας, τους ασπάσθηκε με άγιο φίλημα και εκοιμήθη εν ειρήνη στις 29 Σεπτεμβρίου του 557, σε ηλικία εκατόν εννέα ετών, πλήρης Χάριτος και Πνεύματος Αγίου.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπὼν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σκίλλῃ πικρᾷ τὴν πάλαι, πικρὰν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
παλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
     ς ὑπερμάχῳ κραταιῷ καὶ ἀντιλήπτορι
     Ἡ σὲ τιμῶσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε
     Ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως.
     Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον
     Ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἡμᾶς φρούρησον,
     Ἵνα κράζωμεν· χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
στρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.


Σχόλιο στο βίο του Οσίου.
     Δείτε την προσωνυμία του Οσίου και θαυμάστε: ο «Αναχωρητής»! Δηλαδή, αυτός που πάντα αναχωρεί, που πάντα αφήνει, που εγκαταλείπει συνέχεια, που γίνεται απόμακρος, απόκοσμος, ακριβοθώρητος, αφανής, μυστικός, μόνος. Μήπως ήταν θεριό; Όχι. Γιατί οι καρποί της ζωής του μόνο αγάπη φανερώνουν. Μήπως ήταν ο πιο ευγενής εραστής του Θεού; Ασφαλώς. Η σπάνια αυταπάρνηση και ανδρειοφροσύνη της ζωής του φέρνει σε όλους την ωφέλιμη απορία στα χείλη μας: Τι άνθρωπος ήταν αυτός, που μια ζωή, αλλά ιδίως από τα εβδομήντα επτά του μέχρι το μακάριο τέλος του, δεν άφηνε έρημο για έρημο; Ποιος νέος και ποιος μεσήλικας και ποιος ηλικιωμένος από μας στους καιρούς μας θα διάλεγε άβατα και άνυδρα μέρη για να ζήσει; Ας μη γελιόμαστε: Κανείς! Και πώς και με τι να ζήσει; «Έτσι» απλά; Ο Όσιος σκορπούσε την ίαση, θεράπευε σεληνιασμένους κι αρρώστους, έφερνε υπερκόσμια χαρά σε όσους θεράπευε, και μετά τι έκαμνε; Μήπως καθόταν να απολαμβάνει δόξες, μεγαλεία, επαίνους, τίτλους, προσκυνήματα, φιλοφρονήσεις, αβρότητες και κολακείες; Όχι. Έφευγε, πάντα έφευγε, σύμφωνα με τη μεγάλη και επιτακτική δίψα της καρδιάς του, μην υποφέροντας τη δόξα και τη ζήτηση που έτρεφε με σεβασμό ο κόσμος προς αυτόν. Η Χάρις του Θεού τον ικάνωνε και τον εξωθούσε στις ερημιές, εκεί στο κέντρο της απαρακλησίας του κόσμου, ενώ η αισθαντική αγιότητα του βίου του τον αποκάλυπτε στις λαύρες των μοναστών και στα πλήθη των κουρασμένων ανθρώπων. Και τι καλό μπορεί να κομίσει η πολιτεία του σε μας σήμερα; Αφού εμείς στην πλειονότητά μας είμαστε πλήρως βουτηγμένοι στα φιλαμαρτήμονα, στα ευσεβιστικά ή στα αυτοδικαιωτικά ημίμετρα του «άστατου», του «υγρού» και «διαλελυμένου» βίου μας. Τι σχέση μπορεί να έχουμε εμείς με το αδιήγητο ύψος της πολιτείας του; Αν ζυγιάσουμε το συναξάρι του εγκεφαλικά και ορθολογιστικά, είναι βέβαιο ότι θα χάσουμε και θα χαθούμε, γιατί θα μας καταλάβει μια αγόνιμη απογοήτευση, η οποία θα μας αφήσει πνευματικά πιο πολύ αθεράπευτους. Μα το θέμα είναι να μας αποκαλυφθεί άνωθεν «κάτι» από τον μεγαλειώδη αναχωρητικό βίο αυτού του υπέργηρου ασκητή, ακριβώς για να χαρούμε επιτέλους, για να κραταιωθούμε και για να εξέλθουμε στην παλαίστρα της καθημερινότητάς μας με ακατάλυτη δύναμη, δυνατοί και ωραίοι. Και «δυνατοί» και «ωραίοι», είναι πάντα οι άνθρωποι που βρήκαν τον Θεό. Όχι βέβαια τον εύκολο και ανώδυνο Θεό που κατάντησε να είναι βαρυσορωπιασμένη καραμέλα στα πιασάρικα κηρύγματα σύγχρονων θεοκράχτηδων στις εθελοανίδεες μάζες, αλλά τον Θεό που είναι, ένεκα της αδιψίας και της αδιαφορίας των πολλών αλλά και από την ίδια τη φύση Του, Μόνος, Μυστικός, Κρυφός, Αφανής και Αθεώρητος. Για έναν τέτοιον πανυπέροχο και παμφιλάνθρωπο Θεό γίνεσαι κι εσύ κι εγώ και όλοι μας «αναχωρητής», έστω «μικροαναχωρητής» τηρουμένων των όποιων αναλογιών των προσώπων, των δυνάμεων, των τρόπων και των τόπων. Μόνο με έναν τέτοιον Θεό, αναχωρείς με υπαρκτική ακαθαίρετη τόλμη από όλα τα σαθρά, από όλα τα μηδαμινά, από όλα τα ανάξια, από όλα τα ανούσια, από όλα τα κίβδηλα και υποκριτικά, από όλα τα παράλογα και τα επιζήμια, για να μην αποδοκιμάσεις κατακριτικά μέσα σου καμία κοινωνία και καμία σχέση που αφήνεις πίσω σου, αλλά να την εμπερικλείεις εντός σου και να την εμπλουτίσεις εν τω Θεώ, να την ωραΐσεις, να τη νοηματοδοτήσεις με τη Χάρη, που κι αυτή είναι μυστική και αθέατη. Λες κι ο Θεός παίζει μαζί μας ένα ιερό «κρυφτούλι» και μας καλεί συνεχώς «εκεί» που είναι, στην απαθή Του «μόνωση» και στη πραεία «μοναξιά» Του, για να φιλοτιμηθούμε κι εμείς να αναχωρήσουμε προς Αυτόν, με δίψα και με πόθο, και όχι με κατασκηνωτικούς ευσεβισμούς και με νοησιαρχικές ιδέες, και να Τον βρούμε επιτέλους! Βλέπετε, όλα τα κάνει αυτό το «Αναχωρητής»! Όποιος, με τη Χάρη του Θεού, «αναχωρεί» από την αμαρτία του, από το σκοτάδι του, από την πλάνη του, από τη βαρύγδουπη εξυπνάδα του, από τη σκιά των προσόντων του, από τη μωρία της σαρκικότητάς του, αυτός δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει και να μη ζήσει μόνος τον Μόνο Θεό!

π. Δαμιανός




[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 1ος (Σεπτέμβριος),
σελ. 349–351.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου