Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
μαζί με άλλα συναξάρια της ίδιας ημέρας


     Όταν ο Κύριος και Θεός ημών, ο μονογενής Υιός και Λόγος του Πατρός επρόκειτο να κατέλθει από τους ουρανούς, για να συλληφθεί στην παρθενική κοιλία της παναμώμου Μητρός Του, θέλησε να προμηνύσει την δική Του άσπορο σύλληψη με ένα άλλο παρόμοιο θαύμα. Έξι μήνες πριν από τον Ευαγγελισμό της Κυρίας Θεοτόκου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίσθηκε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία [5 Σεπτ.], κατά την ώρα που εκείνος προσέφερε το θυμίαμα στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων, και του ευηγγελίσθηκε την σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου: «Μη φοβάσαι, Ζαχαρία! Γιατί η προσευχή σου εισακούσθηκε· η γυναίκα σου, η Ελισάβετ, θα σου γεννήσει γιο και θα του δώσεις το όνομα “Ιωάννης”. Θα νιώσεις χαρά και αγαλλίαση και πολλοί θα είναι εκείνοι που θα χαρούν με την γέννησή του. Με την αποστολή και το έργο του θα γίνει μέγας ενώπιον του Κυρίου. Θα είναι γεμάτος με Πνεύμα Άγιο ήδη από την κοιλιά της μάνας του και θα κάνει πολλούς Ισραηλίτες να επιστρέψουν στον Κύριο και Θεό τους» (Λουκ. 1, 13-15). Αλλά ο Ζαχαρίας, γέροντας ήδη στην ηλικία, όπως και η σύζυγός του, η Ελισάβετ, η οποία επί πλέον ήταν και στείρα, δίστασε να πιστεύσει σε αυτή την πρωτάκουστη θεία επαγγελία. Εφ’ όσον όμως «όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις», τιμωρήθηκε από τον Αρχάγγελο του Κυρίου με αφωνία και με αλαλία μέχρι την γέννηση του παιδιού του [24 Ιουν.]. Το θαυμαστό αυτό γεγονός πανηγυρίζει σήμερα η Εκκλησία ως απαρχή της εκπληρώσεως του μεγάλου μυστηρίου της σωτηρίας μας.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
     πρῴην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι. Ἰδοὺ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίᾳ νοσοῦσαν. Χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρρησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου, ἐστὶν ὁ μέλλων τίκτεσθαι.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
     Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας, καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος, εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστης τῆς χάριτος.    

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
     Στεῖρα καὶ πρεσβῦτις θεῖᾳ βουλῇ, καρπὸν συλλαμβάνει, τὸν ὑπέρτερον Προφητῶν, τὸν τὴν ἀκαρπίαν, ψυχῶν μέλλοντα τέμνειν, ἀξίνῃ μετανοίας· ὃν μεγαλύνομεν.

Η ΑΓΙΑ ΡΑΪΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΘΛΗΤΕΣ ΤΗΣ


     Η αγία Ραΐς καταγόταν από ένα χωριό της Αιγύπτου και ήταν θυγατέρα χριστιανού ιερέως και από μικρή ασπάσθηκε τον μοναχικό βίο. Μια μέρα, την ώρα που αντλούσε νερό από το πηγάδι, είδε άνδρες, γυναίκες και νεαρές κοπέλες να σύρονται δέσμιοι και ρώτησε για ποια αιτία ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Οι νέες τής απάντησαν: «Φορέσαμε τα δεσμά χάριν του Χριστού, για να μαρτυρήσουμε γι’ Αυτόν και να σωθούμε». Ανδρεία τότε και τόλμη κατέλαβε την ψυχή της μικρής παρθένου και, φωνάζοντας δυνατά προς τους στρατιώτες: «Είμαι κι εγώ χριστιανή και περιφρονώ τα είδωλα!», παρεκάλεσε τον αρχηγό της φρουράς να δέσει και αυτήν μαζί με τους υπόλοιπους δέσμιους του Χριστού. Έτσι, συνελήφθη και η Ραΐς και οδηγήθηκαν όλοι μαζί στην Αλεξάνδρεια, όπου ο εκεί έπαρχος υπέβαλε την ομάδα των μαρτύρων σε πολλά βασανιστήρια. Κανείς τους όμως δεν υπέκυψε. Και έλαβαν όλοι τον διά ξίφους θάνατο.

ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΞΕΝΗ


     Οι δύο αυτές άγιες ήταν αδελφές και έζησαν στην Ισπανία κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Η Ξανθίππη ήταν σύζυγος του Πρόβου, άρχοντος της χώρας, και οδηγήθηκε στην Πίστη του Χριστού από τον Απόστολο Παύλο, όταν αυτός βρισκόταν στην πατρίδα της. Η Πολυξένη ήταν παρθένος, προτού δε λάβει το άγιο Βάπτισμα, είχε αρπαγεί από κάποιον άνδρα ασελγή, αλλά η Χάρις του Θεού την προστάτευσε και δεν του επέτρεψε να την διαφθείρει. Μεταβαίνοντας από τόπο σε τόπο άκουσε το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου και κατόπιν το κήρυγμα του Αποστόλου Φιλίππου στην Ελλάδα. Τέλος, έγινε μαθήτρια του Αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος την βάπτισε. Επανήλθε στην πατρίδα της μαζί με τον Απόστολο Ονήσιμο. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής της στην Ισπανία μαζί με την Ξανθίππη, κηρύττοντας την Πίστη του Χριστού. Οι δύο αδελφές εκοιμήθησαν εν ειρήνη.

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΠΑΝΤΟΠΩΛΗΣ


     Γεννημένος στο Καρπενήσι από ευσεβείς γονείς, ο Νικόλαος ανατράφηκε με πολλή φροντίδα και νωρίς έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δεκαπέντε ετών, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον πατέρα του, για να τον βοηθάει στο παντοπωλείο τους. Εκείνος τον παρέδωσε σε κάποιον γείτονα κουρέα Αγαρηνό, για να του μαθαίνει παράλληλα και τα τουρκικά. Η ασυνήθιστη πρόοδος και η σπάνια ευφυΐα του μαθητού προκάλεσαν τον θαυμασμό του Αγαρηνού, ο οποίος με την συνεργία του διαβόλου ζητούσε τρόπο να τον κερδίσει στον μουσουλμανισμό.
     Μία ημέρα, ενώπιον πολλών γενιτσάρων σκοπίμως καλεσμένων, ο κουρέας έδωσε στον Νικόλαο να διαβάσει ως μάθημα την ομολογία της μουσουλμανικής πίστεως, το λεγόμενο «σαλαβάτι». Ο Νικόλαος το απήγγειλε, χωρίς να γνωρίζει περί τίνος επρόκειτο. Όταν το τελείωσε, οι παρευρισκόμενοι γενίτσαροι με αλαλαγμούς τού δήλωσαν ότι, εφ’ όσον πήρε και διάβασε το σαλαβάτι, έγινε πια Τούρκος και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, τον οδήγησαν στον καϊμακάμη. Αυτός επιχείρησε με μεγαλόστομες υποσχέσεις να τον εξισλαμίσει· μετά όμως από την σταθερή και άφοβη ομολογία του Νικολάου πως ήταν χριστιανός, διέταξε να του κάνουν περιτομή διά της βίας και να τον φυλακίσουν.
     Εξήντα πέντε ημέρες έμεινε ο Νικόλαος στην φυλακή τελείως άσιτος, μαστιγούμενος σκληρά από τους άσπλαχνους δημίους. Όταν κατόπιν τον οδήγησαν στον κριτή, ο μάρτυρας φαιδρός και χαριέστατος επαναλάμβανε: «Χριστιανός είμαι και χριστιανός επιθυμώ να πεθάνω· τι καθυστερείτε; Αυτήν την χάρη μόνο σας ζητώ: να μου δώσετε τον γρηγορότερο τον θάνατο!». Πεπεισμένος ο κριτής για την αμετάθετη γνώμη του, τον παρέδωσε να τον αποκεφαλίσουν.
     Με απαστράπτον πρόσωπο, όλος αλλοιωμένος από τον πόθο του μαρτυρίου, ο Νικόλαος οδηγήθηκε στο «Ταχτά Καλέ». Εκεί γονάτισε και προσευχόμενος απετμήθη την κεφαλή στις 23 Σεπτεμβρίου του 1672. Η θεία Χάρις επεσκίασε το μαρτυρικό του σώμα και επί τρεις νύκτες έβλεπαν όλοι φανερά ουράνιο φως, που κατέβαινε και το περιέλουζε. Ευσεβείς χριστιανοί το αγόρασαν από τον κριτή και το ενταφίασα με πολλές τιμές στην Μονή της Παναγίας της Καμαριώτισσας, στην Χάλκη. Αργότερα η τιμία του κάρα μετακομίσθηκε στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, στο Άγιον Όρος. Τα τίμια λείψανά του έγιναν πηγή θαυμάτων.

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑ


     Ο νεομάρτυς άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου από ευγενείς μουσουλμάνους γονείς. Ο πατέρας του ήταν δερβίσης και σέχης στο αξίωμα. Σε ηλικία είκοσι ετών ο άγιος εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα, έγινε δερβίσης και απολάμβανε τον σεβασμό των συμπολιτών του όχι λιγότερο από τον πατέρα του. Από εκεί μετέβη στο Βραχώρι (το σημερινό Αγρίνιο) της Αιτωλίας, εγκαταστάθηκε στο οίκημα «Μουσελήμ Σεράι» και έγινε ο ιδιαίτερος δερβίσης του τότε εξουσιαστή του τόπου Γιουσούφ του Άραβα, ο οποίος διετέλεσε και αρχιστράτηγος των Τούρκων στις μάχες για την κατοχή των Ιονίων Νήσων. Ο νεαρός δερβίσης, αν και βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης, εν τούτοις ζούσε κατά τον έμφυτο νόμο της συνειδήσεώς του. Συχνά τηρούσε τις νηστείες των χριστιανών και του άρεσε να πολιτεύεται όπως εκείνοι.
     Όταν ο εξουσιαστής Γιουσούφ ανεχώρησε από την Αιτωλοακαρνανία, ο νέος δεν τον ακολούθησε· έμεινε εκεί, άλλαξε τα δερβίσικα ενδύματα με χριστιανικά και ζούσε ως χριστιανός. Του έλειπε μόνον το άγιο Βάπτισμα. Επειδή οι συμπολίτες του χριστιανοί δεν του το έδιδαν από φόβο μήπως κινδυνεύσουν, βαπτίσθηκε στην Ιθάκη και ονομάσθηκε Ιωάννης. Επιστρέφοντας, μετέβη στην περιοχή του Ξηρόμερου, όπου νυμφεύθηκε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Μαχαλάς. Μάλιστα, για να κρύβεται από τους Αγαρηνούς, εργαζόταν ως αγροφύλακας έξω από το χωριό.
     Όταν, το 1813, ο πατέρας του έμαθε την αποστασία του γιου του, θρήνησε απαρηγόρητα και έστειλε δύο δερβίσηδες, με σκοπό να τον επαναφέρουν στον μουσουλμανισμό. Αυτοί κατέλυσαν μεν στην οικία του Ιωάννη, αλλά ο άγιος δεν δέχθηκε καν να τους δει και, έτσι, αναχώρησαν άπρακτοι.
     Κάποιος Αγαρηνός του χωριού κατήγγειλε τότε στον μουσελίμη του Αγρινίου τον άγιο για την αρνησιθρησκία του και, μάλιστα, ενώ ήταν γιος του περίφημου σέχη. Συνελήφθη λοιπόν χωρίς αναβολή και οδηγήθηκε δέσμιος στο Αγρίνιο. Στις ερωτήσεις του μουσελίμη ο άγιος ομολόγησε με παρρησία πως ήταν πλέον χριστιανός και κατηγόρησε ως βορβορώδη την θρησκεία του Μωάμεθ. Κατησχυμένος ο μουσελίμης διέταξε να τον ρίξουν στην φυλακή και εκεί κρυφά να τον βασανίσουν σκληρότατα. Όταν βεβαιώθηκε πως ήταν αμετάθετος στην γνώμη του, φοβούμενος μήπως χλευασθεί περισσότερο η θρησκεία τους, έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Οι δήμιοι τον οδήγησαν δεμένο στον πλάτανο, στο μέσον της λεωφόρου της πόλεως. Εκεί ο μάρτυρας του Χριστού ζήτησε να τον λύσουν, για να κάνει το σημείο του Σταυρού, αλλά οι δήμιοι δεν δέχθηκαν. Έτσι, αναφώνησε μόνον, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου!», και έκλινε την κεφαλή, για να δεχθεί τον διά ξίφους θάνατο στις 23 Σεπτεμβρίου του 1814. Οι Τούρκοι πέταξαν το σώμα του σε ρυάκι, για να φαγωθεί από τα σκυλιά. Μερικοί όμως χριστιανοί το έκρυψαν σε κάποιον αγρό, στο Βραχώρι. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Ιερά Μονή του Προυσού και φυλάχθηκε μέσα σε ειδική κρύπτη, από όπου τελικά ανευρέθηκε το 1974.


[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
Τόμ. 1ος (Σεπτέμβριος),
σελ. 270–271 και 273–275.
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ιερό Κοινόβιο
Ευαγγελισμού της Θεοτόκου,
Ορμύλια Χαλκιδικής.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Φεβρουάριος 20112.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου