Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Η ΦΡΙΚΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Η ΦΡΙΚΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


     Έξι μέρες αφ’ ότου είχε αναγγείλει ο Κύριος στους Μαθητές Του ότι «υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατο, πριν δουν να έρχεται ο Γιος του Ανθρώπου δυναμικά στην Βασιλεία του Θεού» (Μάρκ. 9, 1), πήρε μαζί Του τους προκρίτους των Μαθητών, Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη· και, αφού απομακρύνθηκαν κατ’ ιδίαν, τους ανέβασε σ’ ένα όρος υψηλό, το όρος Θαβώρ της Γαλιλαίας, για να προσευχηθεί (βλ. Λουκ. 9, 28). Έπρεπε πράγματι, εκείνοι που επρόκειτο να Του συμπαρασταθούν στην αγωνία της Γεθσημανή και θα είχαν το μοναδικό προνόμιο να γίνουν οι άμεσοι μάρτυρες του Πάθους Του, να προετοιμαστούν γι’ αυτή την δοκιμασία με την θεωρία της άχρονης δόξας Του. Ο μεν Πέτρος, διότι μόλις είχε ομολογήσει την πίστη στην θεότητά Του· ο Ιάκωβος, διότι έμελλε να γίνει ο πρώτος που θα πέθαινε για τον Χριστό· και ο Ιωάννης, διότι έμελλε να μαρτυρήσει την προσωπική του πείρα γύρω από την θεϊκή δόξα και να αντηχήσει, ως «υιός βροντής», την θεολογία του προαιωνίου Λόγου που «ἐγένετο σάρξ».

     Ο Κύριος τούς οδήγησε πάνω στο όρος, σαν σύμβολο της πνευματικής ανάβασης, η οποία από αρετή σε αρετή καταλήγει στην αγάπη, την υψηλοτάτη των αρετών· αυτή είναι που ανοίγει την θύρα για την θεωρία του Θεού. Η ανάβαση αυτή ήταν στην πραγματικότητα η συμπερίληψη ολόκληρης της επίγειας ζωής του Κυρίου, ο Οποίος, ντυμένος την ασθένειά μας, άνοιξε για μας την οδό προς τον Πατέρα, διδάσκοντάς μας ότι η ησυχία είναι η μητέρα της προσευχής, η οποία με την σειρά της μας αποκαλύπτει την δόξα του Θεού.


     Και «μεταμορφώθηκε ενώπιόν τους και έλαμψε το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος και έγιναν τα ρούχα Του λευκά σαν το φως» (Ματθ. 17, 2). Ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού αποκάλυψε έτσι την φυσική λαμπρότητα της θείας δόξης, την οποία συνείχε μέσα Του και την οποία είχε διατηρήσει κατά την Ενανθρώπισή Του, έστω και αν έμενε σκεπασμένη κάτω από το περικάλυμμα της σαρκός. Πράγματι, από την στιγμή της συλλήψεώς Του στα σπλάχνα της Παναγίας Παρθένου, η θεότητα ενώθηκε ασύγχυτα με την φύση της σαρκός (δηλαδή ολόκληρη την ανθρώπινη φύση) και η θεϊκή δόξα έγινε, υποστατικά, δόξα του «προσλήμματος». Αυτό λοιπόν που απεκάλυπτε ο Χριστός στους μαθητές Του στην κορυφή του Θαβώρ, δεν ήταν ένα θέαμα καινοφανές, αλλά απλώς η απαστράπτουσα φανέρωση της τεθεωμένης εν Αυτώ ανθρώπινης φύσης –συμπεριλαμβανομένου και αυτού του σώματος– και της ένωσής της με την θεϊκή αυγή.

     Ενώ το πρόσωπο του Μωυσή είχε λάμψει με μία δόξα που προερχόταν έξωθεν μετά την αποκάλυψη του όρους Σινά (βλ. Εξ. 34, 29), το πρόσωπο του Χριστού εμφανίστηκε στο Θαβώρ ως μία πηγή φωτός, πηγή της θείας ζωής, που έγινε προσιτή στον άνθρωπο και καταυγαζόταν επίσης πάνω στα «ἱμάτιά» Του, δηλαδή πάνω στον εξωτερικό κόσμο και στα προϊόντα του ανθρώπινου πολιτισμού.

     «Μεταμορφώθηκε», βεβαιώνει ο Ιωάννης Δαμασκηνός, «όχι προσλαμβάνοντας ό,τι δεν ήταν, διανοίγοντας τους οφθαλμούς τους και από την τυφλότητα τούς έκανε να αναβλέψουν» («Ομιλία εις την Μεταμόρφωσιν» 12, PG 96, 564). Ο Χριστός άνοιξε τα μάτια των Μαθητών Του και εκείνοι με ένα βλέμμα μεταμορφωμένο από την δύναμη του αγίου Πνεύματος είδαν το αχώριστα ενωμένο με το σώμα Του θείο φως. Μεταμορφώθηκαν επομένως και οι ίδιοι και μέσα στην προσευχή μπόρεσαν να δουν και να γνωρίσουν την αλλοίωση που επήλθε στην φύση μας εξαιτίας της ένωσής της με τον Λόγο (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, «Ομιλία 34 εις την Μεταμόρφωσιν», PG 151, 432).


     «Ό,τι είναι ο ήλιος για τα αισθητά πράγματα, το ίδιο είναι ο Θεός για τα πνευματικά (Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος 28, 30, PG 36, 69· Πλάτωνος, «Πολιτεία» ΣΤ΄, 508). Για τον λόγο αυτό οι Ευαγγελιστές αναφέρουν ότι το πρόσωπο του Θεανθρώπου, που είναι «το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο» (Ιωάν. 1, 9), έλαμπε ως ήλιος. Το φως όμως αυτό ήταν ασύγκριτα ανώτερο από κάθε αισθητό φως. Αδυνατώντας να αντέξουν την απρόσιτη λάμψη του, οι Μαθητές έπεσαν στη γη.

     Φως άυλο, άκτιστο και άχρονο· αυτή ήταν η Βασιλεία του Θεού, «ἐληλυθυῖα ἐν τῇ δυνάμει» του Παναγίου Πνεύματος, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί ο Κύριος στους Μαθητές Του. Τώρα, βεβαίως, άστραψε για μια στιγμή στα μάτια τους· αυτό το ίδιο φως όμως πρόκειται να γίνει η μόνιμη κληρονομιά των εκλεκτών της Βασιλείας, όταν ο Χριστός έλθει πάλι, ακτινοβολώντας πλέον μέσα σε όλη την λαμπρότητα της δόξας Του. Θα επανέλθει μέσα στο φως, μέσα στο ίδιο φως που άστραψε στο Θαβώρ και που ανάβλυσε από τον τάφο της ημέρας της Αναστάσεώς Του, και το οποίο, εκχυνόμενο πάνω στις ψυχές και τα σώματα των εκλεκτών Του, θα τους κάνει να εκλάμψουν και αυτοί ως ο ήλιος (βλ. Ματθ. 13, 43).

     «Ο Θεός είναι φως και η θέα Του φως» (Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Λόγος Ηθικός Ε΄, 276, SC 129, 101). Όπως οι Μαθητές στην κορυφή του Θαβώρ, έτσι και πλήθος αγίων έγιναν μάρτυρες αυτής της αποκάλυψης του Θεού στο φως. Το φως εντούτοις δεν είναι γι’ αυτούς μόνο αντικείμενο θεωρίας, είναι επίσης η θεοποιός χάρις, που τους επιτρέπει να «βλέπουν» τον Θεό, έτσι που επιβεβαιώνονται τα λόγια του Ψαλμωδού: «Μέσα στο δικό Σου το φως, εμείς βλέπουμε το φως» (Ψαλμ. 35, 10).


     Μέσα στο λαμπρό αυτό όραμα εμφανίστηκαν στο πλευρό του Κυρίου ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι δυο κορυφές της Παλαιάς Διαθήκης, αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τον Νόμο και τους Προφήτες, που Τον αναγνώρισαν ως Κύριο ζώντων και νεκρών. Ο Μωυσής πέθανε πριν μπει στην γη της επαγγελίας και ο Ηλίας μεταφέρθηκε σε μυστηριώδη τόπο δίχως να γνωρίσει θάνατο. Και συνομιλούσαν μαζί του για την έξοδό Του «την οποία έμελλε να πραγματοποιηθεί στην Ιερουσαλήμ», δηλαδή για το Πάθος Του· διότι διά του Πάθους και διά του Σταυρού η δόξα αυτή επρόκειτο να δοθεί στους ανθρώπους.

     Εκστασιασμένοι και έκθαμβοι από την θεωρία του θεϊκού φωτός, οι Απόστολοι «ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ καὶ εἶπεν Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν· ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωυσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ μὴ εἰδὼς ὃ λέγει». Αποσπώντας την προσοχή του Μαθητού Του από την ανθρώπινη αυτή επιθυμία που αρκούνταν στην επίγεια απόλαυση του φωτός, ο Κύριος τούς έδειξε τότε μια καλύτερη «σκηνή» και μία κατά πολύ ανώτερη μονή για να ενοικήσει η δόξα Του. Μία φωτεινή νεφέλη ήλθε τότε να τους επισκιάσει και μέσα από την νεφέλη αυτή ακούστηκε η φωνή του Πατρός, που αναγνώριζε τον Σωτήρα: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός – αὐτοῦ ἀκούετε». Η νεφέλη εκείνη αντιπροσώπευε την χάρη του Πνεύματος υιοθεσίας· και, όπως κατά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη, η φωνή του Πατρός αναγνώρισε τον Υιό και αποκάλυψε τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, πάντα ενωμένα, συνδράμουν στην σωτηρία του ανθρώπου.

     Το φως του Χριστού, που είχε αρχικά επιτρέψει στους Μαθητές να «δουν» τον Χριστό, όταν άστραψε εντονότερα, τους ανέβασε σε μια κατάσταση ανώτερη από την ανθρώπινη όραση και γνώση. Εξερχόμενοι απ’ όλα τα ορατά κι από τον ίδιο τους τον εαυτό, εισήλθαν πλέον μέσα στον υπέρφωτο γνόφο, εκεί που ο Θεός έχει βάλει την «αποκρυφή» Του (βλ. Ψαλμ. 17, 12)· «κεκλεισμένων των θυρών των αισθήσεών τους», έλαβαν εκεί μέσα την αποκάλυψη του Τριαδικού μυστηρίου, το οποίο υπερβαίνει κάθε κατάφαση και κάθε απόφαση (άρνηση).


     Όντας ακόμη ανεπαρκώς προετοιμασμένοι για την αποκάλυψη τέτοιων μυστηρίων, διότι δεν είχαν ακόμη περάσει μέσα από την δοκιμασία του Σταυρού, οι Μαθητές «ἐφοβήθησαν σφόδρα». Όταν όμως σήκωσαν το κεφάλι είδαν τον Ιησού Χριστό, μόνον, που είχε βρει την συνηθισμένη του όψη και που τους πλησίασε και τους καθησύχασε. Κατόπιν κατεβαίνοντας από το όρος τούς συνέστησε να κρατήσουν σιγή για ό,τι είχαν δει, μέχρις ότου ο Υιός του Ανθρώπου εγερθεί εκ νεκρών.

     Η σημερινή εορτή είναι λοιπόν κατεξοχήν εκείνη η εορτής της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεώς μας και της μετοχής του φθαρτού σώματός μας στα αγαθά του μέλλοντος αιώνος που είναι επέκεινα της φύσεως. Πριν ακόμη ολοκληρώσει την Σωτηρία μας με το Πάθος Του, ο Σωτήρας έδειξε λοιπόν ότι ο σκοπός της έλευσής Του στον κόσμο ήταν ακριβώς να οδηγήσει κάθε άνθρωπο στην θεωρία της θεϊκής Του δόξας. Για τον λόγο αυτό η εορτή της Μεταμορφώσεως γνώρισε ιδιαίτερη εύνοια μεταξύ των μοναχών, οι οποίοι αφιέρωσαν όλη την ζωή τους στην αναζήτηση του ακτίστου φωτός.


     Η διήγηση του αγίου Λουκά αναφέρει ένα διάστημα οκτώ ημερών, συμπεριλαμβανομένων των δύο εσχάτων ημερών. Οι δύο εκδοχές υποδηλώνουν την υπέρβαση του κόσμου τούτου που δημιουργήθηκε σε έξι ημέρες προς την αιώνια Βασιλεία, συμβολιζομένη με τον αριθμό οκτώ. Κατά ορισμένους, η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα σαράντα ημέρες πριν το Πάθος· αυτός είναι και ο λόγος που η εορτή αυτή ορίσθηκε σαράντα ημέρες πριν εκείνη της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Επειδή η Μεταμόρφωση του Σωτήρος εορτάζεται κατά την Νηστεία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δεν επιτρέπεται κατά την ημέρα της παρά κατάλυση ιχθύος και όχι κατάλυση εις πάντα όπως συμβαίνει σε άλλες δεσποτικές εορτές.




[Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,
τόμ. 12ος, Αύγουστος, σελ. 55–59,
Διασκευή από τα Γαλλικά:
Ξενοφών Κομνηνός,
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου