Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ


     «Ας αρχίσουμε και εμείς να ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Θα δώσουμε “εξετάσεις” τότε. Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, το “πρόγραμμα” των “μαθημάτων” και ας μελετήσουμε όσα παραμελήσαμε· ας συμπληρώσουμε όσα δεν καλοξέρουμε· ας ξαναδιαβάσουμε όσα δεν ξέρουμε. Πρέπει να βιαστούμε, γιατί η ώρα του θανάτου μας είναι άγνωστη. Ίσως αύριο, ίσως σήμερα κιόλας να κληθούμε. Και τότε, ούτε τετράδια ούτε βιβλία θα έχουμε, για να συμβουλευτούμε, ούτε υποβολέας θα υπάρχει. Ο καθένας θα εξεταστεί μόνος του και θα βαθμολογηθεί από τον μεγάλο Κριτή, με κριτήριο τα επίγεια έργα του.«

     »Πολλές “προφητείες” έχουν γίνει για το τέλος του κόσμου. Και καμιά δεν επαληθεύτηκε. Ο Σωτήρας μας είπε, ότι κανένας δεν ξέρει ποια μέρα και ποια ώρα θα έρθει το τέλος. Κανένας· ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά μόνο ο Θεός. Δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν, ούτε εμείς να “προβλέψουμε”, στηριγμένοι σε ανυπόστατες ή ασαφείς ενδείξεις, τον χρόνο της Παρουσίας του Κυρίου, ούτε και στων άλλων τις “προβλέψεις” να δίνουμε σημασία.«

     »Το ότι θα ξανάρθει ο Χριστός, ως Κριτής του κόσμου, είναι αναμφισβήτητο, καθώς και το ότι αυτό θα γίνει ξαφνικά, αφού προηγηθούν μεγάλα και θαυμαστά σημεία. Εμείς, δεν έχουμε παρά μόνο να περιμένουμε τον Ιησού Χριστό και να ετοιμαζόμαστε πνευματικά για τη συνάντηση μαζί Του, όπως ο Ίδιος μας υπέδειξε· “Να αγρυπνείτε, λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε ποια μέρα θα έρθει ο Κύριός σας” (Ματθ. 24, 42)· “γι’ αυτό και εσείς να είστε έτοιμοι, γιατί ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει την ώρα που δεν Τον περιμένετε” (Ματθ. 24, 44)».

ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
(1815–1894)


[«Χειραγωγία στην πνευματική ζωή»,
σελ. 162, έκδοση Ιερά Μονή Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής, Φεβρουάριος 2008.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

«Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ! Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!...»

«Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ! Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!...»


     Ήταν στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου ένα γεροντάκι ονόματι Κωνστάντιος από την Κεφαλλονιά· ήταν κι ένα άλλο Γεροντάκι, Κεφαλλονίτης κι αυτός, από το Πυργί, που λεγόταν Δημήτριος και η μητέρα του Μαρία. Κάποτε έλαβε ένα γράμμα ότι η μητέρα του εκοιμήθη. Δεν είχαν τηλέφωνα τότε.

     Πάει λοιπόν στον π. Κωνστάντιο και του λέει:
     –Γερο-Κωνστάντιε, σε θερμοπαρακαλώ, κάνε ένα κομποσχοινάκι, ένα σαραντάρι (προσευχή για σαράντα μέρες) για την μητέρα μου.
     –Θα κάνω, λέει αυτός, νά ’ναι ευλογημένο!

     Αυτός ήταν αγωνιστής, όλη νύχτα τραβούσε κομποσχοίνι. Όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες, εκεί που καθόταν και έκανε κομποσχοίνι λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον την δούλη Σου Μαρία», βλέπει μια γυναίκα να μπαίνει μέσα στο κελί του (ήταν η κεκοιμημένη Μαρία) και του λέει με ευγένεια πολλή:
     –Ευλογείτε, Γέροντα!...
     –Ο Κύριος!... Πού βρέθηκες εσύ εδώ πέρα;…
     –Μη ταράζεσαι, Γέροντα, γιατί ο Θεός μ’ έστειλε να ’ρθώ.
     –Και, τι θέλεις;…
     –Δεν θέλω τίποτε· αλλά ήρθα μόνο να σ’ ευχαριστήσω, διότι αυτά τα κομποσχοίνια που μου έκανες, πολύ με ωφέλησαν και βρήκε ανάπαυση η ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ, Γέροντά μου, σ’ ευχαριστώ!...
     Αυτά είπε κι εξαφανίστηκε.


[«Από την Ασκητική
και Ησυχαστική
Αγιορειτική Παράδοση»,
μέρος 2ο («Περιστατικά»),
κεφ. Κε΄, σελ. 356–357,
Άγιον Όρος 2011.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΜΑΣ, Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΜΑΣ

Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΜΑΣ, Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΜΑΣ


     Είναι γεγονός ότι οι νεοέλληνες αγαπούν περισσότερο με την κοσμική φαντασία τους, παρά με το φωτισμό και τη διάκριση του Θεού. Είναι γνωστό βέβαια ότι η φαντασία ποτέ δεν απώθησε την αγάπη. Στην πράξη βέβαια, η μία δε θέλει να βλέπει την άλλη. Όλα θα σβήσουν με πάταγο, από την απευκταία στιγμή που ένας τσιχαντιστής θα εισβάλει σ’ ένα ελληνικό σπιτικό. Από τη στιγμή που θ’ ανοίξει (ή θα σπάσει) η πόρτα και μετά, δεν θα ισχύει το «αγάπα τον πλησίον σου», αλλά το «τρέμε τον πλησίον σου». Το ισλάμ, ούτε σεβασμό, ούτε ανοχή, ούτε ελευθερία, ούτε δικαιοσύνη και, φυσικά, ούτε αγάπη έχει δείξει ποτέ προς τον πλησίον. Γιατί να το κάνει τώρα; Για την αγάπη και τη ζεστασιά που έδειξες εσύ περιστασιακά σε φερμένους πρόσφυγες ξεγελώντας τον εαυτό σου και την Πατρίδα σου; Νομίζεις ότι μια τέτοια αγάπη θα σταθεί εμπόδιο στο τεκταινόμενο έγκλημα; Τα πνευματικά χρωστούμενα του ισλάμ για τον αιματηρό αφανισμό τόσων χιλιάδων αθώων και αγίων Νεομαρτύρων, αλλά και τόσων άλλων λαών και κοινωνιών, ακόμη υφίστανται ενώπιον του Θεού. Γιατί να μην υφίστανται και για σένα; Μήπως είσαι υπεράνω του Θεού και πιο σπλαχνικός ή πιο δίκαιος από Αυτόν; Αλλά ούτε οι παρατηρήσεις μας, μας σώζουν τώρα, ούτε οι αφορισμοί. Έχουμε ιερή υποχρέωση να γίνουμε –επιτέλους!– φρόνιμοι και σοφοί άνθρωποι και να μαθητεύσουμε από τα ίδια τα γεγονότα που βοούν και να συνετιστούμε από τα πράγματα, παρέχοντας εμπράκτως τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία στα σπιτικά μας και τους δικούς μας ανθρώπους.


     Το λοιπόν, όλες οι δραματικές εξελίξεις προβλέπονται να είναι δραματικότερες ιδίως για τους άσοφους, τους ασύνετους και τους ηλίθιους της εποχής και του Τόπου αυτού. Κανείς δεν πρόκειται να αναλογιστεί υπεύθυνα ότι η δική μας βλακεία αυτόν τον Τόπο τον βαραίνει περισσότερο και ότι η δική μας αβλεψία κα εθελοτυφλία στα πράγματα ισοδυναμεί με ανεπίσημη προδοσία. Γι’ αυτούς που, με την κούφια και απαίδευτη «αγαπολογία» τους, αντιστέκονται στην αποδοχή της αληθινής διάστασης των πραγμάτων και δεν έχουν μέσα τους «Νουν Χριστού», δεν υπάρχει ελπίδα ανάνηψης. «Εμείς έχουμε Νουν Χριστού», λέει και γράφει ο Απόστολος Παύλος, στ’ όνομα του γένους των Ορθοδόξων. Αλλά, πού και ποιοι σήμερα οι Ορθόδοξοι; Τους είδε ο αγέρας και εφοβήθη!


     Το παράδειγμα της μάνας που ενσαρκώνει πλήρως τη Μητέρα Ελλάδα, η οποία, πρέπει πάση θυσία οπωσδήποτε να θρέψει και να μεγαλώσει  π ρ ώ τ α  τα παιδιά της και, μόνο–εάν–και, εφόσον μπορεί, να κοιτάξει κατόπιν και όποια άλλα διαβατάρικα παιδιά περνούν έξω από το κατώφλι της, τα λέει όλα. Ποιος λογικός άνθρωπος θα βρεθεί να κατακρίνει ή να κατηγορήσει αυτή τη μάνα, που έχει μέσα της αυτή την απαράβατη προτεραιότητα και ιεραρχία στην αγάπη της; Φανταστείτε να υπάρχει έστω και θεωρητικά μια μάνα που να έκαμνε ακριβώς το αντίθετο και το αντίστροφο: να κοιτούσε πρώτα τα ξένα παιδιά και ύστερα τα δικά της! Θα ήταν στ’ αλήθεια αυτή «μάνα»; Η μάνα για τα παιδιά της πρώτα: Αυτή είναι η απαραίτητη σειρά που σώζει τα πράγματα και που δίνει υποχρεωτικά τα ανάλογα καίρια μηνύματα και προς τα μέσα και προς τα έξω.


     Ποιος είναι αυτός που αισθάνεται σήμερα ότι η Ελλάδα μας αυτή τη στιγμή μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που τις επιβάλλονται μέσα από τις ραγδαίες αλλαγές που τρέχουν σαρωτικά; Και αν τάχα μπορεί η Ελλάδα, πείτε μου τότε, γιατί να μην μπορεί η εύρωστη οικονομικά Αυστρία, που μου κλείνει μονομερώς τα σύνορα; Αυτή τη χώρα όμως, κανένας μέχρι τώρα δεν την είπε «ρατσίστρια». Ας μη πνιγόμαστε σε ψευτοδιλήμματα που κομίζει η κοσμική και αφώτιστη μωροαγάπη του κόσμου, που μόνο να σκορπά παντού ενοχές ξέρει. Ό,τι μπορεί και μπόρεσε η ταλαίπωρη Ελλάδα το έχει ήδη κάνει και θα το κάνει, κατά πολύ μάλιστα. Ξενίας και συμπάθειας συνείδηση –δόξα τω Θεώ!– έχουμε άφθονη και αστείρευτη στο dna μας. Αλλά να μη πλαγιάζουμε αμέριμνοι και εφησυχασμένοι στα επάρατα άκρα. Περισσότερο έχουμε διεκτραγωδήσει τους πρόσφυγες, παρά τον πόνο και την εξαθλίωση των αδελφών συνελλήνων μας. Εγώ δεν είδα κανέναν να ασχολείται ουσιαστικά και επί μακρόν για το δράμα της Μυρτώς. Για μπείτε λίγο στη θέση της όλοι οι προσφυγοοικτίρμονες! Ποιος από μας θα ήθελε ή θα μπορούσε να άντεχε τον πόνο του να είναι αδελφός ή πατέρας αυτού του δύστυχου πλάσματος, που βρέθηκε χαλεπό έρμαιο και ανυπεράσπιστο θύμα στα χέρια του κτηνανθρώπου πακιστανού; Ασχολούμαστε με τον πόνο αυτών που μας φέρνουν στανικά και αδιαφορούμε για το χαμό και τον σπαραγμό τόσων Ελλήνων αυτοχθόνων, που είναι γεννήματα και θρέμματα αυτής της Πατρίδας. Υποκρισία στο έπακρον που κρύβεται στην επικατάρατη αγαπολογία.


     Και, στο κάτω–κάτω, τι άλλο θέλετε να κάνουμε δηλαδή; Να βγούμε όλοι στο δρόμο, να πουληθούμε ή να κάνουμε χαρακίρι; Εμείς, σαν κοινωνία, αυτή τη στιγμή, είμαστε πολύ πιο απροστάτευτοι και πολύ πιο έκθετοι, παρά οι μετανάστες. Το έχετε σκεφτεί αυτό; Έχετε τη δύναμη να το δείτε καθαρά αυτό; Γνωρίζετε ότι, τώρα που μιλάμε, οι μετανάστες είναι ο καλύτερος και αποδοτικότερος μοχλός διάλυσης της Ελληνικής κοινωνίας και, μάλιστα, εντός των τοιχών της; Έχετε συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό που ζούμε, σαν χώρα και σαν Έθνος, δεν τίποτε άλλο παρά αυτή η «επιδρομή των αλλοφύλων», για την οποία η Εκκλησία στις αέναες δεήσεις της απεύχεται να συμβεί, μα να όμως που ήδη συμβαίνει για τις αμαρτίες και για τη μεγάλη μας αποστασία; Την ολιγωρία και την αδιαφορία, την απραγία και την αμέλεια των κυβερνώντων, ποιος –επιτέλους!– έξυπνος ορθόδοξος νους δεν θα την θεωρήσει καθόλου τυχαία, αλλά καθαρή εφαρμογή συγκεκριμένων στυγνών εντολών που εκπέμπονται απευθείας από τις Στοές; Δηλαδή τον εχθρό και τον αφανισμό του Τόπου, που είναι εξόφθαλμα προ των πυλών μας, αν δεν τον δούμε ΤΩΡΑ, πότε στο καλό θα τον δούμε; Στο επάρατο «μετά» του πραγματικού και αμετάκλητου τέλους; Κατά τ’ άλλα, οι νεοταξικές και φρούδες «αγάπες» προς τους επίβουλους των βωμών και των εστιών μας μας μάραναν!


     «Αν με καταστρέψεις, δεν θα μπορέσω να σε φροντίσω»: Να, ο ορισμός που κρύβεται πίσω από τις εξελίξεις. Ή, να το πούμε κι αλλιώς: «Σου ζητώ οίκτο και αγάπη, για να μπορέσω να σε αφανίσω καλύτερα». Το ερώτημα επομένως που μένει, οπωσδήποτε δεν είναι θεωρητικό, αλλά μάλλον επικίνδυνα ρεαλιστικό: Γιατί –σαν λαός, σαν κοινωνία, σαν πρόσωπα– φτάσαμε στο έσχατο, αποκαρδιωτικό και απελπιστικό σημείο, ώστε τις οχιές που μας πλησιάζουν επικίνδυνα να πρέπει να τις αναγνωρίζουμε από το δάγκωμά τους και όχι από την όψη τους;...


     Δυστυχώς, επειδή η τρυφηλότητα και η μαλθακότητα του δυτικού τρόπου ζωής, την οποία έχουμε επιλέξει εδώ και πόσες δεκαετίες για πλοηγό στη ναρκωμένη καθημερινότητά μας, δεν μας επιτρέπει να αφομοιώνουμε τη Χάρη του Θεού σαν φωτισμό στην κρίση και την αντίληψή μας και, έτσι, αδυνατούμε να μαθητεύσουμε επωφελώς από τα τρέχοντα γεγονότα και δεν μπορούμε επίσης να αναχθούμε απευθείας στις καλά κρυμμένες αιτίες τους. Αρκούμαστε στα μπακίρια μιας προτεσταντικής αντίληψης για την αγάπη, η οποία στην τελική δεν είναι καν αγάπη, αλλά βέβαιο υπολανθάνον μίσος για την πραγματική αλήθεια, αντίδραση και άρνηση σε ό,τι πραγματικά συμβαίνει, εγκληματική ακαταληψία και εθελοτυφλία σε βάρος της ζωής μας και του μέλλοντος του Τόπου μας. Είμαστε δυστυχώς προορισμένοι να μάθουμε, αφού πάθουμε για τα καλά, από τα ανθρωπίνως ανεπανόρθωτα. Είπα και λέω «ανθρωπίνως», γιατί από εμάς δεν υπάρχει ελπίδα καμία. Από τον Χριστό όμως, ναι.


     Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η πολυδιαφημισμένη ή η πολυπροτρεπόμενη «αλληλεγγύη» μας, δεν είναι πια καθόλου «αυτονόητη». Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να απαιτεί κανείς από έναν αναιμικό άνθρωπο να δώσει αίμα. Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να περιμένει από έναν που έχει πάθει κάταγμα στο πόδι του να τρέξει μαραθώνιο. Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να απαιτείται από ένα μικρό παιδί να πάει να κάνει άρση βαρών. Η «αλληλεγγύη», όσο και να εκθειάζεται θεωρητικά από πολλούς ευσεβείς ή ανυποψίαστους, δεν παύει να βρίσκεται σε νομοτελειακή αντιστοιχία και συνάρτηση με το «μπορώ» και τη «δυνατότητα» αυτού που παρέχει την «αλληλεγγύη». Αυτά τα δύο θα κρίνουν το εάν η «αλληλεγγύη» θα είναι «αυτονόητη» ή «δέουσα» ή «εφικτή». Μπορείς να δώσεις; Δώσε! Κανένας δεν σ’ εμποδίζει και δεν πρέπει να σ’ εμποδίσει. Σήμερα και τώρα όμως, τα κριτήρια είναι τελείως διαφορετικά. Σήμερα η Ελλάδα, στις παρούσες έκρυθμες συνθήκες, αδυνατεί για περαιτέρω «αλληλεγγύες». Γιατί απλά την έσυραν εσκεμμένα σε τέτοια δεινή θέση, ώστε να μην έχει να παράσχει κάτι ούτε και για τα ίδια τα παιδιά της. Κι αν στα ντουλάπια του Ελληνικού νοικοκυριού δεν έχει ούτε κοπανιστό αέρα, κανείς πραγματικά δεν δικαιούται να κραδαίνει το χέρι και να δίνει μαθήματα αλύτρωτης και ενοχικής «συμπάθειας» στις παρούσες συνθήκες και εξελίξεις. Είναι καθαρή αδιακρισία και μωρία αυτό, αλλά και συστημική πονηρία. Και όλοι οι πολιτικοί της κόλασης και τα τσιράκια τους, ξέρουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν: φέρνουν –βάσει σχεδίου– πεινασμένους «μετανάστες» ή «πρόσφυγες» (αφήνω και τους ανεξακρίβωτους τσιχαντιστές!) μέσα σε μία πτωχευμένη και εξαθλιωμένη χώρα. Ο τέλειος συνδυασμός για την κοινωνική αποδόμηση με άμεσο κόστος τη ζωή των Ελλήνων πολιτών. Ώστε την ώρα της εύλογης παράκρουσης που δημιουργεί η πείνα, η γύμνια και η ανεστιότητα, να γίνουν –που, θα γίνουν!– τα αναμενόμενα πλιάτσικα στα σπιτικά των ναρκωμένων και ανίδεων Ελλήνων. Ξυπνήστε! Η σοφία και η διάκριση των πραγμάτων δεν είναι πλέον μακριά από ’μας· είναι δίπλα στον πόνο του βίου μας και μέσα στη σταύρωση της Πατρίδας μας. Ποιος βλέπει; Ποιος ακούει; Και προ πάντων· ποιος καταλαβαίνει; …

π. Δαμιανός







Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

ΤΑ ΛΟΓΙΑ, ΒΡΑΧΝΑΣ ΚΑΙ ΒΡΟΓΧΟΣ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΤΑ ΛΟΓΙΑ,
ΒΡΑΧΝΑΣ ΚΑΙ ΒΡΟΓΧΟΣ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ


     Οι σχέσεις δεν θέλουν λόγια. Αν κάτι έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει απόλυτα κακό στις σχέσεις των ανθρώπων είναι τα λόγια, τα λόγια τα πολλά, τα ανούσια, τα ανεύθυνα και τα βαρετά. Γιατί; Γιατί τις σχέσεις τις απαρτίζουν ψυχές. Και οι ψυχές είναι το πιο μεγάλο μυστήριο του κόσμου. Κάθε ψυχή είναι και ένα ξεχωριστό μυστήριο του κόσμου. Είναι μέγα και ανερμήνευτο ενδομυστήριο πρωτίστως για μας τους ίδιους. Εκείνο που μπορεί να πείσει ή να κατευνάσει μια κουρασμένη ψυχή είναι όχι τα πολλά λόγια και οι ασταμάτητες θεωρίες, αλλά η ζωή, η πράξη, το παράδειγμα, η προσωπική μετάληψη στη χάρη, στο ήθος, στην αρετή του Θεού, που είναι ζωή από τη ζωή. Η ψυχή μόνο με την ίδια τη ζωή μπορεί να πειστεί, μόνο μ’ αυτή μπορεί ν’ ακούσει, μπορεί να καταλάβει, μπορεί να σιωπήσει για να ακούσει, να μιλήσει για να ακουστεί, μπορεί να αναπαυθεί και να ξαποστάσει.


     Τα λόγια είναι άμμος που χύνεται αθόρυβα και σκορπάει παντού στον αέρα της λησμονιάς και του τίποτα· και με την άμμο κανείς δεν μπορεί να βάλει θεμέλιο για τίποτα. Πόσο μάλλον για μια σχέση προσώπων μέσα στην οποία η ψυχή αναζητά να αναπτυχθεί με όλες τις ελπίδες της για πυξίδα. Αγνοούμε οι περισσότεροι τούτη τη βασική αλήθεια ότι όλες οι σχέσεις της καρδιάς μας (οι σύζυγοι, τα παιδιά μας, οι φίλοι, οι συμμαθητές, οι συνεργάτες, οι συμπορευτές μας, οι γνωστοί) δεν έχουν ανάγκη τα λόγια, αλλά έχουν οπωσδήποτε ανάγκη από την υπομονή και την αγάπη για να στερεωθούν και να αναπτυχθούν πραγματικά.


     Δεν είναι και λίγες κι εκείνες οι φορές που διαπιστώνουμε κι εμείς οι ίδιοι, έκπληκτοι και απορημένοι, ότι λέμε και ξαναλέμε το ίδιο πράγμα συνέχεια και στο τέλος τίποτα δεν γίνεται. Κανείς δεν ακούει, κανείς δεν πείθεται, κανείς δεν προβληματίζεται, κανείς δεν νοιάζεται. Όλα τα λόγια να μαζευτούν, εάν δεν πειστεί μέσα της η καρδιά, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει και να γίνει τίποτα. Φουσκώσαμε από λόγια και σκάσαμε και τους άλλους πάλι με τα λόγια.


     Ξεχνάμε πάντα αυτό που δεν μας συμφέρει: με τα λόγια και τις κουβέντες αντιδράει καλύτερα η ψυχή του άλλου. Και θα έχει και δίκιο να το κάνει, από μία άποψη. Συρρικνώνεται ο καλός μας συνάνθρωπος και κλείνεται στον εαυτό του, γιατί απλούστατα τα δικά μας λόγια μοιάζουν με μια ακαταλάγιαστη επίθεση κριτικής που τον βγάζουν μόνιμα σκάρτο και σφαλερό, στο απόσπασμα της αχρηστίας. Εμείς γινόμαστε οι άψογοι δικαστές, που διόρισε μια ενδόμυχη κυβέρνηση που λέγεται «αυτοδικαίωση». Ως συνήθως, δεν έχουμε σύμμαχο την Χάρη του Θεού και γίνονται όλα θρύψαλα στα πόδια μας. Σπάνια ή ποτέ δεν απευθυνόμαστε αυτοκριτικά στον εαυτό μας για να δούμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να εξουθενώνουμε ή να ελέγχουμε τους άλλους έχοντας μέσα στην καρδιά μας την απουσία του θεϊκού φωτισμού και έλλειμμα σοφίας από τη διάκριση, που στέκεται πάνω από την αγάπη.


     Με τις κουβέντες πιέζουμε αφόρητα τους άλλους να δραπετεύσουν από τη σάλα της τελειότητάς μας. Τι να κάνουν άλλωστε εκεί; Δεν υπάρχει αέρας για ν’ αναπνεύσουν. Αποφύγαμε να σκεφτούμε ότι, κι αν ακόμα τα λόγια μας εκφέρονται για το «σωστό» και για το «δίκαιο», στην ουσία όμως γνωρίζουμε πολύ καλά κι ας μη το ομολογούμε ποτέ, ότι κρύβουν τα δικά μας γρανιτένια και πεισματικά θελήματα, τα οποία θέλουμε να επιβάλλουμε στο μυαλό, τη σειρά και τη ζωή των άλλων.


     Ποια σχέση όμως μπορεί να είναι αυθεντική και ν’ αποτελεί πηγή χαράς και ελευθερίας, όταν μετατρέπεται σε αρένα και σε πόλεμο επιβολής ή κυριαρχίας των θελημάτων του εαυτού μας; Και αν έχουμε μεγάλη και ανεξήγητη λύπη στην καρδιά μας είναι γιατί πολλές σχέσεις στις οποίες είχαμε επενδύσει ολοκληρωτικά, βλέπουμε τώρα πόσο πολύ μας στοίχισαν, πόση λύπη μας προξένησαν, γιατί ήταν μεγάλη η σκλαβιά και η ανελευθερία που μας κέρασαν στο τέλος, με τη δική μας ευθύνη, υπαιτιότητα και απροσεξία.


     Γι’ αυτό ο άνθρωπος έχει αδήριτη ανάγκη συνεχώς τη Χάρη του Θεού, για να μπορεί να τακτοποιεί όλα αυτά τα ζητήματα μέσα στην καρδιά του, για να μπορεί να είναι ένας ελεύθερος και χαρούμενος άνθρωπος, ο οποίος, μέσα στη διαμονή του στον Θεό, θα μαθητεύει στην αγάπη Του, αλλά και θα καλλιεργεί τη θεία αγάπη πρώτα στον εαυτό του και μετέπειτα στις σχέσεις του, για να μπορεί να χαίρεται αληθινά και όχι ουτοπικά. Και μ’ αυτή τη μονάκριβη χαρά που δίνει ο Θεός, να γίνεται με τη δύναμη του Θεού ένας άνθρωπος ανακαινισμένος, δυνατός, κραταιός και ανεπηρέαστος από την αμαρτία και το κακό που μάταια απειλεί αυτόν, τη ζωή και τις σχέσεις της ζωής του...

[Προφορική ανάπτυξη θέματος
σε πρόσφατη σύναξη στην ενορία]


π. Δαμιανός







ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΚΑΝΑ

ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΚΑΝΑ


     Υπάρχει, ωραιότατε Κύριε, πιο γλυκό και πιο μακάριο πράγμα, από το να Σε βλέπει κανείς και να παρακολουθεί την πορεία Σου; Ν’ ακούει τα θεία και ζωοποιά λόγια Σου, κατά το δημόσιο βίο Σου, όπως αυτά περιγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και συμπληρώνονται από τις ερμηνείες των Αγίων Σου; Αλλά και από την οδό της λεπτής πνευματικής θεωρίας γύρω από το εράσμιο Πρόσωπό Σου; Πώς ευφραίνεται η ψυχή μου, ευεργέτη και Σωτήρα του κόσμου Σου, να μελετώ ό,τι είναι σχετικό με τη σάρκωσή Σου, τη θεϊκή δράση Σου, τα θαύματά Σου, τις πορείες Σου, την αναστροφή Σου με τους απλούς και ταπεινούς και καταφρονεμένους!

     Αυτή την ευφροσύνη αισθάνομαι, γλυκύτατε και ερασμιότατε Χριστέ μου, διαβάζοντας για την παρουσία Σου στο γάμο που έγινε στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου προσκλήθηκες μαζί με τους μαθητές Σου, που ήταν και η γλυκύτατη Μητέρα Σου εκεί. Ω, υπεράγαθε Κύριε, τι μεγαλειώδης στην κοινωνική απλότητά της πραγματικότητα ήταν αυτή! Εσύ, Θεός και άνθρωπος, αγνοούμενος ως Θεός και θεωρούμενος σαν ένας κοινός προφήτης, μεταξύ των απλοϊκών εκείνων ιουδαίων συμπατριωτών Σου! Με τους ψαράδες μαθητές Σου και τη θεωρούμενη σύζυγο του μακαρίου Ιωσήφ Παναγία αειπάρθενο, σ’ ένα κοινωνικό και κοινό γεγονός, σ’ ένα ιουδαϊκό γάμο, όπου ασφαλώς δέσποζες ακτινοβολώντας από απροσδιόριστη μεγαλειότητα!


     Η καρδιά μου σκιρτάει, αξιαγάπητε και παντέλειε Θεάνθρωπε, από αγάπη και δέος για να μάθει και για να πιθανολογήσει, πώς τάχα να συμπεριφερόσουν; Σε ποιο σημείο του τραπεζιού να καθόσουν στον δείπνο; Τι έλεγες; Τι ευχήθηκες στους νεόνυμφους; Πώς έτρωγες, Εσύ, ο κρυμμένος μέσα στη σάρκα Θεός, που θέσπισες τον γάμο και που οι ιουδαίοι της Βίβλου ακολουθούσαν τους λόγους Σου: «γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα και τη μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν ένας άνθρωπος» (βλ. Ματθ. 19, 5); Τον γάμο, που ανήγαγες σε υψηλή λειτουργία, ώστε το σκεύος Σου, ο Απόστολος Παύλος, να τον ονομάσει «μυστήριο» (βλ. Εφεσ. 5, 32). Αλλά, παρά τούτο, καθιέρωσες σαν υπέρτερη μορφή ζωής την παρθενία, την οποία και Εσύ ο Ίδιος τίμησες με το να γεννηθείς από Παρθένο, που ήταν και είναι Παρθένος πριν τον τόκο, στον τόκο και μετά τον τόκο1.

     Θαυμάζω, Ιησού μου, και μεγαλύνω την άμετρη αγάπη Σου στα πλάσματά Σου, τα κακοποιημένα από τον σατανά. Αδιαφορείς όμως για την ασχήμια τους και συναγελάζεσαι μ’ αυτά, γιατί βλέπεις στους απλοϊκούς προσκαλεσμένους στο γάμο, τα τέκνα Σου, την πνοή Σου, την εικόνα Σου, όσο και αν είναι αυτή αχρειωμένη από την αμαρτία και από την αδαμιαία κληροδοσία. Και ούτε δυσχεραίνεις ακούγοντας μωρίες, ανοησίες, αγροίκες φωνές, αλλά και ανθρώπινα πάθη και πολλή αγνωσία, γιατί, φιλανθρωπότατε, βλέπεις στα βάθη της ψυχής. Και η άπειρη αγάπη Σου τα παραβλέπει όλα και καλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες με την Πατρική Σου συγκατάβαση.


     Ω, πόσο θα ήθελα να έβλεπα τον Σαρκωμένο Θεό μου, να συζητεί ίσος προς ίσους και να συμπεριφέρεται όπως όλοι στη χαρούμενη ατμόσφαιρα του γάμου! Και ν’ ακούω τη διδασκαλία Σου για το γάμο, που αγίασες με την παρουσία Σου και τι θα έλεγες στους νεόνυμφους.

     Βέβαια, Εσύ, που είσαι πέρα από κάθε έννοια παρθένος, Εσύ που αξιολόγησες την παρθενία σαν υπέρτερη μορφή βίου, Εσύ που τίμησες την Παναγία Μητέρα Σου με την αειπαρθενία, Εσύ που χαρακτήρισες την παρθενική ζωή σαν δυναμική, αφού «δεν μπορούν να τη βαστάξουν όλοι» (Ματθ. 19, 11), ασφαλώς δεν ύμνησες την έγγαμη ζωή. Όμως την καθιέρωσες για τα πολλά τέκνα Σου που, με την ευαγγελική διδασκαλία Σου, την αξιώνεις με τα στεφάνια των νικητών και της αιώνιας ζωής. Άλλη, όμως, είναι η δόξα των «εκατό σαράντα τεσσάρων χιλιάδων» (πρβλ. Αποκ. 7, 1–17 και 14, 1–5).

     Διαβάζοντας, Χριστέ μου, για το θαύμα της μεταβολής του νερού σε καλό κρασί, στάθηκα στο «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι» («Τι κοινό υπάρχει, γυναίκα, ανάμεσα σε Μένα που ως Μεσσίας και Υιός του Θεού ενεργώ τώρα με τη θεϊκή Μου δύναμη, και σε σένα που με γέννησες ως άνθρωπο;»· βλ. Ιωάν. 2, 4). Ασφαλώς, Ιησού μου, αυτό αποτελούσε την οριοθέτηση σχέσεων. Από τη στιγμή αυτή, δεν ήσουν πλέον ο «υποταγμένος» (βλ. Λουκ. 2, 51), αλλά ο πανελεύθερος Θεός. Και τότε άρχιζε η θεανδρική Σου δράση. Χωρίς να ταπεινώσεις την Παναγία Μητέρα Σου, της υπέδειξες νέα όρια υιότητας και μητρότητας. Η Μητέρα Σου, όμως, ανθρώπινα και χαιρόταν και ευφραινόταν για τον Υιό της και θαύμαζε και δόξαζε και ακόμη περισσότερο υποτασσόταν προς τον Υιό του Θεού, τον ακατάληπτο και ανερμήνευτο, Ιησού μου.

     Δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς, σήμερα, μόλις τελείωσα τις εωθινές ταπεινές προσευχές μου, όταν άρχισε να διαυγάζει η μέρα και να «κινούνται οι σκιές», ζωντάνεψε στον άβακα της φαντασίας μου ο γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, τον οποίο σχολίαζα προ ημερών. Αλλά δεν θα με παρασύρει η περιέργεια να μάθω το πώς. Και αρκούμαι να θαυμάζω την παναγία παρουσία Σου, που μου έτρωσε με γλυκερά βέλη την καρδιά καθώς και την εκούσια εξομοίωσή Σου με τα απλά και αφώτιστα πλάσματά Σου, Χριστέ μου. Και η παρουσία της αειπάρθενης Μητέρας Σου, επίσης με γεμίζει με χαρά και δέος.


     Η δίψα της περιέργειάς μου επικεντρώνεται στο πώς συμπεριφερόταν η Θεοτόκος με την υπερσεραφειμική αγιότητα, απέναντι στους νεόνυμφους, στους συγγενείς τους και στους καλεσμένους. Μιλούσε, χαιρόταν στο γαμήλιο γεγονός, σιωπούσε, προσευχόταν μυστικά, θαύμαζε τον μονογενή Υιό της; Μήπως διακονούσε; Τι, τάχα, να ευχόταν στους συζύγους και στους συμμετέχοντες; Ή μήπως διακριτικά να συμβούλευε; Πώς συμμετείχε στην πεζότητα ενός γάμου, συμβιβάζοντας μέσα στην πυρφόρα καρδιά της την αυτοσυνειδησία ως Μητέρας ανύμφευτης του Σαρκωμένου Θεού; Αυτό, δεν ήταν τεκμήριο μιας άκρας ταπείνωσης;

     Κύριέ μου Ιησού, αναλογιζόμενος με κατάνυξη και θαυμασμό τα καταπληκτικά γεγονότα, που ακολούθησαν την ενανθρώπισή Σου, παντού βλέπω μεγαλειώδεις, θείες και άρρητες αντιθέσεις που εξίσταται ο νους και η ψυχή φλέγεται στην αγάπη Σου. Γιατί, Θεός Εσύ, κατέρχεσαι, φαινομενικά τουλάχιστον, στα επίπεδα των ανθρώπων. Αυτό το γεγονός δεν αποκαλύπτει την ατίμητη αξία που έδωσες στα λογικά και κατά χάρη αθάνατα πλάσματά Σου;


     Και θαυμάζω ακόμη και την ασύλληπτη ταπείνωση της Παναγίας Μητέρας Σου. Βασίλισσα αυτή των Ουρανών, συναναστρέφεται με τους συμπατριώτες της και συμμετέχει στις χαρές και τις θλίψεις τους, επειδή είναι φιλανθρωπότατη και φιλάδελφη, μη θέλοντας να ξεχωρίσει απ’ αυτούς, ως υπερφυώς υπερέχουσα. Άλλωστε, γνώριζε ότι γι’ αυτούς έγινες άνθρωπος. Και ότι γι’ αυτούς Εσύ θα πέθαινες σταυρωμένος, όπως της είχε πει ο γηραιός Συμεών, τόσο συνεσκιασμένα, όσο για να φαίνεται αόριστα μονάχα η λάμψη της ρομφαίας που θα έσχιζε τη θεοφόρα καρδιά της. Όλ’ αυτά, Ιησού μου, δεν είναι αρκετά για να Σ’ ευχαριστούμε, κλαίγοντας σ’ όλη μας τη ζωή από θαυμασμό, χαρά και ευγνωμοσύνη, ω, Φως του κόσμου;…2

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ


–ΔΥΟ ΣΧΟΛΙΑ–
Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου
(1916–2006)

[1]
Για την πανίερη παρθενία


     Είναι οι πνευματικοί ίμεροι του Ερημίτη Νικόδημου να έβλεπε και σωματικά τον Χριστό, όπως άλλωστε όλοι οι Άγιοι το επιθυμούσαν. Βέβαια, τώρα ζητούν να δουν το πάγκαλλο Πρόσωπό Του όχι στη γη, αλλά στον ουρανό· αυτό που εκφράζει ο επίσης πληγωμένος από την αγάπη του Δαβίδ: «Πότε θα ’ρθώ να δω το Πρόσωπό Σου, Θεέ μου;» (βλ. Ψαλμ. 41, 3).
     Επίσης, θίγοντας το θέμα της παρθενίας, παραθέτω τις απόψεις του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: Γενικά, η ηθική ζωή των πιστών, πιο ειδικά όμως η παρθενία, αντιμετωπίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας σαν τέχνη που πρέπει να μάθουν όσοι την επιθυμούν. Όσοι μάλιστα από τους Πατέρες έγραψαν έργα περί παρθενίας, κατοχυρώνουν θεολογικά τη θέση ότι αυτή αποτελεί την καλύτερη εκλογή, δίνοντας και τις κατάλληλες οδηγίες, με βάση την εν Χριστώ ασκητική τους εμπειρία και τέχνη, προκειμένου να προφυλάσσονται οι εραστές του παρθενικού βίου από τους κινδύνους που τους απειλούν. Και εδώ συμβαίνει τούτο το εκπληκτικό: Ενώ το ανθρώπινο γένος είναι κατώτερο από τους αγγέλους, ως προς τη φύση, με την τέχνη της παρθενίας προσπαθεί να ξεπεράσει τις δυνάμεις του και να εξισωθεί μ’ αυτούς, όσο αυτό είναι δυνατό. Και όπως ακριβώς έργο και επιθυμία των ασώματων δυνάμεων είναι να βλέπουν τον Πατέρα της αφθαρσίας και να στολίζουν τη μορφή τους σύμφωνα με το αρχικό κάλλος, το ίδιο και όποιος κατανόησε μέσα του την απάτη του κόσμου τούτου, φλέγεται από την επιθυμία του Θεού, έχει σαν βοηθό και συνεργό την παρθενία, αν θέλει να ομοιώνεται με την ασώματη φύση. Η ιδιότητα λοιπόν της παρθενίας είναι για τον ιερό συγγραφέα κάποια τέχνη και δύναμη που βοηθά τη ψυχή μας να βιώνει ελεύθερη τη θεία και μακάρια ηδονή, όπως ακριβώς στα διάφορα επαγγέλματα επινοήθηκαν μέθοδοι για την τελειοποίησή τους.

[2]
Για την Θεοτόκο
και για το «Φως του κόσμου»


     Ο Ερημίτης Νικόδημος από την ασκητική παραδοσιακή του αγωγή, μόρφωσε μέσα του ορθή δογματική συνείδηση, τρεφόμενος και με τα λειτουργικά βιβλία της ορθόδοξης λατρείας. Επόμενο ήταν να οικειωθεί το πνεύμα των θείων Πατέρων σχετικά με την Μαρία Θεοτόκο. Έτσι, ακόρεστοι οι ουράνιοι απαθείς πόθοι που έφλεγαν άφλεκτα το νου και την καρδιά των Αγίων, κατά το μέτρο της γνώσης που είχαν για τη θεομητορική αξία. Αίνοι και ύμνοι και σκιρτήματα αγιασμένων ψυχών και σωμάτων, μπροστά στο θείο εκτύπωμα της βρεφοκρατούσας Παναγίας· κλαυθμοί και αλάλητοι στεναγμοί ιστάμενοι στις πολυώνυμες και πολύτυπες βυζαντινές Εικόνες, καθώς απαγγέλλονται προς αυτές οι Χαιρετισμοί και ψέλνονται οι Παρακλήσεις.
     Η Θεοτόκος Μαρία έγινε μέσα στην Ορθόδοξη ευσέβεια το σημείο αναφοράς των προσευχών και των ελπίδων σωτηρίας των ανθρώπων. Και ο Χριστός; Ο Σωτήρας βρίσκεται πάντοτε μέσα στις άχραντες ωλένες της Μητέρας Του, για να δέχεται χρεωστικώς τις αιτήσεις των δούλων της. Άλλωστε, πώς διδάσκει η Εκκλησία ότι «πολὺ ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου»; Και πώς ψάλλει ο Ορθόδοξος λαός προς την Θεοτόκο, ότι «ἔχεις τὸ δύνασθαι τοῦ θέλειν ἰσοτάλαντον»;


     Όσοι διαβάζουμε τους θεολογικούς λόγους και ακούμε τις εξαίσιες υμνολογίες των αγίων Πατέρων, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι καθαρές ψυχές τους από κάθε γήινη επιθυμία και ο ένθεος πόθος που είχε τραυματίσει τις καρδιές τους, τους γεννούσαν συνεχώς υψηλούς και θείους λογισμούς ώστε να διατελούν αδιάλειπτα σε κατάσταση καιομένης καμίνου από το θείο έρωτα. Έτσι ερμηνεύεται και η ακατάπαυστη παραγωγή ύμνων θείων ερώτων και λόγων θεολογικών σε χιλιάδες σελίδες, που τρέφουν την Εκκλησία αιώνες και θα την τρέφουν μέχρι τερμάτων αιώνων. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό ρεύμα κινείται, όπως προκύπτει από τα κείμενά του, ο Ερημίτης Νικόδημος. Επίσης ήθελα να σταθώ και στην τελευταία φράση του «Ω, Φως του κόσμου…». Και αυτό, επίσης, είναι εκφραστικό των δικών του θείων ερώτων προς τον Χριστό, που «οι καθαροί στην καρδιά» (βλ. Ματθ. 5, 8) Τον βλέπουν ως Κάλλος και ως Φως.




[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 24–26,
σελ. 48–52 και 120–123 (τα Σχόλια),
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]







Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΟΣ, Ο ΒΡΟΝΤΩΔΗΣ ΨΑΛΤΗΣ

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΟΣ,
Ο ΒΡΟΝΤΩΔΗΣ ΨΑΛΤΗΣ


     Ο Γέρο Ανατόλιος ήταν από το χωριό Παγκράτι Καλαβρύτων. Κατοικούσε στην Καλύβη του Τιμίου Σταυρού της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων. Επρόκειτο περί πτωχού, ακτήμονα, απλού και ευλαβέστατου μοναχού. Για ένα διάστημα διετέλεσε υποτακτικός του ο Γέροντας Αθανάσιος, που αργότερα έγραψε το βιβλίο «Η Πλατυτέρα».

     Λόγω της μεγάλης πενίας του, ζητούσε από τον μυλωνά της Σκήτης ν’ αγοράζει το πρώτο άλεσμα, όταν χαράζουν τις μυλόπετρες, το οποίο δεν το παίρνει κανείς γιατί έχει μέσα άμμο. Αυτός όμως το αγόραζε, σαν πιο φθηνό. Το φαγητό του ήταν στις καταλύσιμες ημέρες πάντα με λίγο λάδι, που το έβαζε με το πιατέλο του φλιτζανιού του καφέ. Έβρεχε το κρεμμύδι στο λάδι κι όχι στο ψωμί που ρουφά πολύ. Μαγειρευμένο φαγητό έτρωγε μόνο όταν είχε φιλοξενούμενο ή όταν πήγαινε να δώσει το εργόχειρό του. Το δε εργόχειρό του ήταν να μαζεύει στον Άθωνα τσάι του βουνού και αμάραντα άνθη, τα οποία τα προτιμούσαν πολύ οι Ρώσοι μοναχοί και τα έστελναν στην πατρίδα τους.


     Η εικόνα του Εσταυρωμένου στην Καλύβη του συχνά δάκρυζε. Ο υποτακτικός του, του έλεγε πως είναι από το καντήλι. Του έλεγε ο Γέροντας: «Θα φύγω, θα πάω στο βουνό να μαζέψω τσάι, μετά θα πάω στις Καρυές να το δώσω και θ’ αργήσω. Εσύ, μην ανάβεις το καντήλι, σκούπισε καλά την εικόνα και θα δούμε». Και η εικόνα πάλι δάκρυζε.

     Ο Γέροντας Ανατόλιος είχε μεγάλη αγάπη στην Παναγία. Συνήθιζε όταν ξύπναγε το βράδυ, για να γυρίσει από το άλλο πλευρό και μέχρι ν’ αποκοιμηθεί, έλεγε το «Ἄξιον Ἐστι» με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Είχε δε μια βροντώδη φωνή και ήξερε λίγα μουσικά. Το έλεγε σε δεύτερο ήχο, όπως το πρωτοείπε ο Αρχάγγελος, κατά την Παράδοση. Μπορούσε να το πει μέχρι και δέκα φορές σε μια βραδιά, μέχρι να σηκωθούν νωρίς για την ακολουθία. Ο υποτακτικός του στην αρχή δεν μπορούσε να ησυχάσει, μετά συνήθισε. Μα, μόλις συνήθισε, αναχώρησε για τις Καρυές του Αγίου Όρους.


     Όταν ο Γέρων Ανατόλιος ερχόταν στις Καρυές για να δώσει το τσάι, απαραιτήτως θα πήγαινε στο Κελλί του «Ἄξιον Ἐστι» εκεί όπου παρουσιάσθηκε ο Αρχάγγελος και υπέδειξε τούτο τον θεομητορικό ύμνο στον όσιο μοναχό. Αφού προσκυνούσε κι έκανε τις μετάνοιές του, στεκόταν ευλαβικά κι έψαλλε το «Ἄξιον Ἐστι» ένδακρυς. Το καντήλι της Παναγίας κουνιόταν. Οι πατέρες του Κελιού τού έλεγαν πως επειδή είχε βροντώδη φωνή και είναι κοντά στο καντήλι, γι’ αυτό κινείται το καντήλι. Τότε πήγαινε στον νάρθηκα κι έψαλε από εκεί, αλλά και πάλι κουνιόταν το καντήλι. Μόλις άρχιζε το ψάλσιμο άρχισε να κινείται το καντήλι, μόλις τελείωνε σταματούσε κι εκείνο. Δοκίμαζαν και οι άλλοι, έψελναν, μα δεν κουνιόταν το καντήλι…

     Ήταν πολύ απλός και ταπεινός μοναχός. Χαιρόταν με το παραμικρό, σαν παιδί. Σε μια πανήγυρη της Καλύβης των Ιωσαφαίων έψαλλε με τη συνήθη του ευλάβεια και ιερό ενθουσιασμό. Στο τέλος δε της τραπέζης τον παρασημοφόρησαν με μια επιχρυσωμένη δραχμή και η χαρά του ήταν μεγάλη. Εκοιμήθη ειρηνικά στην Καλύβη του στις 20 Σεπτεμβρίου του 1938.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
(1893–1988)


[Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου:
«Αγιορείτικες Διηγήσεις
του Γέροντος Ιωακείμ»,
κεφ. 56ο, σελ. 149–150,
Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 19982.]