Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

ΤΑ ΘΕΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΤΑ ΘΕΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ


     «Όταν ο Χριστός δέχθηκε τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα και τα χτυπήματα, τότε συντρίφθηκε το βασίλειο και η εξουσία του διαβόλου.

     Με τι τρόπο νίκησε ο Χριστός!
     “Με το καλάμι συντρίφθηκε το κράτος του διαβόλου”, λέει κάποιος άγιος. Όταν, δηλαδή, Του έδωσαν το τελευταίο χτύπημα με το καλάμι στο κεφάλι, τότε συντρίφθηκε η εξουσία του διαβόλου.

     Το μεγαλύτερο βάλσαμο της σταυρικής θυσίας του Χριστού είναι που συντρίφθηκε ο διάβολος. Μετά την Σταύρωση του Χριστού, είναι πια όπως το φίδι που του έχει αφαιρεθεί το δηλητήριο, ή όπως το σκυλί που του έχουν αφαιρεθεί τα δόντια. Αφαιρέθηκε το φαρμάκι στον διάβολο, αφαιρέθηκαν τα δόντια από τα σκυλιά –τους δαίμονες– και είναι τώρα αφοπλισμένοι· και εμείς με τον Σταυρό του Χριστού οπλισμένοι.

     Τίποτε, τίποτε δεν μπορούν να κάνουν οι δαίμονες στο πλάσμα του Θεού, όταν δεν τους δίνουμε εμείς δικαιώματα. Μόνο φασαρία κάνουν· δεν έχουν εξουσία.

     Οι αληθινοί μοναχοί –και κατ’ επέκταση όλοι οι πιστοί χριστιανοί– ζουν αυτά τα θεία γεγονότα και αγάλλονται συνέχεια. Κάθε εβδομάδα, ζουν την Μεγάλη Εβδομάδα. Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, ζουν την Μεγάλη Τετάρτη, την Μεγάλη Πέμπτη, την Μεγάλη Παρασκευή, δηλαδή τα Πάθη του Χριστού· και, κάθε Κυριακή, το Πάσχα, την Ανάσταση.

     Τι; Θα πρέπει να έρθει η Μεγάλη Εβδομάδα, για να θυμηθεί κανείς τα Πάθη του Χριστού; Πρέπει να έρθει το Πάσχα “με το αρνί” για να καταλάβω το “Χριστὸς Ἀνέστη”;


     Ο Χριστός, τι είπε; “Ἕτοιμοι γίνεσθε” (Ματθ. 24:44). Δεν είπε “ετοιμασθείτε τώρα!”. Από την στιγμή που λέει ο Χριστός “ἕτοιμοι γίνεσθε”, πρέπει ο άνθρωπος να είναι έτοιμος συνέχεια. Όταν κανείς μελετάει τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθεί και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθεί. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει ο άνθρωπος τα γεγονότα και, έτσι, αλλοιώνεται.

     Για να νιώσει κανείς το γεγονός, κανονικά, δεν πρέπει να δουλεύει. Την Μεγάλη Παρασκευή, λ.χ., εάν θέλει να νιώσει κάτι μέσα του, δεν πρέπει να κάνει τίποτε άλλο εκτός από προσευχή. Στον κόσμο, οι καημένοι οι κοσμικοί, την Μεγάλη Εβδομάδα έχουν “δουλειές”. Μεγάλη Παρασκευή, να δίνουν ευχές! “Χρόνια πολλά! Να ζήσετε! Και με μια νύφη!”. Δεν κάνει!

     Και, φυσικά, δεν συγκρίνονται όλοι οι αγώνες των οσίων, οι νηστείες, οι αγρυπνίες κ.λπ., ούτε και τα βασανιστήρια όλων των αγίων μαρτύρων με το Πάθος του Κυρίου μας! Διότι, όλους τους βοηθούσε ο Χριστός θεϊκά και γλυκαίνονταν οι πόνοι τους από την μεγάλη Του αγάπη. Στον εαυτό Του όμως ο Χριστός, δεν χρησιμοποίησε καθόλου την θεϊκή Του δύναμη και υπέφερε από τον πολύ πόνο στο ευαίσθητο Σώμα Του από την πολλή αγάπη προς το πλάσμα Του.

     Αυτήν την αγάπη του Χριστού προς τον άνθρωπο, εάν την αισθανθεί κανείς, τότε μόνο θα είναι και, εσωτερικά, πραγματικά άνθρωπος. Αλλιώς, θα είναι ο πιο αναίσθητος και απ’ όλα τα δημιουργήματα του Θεού. Αφού ο ήλιος αισθάνθηκε το Πάθος του Κυρίου και σκοτείνιασε, γιατί δεν άντεχε να το βλέπει. Η γη, και αυτή τρόμαξε, όταν το είδε. Οι πέτρες, και αυτές κομματιάσθηκαν. Οι τάφοι και αυτοί σείσθηκαν τόσο δυνατά, που ξύπνησαν πολλούς κεκοιμημένους από χρόνια και τους έβγαλαν έξω να διαμαρτυρηθούν για την αχάριστη αυτή συμπεριφορά των ανθρώπων προς τον Ευεργέτη και Λυτρωτή τους Θεό».


ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1924–1994)




[Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου:
(1) «Λόγοι» Α΄,
«Με πόνο και αγάπη
για τον σύγχρονο άνθρωπο»,
i. μέρος 1ο, κεφ. 2ο, σελ. 58·
ii. μέρος 4ο, κεφ. 3ο, σελ. 335–337,
εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου
«Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»,
Σουρωτή Θεσ/νίκης, Μάρτιος 1999.
(2) Του ιδίου:
«Λόγοι» Β΄, «Πνευματική αφύπνιση»,
μέρος 3ο, κεφ. 4ο, σελ. 239,
όπ. π., Νοέμβριος 1999.
(3) Α΄ δημοσίευση της παρούσας ανάρτησης:
Τρίτη 15 Απριλίου 2014.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]








Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
η πηγή προέλευσης.

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

ΣΤΗΝ ΠΡΟΫΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΣΤΗΝ ΠΡΟΫΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


     «Απέχοντας από κάθε κακία με “νηστεία δεκτή”, όπως λέει και ο Μέγας Βασίλειος, ας προσέλθουμε όλοι κατά την αγία Ημέρα της Αναστάσεως ανανεωμένοι, καθαροί και άξιοι να μεταλάβουμε τα Άγια Μυστήρια.

     »Αφού πρώτα βγούμε για να προϋπαντήσουμε τον Κύριό μας και να υποδεχτούμε με βάγια και κλαδιά ελιάς, Αυτόν που (βλέπουμε νοερά τώρα να) εισέρχεται (μέσα) στην αγία Πόλη (Ιερουσαλήμ), καθισμένος επάνω στο γαϊδουράκι.

      
»Τι νόημα έχει, άραγε, το ότι Αυτός κάθισε επάνω στο γαϊδουράκι; Αυτό έγινε για να επαναφέρει ο “Λόγος” του Θεού και να υποτάξει στη Θεότητά Του τη ψυχή του ανθρώπου που ξέπεσε στην κατάσταση της “αλογίας” της αμαρτίας, όπως λέει και ο Προφήτης και Ψαλμωδός Δαβίδ (Ψαλμ. 48, 21), και εξομοιώθηκε με τα άλογα ζώα.


      »Και, τι σημαίνει να Τον προϋπαντήσουμε όλοι εμείς με βάγια και με κλαδιά ελιάς; (Σημαίνει τούτο:) Όταν επιτίθεται κανείς κατά του εχθρού του και γυρίζει πίσω στην πόλη του νικητής, τότε κάθε φίλος (οικείος και γνώριμός του, από αυθόρμητη και πηγαία χαρά), τον υποδέχεται με βάγια, όπως ακριβώς ταιριάζει (και αρμόζει) σε έναν νικητή. Γιατί τα βάγια είναι σύμβολο νίκης.

      
»Επίσης, όταν αδικείται κάποιος και θέλει να παρουσιαστεί μπροστά στον δικαστή, ζητώντας από αυτόν να εκδικάσει την υπόθεσή του, κρατάει κλαδιά ελιάς, φωνάζοντας και παρακαλώντας να ελεηθεί και να βοηθηθεί από αυτόν. Γιατί η ελιά είναι σύμβολο ελέους.

      
»Γι’ αυτό κι εμείς υποδεχόμαστε τώρα τον Δεσπότη μας Κύριο Ιησού Χριστό με βάγια μεν, επειδή Αυτός είναι ο (μόνος, αιώνιος και πραγματικός) Νικητής· γιατί Αυτός είναι που νίκησε για λογαριασμό μας τον (αιώνιο και αρχέγονο) εχθρό μας (τον διάβολο). Τον υποδεχόμαστε δε και με κλαδιά ελιάς, επειδή ζητάμε από Αυτόν έλεος· ώστε όπως ακριβώς νίκησε Εκείνος, έτσι κι εμείς ζητάμε τη βοήθειά Του για να νικήσουμε και να κρατήσουμε (στα δικά μας τα χέρια) τα σύμβολα της δικής Του Νίκης.

      
»Αυτά τα σύμβολα (δηλαδή τα βάγια και τα κλαδιά της ελιάς) εκπροσωπούν όχι μόνο τη νίκη που Εκείνος κέρδισε για χάρη μας, αλλά και αυτή που κερδίσαμε (ή που θα κερδίσουμε) όλοι εμείς, με τη βοήθειά Του αλλά και με τις ευχές όλων των Αγίων. Αμήν».

ΑΒΒΑΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ


[ Αββάς Δωρόθεος: 
«Έργα Ασκητικά»·
ΙΕ΄ Διδασκαλία 
(«Για τις Άγιες Νηστείες»),
σελ. 356–359.
Εκδόσεις «Ετοιμασία»,
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου·
Καρέα, 19832.
Α΄ δημοσίευση: 
Κυριακή 13 Απριλίου 2013.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
η πηγή προέλευσης.

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

ΛΑΖΑΡΟΣ, Ο «ΕΚ ΝΕΚΑΔΩΝ»

ΛΑΖΑΡΟΣ, Ο «ΕΚ ΝΕΚΑΔΩΝ»


«Νεκρὸν τετραήμερον,
προστάγματι σῷ,
ἐκ νεκάδων σύντρομος,
ᾍδης ἀφῆκε Λάζαρον·
ἡ ἀνάστασις, Χριστέ,
σὺ γὰρ ζωή, ἐν ᾧ ἐστερεώθη
ἡ Ἐκκλησία κράζουσα·
Ὡσαννά, εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος».

     Λέει με απλά λόγια το τροπάριο αυτό:
     «Ω, Θεάνθρωπε Χριστέ! Με τη δική Σου προσταγή την οποία έδωσες αυθεντικά λέγοντας: “Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!”, σύντρομος και έμφοβος ο άδης έδιωξε και άφησε ελεύθερο τον Λάζαρο που ήταν ήδη νεκρός για τέσσερις ολόκληρες μέρες».

     Λάζαρος «ἐκ νεκάδων», από τους «νεκάδας»· δηλαδή, «από τους νεκρούς». Η λέξη «νεκάς», βρίσκεται σε πολλά σημεία στην ποίηση του Ομήρου («Πήματ’ ἔπασχον ἐν αἰνοῖσι νεκάδεσσι»). Επίσης, αυτή η λέξη ετυμολογείται από το στερητικό «νε» και το «κίκυς», που σημαίνει δύναμη. Όλη η λέξη «νεκάς», έχει το νόημα «ο στερημένος ζωτικής δύναμης».

     Στη συνέχεια, ο Μελωδός, αναφέρει και εκείνη τη συγκεκριμένη αιτία που ο άδης έδιωξε εσπευσμένα τον Λάζαρο από τους νεκρούς: «Επειδή, Εσύ, Χριστέ, που είσαι η Ανάσταση και η Ζωή του κόσμου, όταν πρόσταξες να βγει έξω από το μνήμα ο τετραήμερος Λάζαρος, πως ήταν δυνατόν αυτός, που Εσύ πρόσταξες, να μη ζωοποιηθεί και να μην αναστηθεί;».
 
     Ίσως ν’ απορήσει κάποιος και να πει: Γιατί, όταν έμελλε ο Κύριος ν’ αναστήσει τον φίλο Του τον Λάζαρο, προηγήθηκε προσευχή ή καλύτερα θεία βουλή; Επειδή ο Χριστός προσευχήθηκε πρώτα προς τον Πατέρα λέγοντας: «Εγώ ήξερα ότι πάντοτε Μ’ ακούς, αλλά το είπα φανερά αυτό, για τον όχλο που παρευρίσκεται, ώστε να πιστεύσουν ότι Εσύ Μ’ έστειλες προς τον κόσμο».


     Μας αποκρίνεται σ’ αυτό το σημείο και ο μέγας αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Όπως, όταν ήταν να δοθεί αρχή ζωής και υπόστασης στον άνθρωπο, προηγήθηκε η θεία βουλή, έτσι τώρα και στον δίκαιο Λάζαρο· μια και πρόκειται ν’ αναπλαστεί πάλι άνθρωπος, πάλι θεία βουλή προηγείται. Στην πρώτη δημιουργία, όταν ήταν να πλασθεί ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, προηγήθηκε γι’ αυτό το έργο η βουλή του Πατρός προς τον Υιό, ο Οποίος είπε “Ποιήσωμεν ἄνθρωπον”, την οποία, την άκουσε Αυτός ο Υιός και, έτσι, παρήχθη ο άνθρωπος στο είναι. Εδώ, στην ανάσταση του Λαζάρου, ακούει ο Πατήρ τον Υιό που μίλησε και, με αυτόν τον τρόπο, αναζωοποιήθηκε ο Λάζαρος. Βλέπετε πόση είναι η ομοτιμία και η ομοβουλία μεταξύ τους, μεταξύ του Πατέρα και του Υιού;».

     Και συνεχίζει ο ιερός Πατήρ: «Το σχήμα της προσευχής του Υιού, έγινε για τον όχλο που παρευρίσκονταν εκεί και παρακολουθούσε τα γεγονότα. Όμως τα λόγια του Χριστού, δεν ήταν λόγια δουλικής προσευχής, αλλά λόγια θεϊκής δεσποτείας και αυτοκρατορίας».

     «“Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!”, είπε ο Χριστός· και αμέσως ο τετραήμερος νεκρός παρουσιάστηκε σε όλους ζωντανός. “Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ”· και αυτό, πάλι για τους παρευρισκομένους έγινε. Μπορούσε ο Χριστός, όχι μόνο με μέτρια, με χαμηλή και σιγανή φωνή, αλλά και μόνο με την (άφθογγη και άηχη) βούλησή Του να αναστήσει τον Λάζαρο».


ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
(1749–1809)




[Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου:
«Εορτοδρόμιον»,
τόμ. β΄, σελ. 22–23,
εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη 1995.
Α΄ δημοσίευση: Σάββατο 12 Απριλίου 2014.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]








Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΛΟΓΟΣ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΥΣΤΙΚΟΣ

ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΥΣΤΙΚΟΣ


[1]

     «Όποιος βγήκε από τον κόσμο της αμαρτίας για να σκορπίσει το φορτίο των αμαρτιών του, αυτός ας μιμείται εκείνους που κάθονται έξω από την πόλη, όπως και οι αδελφές του Λαζάρου, η Μάρθα και Μαρία, και ας μη σταματήσει τα θερμά και πύρινα δάκρυα και τους αλάλητους ολολυγμούς της καρδιάς του, ώσπου να δει και αυτός (όπως αυτές) τον Ιησού, ότι πράγματι ήρθε και σε αυτόν και απεκύλισε το λίθο της πωρώσεως από την καρδιά του και ελευθέρωσε το νου μας, σαν άλλον τετραήμερο Λάζαρο, από τα δεσμά των αμαρτιών και διέταξε τους υπηρέτες Του, τους Αγγέλους: “Λύστε τον από τα πάθη και αφήστε τον να πορευθεί προς την μακαρία απάθεια!”. Εάν δεν πράξει έτσι, τότε δεν κέρδισε απολύτως τίποτε (είτε με την αποταγή της κακίας και των παθών που υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει με το θείο βάπτισμα που έλαβε είτε) με τη (μοναχική) αναχώρησή του από τον κόσμο».


[2]

     «Είπε ο Δεσπότης μας Χριστός προς την Μάρθα: “Αν πιστέψεις, θα δεις την δόξα του Θεού!” (Ιωάν. 11:40). Πίστεψε, λοιπόν, και εσύ και θα δεις νοερά τον Λάζαρο αναστημένο από τους νεκρούς, να συντρώγει μαζί με τον Ιησού Χριστό. Και θα δεις, επίσης, και την Μαρία να κάθεται κοντά στα πανάγια πόδια Του, απαλλαγμένη από τον βιοτικό περισπασμό της Μάρθας. Πίστεψε ότι, όλα όσα ζήτησες από τον Θεό [...], θα τα δώσει στην αγάπη σου. Και να ξέρεις, ότι, τίποτα δεν απαιτεί από σένα ο Θεός, παρά μόνο υπομονή και ευχαριστία και θα σου ανοίξει διάπλατα τους θησαυρούς της σοφίας και της συνέσεώς Του».



[(1) Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου:
«Κλίμαξ»,
Λόγος Α΄, §13, σελ. 40,
έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
Ωρωπός Αττικής 19998.
(2) Βαρσανουφίου και Ιωάννου:
«Κείμενα Διακριτικά
και Ησυχαστικά (Ερωταποκρίσεις)»,
τόμ. α΄, κεφ. στ΄, §209, σελ. 432–433,
εκδόσεις «Ετοιμασία»,
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου,
Αθήνα, Καρέα 19961.
Α΄ δημοσίευση: Σάββατο 12 Απριλίου 2014.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
προσάρτηση και πληκτρολόγηση
κειμένων: π. Δαμιανός.]











Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ


     …Έστρωσαν δείπνο με τον Λάζαρο δίπλα Σου, Θεέ μου και Κύριέ μου· δίπλα σ’ Εσένα, που είσαι η Ανάσταση και η Ζωή! Ποιός να Σ’ έβλεπε εκεί, και να μην φλεγόταν από θαυμασμό, από αγάπη, από ευγνωμοσύνη και από δοξολογία; Και, τι, τάχα, θα έλεγες Εσύ, όταν η Μαρία, σε μια θεία παραφορά και σ’ ένα ξέσπασμα ευχαριστίας, που της ανέστησες τον τετραήμερο νεκρό αδελφό της, «λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας Σου καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς…»; Τι, θα έλεγες, Ιησού μου, αυτά που οι Ευαγγελιστές Σου απεσιώπησαν;…

     Τι, παραδείσια εικόνα παρουσίαζε το σπίτι του φίλου Σου Λαζάρου, όταν «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα», πήγες στο σπίτι της νεκραναστάσεως! Αλλά και όταν ολόκληρη «ἡ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου», και οι ψυχές συνεπαρμένες από ένθεες αλλοιώσεις που ενεργούσε η θεϊκή μυροβλυσία Σου, ακούστηκε η «φιλόπτωχη» φωνή του Ιούδα. Ακούστηκε σαν μια απαίσια ηχώ που έβγαινε μέσα από τις ερεβώδεις αβύσσους της κολάσεως. Τι, τραγική αντίθεση, που δημιουργούσε η δαιμονοποιημένη σιδερένια καρδιά!...

     Αν, Χριστέ μου, ο νους ήταν φωτεινός και η καρδιά ελεύθερη από τα ψεκτά πάθη, ώστε να αλλοιώνονται με θείο τρόπο από την φλόγα και το φως της θείας παρουσίας Σου, θα μπορούσαν ποτέ να αναδυθούν χωματένιοι λογισμοί, φτωχοί, ανάξιοι αυτοί εκείνης της ιερής στιγμής και του αφάτου μεγαλείου Σου; Μήπως, κάπως έτσι, δεν υφαίνεται και η τραγωδία της άθεης ζωής και της γεμάτης αποστασίας ιστορίας του ανθρώπου;…

     Και μετά την ανάσταση του τετραήμερου Λαζάρου, που έγινε με τον δεσποτικό λόγο Σου, φούντωσε τόσο πολύ ο φθόνος των αρχιερέων, ώστε «ἐβουλεύσαντο ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν…»! Ω, Κύριε και Θεέ της αγάπης! Τι, απίστευτη κατάπτωση! Τι, παφλασμοί κακίας και φθόνου! Πόσος δαιμονισμός ιερωμένων! Αλλά, Εσύ, Ιησού μου γλυκύτατε, πορευόσουν προς το εκούσιο Πάθος, θυσιαζόμενος για την σωτηρία όλου του κόσμου, όσο κι αν η ψυχή Σου εταράχθη, σαν άνθρωπος, από την αγνωμοσύνη και από τις φονικές προθέσεις των αρχόντων του λαού…



[«Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»
(Καταγραφή και επιμέλεια: 
Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου· 19162006),
§40–§42, σελ. 74–76,
εκδόσεις «Αστέρος», Αθήνα 1991.
Α΄ δημοσίευση: Σάββατο 12 Απριλίου 2014.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]









Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΣΤΗΣΕ ΤΟΝ ΛΑΖΑΡΟ

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΝΕΣΤΗΣΕ ΤΟΝ ΛΑΖΑΡΟ


     Αλλά, μπορεί να πει κάποιος: «Τί θα γίνει λοιπόν τώρα; Κι αν τυχόν εξαπατηθούμε από τον διάβολο, είμαστε πια χαμένοι; Άραγε, δεν υπάρχει για μας σωτηρία; Πέσαμε. Άραγε, δεν μπορούμε να σηκωθούμε; (πρβλ. Ιερ. 8:4). Τυφλωθήκαμε. Άραγε, δεν υπάρχει ελπίδα να βρούμε πάλι το φως μας; Κουτσαθήκαμε. Άραγε, δεν θα μπορέσουμε να ξαναπερπατήσουμε ίσια;».

     Και, για να το πούμε με μια λέξη: Πεθάναμε (κι εμείς όπως ο Λάζαρος)! «Άραγε, δεν θα μπορέσουμε να αναστηθούμε;» (πρβλ. Ψαλμ. 40:9). Άραγε, άνθρωπέ μου, Εκείνος, που ανάστησε τον Λάζαρο, –τον Λάζαρο, που είχε τέσσερις μέρες πεθαμένος και βρωμούσε (πρβλ. Ιωάν. 11:39) εσένα, που είσαι ζωντανός βιολογικά, δεν θα μπορέσει πάλι πιο «εύκολα» να σε αναστήσει; Εκείνος, που έχυσε για χάρη μας το Τίμιο Αίμα Του, Αυτός και θα μας γλυτώσει από την αμαρτία. Ας μην απελπιστούμε, αδελφοί μου. Ας μην αφήσουμε τελείως τον εαυτό μας. Γιατί, δεν είναι σωστό να βυθιστούμε στο τέλμα της απόγνωσης.


     Πέθανε, λοιπόν, ο Λάζαρος. Πέρασε η πρώτη, πέρασε η δεύτερη, πέρασε και η τρίτη μέρα. Διαλύθηκαν τα νεύρα του και το σώμα του άρχισε πια να σαπίζει. Πώς μπορούσε να πιστέψει ποτέ άνθρωπος, ο οποίος, ήταν τέσσερις μέρες πεθαμένος και να παρακαλέσει αυτός για τον εαυτό του τον Λυτρωτή; Αλλά αυτό που δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος ο νεκρός, το κάνουν τώρα, εκ μέρους του, οι πραγματικές αδελφές του. Όταν ήρθε λοιπόν ο Κύριος, έπεσε στα πόδια Του η αδελφή του Λαζάρου (πρβλ. Ιωάν. 11:32) και όταν ο Ιησούς ρώτησε: «Πού τον θάψατε;» (Ιωάν. 11:34) και εκείνη Του αποκρίθηκε: «Κύριε, ήδη βρωμάει· έχει τέσσερις μέρες που είναι πεθαμένος!» (Ιωάν. 11:39), ο Κύριος τής είπε: «Εάν πιστέψεις, θα δεις την δόξα του Θεού!» (Ιωάν. 11:40). Και μ’ αυτό Του τον λόγο, ήταν σαν να της έλεγε περίπου: «Εσύ, αναπλήρωσε την πίστη που δεν μπορεί, πια, να έχει ο νεκρός αδελφός σου». Τόση, λοιπόν, είχε δύναμη η πίστη των δύο αδελφών του Λαζάρου, ώστε ξανάφερε τον νεκρό αδελφό τους πίσω στην ζωή μέσα από τις πύλες του άδη.

     Για σκέψου το, λίγο, κι αλλιώς: Αν άλλοι άνθρωποι που κατέθεσαν την πίστη τους για λογαριασμό άλλων, μπόρεσαν να χαρίσουν την ανάσταση σε νεκρούς, εσύ, που θα πιστέψεις ειλικρινά, για χάρη του δικού σου εαυτού, δεν θα ωφεληθείς πολύ περισσότερο; Αλλά, κι αν ακόμα (υποτίθεται πως) είσαι άπιστος ή ολιγόπιστος, παρ’ όλ’ αυτά, ο Κύριος είναι φιλάνθρωπος και δέχεται την μετάνοιά σου. Μόνο πες Του κι εσύ μ’ ευγνωμοσύνη: 
     «Πιστεύω, Κύριε· Βοήθησε την απιστία μου!» (Μάρκ. 9:24).

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
(315–186)





[Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων:
«Κατηχήσεις»,
«Κατηχήσεις Φωτιζομένων» Β΄ §ε΄ και Ε΄ §θ΄,
σελ. 57–58 και 114 αντίστοιχα,
εκδόσεις «Ετοιμασία»,
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου,
Αθήνα, Καρέα 19911,
Α΄ δημοσίευση: Σάββατο 12 Απριλίου 2014.]








Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ, ΑΣΑΦΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΙΕΣ

ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ, 
ΑΣΑΦΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΙΕΣ


Είναι τόσο παράταιρο και στρεβλό για την ίδια τη φύση μας, για τη ψυχή και το είναι μας, που μάθαμε να νοσταλγούμε ή να περιμένουμε να βρούμε την πολυπόθητη θεραπεία του εαυτού μας, ο οποίος πάσχει με διάφορους τρόπους σήμερα, από πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες και καθημερινές αφορμές, μέσα από γενικότητες διάφορων θεωριών, από αοριστίες, από ασάφειες και πλατειασμούς διάφορων διδάχων και διδαχών, που δεν έχουν χρώμα, είδος, τύπο, χαρακτήρα, νεύρο, τόνο, τρόπο και χάρη. Όλη η πονηρία του αντικειμένου, όμως, εδώ βρίσκεται: το ότι πνίγουμε και εξαφανίζουμε το καλό, το αγαθό και το σωτηριώδες μέσα στο θολό λιμνότοπο μιας γενικότητας λόγου και έτσι ησυχάζουμε και εφησυχάζουμε όλοι. Το καθήκον, διεκπεραιώθη. Μιλήσαμε: «Κάνε υπομονή!». Γιατί έτσι πρέπει. Όχι, «Κάνε υπομονή γιατί ο Χριστός είναι η δύναμη αυτής της υπομονής, γιατί είναι Αυτός είναι που πρώτος και εγκαταλελειμμένος εγκαρτέρησε στα πάθη Του από απερινόητη αγάπη για τον κάθε ένα από μας». Εάν το προσέξετε, αυτή η χρήση της κηρυγματικής γενικότητας του θρησκευτικού λόγου, σκοπό έχει όχι να σεβαστεί και να απαντήσει, αλλά να καταστείλει κάθε ενδόμυχη δίψα του ανθρώπου που βούλεται να βρει τον Θεό του και να σωθεί από την αμαρτία του μέσα από την ελευθερία του. Κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ακόμη μια κρυφή αδικία της ανεπαρκούς «δικαιοσύνης» μας!

Σημαντικές έννοιες για τη ζωή όπως και για πέρα από αυτήν όπως «αλήθεια», «αγάπη», «ειρήνη», «ζωή», «φως», «λόγος» και «διάλογος», «χαρά» και «χάρη» κ.α., δεν μπορούν καν να αγγίξουν το μυστήριο του ανθρώπου, την κατάβαθη κατάσταση της ψυχής του, τον πόνο και τα μαρτύρια που αυτός φέρει μέσα του, τα πολυδαίδαλα προβλήματα του κόσμου του, όταν αυτές οι έννοιες δεν έχουν κάτι το απτό και το συγκεκριμένο να προσφέρουν, ένα ιδιαίτερο πρόσφορο τρόπο να κομίσουν, μια ξεκάθαρη μορφή πραγμάτωσης, ένα πειστικό είδος μιας λεπτής διαχείρισης να αφήσουν στο πεδίο της αντίληψής μας, μια έμπρακτη σάρκωση που να εμπνέει την καρδιά. Με άλλα λόγια: όταν αυτές δεν είναι πραγματικότητες, όταν δεν είναι και δεν γίνονται ζωή, ζωή δική σου, δική μου, δική μας. Ας μη λησμονούμε ότι η αληθινή σοφία περνάει πάντα μέσα από τα ίδια τα πράγματα, από την εμπειρία της ζωής και από την πρακτικότητα της καθημερινής μας ζωής, για να γίνει μετά «υπόπτερη», να βγάλει φτερά για να περιπολεί τα ύψη των θεωριών που δικαιούται, ανάλογα τις συλλήψεις και τις εμπνεύσεις της. Η ψυχή επομένως, μπροστά σε όλο αυτό τον καταιγισμό των τόσων διδαχών που δέχεται η ίδια, έχει δίκαιο που επιμένει να γνωρίσει το ειδικότερο, το αποτελεσματικότερο και το λυσιτελέστερο γι’ αυτήν. Ποιος κληρικός, ποιος μοναχός, ποιος ιεραπόστολος, ποιος ιεροκήρυκας ή κατηχητής μπορεί να αναπτύξει μέσα του άφοβα εκείνη την πολύτιμη αυτοκριτική σκέψη, σύμφωνα με την οποία, από τη στιγμή που αρχίζει να γενικολογεί κανείς για τον Θεό και για τα θεία προς τους άλλους ισόψυχους συνανθρώπους του, τότε είναι που αρχίζει απογοητευτικά πλέον να πείθει μονάχα τον εαυτό του;

Οι ασάφειες και οι αοριστίες, οι γενικεύσεις και οι αοριστολογίες είναι αγαπητά παιγνιδίσματα μονάχα για εκείνα τα γκουρουϊκά πνευματιστικά ρεύματα ή τα γλοιώδη δυτικότροπα αναμασήματα χριστιανισμού, που στόχο έχουν να αγρεύουν γητευτικά ψυχές· ψυχές που ομολογουμένως χαρακτηρίζονται από μεγάλη αφέλεια και τραγική αγνωσία Θεού. Το κακό είναι ότι ο δικός μας λόγος πια –εκτός βέβαια από το λόγο κάποιων χαρισματικών προσώπων τα οποία αποτελούν εκπληκτική εξαίρεση, συνεισφέροντας αυτά στην ανάπλαση των «ακουόντων»– δεν είναι λόγος ζωής όπως θά ’πρεπε, αλλά δυστυχώς ανούσια ή επιζήμια φληναφήματα προτεσταντικής μέθης.

Τι θα πει «αλήθεια»;
Ότι εμένα με λένε τάδε και ότι εσύ έχεις αυτό το επάγγελμα;
Τι θα πει «αγάπη»;
Ότι σε καλημερίζω στο Fb και ότι εσύ απαντάς όμορφα στο κινητό;
Τι θα πει «ειρήνη»;
Ότι μένεις ατάραχος και στωικός σε κρίσιμες στιγμές ή ότι αποφεύγεις έντεχνα να απαντήσεις στις προκλήσεις που σου παρουσιάζονται;
Τι σημαίνει «φως»;
Ότι έχεις φιλάρεσκη φωτογένεια στο φακό ή ότι έχεις ασκίαστο πρόσωπο όταν εμφανίζεσαι κάπου;
Τι σημαίνει «λόγος» και «διάλογος»;
Ότι μπορείς να πείθεις και ότι έχεις την ικανότητα να ρητορεύεις δεχόμενος με ευχαρίστηση αβρά ερωτήματα;
Τι σημαίνει «χαρά»;
Ότι έχεις το χάρισμα να σκεπάζεις την απέραντη λύπη που σε διακατέχει ή ότι μπορείς να δανείζεσαι χαρωπούς τρόπους συμπεριφοράς σε βαθμό αυτογελοιοποίησης;
Τι σημαίνει «χάρη»;
Το «κληρονομικό χάρισμα» που φαντάζομαι εγώ ότι έχω όταν αναπτύσσω «έξυπνες» διδασκαλίες για τον Θεό, όταν φοράω τα πιο αστραφερά άμφια ή πολυτελή ρούχα εν μέσω ενός παθητικού και ουσιαστικά αμέτοχου εκκλησιάσματος ή αυτό που περιμένω διακαώς να μου δοθεί σαν πληρωμή για το υπερασκητικό και αυτοδικαιωτικό τσάκισμα του «παλαιού» εαυτού μου;

Η ψυχή μας παλεύει και πορεύεται ανάμεσα στις θεωρίες, τις ιδεοληψίες, τις προλήψεις, τις αυταπάτες, τις φαντασίες και τα κωλύματα που τρέφει μέσα της ή που προσλαμβάνει επίκτητα. Νομίζετε ότι θέλει πολύ για να πάψει να είναι ακλόνητη, εδραία και ασάλευτη; Το είναι μας, προχωρά με ανείπωτη ένταση αγωνίας ανάμεσα σε σωτήρες, σε φωστήρες, σε χειραγωγούς και σε συστήματα θρησκευτικών λιπασμάτων, ενόσω ο Θεός προσμένει, αρχοντικά και παναγαπητικά, όλους μας, έναν-έναν, να κάνουμε σημαντικές υπερβάσεις παύοντας μέσα μας να βλέπουμε το μυστήριο του Είναι Του και τις ευεργεσίες των δωρημάτων της αγάπης Του σαν φθηνά παρασκευάσματα που θρέφουν και ενισχύουν το εκούσιο ή ακούσιο νανισμό μας. Αποφεύγουμε τις εκκωφαντικές σάλπιγγες των εύκολων διακηρύξεων και τολμούμε να παραπέμπουμε απευθείας σε βιώματα εκκλησίας και καρδιάς. Η εκκλησία είναι η καρδιά μας· και, αυτό είναι περισσότερο αλήθεια, όταν η καρδιά μας γίνει ή γίνεται εκκλησία· γιατί αυτό είναι το ζητούμενο τελικά. 

Η αγία πίστη μας είναι η μόνη και μοναδική αλήθεια, ασύγκριτης πραγματικά υπεροχής· η θυσιαστική ατελεύτητη αγάπη που μεταλαμπαδεύει δύναμη και ζωή παντού· η υπερνοητή ειρήνη που μένει ακλόνητη· η αιώνια ζωή που είναι πρωτίστως αισθαντική στην καρδιά· το φως μιας πρωτόφαντης ελευθερίας που είναι υπεραγαπητό και προσκυνητό στη ψυχή μας· ο λόγος μιας παμμέγιστης παράκλησης και ο ένστοργος διάλογος μιας απύθμενης και άτυφης γνώσης· η χαρά που ανασταίνει, ανυψώνει και πληροφορεί πρώτα εμάς τους ίδιους και μετά όλους τους άλλους και ολάκερο τον κόσμο· η Χάρη που είναι Χάρη, δίχως περιττά λόγια και ανούσιες επεξηγήσεις, η Χάρη που είναι η χάρη και η καταξίωση της ύπαρξής μας.

Ας αφήσουμε λοιπόν τις ανέξοδες γλυκερές γενικότητες και τις αναιμικές αοριστίες να είναι τα χορταριασμένα παρτέρια των διάφορων «πνευματικών», «θεολογικών» θεωριών, των «εσωτερικών» ρευμάτων που δεν έχουν χάρη γιατί δεν έχουν δύναμη, ύψος, βάθος, πλάτος και ομορφιά αθανασίας γιατί απλά δεν έχουν πρόσωπο. Και δεν έχουν πρόσωπο γιατί δεν έχουν Χριστό. Και δεν έχουν Χριστό γιατί δεν έχουν την Ταπείνωσή Του. Μόνο στο Πρόσωπο του Χριστού, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε, να ψηλαφούμε αλλά και να γευόμαστε την αλήθεια, την αγάπη, την ειρήνη, τη ζωή, το φως, το λόγο και το διάλογο, τη χαρά και τη χάρη· ό,τι δηλαδή για πολλούς άλλους αποτελεί ψέμα, μύθο, ιδέα, ουτοπία, φενάκη, σύμπλεγμα, κενό, ένα οδυνηρό και μαρτυρικό τίποτα.

Κάθε λόγος του αδελφού –καλώς ή κακώς– εκφράζει μια προσωπική του ανάγκη ή μια εσωτερική του κατάσταση. Αυτός ο λόγος φρονώ ότι, με τη δύναμη του Χριστού, πρέπει να μας βρίσκει εμάς έτοιμους. Αν όχι «πάντα», αν όχι «κάθε φορά», τουλάχιστον κάποιες φορές. Και, τι σημαίνει να είμαστε «έτοιμοι»; Σημαίνει, να μπορούμε να υποδεχόμαστε αυτόν το λόγο, καθώς και αυτό το πρόσωπο από το οποίο εκπορεύεται αυτός ο λόγος, με τέτοια ένταση ειλικρινούς αγάπης, που η δική μας η καρδιά να είναι έτοιμη να υποστεί έναν ιδιότυπο «θάνατο» μέσα της, εκμηδενίζοντας για χάρη αυτού του λόγου και αυτού του προσώπου, κάθε δική μας τυπική και ξερή γνώση περί των πνευματικών. Δεν είναι η πνευματική ή η θεολογική γνώση μας ένας αμετάβλητος «υποδοχέας» λογικών κατηγοριοποιήσεων που περιμένει πώς να «τακτοποιήσει», πώς να «βάλει σε μια σειρά» τις διάφορες «περιπτώσεις» των αδελφών που συναντούμε στο διάβα μας. Ο αδελφός, είναι εικόνα και μυστήριο του Θεού· είναι γνωστό ότι σε αυτόν τον «ελάχιστο» αδελφό βρίσκεται και «κουρνιάζει» αόρατα ο Κύριος.
     Στην πράξη όμως, βλέπουμε ότι όλο αυτό που περιγράφηκε πιο πάνω, να γίνεται πολύ σπάνια, αν όχι και καθόλου. Δυστυχώς, εμφορούμαστε από τέτοια και τόση αυτοδικαίωση, που προτιμούμε ενσυνείδητα πολλές φορές να συντρίψουμε τον αδελφό, παρά τη δική μας «γνώση» και «γνώμη». Και επειδή δεν συντελείται μέσα μας αυτή η «ἕως τέλους» αγαπητική κίνηση της καρδιάς μας, τι γίνεται; Ο λόγος του αδελφού γίνεται δεκτός από μας με νεκρά λόγια: γενικότητες, ασάφειες, αοριστίες, ένα πληκτικό «κήρυγμα», μια ανούσια «διδαχή» που, οπωσδήποτε, αφήνει παγερά αδιάφορη τη ψυχή που τόλμησε να μας εμπιστευθεί το λόγο της. Τα νεκρά λόγια όμως, τον πρώτο που νεκρώνουν και αποτελματώνουν, είναι αυτόν που φαίνεται να έχει την αναισθησία να τα εκφέρει για να βολευτεί συνειδησιακά.
     Η τέλεια και αυθεντική γνώση του Θεού και των πνευματικών πραγμάτων επέρχεται όταν ο αδελφός μένει κατά πάντα αναπαυμένος από μας· δεχόμενοι εμείς από αγάπη να «συντριβούμε» για τη ψυχή που απευθύνεται σε μας και όχι να συντριβεί αυτή πάνω στην περίφημη «γνώση», τη σπάνια «εξυπνάδα», την εκπληκτική «ομιλητική» και το εξαίρετο «έργο» της υστεροφημίας μας. Τη συντριβή αυτή, την επιφέρει ασφαλώς αυτή η «πνευματική αργολογία» μας, πού ’ναι γεμάτη «θεολογικές» ασάφειες που καταντούν όχληση για τον καθένα.
     Είναι λοιπόν δικός μας ο αγώνας, αυτός: ο αδελφός, πρέπει πάση θυσία να λάβει μέσα του την πληροφορία εκείνης της δυνατής και ακέραιης αγάπης, η οποία, δεν διστάζει να «συντριβεί» από την πολλή τη φιλοθεΐα και φιλαδελφία της. Γι’ αυτό και όταν βλέπουμε να πληθαίνουν οι ασυγκίνητες ψυχές σήμερα, ας είμαστε έστω και λίγο υποψιασμένοι ότι, πίσω από αυτές, μπορεί να βρίσκονται εγκληματικά είτε άπονοι γονείς, ποιμένες και διδάσκαλοι είτε γενικά αναίσθητοι και αδιάφοροι συνάνθρωποι.
     Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει άλλοθι για τους πρώτους και ουτοπία για τους δεύτερους. Σε όλο αυτό, για χάρη της ισορροπίας των πάντων, είναι ανάγκη να θυμάται η αντίληψη της κατά Θεόν ευαισθησίας μας ότι, όπως πολύ σοφά μού είπε κάποτε ένας Γέροντας με άφατο πόνο· «υπάρχουν –δυστυχώς– και άνθρωποι που δεν θέλουν να σωθούν».

Ο Χριστός δεν είναι ούτε γενικότητα ούτε κάτι το αφηρημένο ούτε ο πρωτοπόρος ενσαρκωτής μιας συναρπαστικής ιδέας για θρησκευτική κατανάλωση. Ξεκάθαρος και συγκεκριμένος Αυτός για μας, παρά τον πανίερο και ακατάλυτο γνόφο του θεανδρικού μυστηρίου Του, παρά το απροσπέλαστο και αμέθεκτο της θεότητάς Του. Ξεκάθαροι και συγκεκριμένοι κι εμείς προς Αυτόν, παρά το ζοφώδες και απύθμενο των αμαρτιών, των πτώσεων και των αδυναμιών μας. Η Χάρη συνιστά κοινωνία προσώπων. Και τα πρόσωπα ποτέ δεν συμπορεύονται με το σουρεαλισμό της υποκρισίας, της προσποίησης και της αναλήθειας. Πορευόμαστε προς τον Χριστό και, έκπληκτοι, διαπιστώνουμε ότι κάθε βήμα μας προς Αυτόν είναι και μια αναγκαία και ελεύθερη απέκδυση, μια εσωτερική και αβίαστη εγκατάλειψη όλων των πληκτικών γενικοτήτων και των ανιαρών αοριστιών. Αυτών που συνόδευαν ως τώρα πιστά την προηγούμενη σύγχυσή μας· αυτών που αποτελούσαν το βασικό σπόνδυλο για το πριν κοσμικό φρόνημά μας· αυτών που αποτελούσαν τις βαθιές ρίζες για ολόκληρη τη μωρία και την ασοφία του βίου μας, ο οποίος βίος, με τη σειρά του, αχθοφορούσε σιωπηλά όλη την αμφιβολία, την απιστία, αθεΐα, την πλάνη ή την απειρία μέσα του…


π. Δαμιανός