Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ


Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ


     Βάθος και ύψος μυστικής θεολογίας αποκαλύπτει στον ορθόδοξο χριστιανό η γιορτή της Μεταμορφώσεως. Η σχετική ευαγγελική περικοπή και τα εμπνευσμένα τροπάρια της ημέρας πλέουν μέσα στο φως, που σκόρπισε το θαύμα της Μεταμορφώσεως. Ο Χριστός φόρεσε «ὅλον τὸν Ἀδάμ» και την «ἀμαυρωθείσαν φύσιν του» ελάμπρυνε κι εθεούργησε, με την αλλοίωση της μορφής Του (βλ. γ΄ ωδή, α΄ κανών και τροπάριο του Όρθρου της Εορτής). Είδαμε και πάλι να λάμπει το «ἀρχέτυπον κάλλος», το προπτωτικό, που ενώ με την πτώση του Αδάμ αμαυρώθηκε, με τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος πήρε πάλι τη δόξα και τη θεία λαμπρότητα, ντυμένο με το άκτιστο κι αστραποβόλο φως της Θεότητος. Στη Μεταμόρφωση βλέπει ο ορθόδοξος τη δόξα της θεώσεώς του, τη σωτηρία της αμαυρωθείσης εικόνας του και τη μεταμόρφωσή του στον πνευματικό κόσμο του θείου φωτός. Αυτή η προσωπική βίωση του πνεύματος της Μεταμορφώσεως, φέρνει στον πιστό, απ’ το δρόμο της μυστικής κατανύξεως, στην έκσταση και στη θεία αλλοίωση. Κι όπως οι Απόστολοι της Μεταμορφώσεως που «μεταρσιώθηκαν και υψώθηκαν πάνω από τη γη πνευματικά, αλλοιούμενοι εσωτερικά με τη θεία έκσταση» [«μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν»], έτσι και οι σημερινοί πιστοί βλέπουν, «όσο είναι μπορετό γι’ αυτούς» [«ὅσον δύνανται»], και τη δική τους μελλοντική μεταμόρφωση μέσα στο αγιασμένο φως του Θεού «με την καλή και θεία αλλοίωση, μέσω της Μεταμόρφωσης του Χριστού, θα φθάσουν στο σημείο να την εξυμνούν έμπρακτα με τα καλά έργα» [«τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν ἀλλοιωθέντες τῇ Χριστοῦ Μεταμορφώσει, εὑρεθῶμεν φωτοφανεῖς, ταῖς εὐπραγίαις ἡμῶν, ταύτην μεγαλύνοντες»].


     Δεν υπάρχει κανένα τροπάριο της γιορτής της Μεταμορφώσεως που να μην αντανακλά, κατά κάποιον τρόπο, αυτό το φως που πλημμυρίζει τα πάντα. Ακόμη και στο δογματικό τριαδικό εξαποστειλάριο της ημέρας, όπου, όχι μόνο σε μία, αλλά σε όλες τις λέξεις, υπάρχει ένας πάμφωτος ήλιος, που μας θαμπώνει: «Λόγε, Εσύ που είσαι το αμετάβλητο και αναλλοίωτο φως του φωτός του αγέννητου Πατέρα, μέσα στο δικό Σου φως που φάνηκε σήμερα στο Θαβώρ, είδαμε σαν φως τον Πατέρα και σαν φως το Πνεύμα, που φωτίζει όλη την κτίση» [«Φῶς ἀναλλείωτον Λόγε, φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν»].


       Φυσικά, για να πλησιάσει κανείς αυτό το φως της Μεταμορφώσεως, πρέπει ν’ ανεβεί σε κάποιο Θαβώρ –έστω και στην ίδια κεκαθαρμένη και εξαγνισμένη καρδιά του, κατά τον ιερό υμνογράφο: «Έχοντας την καρδιά μας σαν ένα άλλο ψηλό βουνό, καθαρισμένη από τα πάθη, είθε να αξιωθούμε να δούμε κι εμείς τη Μεταμόρφωση, αυτήν που φωτίζει πραγματικά τον νου μας» [«Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν»].


     Στο συναξαριστικό υπόμνημα της εορτής αναφέρεται και η αιτία, για την οποία ο Χριστός έκαμε το θαύμα της Μεταμορφώσεως: «Πολλές φορές ο Δεσπότης μας Χριστός προέλεγε στους αγίους Του μαθητές για τους κινδύνους, για τα πάθη και για τον θάνατο που έμελλε να πάθει, παρόμοια και για τις σφαγές και τον μαρτυρικό θάνατο των μαθητών Του. Και επειδή οι κίνδυνοι και τα δεινά που τους περίμεναν ήταν μπροστά τους σ’ αυτή την παρούσα ζωή, ενώ τα αγαθά που θα λάμβαναν ήταν γι’ αυτούς μόνο ελπιζόμενα, γι’ αυτό θέλησε ο Κύριος να πληροφορήσει εκ βαθέων τους μαθητές Του και να τους επιτρέψει να δουν με τα δικά τους τα μάτια με ποια και με πόση δόξα πρόκειται να έλθει Αυτός κατά την κοινή ανάσταση όλων, αλλά και ποια δόξα έχουν να απολαύσουν αιώνια. Γι’ αυτό τους παίρνει ιδιαίτερα και τους ανεβάζει πάνω σ’ ένα ψηλό όρος και εκεί μεταμορφώθηκε μπροστά τους και έλαμψε το πρόσωπό Του σαν τον ήλιο και τα ρούχα του έγιναν άσπρα σαν το φως. Φάνηκαν σ’ αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας να συνομιλούν με τον Χριστό. Και πήρε μαζί Του ο Χριστός μόνο τρεις Αποστόλους, μια και αυτοί ήταν οι πρόκριτοι και οι υπερέχοντες των λοιπών Αποστόλων. Προκρίθηκε ο Πέτρος, γιατί αγαπούσε πολύ τον Χριστό. Προκρίθηκε ο Ιωάννης, γιατί αγαπήθηκε πολύ από τον Χριστό. Και προκρίθηκε και ο Ιάκωβος, γιατί μπόρεσε να πιει μετέπειτα το ποτήριο του θανάτου που ήπιε και ο Κύριος (πρβλ. Μάρκ. 10, 38-39). Έφερε και παρουσίασε ανάμεσά τους τον Μωυσή και τον Ηλία, για να διορθώσει τις σφαλερές ιδέες και αντιλήψεις που είχαν πολλοί μέσα από τον λαό γι’ Αυτόν. Καθότι άλλοι έλεγαν για τον Κύριο πως είναι ο Ηλίας και κάποιοι άλλοι πως είναι ο Ιερεμίας. Για τούτο λοιπόν παρουσίασε εκεί στο Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτες, για να γνωρίσουν οι μαθητές και, μέσω των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, το πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Ο μεν Χριστός είναι Δεσπότης και Κύριος· οι δε Προφήτες είναι απλώς δούλοι. Και για να μάθουν όλοι ότι ο Κύριος έχει την εξουσία του θανάτου και της ζωής. Γι’ αυτό και από τους πεθαμένους έφερε τον Μωϋσή και από δε τους ζωντανούς έφερε τον Ηλία, ο οποίος, ενώ ζούσε ακόμη, αναλήφθηκε “ως εκ του ουρανού”».


     Δεν είναι ίσως άσκοπο να αναφερθεί κανείς και στον καιρό και το χρόνο, κατά τον οποίον έγινε η Μεταμόρφωση. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης πιστεύει, μαζί με τον Ευσέβιο Καισαρείας και τους περισσότερους Διδασκάλους της Εκκλησίας, πως «η Μεταμόρφωση έγινε σαράντα μέρες πριν από το Πάθος… έγινε δηλαδή κατά τον Φεβρουάριο μήνα, και όχι κατά τον Αύγουστο όπως εορτάζεται τώρα». Και παραθέτει ο άγιος Νικόδημος τους λόγους, οι οποίοι βεβαιώνουν «ότι μια τέτοια θέση και γνώμη, είναι η πιο πιθανή και κοινά αποδεκτή μέσα στην Εκκλησία του Χριστού», ενώ πιο κάτω ελέγχει, μεταξύ άλλων, και τον Αθηνών Μελέτιο –ο οποίος μαζί με άλλα λέγει ότι έγινε στις 6 Αυγούστου η Μεταμόρφωση– πως «έπρεπε να φέρει κάποιο μαρτύριο των λόγων του και όχι να μας λέγει ασυνάρτητα και ατεκμηρίωτα πράγματα» και θαυμάζει «πώς γίνεται να πιστεύει κανείς αυτά τα πράγματα, έτσι αβάσιμα και αβέβαια που είναι»! Ενδιαφέρει, όμως, να δούμε και τον λόγο, γιατί η Ορθοδοξία έβαλε τη γιορτή της Μεταμορφώσεως στις 6 Αυγούστου, αφού αυτή έγινε τον Φεβρουάριο. Πραγματικά, σ’ αυτό το λόγο φαίνεται γι’ άλλη μια φορά η σοφία και η σύνεση των θείων Πατέρων, «οι οποίοι ρύθμισαν άριστα όλα τα θεία πράγματα και γεγονότα» [«τὰ θεία καλῶς διαταξαμένων θείων Πατέρων»]. Πρώτα-πρώτα η γιορτή έπρεπε να μετατεθεί απ’ τον Φεβρουάριο, γιατί, αφού όπως είπαμε έγινε σαράντα μέρες πριν από τη Σταύρωση του Χριστού, έπεφτε μέσα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η γιορτή όμως της Μεταμορφώσεως, έχοντας πανηγυρικό περιεχόμενο, για να δείξει τη χαρά των χριστιανών για τη μέλλουσα δόξα και λαμπρότητα που θα φορέσουν οι πιστοί, έπρεπε να γιορτάζεται οχτώ μέρες στη σειρά. Κι αυτό το πράγμα ήταν, βέβαια, ανάρμοστο να γίνεται μέσα στην πενθική περίοδο της νηστείας και της Μεγάλης Τεσσαρακαστής. Μετατίθεται, λοιπόν –μα όχι τυχαία– στον Αύγουστο, και μάλιστα στις 6 Αυγούστου. Και να γιατί. Επειδή, όπως είπαμε πιο πριν, η Μεταμόρφωση έγινε σαράντα μέρες πριν από το Πάθος και τη Σταύρωση του Χριστού, κι επειδή η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού «επέχει τα δίκαια του Σταυρού και του Πάθους του Κυρίου», μέτρησαν από τη μέρα αυτή οι άγιοι Πατέρες πάλι σαράντα μέρες, και είπαν να γιορτάζεται στις 6 Αυγούστου η θεία Μεταμόρφωση. Κι από τις 6 Αυγούστου ως τις 14 Σεπτεμβρίου είναι ακριβώς σαράντα μέρες· ούτε παρακάτω ούτε παραπάνω.


     Το πόσο μεγάλη σημασία δίνει η αγία Εκκλησία μας στη γιορτή και το πνεύμα της Μεταμορφώσεως, φαίνεται κι απ’ το ότι έβαλε να λέγεται κάθε μέρα στις «Ώρες» –ελάχιστοι πια δυστυχώς απόμειναν που ν’ αναγνώθουν κάθε μέρα τις κατανυκτικές «Ώρες» της Εκκλησίας– το Κοντάκιο της Μεταμορφώσεως. Κατά τον λόγο, μάλιστα, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως οι Απόστολοι έβλεπαν τη δόξα του Χριστού στη Μεταμόρφωση, έτσι και οι μακάριοι θα βλέπουν στον μέλλοντα αιώνα την ίδια δόξα του Χριστού. «Επειδή θέλησε η Εκκλησία να έχουν πάντα στη μνήμη τους οι χριστιανοί τη δόξα εκείνη που πρόκειται να απολαύσουν, όρισε να λέγεται κάθε μέρα το Κοντάκιο αυτής της εορτής, ώστε με τη συνεχή υπόμνηση να κινήσει μέσα τους τον πόθο και τον έρωτα της μελλοντικής δόξας» (άγιος Νικόδημος). Κι αυτό, βέβαια, όχι με πανηγυρικά και κούφια λόγια, δίχως καμιά σχέση και συνέπεια με την προσωπική μας ζωή, που πρέπει να είναι φωτεινή, όπως τη θέλει το μεγάλο και πλούσιο φως της Μεταμορφώσεως. Είναι χαρακτηριστική η φράση που συχνά επαναλαμβάνει σ’ έναν κανόνα της εορτής ο ιερός υμνογράφος: «φανερώνοντας με το θείο φως της Μεταμορφώσεως ότι αυτοί που έφθασαν το ύψος των αρετών και διέπρεψαν σε αυτές, αξιώνονται μετά και της ένθεης δόξας» [«δηλῶν ὅτι οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες, καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται»]. Πρέπει αυτό πολύ να το προσέξουμε, γιατί δίχως τον ενάρετο βίο και την προσήλωση στο νόμο και στις εντολές του Θεού, κάθε λόγος μας για τη Μεταμόρφωση είναι μια φτωχή φιλολογία, χωρίς κανένα πνευματικό βάθος. Τότε το φως της Μεταμορφώσεως δεν έρχεται να μας ενδύσει με τη μέλλουσα δόξα, αλλά να μας κάψει για τις αμαρτίες μας, για το θράσος μας και για την υποκρισία μας, πως είμαστε τάχα «φιλόφωτοι» (ενώ στην πραγματικότητα σκοτεινοί και αφώτιστοι).


     Ένα απ’ τα δυσκολώτερα σημεία, στα οποία σκοντάφτει όποιος μελετά το θαύμα της Μεταμορφώσεως, είναι το  Φ ω ς  με το οποίο περιέστραψε τους Αποστόλους ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ. Ας το ιδούμε, με κάθε δυνατή συντομία. Ο αγαπητός αναγνώστης ας θυμηθεί εδώ τους φοβερούς αγώνες που έγιναν πάνω σ’ αυτό το θέμα, κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα, μεταξύ της Ανατολής και της Δύσεως, καθώς και τις διαμάχες των εκπροσώπων τους, ήγουν του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αιρετικού Βαρλαάμ του Καλαβρού. Πρώτα-πρώτα, ας σημειώσουμε πως η Μεταμόρφωση αφορά στην αλλοίωση που είδαν οι Απόστολοι στην ανθρώπινη μορφή του Κυρίου και όχι σαν κάποιαν αλλαγή της Θεότητάς Του: «Και έγινε», λέγει το Ευαγγέλιο, «την ώρα που προσευχόταν, η όψη του προσώπου Του διαφορετική και τα ρούχα Του άσπρα κι αστραφτερά» (Λουκ. 9, 29). Αλλά κι απ’ αυτό το φως της θείας φύσεως του Χριστού, δεν έλαμψε όλο το άκτιστο φως, γιατί οι Απόστολοι, μη μπορώντας να βαστάξουν, στο υπερβολικό φως, θα τυφλώνονταν ή και θα πέθαναν ακόμη. Αλλά «αφού υποχώρησε (ο Σωτήρας Χριστός) προς την αδυναμία της φύσεως του σώματος που προσέλαβε» [«μικρὸν ὑποκύψας τῆς σαρκὸς τὸ πρόσλημμα»], άφησε να φανεί [«παρεγύμνωσεν»] και έδειξε σαν μέσα από κάποιο έσοπτρο (το θεοϋπόστατο σώμα Του), ολίγο φως της αΰλου Θεότητος· αν και μ’ αυτό το λίγο, και με τη φωνή που άκουσαν να κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, «οι μαθητές έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και φοβήθηκαν πολύ» (Ματθ. 17, 6). Οι Απόστολοι, λοιπόν, είδαν το φως, που είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού, και όχι την ουσία του Θεού, η οποία, κατά την ωραία έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «είναι ουσιαστικά από μόνη της και από ο,τιδήποτε άλλο πάνω στη γη, αυτή που υπερέχει πάνω από κάθε έννοια κατανόησης και είναι απρόσιτη και απροσπέλαστη από κάθε έρευνα και επινόηση» του ανθρώπου [«αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν, ὅ,τί ποτε κατ’ οὐσίαν ἐστί, πάσης ὑπέρκειται καταληπτικῆς ἐπινοίας, ἀπρόσιτος καὶ ἀπροσπέλαστος οὖσα ταῖς σχολαστικαῖς ἐπινοίαις»]· «Η Θεότητα από μόνη της είναι αόρατη» [«Θεότης καθ’ ἑαυτὴν ἀόρατος»]. Κι αυτό ήταν, που ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός δεν μπορούσε ποτέ να ξεχωρίσει, κι έπεφτε συνεχώς έξω στη σχέση μεταξύ της θείας ουσίας, που είναι απρόσιτη και αμέθεκτη, και της θείας ενεργείας –το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως– που είναι προσιτή και μεθεκτή, όπως εδίδασκε και διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία, με το αγιασμένο στόμα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Με τα ίδια σχεδόν λόγια και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αρνείται πως οι Απόστολοι είδαν την ουσία της Θεότητος στη Μεταμόρφωση: «το φως του προσώπου του Κυρίου που νίκησε την περιορισμένη ενέργεια της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης, δείχνοντας στους μακάριους Αποστόλους, με την αποφατικότητα της μυστικής Θεολογίας, σύμφωνα με την οποία η μακάρια Θεότητα βρίσκεται πάνω από κάθε έκφραση και γνώση και σε άπειρο βαθμό πέρα από κάθε πείρα και εμπειρία του ανθρώπου, μην επιτρέποντας ούτε το παραμικρό ίχνος κατάληψης ή αντίληψης από αυτούς που κατέλαβε η ίδια» [«τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, τὸ νικῆσαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τὴν ἐνέργειαν, τὸν τρόπον διετύπου τοῖς μακαρίοις Ἀποστόλοις τῆς κατὰ ἀπόφασιν μυστικῆς Θεολογίας, καθ’ ἣν ἡ μακαρία θεότης κατ’ οὐσίαν ἐστὶν ὑπεράρρητος καὶ ὑπεράγνωστος, καὶ πάσης ἀπειρίας ἀπειράκις ἐξῃρημένη, οὐδ’ ἴχνος ὅλως καταλήψεως κἂν ψιλὸν τοῖς μετ’ αὐτὴν καταλείψασα»].


     Το θείο και άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού, κατά τη γνώμη των αγίων Πατέρων, οι Απόστολοι το είδαν με τον νου, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με τα μάτια του σώματος. Όχι, φυσικά, έχοντας τη συνηθισμένη φυσική δύναμη των ματιών τους, αλλά «έχοντας αλλοιωθεί προς το καλύτερο και προς το θειότερο και έχοντας, επίσης, λάβει τη δύναμη από την εξαίσια δύναμη εκείνου του φωτός, μια και οι κτιστοί, οι ανθρώπινοι οφθαλμοί, δεν μπορούν να δουν και να κατανοήσουν το φως που βρίσκεται πάνω από κάθε αίσθηση, πάνω από κάθε νου και νόηση» [«ἀλλοιωθέντες εἰς τὸ κρεῖττον καὶ θειότερον, καὶ δυναμωθέντες ὑπὸ τῆς δυνάμεως τοῦ φωτὸς ἐκείνου, ἐπειδὴ κτιστοὶ καὶ αἰσθητοὶ ὀφθαλμοὶ τὸ ἄκτιστον καὶ ὑπὲρ αἴσθησιν καὶ νοῦν φῶς, χωρῆσαι οὐ δύνανται»].


     Έτσι, η Μεταμόρφωση του Χριστού φαίνεται πια, όχι ως αλλαγή του Χριστού, αλλά ως ενδυνάμωση των ματιών των Αποστόλων, να ιδούν κάτι παραπάνω απ’ ό,τι μέχρι τώρα –δίχως τη δύναμη του θείου φωτός– έβλεπαν. Μετά από αυτή την παρατήρηση, μεταφέρουμε εδώ την κλασσική έκφραση του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, χωρίς φόβο πως θα παρεξηγηθεί η πρωτοτυπία της: «Μεταμορφώνεται, λοιπόν, ο Χριστός· όχι σε κάτι που να μπορούν να προσλάβουν αυτοί που είδαν τη μεταμόρφωση και δεν μεταβάλλεται σε κάτι που δεν ήταν ο Ίδιος, αλλά όπως ήταν και όπως πάντα εμφανιζόταν στους οικείους σε Αυτόν μαθητές, ανοίγοντας Αυτός ο Ίδιος τα μάτια τους και κάνοντας να δουν τόσοι τυφλοί» [«Μεταμορφοῦται τοίνυν Χριστός, οὐχ ὃ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, οὐδὲ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλλόμενος, ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐμφαινόμενος καὶ διανοίγων τούτων τὰ ὄμματα καὶ ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας»]. Ανάλογη είναι και η έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Άρα, λοιπόν, ούτε εκείνο το φως ήταν αισθητό, ούτε και αυτοί που το είδαν μπόρεσαν να το δουν μόνο με τα φυσικά τους μάτια, αλλά αφού πρώτα αλλάχθηκαν και αλλοιώθηκαν οι ίδιοι εσωτερικά με τη δύναμη του θείου Πνεύματος» [«Οὐκοῦν οὐδὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδὲ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος»].


     Άμποτε κι εμείς, αγαπητοί μου, από θερμό πόθο και θείο έρωτα, ν’ ανέβουμε στο όρος Θαβώρ –κατά τον τρόπο που όρισε για τον καθένα ο Θεός, όπως λέγει και ο άγιος Μάξιμος– και ν’ απολαύσουμε ύστερ’ από τη δική μας εσωτερική αλλοίωση και μεταμόρφωση, το άκτιστο φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού, με τις ζωοπάροχες φρυκτωρίες Του.


[ Παντελή Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»,
Κεφ. Α΄, §1, Σελ. 50–57,
Εκδόσεις
«Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήναι, 1987.
Απόδοση στα Ελληνικά
των πατερικών χωρίων:
Νικόλαος Αμανατίδης.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου