Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

ΑΓΙΑ ΒΑΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ


ΑΓΙΑ ΒΑΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ


     Όταν ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός εξέδωσε διάταγμα που υποχρέωνε όλους τους υπηκόους του να προσφέρουν θυσίες στους θεούς με αφορμή τα γενέθλιά του, οι αγγελιοφόροι το μετέφεραν σε όλες τις επαρχίες. Όταν η είδηση έφθασε στην Έδεσσα της Μακεδονίας, ο Πάμφυλος, ανθύπατος της Ελλάδας, και ο Βινκεντίνος, ανθύπατος και τοποτηρητής Μακεδονίας και Θεσσαλίας, βρίσκονταν στην πόλη αυτή για να συζητήσουν τα όρια των αντίστοιχων δικαιοδοσιών τους. Διέταξαν να τεθεί αμέσως σε εφαρμογή το έδικτο και να προσφερθεί την ίδια μέρα δημόσια θυσία στον Δία, την επομένη στον ήλιο και τις άλλες μέρες στον Ερμή, τον Ασκληπιό και σε όλους τους άλλους θεούς. Πολλοί χριστιανοί υποτάχθηκαν από φόβο, αλλά εκείνοι που ήσαν στέρεα ριζωμένοι στην Πίστη, αντιστάθηκαν ηρωικά. Μεταξύ αυτών ήσαν η αγία Βάσσα και τα τέκνα της.


     Ευγενής χριστιανή της τάξης των συγκλητικών, που είχε παραλάβει την Πίστη από τους γονείς της, ήταν παντρεμένη με κάποιον Βαλεριανό, ιερέα των ειδώλων και μεταξύ των πιο διακεκριμένων αρχόντων της πόλης, που ήταν μάλιστα και ο πρώτος που προσέφερε θυσία και σπονδές στα είδωλα. Η Βάσσα πήρε τότε κατ’ ιδίαν τους τρεις γιους της, Θεόγνιο, Αγάπιο και Πιστό, και τους είπε ότι, αν ο πατέρας τους παραδόθηκε στην εξουσία των δαιμόνων, εκείνοι δεν έπρεπε να τον μιμηθούν, ακόμη κι αν ασκούσε όλη την πατρική εξουσία του. «Να θυμάστε τους πόνους μου, όταν σας γεννούσα· και φοβούμενοι την τιμωρία, τρέξτε προς τον Χριστό, που σας απλώνει τα χέρια, γιατί καταφρονώντας τα εφήμερα πράγματα, θα αποκτήσετε τα μελλοντικά και άφθαρτα αγαθά». Τα λόγια της έπιασαν τόπο και όταν ο Βαλεριανός πρότεινε στους γιους του να θυσιάσουν, οι νέοι αρνήθηκαν με μια φωνή. Αδυσώπητος και σκληρός καθώς ήταν, τους παρέδωσε στο δικαστήριο, όπου προήδρευαν ο Πάμφυλος και ο Βινκεντίνος. Στις προτάσεις των δικαστών απάντησαν ότι, ενώ υποτάσσονταν πρόθυμα στους νόμους της αυτοκρατορίας όσον αφορά τα αγαθά τους και τον δημόσιο βίο, επιθυμία τους ήταν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της ευσέβειας της μητέρας τους και των προγόνων τους, τηρώντας τις εντολές του Χριστού. «Είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε τα σώματά μας στα βασανιστήρια, για να διατηρήσουμε τη ψυχή μας αγνή και θαρραλέα ενώπιον του Θεού την ημέρα της Κρίσεως», δήλωσαν.


     Εξοργισμένοι οι δικαστές, παρέδωσαν τον Θεόγνιο, τον μεγαλύτερο από τα τρία αδέλφια, στα βασανιστήρια και πρόσταξαν να ξεσχίσουν τη σάρκα του, παρουσία της μητέρας και των αδελφών του. Ο άγιος εν μέσω βασανιστηρίων, ενέπαιζε την αδυναμία των ειδωλολατρών λέγοντας πως χάρις σ’ αυτούς θα κέρδιζε μια λαμπρότερη νίκη. Κι ενώ μέσα από τις αιμάσσουσες σάρκες του φαίνονταν τα κόκκαλα, η μητέρα του τον ενθάρρυνε διαβεβαιώνοντάς τον ότι ενδεδυμένος την πανοπλία που χορηγεί ο Χριστός δεν είχε να φοβηθεί τίποτε. Ενδυναμωμένος από τα λόγια της, ο αθλητής του Χριστού παρέμεινε ακλόνητος και έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.

     Κατόπιν, οδηγήθηκε στο δικαστήριο ο δεύτερος αδελφός. Όταν ο πρόεδρος τού ζήτησε να πει το όνομά του, απάντησε: «Η μητέρα μου, η αληθινή αυτή δούλη του Θεού, με ονόμασε Αγάπιο και θα βάλω τα δυνατά μου να φανώ άξιος του ονόματος αυτού, παραμένοντας πιστός στην αγάπη του Χριστού». Καθώς τον μαστίγωναν, ο άγιος χλεύαζε τόσο τα μαρτύρια όσο και τις μάταιες υποσχέσεις για πλούτη και υλικά προνόμια που του έδιναν οι ειδωλολάτρες. «Θα βαδίσω στα ίχνη του αδελφού μου. Βλέποντας την καρτερία του στα βασανιστήρια, θεωρώ ένα τίποτα το ασθενές σαρκίο μου, προκειμένου να φανερώσω τον αιώνιο κλήρο που επιφυλάσσεται στη ψυχή μου παρά τω Θεώ». Μιλούσε ακόμη, όταν οι τύραννοι διέταξαν να τον γδάρουν από το κεφάλι μέχρι το στήθος. Αναφώνησε τότε: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο γλυκό από το να υποφέρεις για τον Χριστό!». Και λέγοντας αυτά τα ουράνια λόγια, παρέδωσε τη ψυχή του.

     Ήρθε η σειρά του τρίτου αδελφού, του Πιστού, που ομολόγησε το ίδιο γενναία την Πίστη του, διαβεβαιώνοντας πως θα φαινόταν άξιος του ονόματός του. Στους δικαστές αντέτεινε ότι, αν το παιδικό του σώμα τούς ανήκε και μπορούσαν να το κάνουν ό,τι ήθελαν, η ψυχή του ήταν ώριμη και τέλεια και η Χάρη του Θεού την έκανε ακλόνητη. Τον τέντωσαν από τον αυχένα έως τα πόδια για να τον εξαρθρώσουν και εν συνεχεία τον αποκεφάλισαν, αφού ανέπεμψε στον Θεό μια τελευταία ευχαριστήρια προσευχή. Μια φωνή ακούστηκε τότε από τον ουρανό, που καλωσόριζε τους τρεις νεαρούς μάρτυρες.


     Η μητέρα τους Βάσσα στάλθηκε πίσω στη φυλακή και οι ειδωλολάτρες τής πήγαν τροφή και προσπάθησαν να την πείσουν να υποταχθεί στις αυτοκρατορικές διαταγές· εκείνη όμως δεν απαντούσε και αρνήθηκε όλα εκείνα που της προσέφεραν. Μετά από επτά ημέρες, ένας άγγελος τής έφερε ουράνια τροφή και την ενεθάρρυνε. Ο τοποτηρητής Βινκεντίνος, υποχρεωμένος να αναχωρήσει για την έδρα του, πήρε μαζί του και την Βάσσα. Φθάνοντας στον προορισμό τους, θέλησε να εξαναγκάσει την αγία να πάρει μέρος μαζί του στη θυσία που επρόκειτο να προσφέρει, αλλά οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες και η Βάσσα τού είπε: «Άνθρωπε ασεβή και μισητέ, θεωρείς ότι μπορείς να με βγάλεις από τον δρόμο που ακολούθησαν τα τρία παιδιά μου και που τους επέτρεψε να λάβουν τα τρόπαια της νίκης; Είμαι γερά οπλισμένη απέναντί σου. Ο Χριστός μού χάρισε όπλα που θα με κάνουν να ματαιώσω όλες τις δόλιες μηχανές σου». Την έριξαν τότε σε έναν κάδο γεμάτο νερό, που στον πάτο του υπήρχαν κοφτερά όργανα· με την ενέργεια όμως ενός αγγέλου, το νερό ξεχείλισε και η αγία έμεινε αβλαβής. Έπειτα την έβαλαν σε καμίνι και κατόπιν την λιθοβόλησαν, αλλά η θεία Χάρη την διαφύλαξε άθικτη από όλα αυτά και τότε ζήτησε από τον Βινκεντίνο να της επιτρέψει να μείνει δύο ώρες στον ναό, προκειμένου να του δείξει τη ματαιότητα των ειδώλων. Μόλις εισήλθε εκεί, παρουσία όλου του λαού, η αγία κατευθύνθηκε στον βωμό και γκρέμισε με την προσευχή της το άγαλμα του Διός, που έγινε χίλια κομμάτια πέφτοντας χάμω στη γη. Έξαλλος ο ανθύπατος, διέταξε να οδηγήσουν αμέσως την Βάσσα στην αρένα για να παραδοθεί στα θηρία. Μία τίγρη, που αμόλησαν εναντίον της, ήλθε να γονατίσει ήσυχα στα πόδια της· κι όταν οι φύλακες θέλησαν να τη στείλουν πίσω στο κλουβί της, το ζώο ξαναβρήκε τη φυσική του αγριότητα και τους θανάτωσε. Δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει και μόνο με την προσταγή της αγίας επέστρεψε υπάκουα στο κλουβί. Το πλήθος απαίτησε να αφήσουν ελεύθερη την Βάσσα, αλλά ο διοικητής, απρόθυμος να αναγνωρίσει την ήττα του από μια γυναίκα, διέταξε να την πνίξουν μεσοπέλαγα, σαράντα και πλέον στάδια μακριά από την ακτή. Καθώς το πλοίο έφθανε στο προβλεπόμενο σημείο, οι άνδρες που είχαν αναλάβει την εκτέλεση είδαν την αγία να λάμπει από θεϊκή και υπερκόσμια δόξα. Έπεσαν με το πρόσωπο στη γη κι όταν σηκώθηκαν πάλι, η Βάσσα, που είχε ξαναβρεί στο μεταξύ τη συνηθισμένη της μορφή, τους προέτρεψε να εκτελέσουν το καθήκον τους. Όταν την έριξαν στο νερό του πελάγους, τρία αγγελικά όντα ήλθαν να την πάρουν, την έβαλαν σε ένα πλεούμενο και την κάθισαν σε ένα βασιλικό θρόνο.


     Μετά από ταξίδι δεκαοκτώ ημερών, η αγία έφθασε στη νήσο Αλώνη, στον Ελλήσποντο, όπου την οδήγησαν στις αρχές, οι οποίες με τη σειρά τους αναφέρθηκαν στον ανθύπατο Μακεδονίας. Ο Βινκεντίνος έγραψε αμέσως στον διοικητή του Ελλησπόντου, Λαοδίκιο, στην Κύζικο, πιέζοντάς τον να θανατώσει χωρίς χρονοτριβή την αγία για μαγικές πρακτικές. Ο διοικητής μετέβη ο ίδιος στην Αλώνη και ζήτησε να οδηγήσουν ενώπιόν του την Βάσσα. Καθώς εκείνη του απαντούσε με σθένος και παρρησία, τη ρώτησε για ποιο λόγο επιθυμούσε τόσο πολύ να πεθάνει. Η δούλη του Θεού αποκρίθηκε: «Βιάζομαι να ξεφύγω από τον θάνατο και να κληρονομήσω την αιώνια ζωή». Της έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα και οι δήμιοι τής συνέτριψαν τα μέλη πριν της αποδώσουν τον στέφανο του μαρτυρίου αποκεφαλίζοντάς την. Κάποιος ιερέας Σωφρόνιος φρόντισε για την ταφή της και κατόπιν κτίστηκε μία εκκλησία προς τιμήν της, σε υπερυψωμένο τόπο, ορατό από όλες τις μεριές στους ναυτικούς που είχαν την αγία Βάσσα προστάτιδά τους. Ας σημειωθεί δε, ότι η τιμή της διατηρήθηκε μέχρι τον διωγμό των Ελλήνων, το 1922. Αφιερώθηκε επίσης σ’ αυτήν μία εκκλησία και το παρακείμενο μοναστήρι στη Χαλκηδόνα, τον 5ο με 6ο αιώνα.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
ς καλλίτεκνος μήτηρ τῇ Τριάδι προσήγαγες, Βάσσα Ἀθλοφόρε θεόφρον, τοὺς καρποὺς τῆς κοιλίας σου, Θεόγνιον Ἀγάπιον Πιστόν, ἀθλήσαντας τῷ λόγῳ σου στερρῶς· μεθ’ ὧν θείας ἀπολαύουσα χαρμονῆς, σῶζε τοὺς ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Σολομονῆς προσεπιβαίνουσα τοῖς ἴχνεσι, τοῦ μαρτυρίου τοῖς ἀγῶσι παρεθάρρυνας, τῶν υἱῶν σου τὴν τριάδα, Βάσσα θεόφρον· ἀλλ’ ὡς πάντα ὑπερβᾶσα τὰ ἐπίπονα, ἐπωδύνων πειρασμῶν ἀπελευθέρωσον, τοὺς βοῶντάς σοι· Χαίροις Μάρτυς πολύαθλε.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Βάσις πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικούς, Βάσσα ἀνεδείχθης, τῶν υἱῶν σου τῶν εὐκλεῶν· λόγῳ γὰρ καὶ ἔργῳ, αὐτοὺς ἐνδυναμοῦσα, σὺν τούτοις ἐδοξάσθης, στερρῶς ἀθλήσασα.





[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 223–226.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου