Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


     Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλησε να παραλάβει προς Αυτόν τη Μητέρα Του, απέστειλε έναν άγγελο [1], τρεις ημέρες πριν, για να της αναγγείλει την είδηση. Πλησιάζοντας ο Άγγελος είπε στην Κεχαριτωμένη: «Τάδε λέγει ο Υιός σου: “Καιρός είναι να παραλάβω τη Μητέρα Μου κοντά Μου”. Μην ταραχθείς λοιπόν, αλλά να δεχθείς το μήνυμα με χαρά, επειδή μεταβαίνεις στην αθάνατη ζωή». Ακούγοντας με μεγάλη χαρά την είδηση, η Θεοτόκος, γεμάτη φλογερή επιθυμία να υψωθεί προς τον Υιό της, μετέβη στο Όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί στην ησυχία, όπως το συνήθιζε. Έγινε τότε θαύμα παράδοξο: τη στιγμή που η Παναγία έφθανε στην κορυφή του λόφου, τα δένδρα που φύτρωναν εκεί έκλιναν τα κλαδιά τους προσκυνώντας και αποδίδοντας σέβας και τιμή στην Κυρία του κόσμου, σαν δούλοι που διέθεταν λογικό.

     Αφού προσευχήθηκε, η Παναγία επέστρεψε στο σπίτι της, στο όρος Σιών [2], που σείσθηκε ολόκληρο καθώς έμπαινε. Ευχαριστώντας τον Θεό, άναψε φώτα και κάλεσε τις συγγενείς και τις γειτόνισσες. Συγύρισε μόνη της την οικία, ευτρέπισε το νεκρικό κρεβάτι της και έδωσε εντολή να ετοιμαστούν όλα τα αναγκαία για τον ενταφιασμό της. Στις γυναίκες που ήλθαν μετά το κάλεσμά της αποκάλυψε την είδηση της εκδημίας της στον Ουρανό και για του λόγου το ασφαλές έδωσε σ’ αυτές ένα κλαδί φοινικιάς, σύμβολο νίκης και αφθαρσίας, που της είχε παραδώσει ο Άγγελος. Δέσμιες ακόμη στους δεσμούς του κόσμου τούτου, οι οικείες της δέχθηκαν το νέο με κλάματα και θρήνους, ικετεύοντας την Θεοτόκο να μην τις αφήσει ορφανές. Εκείνη τις καθησύχασε λέγοντας πως θα απερχόταν βέβαια στον Ουρανό, αλλά θα συνέχιζε ωστόσο να τις προστατεύει, όχι μόνον αυτές, αλλά και όλο τον κόσμο με την προσευχή της. Ακούγοντας τα λόγια αυτά οι γυναίκες σταμάτησαν να κλαίνε και έσπευσαν να προχωρήσουν στις προετοιμασίες. Η Παναγία άφησε επίσης παραγγελία να δώσουν τα δύο φορέματα που είχε σε δύο φτωχές χήρες, που ήσαν οι συνηθισμένες συντρόφισσες και φίλες της [3].

     Την ώρα που έλεγε αυτά, μία βοή σαν βροντή έπεσε πάλι στο σπίτι, που γέμισε με σύννεφα τα οποία έφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα του κόσμου. Έτσι στα πρόσωπά τους συνάχθηκε μυστικά όλη η Εκκλησία για να κηδεύσει την Κυρία της. Στον χορό των Αποστόλων προστέθηκε επίσης εκείνος των αγίων Ιεραρχών, όπως ο άγιος Ιερόθεος [4 Οκτ.], ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης [3 Οκτ.] και ο άγιος Τιμόθεος [22 Ιαν.] [4]. Με μάτια γεμάτα δάκρυα είπαν στην Θεοτόκο: «Αν παρέμενες στον κόσμο και ζούσες ανάμεσά μας, αυτό θα ήταν βέβαια μια μεγάλη παρηγοριά, Δέσποινα. Επειδή δε τώρα, με το θέλημα του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις στα Ουράνια, θρηνούμε όπως βλέπεις και κλαίμε. Ωστόσο, από την άλλη χαιρόμαστε για τα οικονομημένα για σένα πράγματα». Εκείνη τους αποκρίθηκε: «Ω, φίλοι και μαθητές του Υιού μου, μην κάνετε πένθος και λύπη τη δική μου χαρά, αλλά ενταφιάσετε το σώμα μου και διατηρείστε το στη θέση που θα πάρω πάνω στο νεκρικό μου κρεβάτι».


     Με τα λόγια αυτά έφθασε με τη σειρά του και το «Σκεύος της Εκλογής», ο Απόστολος Παύλος. Έπεσε στα πόδια της Παναγίας για να την τιμήσει και της απηύθυνε το εξής εγκώμιο: «Χαίρε, μητέρα της ζωής και αντικείμενο του κηρύγματός μου! Διότι, παρόλο που δεν είδα σωματικά τον Χριστό, βλέποντας εσένα πιστεύω ότι θεωρώ Εκείνον».

     Αφού αποχαιρέτησε για τελευταία φορά όλους τους παρόντες η Πανάμωμος, ξάπλωσε μόνη της στο νεκρικό κρεβάτι, τοποθετώντας το σώμα της όπως εκείνη αγαπούσε και ανέπεμψε φλογερές προσευχές στον Υιό της για τη διατήρηση και ειρήνη όλου του κόσμου. Έπειτα, αφού ευλόγησε τους Αποστόλους και τους Ιεράρχες, με πρόσωπο χαμογελαστό παρέδωσε ειρηνικά την πάναγνη και ολόφωτη ψυχή της στα χέρια του Υιού και Θεού της, που εμφανίσθηκε συνοδευόμενος από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και χορό αγγέλων. Η τελευτή της έγινε δίχως πόνο ή αγωνία, όπως ακριβώς ανώδυνος ήταν και ο τόκος της.

     Ο Πέτρος, ο Κορυφαίος των Αποστόλων, έψαλε τότε τον επιτάφιο ύμνο και οι σύντροφοί του σήκωσαν το φέρετρο, ενώ προπορεύονταν άλλοι παρευρισκόμενοι, φέροντας λαμπάδες, ψάλλοντας και έχοντας επικεφαλής τον Ιωάννη τον Θεολόγο, που κρατούσε στο χέρι ένα κλαδί φοινικιάς, με εκείνες του λαού που ακολουθούσε, έτσι που ουρανός και γη γέμιζαν από τον θρήνο αυτόν προς τιμήν της Δέσποινας του κόσμου. Ο αέρας εξαγνίσθηκε από την ανάληψη της ψυχής της και η γη έμελλε σύντομα να αγιασθεί με την κατάθεση του σώματός της, ενώ πολλοί άρρωστοι θεραπεύθηκαν τότε.

     Μην υποφέροντας το θέαμα τούτο, οι αρχηγοί των Εβραίων παρακίνησαν ανθρώπους του λαού να ανατρέψουν το νεκροκρέβατο πάνω στο οποίο αναπαύονταν το ζωαρχικό σώμα. Η θεία δικαιοσύνη όμως πρόλαβε τα σκοτεινά τους σχέδια και οι δράστες έχασαν όλοι το φως τους. Ένας δε από αυτούς, ιερέας κατά τον μωσαϊκό νόμο, ονόματι Ιεφονίας, θρασύτερος από τους άλλους, κατάφερε να αδράξει την ιερά κλίνη, αλλά αμέσως τα δυο του χέρια αποκόπηκαν από το ξίφος της θείας οργής, και τα κομμένα μέλη του έμειναν γραπωμένα και ακίνητα πάνω στο φέρετρο, θέαμα αξιοδάκρυτο και ελεεινό. Η τιμωρία αυτή στάθηκε αφορμή μετανοίας για τον Ιεφονία, ο οποίος ασπάσθηκε ολόψυχα την Πίστη προς τον Χριστό. Με τον λόγο του Αποστόλου Πέτρου βρέθηκε θεραπευμένος, γινόμενος όργανο σωτηρίας και ιατρείας για τους συντρόφους του. Πράγματι, δίνοντάς του ένα κλαδάκι από τη φοινικιά της Θεοτόκου, εκείνος το απέθεσε πάνω στα μάτια των συντρόφων του, θεραπεύοντάς τους τόσο από τη σωματική όσο και από την πνευματική τύφλωση.

     Φθάνοντας στον Κήπο της Γεσθημανή, οι Απόστολοι ενταφίασαν το πανάγιο σώμα της Θεοτόκου και παρέμειναν επί τόπου για τρεις ημέρες, ενώ τις προσευχές τους συνόδευαν αγγελικοί ύμνοι [5]. Κατ’ οικονομίαν της θείας Πρόνοιας, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς, σύμφωνα με ορισμένους) δεν βρισκόταν στην κηδεία. Έφθασε στη Γεσθημανή την τρίτη ημέρα και ήταν απαρηγόρητος που δεν μπόρεσε να δει για τελευταία φορά το θεωμένο σώμα της Παναγίας. Έτσι, συμφώνησαν όλοι οι άλλοι Απόστολοι να ανοίξουν τον τάφο για να μπορέσει να προσκυνήσει και αυτός το σώμα της. Μόλις σήκωσαν τον λίθο που έκλεινε την είσοδο, εξέστησαν όλοι διαπιστώνοντας ότι το σώμα είχε γίνει άφαντο και μόνο το σενδόνι όπου ήταν τυλιγμένο παρέμεινε εκεί, κρατώντας ωστόσο το σχήμα του σκηνώματος. Ήταν μία αδιάψευστη απόδειξη της μεταστάσεως στον Ουρανό της Θεοτόκου, ήτοι της αναστάσεως και αναλήψεως του σώματός της που ενώθηκε ξανά με τη ψυχή της υπεράνω των ουρανών, σε στενή οικειότητα με τον Υιό της, για να εκπροσωπεί το ανθρώπινο γένος και να πρεσβεύει υπέρ ημών κοντά στον Θεό [6].


     Η Μαρία, κόρη του Αδάμ, που έγινε όμως αληθινή Μήτηρ Θεού και Μήτηρ της Ζωής, τίκτοντας Εκείνον που είναι η όντως Ζωή (Ιωάν. 14, 6), πέρασε λοιπόν από τον θάνατο. Αλλά ο θάνατός της δεν είναι επ’ ουδενί εναγώνιος, ταραχώδης και ατιμωτικός, διότι νικημένη από τον Χριστό που υποβλήθηκε οικειοθελώς σε αυτήν για τη Σωτηρία μας, η καταδίκη του Αδάμ έγινε «ζωοποιός θάνατος» και αρχή καινής ύπαρξης. Και ο τάφος της Γεσθημανή, όπως ακριβώς και ο πανάγιος Τάφος, φανερώθηκε ως ένας «νυμφώνας», όπου επιτελέσθηκαν οι γάμοι της αφθαρσίας.

     Έπρεπε πράγματι, σύμμορφη σε όλα με τον Σωτήρα Χριστό, η Παναγία Παρθένος να περάσει από όλους τους δρόμους που ακολούθησε ο Χριστός για να αγιάσει στη φύση μας. Αφού Τον ακολούθησε στο Πάθος Του και «είδε» την Ανάστασή Του, γνώρισε την εμπειρία του θανάτου Του [7]. Μόλις αποχωρίσθηκε από το σώμα της όμως, η πάναγνη ψυχή της βρέθηκε ενωμένη με το θείο Φως και το σώμα της, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναστήθηκε σύντομα από τη χάρη του αναστημένου Χριστού, του Υιού της. Αυτό το θεωμένο σώμα έγινε δεκτό στον Ουρανό ως σκηνή του Θεανθρώπου, ως θρόνος του Θεού. Είναι το πιο εκλεκτό μέρος του Σώματος του Χριστού και συχνά εξομοιώθηκε από τους αγίους Πατέρες με την Εκκλησία την ίδια, το κατοικητήριο του Θεού ανάμεσά μας, απαρχή της μέλλουσας κατάστασής μας και πηγή της θεώσεώς μας. Από τα πάναγνα σπλάχνα της Θεοτόκου, μας ανοίχθηκε η Βασιλεία των Ουρανών, γι’ αυτό και η μετάστασή της στον Ουρανό είναι αιτία υπερκόσμιας χαράς και ευφροσύνης για όλους τους πιστούς, που έλαβαν έτσι την εγγύηση ότι στο σεπτό πρόσωπό της όλη η ανθρώπινη φύση, που έγινε φορέας του Χριστού, κλήθηκε να κατοικήσει εν τω Θεώ.


—Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ—
[1]  Όπως συμβαίνει και με τις άλλες εορτές του θεομητορικού κύκλου, η λειτουργική και εικονογραφική παράδοση έχει ευρέως αντλήσει από τα απόκρυφα (Ψευδο-Ιωάννης ο Θεολόγος και Ψευδο-Μελίτων), διορθώνοντας τα δογματικά σφάλματά τους. Τελούμενη αρχικά τον μήνα Ιανουάριο στην Ιερουσαλήμ, η εορτή αυτή καθιερώθηκε στις 15 Αυγούστου και έγινε υποχρεωτική για όλη την Ανατολή από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582-602). Γνώρισε μεγάλη διάδοση χάρις στα εγκώμια των αγίων Πατέρων και των μεγάλων εκκλησιαστικών ρητόρων που εκφωνήθηκαν για την περίσταση αυτή: του αγίου Ανδρέου Κρήτης, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, του Θεοδώρου Στουδίτου, Γρηγορίου του Παλαμά, κ.λπ.
[2]  Σύμφωνα με ορισμένους, πρόκειται για τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, όπως και στον Ευαγγελισμό. Κατά την παράδοση, το γεγονός έλαβε χώρα έντεκα χρόνια περίπου μετά την Ανάσταση του Χριστού, όταν δηλαδή η Θεοτόκος είχε ηλικία πενήντα εννέα ετών.
[3]  Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, διέμενε στο σπίτι του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σιών.
[4]  Βλ. τη διήγηση της Καταθέσεως της Εσθήτος της Θεοτόκου στις 2 Ιουλ.
[5] Λεπτομέρεια που αναφέρεται στα έργα τα αποδιδόμενα στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη («Περὶ θείων ὀνομάτων» 3, 2, PG 3, 681-684).
[6]  Ιστορείται ότι, επιστρέφοντας από την κηδεία, οι Απόστολοι συγκεντρώθηκαν για ένα γεύμα αδελφικό και στη θέση του Χριστού έβαλαν ένα κομμάτι άρτου σε σχήμα τριγώνου. Τη στιγμή όμως που το ύψωναν επικαλούμενοι το Όνομα του Χριστού, όπως συνήθιζαν, άκουσαν εξ ουρανού την Παναγία να λέει: «Να χαίρεστε γιατί θα είμαι μαζί σας μέχρι τη συντέλεια των αιώνων». Μέσα στη χαρά τους οι Απόστολοι αναφώνησαν όλοι με μια φωνή: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν!». Αυτή είναι η αφετηρία της «Ακολουθίας της Υψώσεως της Παναγίας» που τελείται στα μοναστήρια μετά το γεύμα στις εορτάσιμες ημέρες (βλ. «Μέγα Ὡρολόγιον»).
[7]  Σύμφωνα με το απόκρυφο του Ψευδο-Ιωάννη, το σώμα της αγίας Παρθένου μετέστη στον Παράδεισο κοντά στο Ξύλο της Ζωής, όπου ο Αρχάγγελος Γαβριήλ φέρεται να εισήγαγε εκ νέου σε αυτό τη ψυχή της. Οι άγιοι Πατέρες αρνήθηκαν ωστόσο να αποφανθούν δογματικώς επί του θέματος που παραμένει αντικείμενο ευλαβείας και όχι θεολογικών ορισμών. Προτίμησαν να θεωρούν το μυστήριο αυτό του θανάτου και της μεταστάσεως στους Ουρανούς της Θεοτόκου ως ολοκλήρωση του έργου του Λυτρωτού διά της συνανάστασης και του συνδοξασμού της αγίας Παρθένου, προορίζοντας τον όρο «ανάσταση» για εκείνη του Σωτήρος. Όσον αφορά τον όρο «Assumtio» (άνευ θανάτου), που υιοθετήθηκε πρόσφατα ως δόγμα από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (1950), ως συνοδό εκείνου της «Ασπόρου Συλλήψεως» («Immaculata Conceptio») (1854), αφήνει να υποθέσει κανείς με αμφίσημο τρόπο ότι η Θεοτόκος, εξαιρουμένη από την κληρονομιά του Αδάμ (το προπατορικό αμάρτημα και τη συνέπειά του, τον θάνατο), δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε άμεσα, ψυχή τε και σώματι, στον Ουρανό.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄.
ν τῇ Γεννήσει, τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας· ἐν τῇ Κοιμήσει, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος β΄. Αὐτόμελον.
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Παρέστης Παρθένε ἐκ δεξιῶν, τοῦ Παμβασιλέως, ὡς βασίλισσα τοῦ παντός, περιβεβλημένη, ἀθανασίας αἴγλην, ἀρθεῖσα μετὰ δόξης, πρὸς τὰ οὐράνια.






[ Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 12ος (Αύγουστος),
σελ. 150–154.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Ξενοφών Κομνηνός.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
Αθήναι, Μάρτιος 2009.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]








Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου