Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΩΝ «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ»


Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΩΝ «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ»


     Ο μοναχός Ιερόθεος (1883–1963), από τα Βουρλά της Σμύρνης, προσήλθε στη Μονή Διονυσίου το 1913 και εκάρη μοναχός το 1916. Διακρινόταν μέσα σε όλη την Διονυσιάτικη αδελφότητα για την απλότητα, την καλοκαγαθία του, την ταπείνωση και την εργατικότητά του. Γι’ αυτό η Χάρη του Θεού, που πλουτίζει μόνο τους ταπεινούς, τον επισκέφθηκε, τον χαροποίησε και τον χαρίτωσε. Στον θεοφιλή του αγώνα δεν έλειψαν βέβαια και οι δαιμονικές προσβολές.

     Το 1938, όταν ήταν μυλωνάς στον μύλο της Μονής, του παρουσιάσθηκε πλήθος δαιμόνων για να τον εκφοβίσουν. Άρχισε τότε να ψέλνει δυνατά τα θεία λόγια του «Αρχαγγελικού Ασπασμού», το: «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ Σου…» και αμέσως οι εχθροί εξαφανίστηκαν. Από τότε, είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και έκαιγε ακοίμητο καντήλι στην εικόνα της μέσα στο κελλί του. Όταν προσευχόταν ή διάβαζε την ακολουθία, του παρουσιάζονταν οι δαίμονες, τον περιέπαιζαν και τον ενοχλούσαν. Άλλοτε, χτυπούσαν δυνατά τη θύρα του κελλιού του και του δημιουργούσαν ταραχή. Επικαλούμενος όμως την Κυρία Θεοτόκο, χάνονταν αμέσως.

     Το 1944, ευρισκόμενος στο μετόχι της Μονής του «Μονοξυλίτη» για τον τρύγο, αρρώστησε βαριά. Πονούσε, έβηχε δυνατά, δεν μπορούσε να φάει και να καταπιεί τίποτε. Διάβασε το Απόδειπνο κι έπεσε να κοιμηθεί. Τα μεσάνυχτα, ξύπνησε από ένα δυνατό φως· φως διαφορετικό, κάτασπρο, ειρηνικό. Πάνω στο ράφι του, βλέπει την εικόνα της Παναγίας να λάμπει. Άρχισε να λέει τους «Χαιρετισμούς» της. Ο λαιμός του καθάρισε κι έγινε τελείως καλά. Η εικόνα της Παναγίας, δεν υπήρχε ούτε πριν ούτε μετά. Φανερώθηκε απλά για να του πει πως Εκείνη ήταν η θεραπεύτριά του. Ξημέρωνε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου: 8/9/1944.
 
     Μια άλλη φορά, στις 6/2/1958, ετοιμαζόμενος ο μακάριος μοναχός Ιερόθεος για τη θεία Μετάληψη, εγκρατευόταν, βίαζε από αγάπη για τον Θεό τον εαυτό του, έχοντας διπλασιάσει τις μετάνοιες και τα κομποσχοίνια του. Μέσα στη νύχτα, γέμισε το κελλί του από φως.


     Διηγείται ο ίδιος στον παραδελφό του Λάζαρο (†1974): «Καθώς προσευχόμουν στις 3 η ώρα τη νύχτα, ξαφνικά βλέπω το κελλί μου να γεμίζει φως! Φως, μα τί να σου πω! Όχι, λάμπες. Όχι, ηλεκτρικά. Αλλά σαν ήλιος κάτασπρος και μου φαινόταν ότι έβγαινε από την εικόνα όπου έχω της Παναγίας. Πολύ ευχαριστήθηκα και αισθανόμουν μεγάλη χαρά και άρχισα τότε αμέσως να λέω τους «Χαιρετισμούς» της Παναγίας καθώς και ό,τι άλλο ήξερα από την «Παράκληση» και από τα «Μεγαλυνάρια». Τρεις με τέσσερεις ώρες, θαρρώ πως στάθηκε το Φως αυτό και ύστερα χάθηκε…».
 
     Άλλοτε, πάλι, στις 23/11/1960, μόλις τελείωσε τον προσωπικό του κανόνα και ετοιμαζόταν να κατακλιθεί, ακούει ξαφνικά μουσικά όργανα να παίζουν στο κελλί του. Κατάλαβε ότι όλο αυτό ήταν δαιμονική ενέργεια και πήρε με το κομποσχοίνι του να λέει την «Ευχή του Ιησού». Του παρουσιάσθηκαν οι εχθροί σαν τράγοι, σαν νέοι και νέες, να ασχημονούν ανερυθρίαστα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια του. Ήταν όλα φαντασίες. Με την «Ευχή του Ιησού» και το «Θεοτόκε Παρθένε», όλοι και όλα εξαφανίσθηκαν. Από την εικόνα της Παναγίας άστραψε πάλι ένα ωραίο και γαλήνιο φως. Κατόπιν, τον περιγελούσαν από το παράθυρο και του σφράγισαν την θύρα με ξύλα και δεν μπορούσε να πάει στο Καθολικό για την Ακολουθία του Μεσονυκτικού, μέχρι που εξαφανίστηκαν και εξήλθε ελεύθερος στο τέλος.
 
     Έτσι, διήλθε τη ζωή του, ο τρισόλβιος Ιερόθεος. Με παγίδες που του έστηνε ο μισόκαλος, τις οποίες όμως, τις νικούσε με θερμή προσευχή και με γνήσια ταπείνωση, και με θείες παρηγοριές που του έστελνε η αγάπη του Θεού προς ενίσχυση και αναψυχή. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 19/10/1963.

[ Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου
(1952-2014):
«Μέγα Γεροντικό
εναρέτων Αγιορειτών
του 20ου αιώνος»,
Τόμος Β΄, σελ. 703–704.
Εκδόσεις «Μυγδονία»·
Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2011.
Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου