Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ


ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ


     Το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των Νηστειών χαρακτηρίζεται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας ως το «Σάββατο του Ακαθίστου». Χθες το βράδυ σε όλους τους ορθόδοξους ναούς αντήχησαν οι θαυμάσιες και τόσο γνωστές και λαοφιλείς μελωδίες προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την «Υπέρμαχο Στρατηγό». Ακούσαμε αυτόν τον ύμνο να ψάλλεται τμηματικά κατά τα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Τεσσαρακοστής. Χθες έγινε η ανακεφαλαίωση. Από τα λειτουργικά μας βιβλία προβλέπεται η ψαλμωδία του Ακαθίστου κατά τον όρθρο του Σαββάτου. Έτσι ψάλλεται μέχρι σήμερα στα μοναστήρια. Στους ενοριακούς ναούς, όπως είδαμε και στον Μέγα Κανόνα, η ακολουθία του Ακαθίστου, για τη διευκόλυνση των χριστιανών, ψάλλεται το βράδυ της Παρασκευής μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου και το πρωί τελείται ο όρθρος και η θεία Λειτουργία.

     Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλο υμνολογικό κείμενο της Εκκλησίας μας, που να χρησιμοποιήθηκε στη θεία λατρεία τόσες φορές όσες ο Ακάθιστος. Στα μοναστήρια τον διαβάζουν κάθε μέρα και όλοι οι μοναχοί τον γνωρίζουν από στήθους. Στις ενορίες είναι μία από τις προσφιλέστερες στον λαό ακολουθίες, που συγκεντρώνουν κάθε Παρασκευή βράδυ, κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, ένα πλήθος κόσμου. Αναρίθμητες είναι οι εκδόσεις του ύμνου αυτού και πλήθος μελετών έχουν γραφεί με θέμα τον Ακάθιστο. Παρά ταύτα ένα πλήθος προβλημάτων γύρω από τον ύμνο αυτόν δεν βρήκαν ακόμη τη λύση τους. Στη μεγάλη διάδοση του Ακαθίστου συνετέλεσαν πολλοί λόγοι: Το θέμα του, η μελωδία του, η ωραία ποιητική του πλοκή και, ιδιαίτερα για το έθνος μας, η σύνδεσή του με μεγάλα γεγονότα του ιστορικού μας βίου. Η Παναγία εξάλλου, την οποία υμνολογεί ο Ακάθιστος, σε όλη τη μακραίωνη ζωή της Εκκλησίας μας, είναι το κέντρο της ευλάβειας των χριστιανών, το πρόσωπο που μακαρίζουν, κατά την πρόρρησή της, «πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. 1, 48).


     Θα παρατρέξουμε το διαφιλονικούμενο θέμα του χρόνου της σύνταξης και του ποιητή του Ακαθίστου. Πολλοί φέρονται ως ποιητές του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομηδείας (Σικελιώτης), ποιητές που έζησαν από τον Στ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοση παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετητές, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερόμενους ως ποιητές του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνδέθηκε από την παράδοση η ψαλμωδία του Ακαθίστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίσει κάπως στην αναζήτησή μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινούπολης την 8η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάρι, μετά τη λύση της πολιορκίας, εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την ανεκλάλητη σωτηρία, που αποδόθηκε στη θαυματουργική δύναμη της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήταν ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνες για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθεί και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μάς είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήταν. Εξάλλου, ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για τη σωτηρία της Πόλεως, δεν θα ήταν δυνατό παρά να κάνει λόγο ρητώς γι’ αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα δούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακαθίστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).


     Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν έχει συνδεθεί πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλετο ως ευχαριστήρια ωδή προς την Υπέρμαχο Στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που τελούνταν εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρηση του Συναξαριστού, ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά τη σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν ψάλλονταν οι οίκοι του ύμνου αυτού, «ὀρθοὶ πάντες» τούς άκουγαν σε ένδειξη ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «ἐξ ἔθους» κάθονταν.


     Γιατί όμως ο Ακάθιστος ψάλλεται κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρων πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ’ αυτήν. Στις 8 Αυγούστου λύθηκε η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο επί Πωγωνάτου, και 16 Αυγούστου εορταζόταν η ανάμνηση της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου λύθηκε η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνδέθηκε προφανώς εξαιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων ημερών και ύμνων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρη κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικά στο Σάββατο, ημέρα που μαζί με την Κυριακή, είναι οι μόνες ημέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός των χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, όπως είδαμε, μετατίθενται οι όποιες τυχόν εορτές της εβδομάδος. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος ψαλλόταν πέντε ημέρες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και, σύμφωνα με κάποια άλλα, στον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της Σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.


     Είναι κοντάκιο – ύμνος. Κατά το σύστημα της σύνθεσης του ποιητικού αυτού είδους, περιλαμβάνει το προοίμιο, «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς…», και 24 (ΚΔ΄) οίκους, που έχουν αλφαβητική ακροστιχίδα. Η ιδιορρυθμία του σε σύγκριση με τα άλλα κοντάκια συνίσταται στα δύο αυτόμελα που ακολουθούν οι οίκοι του. Οι περιττοί οίκοι (αυτοί που αρχίζουν από τα στοιχεία Α, Γ, Ε, Η κλπ.) έχουν ως αυτόμελο, τροπάριο δηλαδή βάσει του οποίου συνετέθησαν, τον πρώτο οίκο («Ἄγγελος πρωτοστάτης…»)· χαρακτηριστικό τους είναι οι έξι διπλές αποστροφές προς την Παναγία, που αρχίζουν με το «Χαῖρε» και που έδωσαν το λαϊκό όνομα στον ύμνο: «Χαιρετισμοί». Επωδό (εφύμνιο) έχουν το: «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», που είναι και το εφύμνιο του προοιμίου. Οι άρτιοι οίκοι (που αρχίζουν από τα στοιχεία Β, Δ, Ζ, Θ κλπ.) έχουν συντεθεί με βάση, είναι δηλαδή προσόμοια, του δεύτερου οίκου: «Βλέπουσα ἡ ἁγία…», και έχουν εφύμνιο το: «Ἀλληλούϊα».


     Θέμα του κοντακίου του Ακαθίστου είναι το μυστήριο της Σαρκώσεως του Χριστού, με κύριο τόνο στην απαρχή της σωτηρίας, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Σ’ αυτόν αναφέρονται το προοίμιο, που αποτελεί περίληψη του περιεχόμενου του ύμνου, και οι τέσσερεις πρώτοι οίκοι. Τα δεκατρία «Χαῖρε», που κατακλείουν τους περιττούς οίκους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επέκταση και ποιητική αναδίπλωση και επεξεργασία του «Αρχαγγελικού Ασπασμού», του «Χαῖρε, κεχαριτωμένη» (Λουκ. 1, 28). Ο πρωτοστάτης άγγελος, ο Γαβριήλ, έρχεται και φέρνει το θεϊκό μήνυμα, το «Χαῖρε», στη Θεοτόκο (Α)· εκείνη απορεί για τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως (Β)· ο Γαβριήλ τής επεξηγεί την απόρρητη βουλή του Θεού (Γ) και η δύναμη του Υψίστου επισκιάζει την απειρόγαμη Παρθένο και συλλαμβάνει τον Υιό του Θεού (Δ). Η Θεοτόκος επισκέπτεται τη συγγενή της Ελισάβετ, τη μέλλουσα μητέρα του Προδρόμου, και ανταλλάσσουν προφητικούς λόγους (Ε). Ο Ιωσήφ, ο Μνήστωρ της Παρθένου, ταράσσεται και κλονίζεται από τη ζάλη σφοδρών λογισμών αμφιβολίας, αλλά πληροφορείται από τον άγγελο το μυστήριο της συλλήψεως (Ζ). Ο Χριστός γεννάται και οι ποιμένες προσκυνούν τον Αμνό του Θεού (Η). Ο θεόδρομος αστέρας δείχνει τον δρόμο στους μάγους της Ανατολής (Θ), αυτοί Τον προσκυνούν (Ι) και, δι’ άλλης οδού, αναχωρούν για τη Βαβυλώνα και γίνονται οι θεοφόροι κήρυκες στη χώρα τους (Κ). Στην Αίγυπτο ο φυγάδας Κύριος συντρίβει τα είδωλα και, με τον φωτισμό της αληθείας Του, διώχνει το σκοτάδι του ψεύδους (Λ). Και ο πρεσβύτης Συμεών δέχεται στην αγκάλη του ως Βρέφος τεσσαρακονθήμερο τον τέλειο Θεό και λαμβάνει την ποθητή απόλυσή του (Μ). Εδώ τελειώνει το πρώτο μισό μέρος του ύμνου, το ιστορικό, που περιλαμβάνει τους δώδεκα πρώτους οίκους, από το Α μέχρι το Μ. Οι υπόλοιποι οίκοι, από το Ν έως το Ω, αποτελούν μια θεολογική – θεωρητική επεξεργασία του μυστηρίου της Σαρκώσεως. Η νέα κτίση, που δημιουργεί ο Λόγος του Θεού με τη σάρκωσή του, δοξολογεί τον Δημιουργό (Ν). Ο παράξενος, ο «ξένος», τόκος προτρέπει τους ανθρώπους να ξενωθούν από τον κόσμο και να μεταθέσουν τον νου τους στον ουρανό (Ξ). Όλος ήταν στη γη ο δοξολογούμενος Λόγος, αλλά και από τον ουρανό δεν απουσίαζε (Ο). Οι άγγελοι θαύμασαν το έργο της ενανθρωπήσεως και την κοινωνία του Θεού και των ανθρώπων (Π). Οι σοφοί και οι ρήτορες του κόσμου έμειναν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν το μυστήριο του παρθενικού τόκου (Ρ). Ο Ποιμήν–Θεός γίνεται πρόβατο–άνθρωπος, θέλοντας να σώσει τον κόσμο (Σ). Η Παρθένος γίνεται φυλακτήριο τείχος των παρθένων αλλά και όλων των πιστών (Τ). Κανείς όμως από τους ανθρώπους δεν μπορεί να πληρώσει τον φόρο του χρέους των αμαρτιών τους στον σαρκωθέντα Βασιλιά (Υ). Η Θεοτόκος είναι και γίνεται η φωτοδόχος λαμπάδα, που μας καθοδηγεί στη γνώση του Θεού (Φ). Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να του δώσει χάρη και συγχώρεση (Χ). Η δοξολογία προς τον Υιό συνδέεται αδιάρρηκτα με την ανύμνηση του έμψυχου και καθαρότατου ναού Του, της Κυρίας Θεοτόκου (Ψ). Και ο ύμνος κατακλείεται με μια θαυμαστή αποστροφή προς την Παρθένο:
     «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
     ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων
     ἁγιώτατον Λόγον·
     δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν,
     ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας
     καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως
     τοὺς σοὶ βοῶντας·
     Ἀλληλούϊα».


     Στο στόμα του αγγέλου, της Ελισάβετ, των ποιμένων, των μάγων και των Αιγυπτίων στο πρώτο μέρος και των πιστών στο δεύτερο μπαίνουν οι 144 θαυμάσιες ποιητικές αποστροφές και τα εγκώμια της Θεοτόκου με τις τόσο επιτυχείς αντιθέσεις και τις ωραίες θεολογικές εικόνες. Είναι τόσο γνωστές. Ας διαβάσουμε μόνο τους χαιρετισμούς του τελευταίου ποιητικού οίκου, που αρχίζει με το στοιχείο Ψ. Θέμα του είναι η Θεοτόκος ως ναός έμψυχος και άγιος του παντοκράτορος Κυρίου:
     «Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου·
     Χαῖρε, ἁγία ἁγίων μείζων.
     Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι·
     Χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
     Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα·
     Χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
     Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον·
     Χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
     Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις·
     Χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
     Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

     Παλαιότερα ο ύμνος ψαλλόταν. Σήμερα ψάλλεται μόνο το προοίμιο σε ήχο πλ. δ΄· περιεχόμενό του είναι ο Ευαγγελισμός, το θέμα του κοντακίου:
     «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ· Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».


     Οι οίκοι απαγγέλλονται σήμερα εμμελώς από τον ιερέα στο μέσον του ναού, δηλαδή στη θέση που πριν βρισκόταν ο άμβωνας, από τον οποίον ψαλλόταν το κοντάκιο. Ο λαός επαναλαμβάνει στο τέλος κάθε οίκου το εφύμνιο, την επωδό, πάλι σε ήχο πλ. δ΄: «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» στους περιττούς οίκους· «Ἀλληλούϊα» στους άρτιους.

     Όταν ο Ακάθιστος συνδέθηκε με τα ιστορικά γεγονότα που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, και πάλι σε ήχο πλ. δ΄, το οποίο είναι γεμάτο δοξολογία, ικεσία και επινίκιο ρίγος, το τόσο γνωστό: «Τῇ ὑπερμάχῳ». Στην Υπέρμαχο Στρατηγό, η Πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρη σ’ αυτήν από τα δεινά, αναγράφει, δηλαδή αποδίδει «τὰ νικητήρια»· και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμη να την ελευθερώνει από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογεί εκ βαθέων κράζοντας: «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»!
     «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
     Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
     Ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου Θεοτόκε.
     Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον
     Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
     Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε».

[ 11 Απριλίου 1970 ]


ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
(1927–2007)


[ Ιωάννου Μ. Φουντούλη:
«Λογική Λατρεία»,
κεφ. 8ο, σελ. 63–71.
Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αθήνα, 19973.
 Επιμέλεια ανάρτησης:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση των αναρτήσεων
από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου